Μια φορά κι έναν καιρό…

Μια φορά κι έναν καιρό έγινε ο άνθρωπος.

Και μετά έγινε κι άλλος, κι άλλος, κι έγιναν πολλοί.

Όλοι αυτοί οι άνθρωποι δεν ήταν ίδιοι μεταξύ τους. Υπήρχαν ψηλοί , κοντοί, δυνατοί, αδύνατοι, όμορφοι, άσχημοι, έξυπνοι, βλάκες, υπήρχαν και μερικοί παράξενοι. Όταν οι παράξενοι γινόντανε πολύ παράξενοι τους λέγανε τρελούς.

Οι άνθρωποι πάντα ήταν παιδιά. Τους άρεσε να παίζουν. Παίζαν τα παιγνίδια τους. Παίζαν τη μαμά και τον μπαμπά. Παίζαν το σχολείο. Παίζαν το γιατρό. Παίζαν τους κλέφτες και αστυνόμους. Παίζαν χρηματιστήριο. Παίζαν οικονομία. Παίζαν πόλεμο. Παίζαν, με λίγα λόγια, οργανωμένη κοινωνία.

Τα παιγνίδια τους στην αρχή ήταν απλά. Σιγά-σιγά άρχισαν να γίνονται πιο πολύπλοκα. Είχαν ανάγκη από κανόνες. Σύνήθως τους κανόνες τους κάναν οι πιο δυνατοί. Οι άλλοι έπρεπε να τους μάθουν. Μερικοί δεν ήθελαν να τους μάθουν κι άλλοι δεν μπορούσαν. Τότε έγιναν οι ομάδες πρόληψης και καταστολής. Μερικοί είπαν ότι είδαν και κάποιους ψυχίατρους μέσα σ’ αυτές τις ομάδες.

Γιώργος Στ. Καπρίνης, ψυχίατρος

ΤΡΕΛΑ ΚΑΙ ΑΝΤΙΨΥΧΙΑΤΡΙΚΗ

Η ΨΥΧΑΣΘΕΝΕΙΑ ΕΙΝΑΙ ΜΙΑ ΣΥΝΩΜΟΣΙΑ ΤΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΑΣ ΚΑΙ ΤΩΝ ΨΥΧΙΑΤΡΩΝ ΣΕ ΒΑΡΟΣ ΙΔΙΑΙΤΕΡΩΝ ΑΝΘΡΩΠΩΝ;

Γράφει η Μίλιτσα Κοσάνοβιτς, ψυχίατρος (kosanovic@mail.com)

Ο καλύτερος τρόπος για να σιγουρευτείς ότι εσύ είσαι ο γνωστικός, δεν είναι να κλείσεις μέσα το γείτονά σου.

Φ.Μ. Ντοστογιέφσκι

 

Η κοινωνία μας φοράει έναν ζουρλομανδύα κομφορμισμού από την ώρα που θα γεννηθούμε. Μας «διαπαιδαγωγεί», δηλαδή μας αναγκάζει να συμμορφωθούμε στις δικές της επιθυμίες. Μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο οι όροι «υγεία» και «τρέλα» γίνονται ύποπτοι.

R. D. Laing

Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΤΡΕΛΑΣ

Στην αρχή υπήρχε ένας άνθρωπος. Ο άνθρωπος αυτός χειριζόταν μια γλώσσα πιο άμεση και πηγαία από τη γλώσσα της λογικής. Στην αρχή η λογική και η μη-λογική ήταν αδιαχώριστες. Κάποια στιγμή όμως επήλθε η ρήξη. Η τρέλα έκανε την εμφάνιση της από τότε που ο ανθρώπινος νους καθιέρωσε μιαν απόσταση ανάμεσα στη λογική και στη μη-λογική.

Πολύ πριν αρχίσουμε να χρησιμοποιούμε όρους όπως ψυχοπαθολογία, ψύχωση και σχιζοφρένεια, η τρέλα ήταν περιβεβλημένη μ’ ένα μεταφυσικό μανδύα. Στις αρχαίες φυλές οι μάγοι-σαμάνοι ερμήνευαν την τρέλα ενός ανθρώπου άλλοτε ως θεϊκό σημάδι κι άλλοτε ως κατάληψη από μοχθηρές δυνάμεις ή θεότητες: κάτι που απαιτούσε εξορκισμό. Οι αντιλήψεις αυτές δεν άλλαξαν ούτε και κατά τη διάρκεια του Μεσαίωνα, όταν οποιοσδήποτε είχε κάποια ψυχική διαταραχή χαρακτηριζόταν αυτομάτως «δαιμονισμένος» και έρμαιο των «σατανικών δυνάμεων». Υπήρχαν όμως και σπάνιες περιπτώσεις που η τρέλα δεν θεωρούνταν κάτι το «δαιμονικό», αλλά δείγμα «ιερότητας», όπως δείχνουν και τα παραδείγματα των «ιερών σαλών» π.χ. Άγιος Ανδρέας ο Σαλός. Στις περισσότερες πάντως περιπτώσεις οι τρελοί έπαιζαν το ρόλο του «μιασμένου» αποδιοπομπαίου τράγου. Οι εκκλησίες απαγόρευαν την είσοδο τους και όχι σπάνια μαστιγώνονταν δημοσίως ή κυνηγιόνταν με ραβδιά και διώχνονταν από τις πόλεις. Η αναχώρηση των τρελών απέκτησε τελετουργική σημασία παρόμοια με «εξαγνισμό» και πέρασε στη λογοτεχνία και στην εικονογραφία με τη μορφή του Πλοίου των Τρελών, που πλέει ακυβέρνητο με το αλλοπαρμένο του πλήρωμα) …

Ακόμη και μετά το Μεσαίωνα η παραφροσύνη, καραδοκούσε κάτω από την αδύναμη επιφάνεια της φαινομενικότητας, τρόμαζε και προκαλούσε, κυρίευε τις νύχτες και βασίλευε στη φαντασία των ανθρώπων. Ενώ στο Μεσαίωνα η τρέλα κατατάσσονταν στις αμαρτίες, στην Αναγέννηση εγκαταλείπει το χώρο της μεταφυσικής και καθίσταται υπεύθυνη για ό,τι κακό υπάρχει στον άνθρωπο. Δεν σχετίζεται πλέον με υποχθόνιες δυνάμεις αλλά με τις ανθρώπινες αδυναμίες, τα όνειρα και τις αυταπάτες. Είναι η κωμική τιμωρία της γνώσης και της εγωπάθειας. Η τρέλα ριζώνει στα χωράφια της φανταστικής ελευθερίας. Ο Θερβάντες καθόρισε για πάντα τα γνωρίσματα της στο μνημειώδες έργο του Δον Κιχώτης. Στα έργα του Σαίξπηρ η τρέλα συγγενεύει με το φόνο και την αυτοκτονία, είναι δηλαδή πάντοτε ακραία. Την ίδια εποχή η τρέλα περνά στην τέχνη, και συγκεκριμένα στη λογοτεχνία, στη ζωγραφική και ιδιαίτερα στο θέατρο.

Τον 16ο αιώνα η τρέλα παραφυλάει στον κόσμο της αμφιβολίας. Η μη λογική εμφανίζεται ως απειλή που συγχέει την υποκειμενικότητα από την αλήθεια. Από τον 17ο αιώνα όμως αυτός ο κίνδυνος μειώθηκε καθώς ο άνθρωπος κατοχύρωσε τη λογική του. Έτσι η τρέλα εξορίζεται και μια νέα διαχωριστική γραμμή χαράσσεται ανάμεσα σ’ αυτή και στη λογική. Από τον 18ο αιώνα η τρέλα θα κατοικεί πλέον στα άσυλα, μαζί με τη φτώχεια, την αρρώστια και την αναπηρία. Τα ιδρύματα εγκάθειρξης θα γίνουν ο «φυσικός χώρος» της. Εκεί ακολουθείται η «θεραπεία» της ηθικής και της τιμωρίας, που «εξαγνίζει» τις ψυχές.

Τα άσυλα ήταν απάνθρωπα καταχωνιαστήρια ταλαίπωρων ψυχών. Υπήρχε μάλιστα και μια συνήθεια από το Μεσαίωνα να επιδεικνύουν τους φρενοβλαβείς. Μερικά Narrturmer της Γερμανίας είχαν καγκελωτά παράθυρα για να φαίνονται απ’ έξω οι τρελοί, προσφέροντας έτσι θέαμα στους περαστικούς. Συχνά μάλιστα έκοβαν και εισιτήριο κάθε Κυριακή δείχνοντας τους μανιακούς τους. Σε πολλές ευρωπαϊκές πόλεις ο περίπατος και το θέαμα των έγκλειστων τρελών ήταν μια πολύ συνηθισμένη κυριακάτικη «διασκέδαση»…

Μόλις τον 19ο αιώνα η τρέλα αναγνωρίζεται ως ιατρικό πρόβλημα. Μέχρι τότε θεωρούνταν περισσότερο «επιστροφή στη ζωώδη κατάσταση» κι εκδήλωση της αχαλίνωτης φύσης του τρελού-ζώου. Η τρέλα αποκάλυπτε τον κρυφό ζωώδη χαρακτήρα του ανθρώπου. Ήταν μια απειλή για τον δυτικό άνθρωπο, που ζει σαν «ζώον λόγον έχον». Η ενδεδειγμένη «θεραπεία» της ήταν το δάμασμα, που έπαιρνε συχνά τη μορφή μαστιγώματος για να καθυποταχθεί η άγρια φύση του ανθρώπου. Τον 19ο αιώνα όμως το ζώο έπαψε να έχει αρνητικό χαρακτήρα, αναγνωρίστηκε ως μορφή φυσικής εξέλιξης και ο άνθρωπος άρχισε να αντιλαμβάνεται πως η τρέλα ήταν κι αυτή μια φυσική διαδικασία που αφορούσε τη δυσλειτουργία της ανθρώπινης συνείδησης.

Στα τέλη του 19ου αιώνα ο στόχος του εγκλεισμού των ψυχοπαθών στα άσυλα δεν ήταν μόνον η απομόνωση και ο σωφρονισμός. Αναπτύχθηκαν «μακροχρόνιες θεραπείες» όχι βέβαια της ψυχής, αλλά των νεύρων και της φαντασίας του ψυχοπαθούς, όπως το απότομο ξύπνημα τα μεσάνυχτα, τα σοκ, τα «αναζωογονητικά» κρύα ντουζ κ.α

Τον 20o αιώνα η τρέλα αναγνωρίστηκε ως ψυχική διαταραχή, ως ψυχοπάθεια που χρήζει ψυχοσωματικής αντιμετώπισης και θεραπείας. Έτσι η ψυχιατρική, με τα ηλεκτροσόκ και τα ψυχοφάρμακά της, ανέλαβε δράση. Παράλληλα εμφανίστηκε και η ψυχανάλυση, που προσπάθησε να βοηθήσει τις ελαφριές περιπτώσεις ψυχώσεων, ερμηνεύοντας τραυματικές εμπειρίες κι απελευθερώνοντας καταπιεσμένες φοβίες. Παρά τις όποιες ιατρικές προόδους απέχουμε ακόμη πολύ από το να γνωρίζουμε και να θεραπεύουμε τους πολύπλοκους μηχανισμούς της τρέλας, που συνεχίζει ν’ αποτελεί ένα μεγάλο μυστήριο. Η ψυχιατρική, αν και εφοδιασμένη με εκατοντάδες ψυχοφάρμακα, έχει αποδειχθεί ανεπαρκής. Η γλώσσα της ψυχιατρικής δεν είναι παρά ένας μονόλογος της λογικής για την τρέλα. Δυσκολεύεται να ερμηνεύσει τις διαφορετικές καταστάσεις της συνείδησης. «Ο άνθρωπος είναι εκείνο το τρελό ον, του οποίου η τρέλα ανακάλυψε τη λογική» (Καστοριάδης).

 

ΕΝΑ ΔΕΚΑΗΜΕΡΟ ΨΥΧΩΤΙΚΟ ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ

Μέσα στο βιβλίο του Η Πολιτική της Εμπειρίας (The Politics of Experience) ο γνωστός «αντιψυχίατρος» Ronald D. Laing, περιγράφει λεπτομερώς το ψυχωσικό επεισόδιο του Jesse Watkins, ενός μεγάλου γλύπτη, που βίωσε ένα 10ήμερο ταξίδι στον εσωτερικό του χρόνο και χώρο. Το «ταξίδι» αυτό ήταν αποτέλεσμα μιας δύσκολης περιόδου που περνούσε τότε ο Jesse. Εργαζόταν επτά μέρες την εβδομάδα, μέχρι αργά τη νύχτα και είχε φτάσει σε κατάσταση απόλυτης ψυχοσωματικής και συναισθηματικής εξάντλησης. Εκείνες τις μέρες μάλιστα έτυχε να τον δαγκώσει στο δρόμο ένας αδέσποτος σκύλος και για πρώτη φορά στην ζωή του ο Jesse βίωσε την ολική αναισθησία. Από το νοσοκομείο γύρισε στο σπίτι του με λεωφορείο και κάθισε σε μια καρέκλα. Εκείνη τη στιγμή μπήκε στο δωμάτιο του ο επτάχρονος γιος του, και ο Jesse τον κοίταξε με ένα καινούργιο και περίεργο τρόπο, κάπως «σαν να μην ήταν το παιδί του καθόλου κάτι ξεχωριστό από τον ίδιο». Και τότε άρχισε το ταξίδι του…

Τη στιγμή που κοίταξε το ρολόι του τοίχου, το άκουσμα του τραμ απ’ έξω έγινε μια ατελείωτη μουσική του Ραβέλ (προφανώς το Μπολερό) και αισθάνθηκε πολύ χαρακτηριστικά ότι ο χρόνος κινείται προς τα πίσω. Ταυτόχρονα ένιωσε πως ο ίδιος ήταν πάνω σε μια ταινία και κουνιόταν  προς τα πίσω και προς τα κάτω. Έπεφτε χωρίς να μπορούσε να αλλάξει τίποτα: «Ο άνθρωπος ξεκίνησε το πιο παλιό ταξίδι του κόσμου: το ταξίδι πίσω στο χρόνο» (R. D. Laing). Αυτή η αίσθηση του προκάλεσε μεγάλη αναστάτωση και αναταραχή. Κατόπιν είχε την αίσθηση ότι μπορούσε να ελέγξει απόλυτα τον εαυτό του και ότι μπορούσε να κάνει οτιδήποτε που θελήσει…

Έπειτα ήρθε η γυναίκα του και όταν της είπε πως τα βλέπει τα πράγματα, αυτή τρόμαξε και κάλεσε τον γιατρό. Τον πήγαν στο νοσοκομείο. Όταν τον έβαλαν στο κρεβάτι, νόμιζε ότι πέθανε. Είχε την αίσθηση ότι γύρω του βρίσκονται και άλλοι νεκροί άνθρωποι, που ήταν εκεί μόνο επειδή περίμεναν να τους μεταφέρουν στην άλλη πτέρυγα. «Αυτός δεν πέθανε φυσικά, αλλά πέθανε το εγώ του. Ταυτόχρονα με το χάσιμο του εγώ, με αυτό το θάνατο, ήρθαν και οι αισθήσεις για την αυξημένη σημασία και σπουδαιότητα των πάντων…» Και τότε καταλήφθηκε από την αληθινή αίσθηση πως ταξιδεύει πίσω στο χρόνο, πως οπισθοδρομεί και μάλιστα παρά πολύ πίσω στο χρόνο: όχι μόνο που ξανά έγινε μωρό και άκουσε τα κλάματά του, αλλά γύρισε πολύ πίσω στις άλλες εποχές όπου ήταν μεγάλο ζώο, κάτι σαν ρινόκερος…

Ένα τέτοιο ταξίδι βιώνεται σαν πορεία προς τα «μέσα», σαν επιστροφή μέσα από την προσωπική ζωή του ταξιδιώτη, μέσα και πίσω και πέρα μέχρι την εμπειρία ολόκληρης της ανθρωπότητας, του πρώτου ανθρώπου, του Αδάμ, και ίσως ακόμα μακρύτερα ως το Είναι των ζώων, των φυτών και των ορυκτών. Παρόλο που δεν έχει την σιγουριά του λιμανιού της προσωπικής ταυτότητας, έχοντας τη ριγμένη άγκυρα σε αυτό το χρόνο και σ’ αυτό το μέρος, ο ταξιδιώτης μπορεί και συνεχίζει να είναι απόλυτα συνειδητοποιημένος αυτού του χρόνου και χώρου.

Όταν έφτασε στο νοσοκομείο ο Jesse είχε μια αρκετά μεγάλη πληγή στο δάχτυλό του, αλλά δεν άφησε τη νοσοκόμα να του την περιθάλψει, έχοντας μία φοβερή αίσθηση ότι μπορεί να αυτοθεραπευτεί. Την επόμενη μέρα όντως το δάχτυλό του έγινε καλά. Αντιλαμβανόταν ιδιαίτερα καθαρά ότι όλα τα πράγματα χωρίζονται σε τρία επίπεδα: προθάλαμο, μεσαίο κόσμο και ανώτερο κόσμο. Οι περισσότεροι άνθρωποι περίμεναν στον προθάλαμο για να περάσουν στο επόμενο τμήμα, όπου τελικά βρέθηκε ο ίδιος: «Ήταν σαν ένα είδος ξυπνήματος, απελευθέρωσης, και είχα την καθαρή συνείδηση του ανώτερου επιπέδου όπου βρισκόμουν. Αισθανόμουν (είχα την άμεση γνώση) του ‘’δεύτερου επιπέδου’’ της ύπαρξης που κείται όχι μόνο πάνω από το προθάλαμο αλλά και πάνω από την πραγματικότητα –κείται πάνω και από τα δύο, και είναι σαν ένα είδος τριεπίπεδης ύπαρξης… Δεν υπήρχα πλέον σε ρέουσα στιγμή, αλλά έπλεα μέσα στο χρόνο και υπήρχα σε μια άλλη χρονική διάσταση που συμπλήρωνε το χρόνο το οποίο ζούσα τώρα… Μπορούσα και ταξίδευα πολύ πιο γρήγορα προς τα πίσω από ότι προς τα μπρος».

Ο Jesse αισθάνθηκε ότι υπάρχουν, όχι ένας θεός αλλά θεοί, όντα που είναι πολύ πιο εξελιγμένα από εμάς, ικανά να αντεπεξέλθουν με τη κατάσταση με την οποία αυτός δεν τα κατάφερε, και επίσης ήξερε πως ο καθένας μας κάποια στιγμή στη ζωή του πρέπει να κάνει κάτι τέτοιο. Έπειτα ένιωσε ότι και ο θεός ήταν «τρελός»,επειδή κουβαλούσε πάνω του όλο αυτό το βάρος της επίγνωσης και κυβέρνησης των πάντων: «Η αιτία των πάντων και όλης της ύπαρξης είναι να σε προετοιμάσει για ένα βήμα παρά πάνω και άλλο ένα πιο πέρα»…

Ο Jesse κατάλαβε ότι με το ταξίδι αυτό έμαθε τα στάδια που πρέπει όλοι μας κάποια στιγμή να περάσουμε και δεν είναι μόνο ένα αλλά άπειρα στάδια. Έμαθε επίσης πως υπάρχει τεράστιος αριθμός πραγμάτων με τα οποία συγκρουόμαστε, που δεν μας αφήνουν να δεχτούμε την πραγματικότητα όπως πραγματικά είναι, και είναι ένα ταξίδι που μας περιμένει και πρέπει να κάνουμε. Η κάθε αναβολή του μας οπισθοδρομεί, αντί να προχωρούμε στο σκαλοπάτι της εξέλιξης. Κάποια στιγμή για τον Jesse τα πράγματα άρχισαν να γίνονται όλο και πιο πολύπλοκα. Μιλούσε συνέχεια, και τον έβαλαν σε απομόνωση: «Τους παρακάλεσα να αφήσουν ανοιχτή πόρτα και ευτυχώς το έκαναν. Θυμάμαι ότι εκείνη τη νύχτα πάλευα με κάτι που ήθελε από εμένα να παραδοθώ σε εμπειρία, να συνεχίσω την πορεία και εγώ ένιωθα έναν φόβο και πανικό ότι το πνεύμα μου δεν χωράει άλλη εμπειρία. Ποτέ δεν ήμουν θρησκευόμενο άτομο, αλλά τότε πράγματι έχω περάσει τον Γολγοθά. Αισθάνθηκα ότι δεν αντέχω άλλο την πίεση μέσα στο μυαλό μου και αποφάσισα να γυρίσω πίσω. Καθόμουν στο κρεβάτι και σκέφτηκα ότι πρέπει να συμμαζευτώ επιτέλους, να ενωθώ με το τωρινό μου Εγώ… Έτσι ακριβώς ένιωσα. Εκείνη τη στιγμή ήρθε η νοσοκόμα και μου έδωσε τα φάρμακα. Εγώ έσφιξα δυνατά τα χέρια μου και επαναλάμβανα συνεχώς μέσα μου το όνομα μου, λέγοντας φωναχτά ότι έγινα καλά και δεν θα πάρω άλλα φάρμακα, και εκείνη τη στιγμή ένιωσα ότι πραγματικά όλα τέλειωσαν. Η νοσοκόμα φώναξε τον γιατρό. Και σ’ αυτόν είπα το ίδιο, ότι δεν θα πάρω άλλα ηρεμιστικά, ότι έγινα καλά. Αυτός με κοίταξε κάπως βαθιά στα μάτια και είπε: ‘’Ναι, το βλέπω’’ και χαμογέλασε»…

«Δεν υπάρχει καμία εγγύηση ότι μια τέτοια εμπειρία δεν θα έχει και ένα καταστροφικό αποτέλεσμα» σχολιάζει ο Λάινγκ. «Ο Jesse έζησε τρία επίπεδα πραγματικότητας, αντί το συνηθισμένο ένα. Εκτός από το πέρασμα του Γολγοθά, δεν έχει συνδέσει το ταξίδι του με καμία ιδεολογία. Δεν είχε κανέναν χάρτη. Αλλά ήξερε ότι με αυτή την εμπειρία έπεσε σε κατάσταση ανώτερης και όχι κατώτερης πραγματικότητας, υπερ-φυσιολογικότητας και όχι υπο-φυσιολογικότητας».

 
ΤΑΞΙΔΙ ΧΩΡΙΣ ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ

Ο Gregory Bateson στην εισαγωγή που έκανε το 1961 σε μια αυτοβιογραφική έκθεση σχιζοφρένειας του 19ου αιώνα με τίτλο Η Αφήγηση του Πέρσεβαλ. Η Έκθεση ενός Ασθενούς για την Ψύχωσή του, λέει τα εξής: «Θα έλεγε κανείς πως όταν ο ασθενείς έχει μπει στο στάδιο της ψύχωσης, έχει να διανύσει κάποια πορεία. Έχει κατά κάποιο τρόπο ξεκινήσει για ένα εξερευνητικό ταξίδι που θα ολοκληρωθεί μόνο με την επιστροφή του στο φυσιολογικό κόσμο, στον οποίο έρχεται πια έχοντας διαφορετικές αντιλήψεις από τους άλλους κατοίκους του, που δεν ξεκίνησαν ποτέ για ένα τέτοιο ταξίδι. Εφόσον αρχίσει, το σχιζοφρενικό επεισόδιο φαίνεται πως έχει μία συγκεκριμένη πορεία, όπως έχει και μία ιεροτελεστία μύησης –θάνατο και αναγέννηση– στην οποία ο αρχάριος μπορεί να έχει φτάσει σπρωγμένος από την οικογενειακή του ζωή ή από τυχαίες περιστάσεις, αλλά η οποία στη συνέχεια προσδιορίζεται κατά πολύ από μία ενδογενή διαδικασία. Σύμφωνα με αυτά, η αυθόρμητη αποκατάσταση δεν αποτελεί πρόβλημα. Αντίθετα, είναι η φυσική κατάληξη όλης της διαδικασίας. Αυτό που πρέπει να εξηγηθεί είναι το γιατί πολλοί που ξεκινάνε γι’ αυτό το ταξίδι δεν καταφέρνουν να γυρίσουν πίσω; Μήπως αυτοί αντιμετωπίζουν είτε στην οικογενειακή ζωή είτε στα θεραπευτικά ιδρύματα, συνθήκες τόσο τερατωδώς αντενδεικνυόμενες για προσαρμογή, που ακόμα και η πιο πλούσια και καλά οργανωμένη παραισθησιακή εμπειρία να μην μπορεί να τους σώσει;»

Στην Γενική ψυχοπαθολογία του Karl Jaspers διαβάζω για μια άλλη προσωπική εμπειρία ψύχωσης από την οποία σας παρουσιάζω ένα πολύ ενδιαφέρον απόσπασμα: «Πιστεύω ότι μόνος μου έχω προκαλέσει αυτήν την αρρώστια. Προσπαθώντας να εισβάλω στον άλλο κόσμο, συνάντησα τους δικούς του φυσικούς προστάτες, που δεν ήταν τίποτα άλλο παρά υλοποίηση των αδυναμιών και μειονεκτημάτων του ίδιου μου εαυτού. Πρώτα πίστευα ότι επρόκειτο για τους κατοίκους κατώτερου κόσμου που μπόρεσαν να παίζουν μαζί μου γιατί βρέθηκα στις περιοχές τους εντελώς απροετοίμαστος. Μετά σκέφτηκα ότι αυτοί είναι αποσπασμένα κομμάτια του ίδιου μου του πνεύματος (πάθη), που υπάρχουν σε ελεύθερο χώρο γύρω μου και βλαστάνουν πάνω στα συναισθήματά μου. Πίστευα ότι και όλοι οι άλλοι τα έχουν αλλά δεν τα αντιλαμβάνονται χάριν στο πετυχημένο ψέμα για την αίσθηση της προσωπικής ύπαρξης. Πίστευα πως αυτή η αίσθηση είναι ένα προϊών μνήμης, δημιούργημα σκέψης, μία όμορφή κούκλα κούφια από μέσα… Πολύ νωρίς προσπάθησα να φτάσω στη πηγή της ζωής και με πρόλαβε η κατάρα των θεών: η τρέλα».

Όταν ένα άτομο χάνει τα λογικά του, δηλαδή τρελαίνεται, η θέση του σε όλα τα πεδία ύπαρξης αλλάζει σημαντικά. Καταρχάς το κέντρο της εμπειρίας μεταφέρεται από το Εγώ στον πραγματικό εαυτό. Ο κοσμικός χρόνος γίνεται εντελώς δευτερεύουσας σημασίας και μόνο το αιώνιο έχει σημασία. Εντωμεταξύ ο «τρελός» είναι σε σύγχυση, επειδή συγχέει το Εγώ με τον πραγματικό εαυτό, το εσωτερικό με το εξωτερικό, το φυσικό με το υπερφυσικό. Αυτός ισχυρίζεται πως είναι νεκρός.

Θα έλεγα πως κάποιες υπερβατικές εμπειρίες είναι οι πραγματικές πηγές όλων των θρησκειών. Η πίστη στο Θεό βασίζεται σ’ ένα είδος μυστικισμού και η κάθε θρησκεία έχει τα μυστικιστικά της στοιχεία. Ο άνθρωπος, ως ένα παράλογο ον που είναι ταυτόχρονα και λογικό, βρίσκεται συνέχεια στην αναζήτηση για αποδείξεις της παράλογης πίστης του. Γι’ αυτό δεν είναι καθόλου παράξενο που κάποιοι ψυχωτικοί έχουν υπερβατικές, μυστικιστικές εμπειρίες. Και συνήθως δεν τις είχαν ποτέ πριν και δυστυχώς δεν έχουν την δυνατότητα να τις έχουν ξανά, γιατί χάνονται στα πολύπλοκα τούνελ της ψυχής τους, του εσωτερικού κόσμου τους, κουβαλώντας μαζί όλες τις προκαταλήψεις και φόβους με τους οποίους μεγάλωσαν, την έλλειψη αυτοπεποίθησης…

Ο Jesse ήταν τυχερός γιατί ήταν φίλος του Laing και βρέθηκε κάτω από ειδική επίβλεψη, έπαιρνε σχετικά ελαφρά ηρεμιστικά… Πολλοί άνθρωποι μπαίνουν σ’ αυτόν τον εσωτερικό κόσμο χωρίς οδηγό, μπερδεύοντας την εξωτερική με την εσωτερική πραγματικότητα, τα μέσα με τα έξω. Η διαδικασία εισόδου απ’ αυτόν τον κόσμο στον άλλο και η επιστροφή από τον άλλο σ’ αυτόν, είναι τόσο φυσική όσο η γέννηση και ο θάνατος. Στο σημερινό όμως κόσμο, όπου ακόμη κυριαρχεί η άγνοια και ο τρόμος για τον άλλο κόσμο, όταν η «πραγματικότητα», η ύλη από την οποία είναι φτιαγμένος αυτός ο κόσμος, σπάσει και κάποιος άνθρωπος μπει στον άλλον κόσμο, είναι επόμενο να χαθεί, να τρομοκρατηθεί και να μη βρει κατανόηση από τους άλλους.

Ο RONALD D. LAING ΚΑΙ Η ΑΝΤΙΨΥΧΙΑΤΡΙΚΗ

Ο Όρος Αντιψυχιατρική, που χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά από τον David Cooper, συνήθως συνδέεται με την θεωρητική και πρακτική δραστηριότητα της ομάδας Άγγλων ψυχίατρων Ronald D. Laing, David Cooper και Aaron Esterson. Όμως ο Laing ο ίδιος ποτέ δεν αποκάλεσε έτσι το αντικείμενο της έρευνας με το οποίο ασχολήθηκε και για το οποίο αγωνίστηκε σ΄ όλη τη ζωή του. Κι όμως ο Laing θεωρείται ο πρώτος άνθρωπος της Αντιψυχιατρικής.

Ο Ronald D. Laing γεννήθηκε το 1927 στη Γλασκόβη, όπου και το 1951 τελείωσε τις σπουδές στην Ιατρική. Φοιτητής ακόμη άρχισε να συγκεντρώνει τις πρώτες του ψυχιατρικές εμπειρίες στο ψυχιατρείο της Γλασκόβης. Το 1957 ο Laing πιάνει δουλειά στη κλινική Tavistock και εκείνη την περίοδο μελετά τις Φροϋδικές και Νεοφροϋδικές έρευνες, που πραγματοποίησαν διάφοροι ψυχίατροι με υπαρξιακό-φαινομενολογικούς προσανατολισμούς: L. Binswanger, E. Minkowski, M. Boss. Όσον αφορά τους φιλόσοφους, η προσοχή του στράφηκε στον Ζαν Πολ Σαρτρ. Μελέτησε επίσης M. Heidegger και G. W. F. Hegel. Στις αρχές του 1960 έγινε διευθυντής της ψυχιατρικής κλινικής Langham στο Λονδίνο, και παρέμεινε σ’ αυτή τη θέση μέχρι το 1965.

Την ίδια περίοδο, μαζί με τον Cooper και τον Esterson, συμμετείχε σε μια μεγάλη ερεύνα του Tavistock Institute of Human Relations, στα πλαίσια της οποίας ασχολήθηκε με τις σχέσεις μέσα στις οικογένειες των σχιζοφρενών. Η περίοδος από το 1965-1970 απέκτησε το «στίγμα» της ίδρυσης και της λειτουργίας του Kingsley Hall, του πιο γνωστού αντιψυχιατρικού ιδρύματος στο οποίο ο Laing ήταν επικεφαλής. Το Kingsley Hall έκλεισε το 1970, και το καλοκαίρι  το 1971 ο Laing έφυγε στη Σρι Λανκα, όπου και αφοσιώθηκε στις βουδιστικές διδασκαλίες και το διαλογισμό κάτω από την επίβλεψη δασκάλου και ιερέα. Τα πιο γνωστά του βιβλία είναι Self and Others (1961), Divided Self (1957) και Sanity, Madness and Family (1964). Το 1964 έγραψε και το πιο σημαντικό του βιβλίο με τίτλο Τhe Politics of Experience. Σ’ αυτό παρουσίασε τις πιο ριζοσπαστικές του ιδέες και έθιξε την αποκαλυπτική υπόσταση της σχιζοφρενικής εμπειρίας.

Όταν ο Laing μιλάει για την ψυχική ασθένεια μιλάει πάντα για ψύχωση και τον ψυχωτικό τύπο ασθένειας, και όταν μιλάει για ψύχωση εννοεί πάντα την σχιζοφρένεια. Η νεύρωση και οι νευρωτικές ταραχές δεν ήταν ποτέ αντικείμενο της ενασχόλησης του καθώς και των υπόλοιπων αντιψυχίατρων. Για να καταλάβουμε τις θέσεις της αντιψυχιατρικής θεωρίας πρέπει να δούμε λίγο την ψυχιατρική της σύγχρονης εποχής. Ο τρελός της εποχής μας δεν μοιράζει πλέον την παρέα των διαφόρων κοινωνικών περιθωριακών, αλλά συνεχίζει και κουβαλάει το στίγμα του ηθικά ακάθαρτου, του λιγότερο άξιου, κάποιου που αξίζει να είναι βγαλμένος από την κοινωνική ζωή. Στον τρελό πλέον δεν αποδίδεται σχέση με τις «σκοτεινές δυνάμεις του κόσμου», όπως συνέβαινε πριν την Αναγέννηση, με την «παράλογη» αλήθεια του ανθρώπου, και με την ποιητική υπόσταση της αλήθειας.

Η «τραγική συνείδηση της τρέλας» (M. Foucault) υποχωρεί και φωλιάζει στη δημιουργία των προφητών της τέχνης (Νίτσε, Βαν Γκογκ Helderlin, Nerval κ.α.). Η τρέλα απλοποιείται και πτωχεύει χωρίς την κριτική της και χωρίς την τραγική της συνείδηση. Έτσι δεν μπορεί να είναι αναγνωρισμένη από την θετικιστική ψυχιατρική επιστήμη εκτός αν δεν είναι απομακρυσμένη από το οπτικό πεδίο των «σωφρόνων» ανθρώπων στο μέρος όπου ανήκει, στο άσυλο. Όμως, αναρωτιούνται οι αντιψυχίατροι, υπάρχει θέση στη ψυχιατρική για απολυτότητα, για θετικιστικό νου, για ένα αναλυτικό ορθολογισμό; Με άλλα λόγια το ερώτημα είναι αν μπορεί η ψυχιατρική να είναι θετική επιστήμη («natural science» Laing, The Politics of Experience) και ανάλογα να μην υποτάσσεται στους κανόνες που ισχύουν στις θετικές επιστήμες;

Ο άνθρωπος, αυτό «ον στον κόσμο», είναι το μοναδικό αντικείμενο που ενδιαφέρει την ψυχιατρική, άρα στην ψυχιατρική δεν υπάρχει χώρος για θετικιστικό αλλά για διαλεκτικό νου. Για να δείξουν μέχρι πιο βαθμό η ψυχιατρική πράξη είναι σε υπηρεσία του θετικιστικού νου, οι αντιψυχίατροι συνήθως θυμίζουν την «πραγματική φύση» αυτής της πράξης, την φύση της νοσογραφίας και της θεραπείας σε ένα ψυχιατρικό ίδρυμα: «Η νοσογραφία υπερασπίζει την θέση ότι ο άρρωστος έχει την αρρώστια σαν κάποιο εξωχρονικό επίθετο που κολλάει πάνω στο άτομό του, σαν κάτι δεδομένο. Η αρρώστια ως ολικότητα καλύπτει την προσωπική ψυχολογική πραγματικότητα και ο άρρωστος εξαφανίζεται ‘’πίσω’’ από την αρρώστια. Τα νοσογραφικά συμπτώματα και στοιχεία δεν είναι κάτι αυθεντικό αλλά είναι δεδομένα μίας γενικής παθολογικής εικόνας πίσω από την οποία κάποιος άστοχα θα ψάξει για ένα προσωπικό σχέδιο γνωρίζοντας ότι το κάθε άτομο έχει διαφορετικό τρόπο έκφρασης του προσωπικού πόνου,. Ο ψυχίατρος είναι εκείνος που, σύμφωνα με τις επιταγές της κοινωνίας, απομονώνει για δεύτερη φορά τον τρελό (πρώτη φορά το κάνουν οι συγγενείς) με το που τον τοποθετεί εκτός ύπαρξης, εκτός χρόνου, με το που τον βουτάει στην ακίνητη ανωνυμία των νοσογραφικών του περιγράφων» (J. Hochmann, Pour Une Psychiatrie Communitaire).

Το ψυχιατρικό ίδρυμα, το άσυλο, κατά τη φύση της εσωτερικής του δομής –ηθικής και φυσικής– αποκαλύπτει ξεκάθαρα την ανάγκη να απομονώνει τον τρελό από την κοινωνία και να χωρίζει αυστηρά την τρέλα και την κοινωνία, το παθολογικό και το κοινωνικό. Στο βιβλίο του The Divided Self (O Διχασμένος Εαυτός) ο Laing δείχνει πως υπάρχει ένα φυσιολογικό πέρασμα από την υγιής σχιζοειδή μορφή ύπαρξης προς την ψυχωτική μορφή ύπαρξης του «όντος μέσα στο κόσμο». Τη σχιζοειδή μορφή ύπαρξης διακοσμεί μια κατάσταση οντολογικής ανασφάλειας. Το χαμηλό επίπεδο της ασφάλειας κάνει το σχιζοειδές άτομο να νιώθει ότι απειλείται και από τις απλές καθημερινές καταστάσεις στη ζωή, έτσι ώστε να βρίσκεται σε μια μόνιμη προσπάθεια να προστατευτεί από τον κόσμο «γεμάτο απειλές». Μια «υγιής μορφή σχιζοειδούς ύπαρξης», σύμφωνα με τον Laing, μετατρέπεται σε ψυχωτική όταν το άτομο μέσα στην αυτοπροστασία και στην προσπάθεια του να οικοδομήσει τους φράχτες προς τον εξωτερικό κόσμο φτάνει στο σημείο να χάσει τη σχέση με άλλους ανθρώπους: «χάνει τη ζωτική επαφή με το κόσμο» (Minkowski) και γίνεται το μοναδικό αντικείμενο του εαυτού του.

Για τον Laing η ψύχωση έχει δύο βασικά χαρακτηριστικά: Πρώτον την διαταραχή και αποξένωση του ατόμου και δεύτερον έχει ένα ατομικό στίγμα: η γέννηση της και η διάρκεια της έχουν να κάνουν αποκλειστικά με την προσωπική ύπαρξη. Οι οικογένειες των σχιζοφρενών είναι γεμάτες από αντιφάσεις: αλλά είναι δύσκολο να ειπωθεί, ποια είναι τα δεδομένα που δημιουργούν και διατηρούν αυτές τις αντιφάσεις. Βασική όψη της αντίφασης σε οικογένεια του σχιζοφρενή είναι η λεγόμενη «παράλογη επικοινωνία» ή «διπλός δεσμός» (Sanity, Madness and the Family, R. D. Laing – A. Esterson). Για τον Laing η σχιζοφρένεια ως κατάσταση είναι ανύπαρκτη! Ο χαρακτηρισμός όμως είναι μια κοινωνική πράξη και ως αποτέλεσμα της κοινωνικής συνταγής που λογικοποιεί ένα σύνολο κοινωνικών ενεργειών με τις οποίες ένας άνθρωπος ταξινομείται από άλλους, που έχουν «νομική έγκριση, ιατρική εξουσιοδότηση και ηθική υποχρέωση» να αναλάβουν κάτι τέτοιο. Και ταξινομείται ως «τρελός».

Τελειώνοντας παραθέτω τα λόγια του Δρ. Στέβαν Βλάικοβιτς με τα οποία προλόγισε το βιβλίο Η Δυναμική του Ασυνείδητου του Καρλ Γκούσταβ Γιουνγκ: «Η συνείδηση μας είναι τόσο νέα και αδύναμη –άλλωστε είναι το νεότερο αποτέλεσμα της φυσικής εξέλιξης– που έχει την τάση να κλίνεται εύκολα πίσω από τα στιγμιαία κατορθώματα της, χωρίς να επιτρέπει στα ασυνείδητα ορμέμφυτα την ελεύθερη πρόσβαση. Όμως η συνείδηση, αν δεν το πληρώσει αυτό με νεύρωση (για αυτό το λόγο σήμερα οι περισσότεροι άνθρωποι το λιγότερο είναι νευρωτικοί) τότε κάτω από την επίδραση των εξωτερικών, δηλαδή κοινωνικών παραγόντων η συνείδηση κρατιέται επιφανειακά υγιής αλλά χωμένη στο καβούκι της, παγωμένη και στείρα. Χωρίς τα ορμέμφυτα και η πιο συνειδητή τελειότητα λειτουργεί στριφογυρίζοντας μέσα σε ένα φαύλο κύκλο. Γι’ αυτό το λόγο, αν το δούμε πιο γενικά, ένας διαισθητικός άνθρωπος θα βρει τον ‘’ήρωα’’ στην μικροπρεπή ακρίβεια που την περιφρονεί, και ο πιο ευφυής στοχαστής θα βρει την πηγή της δημιουργίας του στην τρέλα του, αν δεν την φοβάται».

 

ΑΡΓΗ ΣΑΝ ΚΥΡΙΑΚΑΤΙΚΟ ΠΡΩΙΝΟ: Η ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΗΣ ΜΑΡΙΝΑΣ

Δεν ξέρω πως μπορεί να αισθανθεί ένας «παράφρονας» βλέποντας τους «σώφρονες» από την άλλη μεριά της «κόκκινης γραμμής» των διανοητικών συνόρων που τους χωρίζουν. Όταν μάλιστα έχει την συνείδηση πως οι άλλοι τον θεωρούν τρελό και αυτός δεν το πιστεύει για τον εαυτό του, γιατί τη στιγμή που το σκέφτεται δεν είναι τρελός, αλλά τη στιγμή που περνάει τη κρίση, δεν μπορεί να σκεφτεί λογικά, άρα πάλι δεν την έχει την συνείδηση της τρέλας… Τι σημαίνει όταν λένε οι άλλοι ότι είσαι τρελός, όταν σε κλίνουν σε ένα άσυλο ή σε μια ειδική κλινική, κοινώς τρελοκομείο, όταν σου δίνουν φάρμακα και από ‘κει και πέρα έχεις αυτή την ετικέτα από την οποία δεν μπορείς εύκολα να απαλλαγείς;

Έχω όμως κάποια εμπειρία, ας πούμε, από πρώτο χέρι. Πρόκειται για ένα αγαπημένο μου πρόσωπο, που άρχισε να παρουσιάζει συμπτώματα ψυχοπαθολογίας. Η ιστορία αυτή άρχισε πριν από περίπου 20 χρόνια, την δεκαετία του 1980, στο Βελιγράδι όπου τότε ζούσα και σπούδαζα.

Εντελώς απροετοίμαστη βρέθηκα αντιμέτωπη με κάτι που ονομάστηκε από τους ειδικούς «νεανική σχιζοφρένεια», μια από τις αρρώστιες της εποχής μας. Ένα πολύ αγαπημένο μου άτομο, μια 20χρονη κοπέλα, τρελάθηκε. Θα την ονομάσω Μαρίνα. Η Μαρίνα λοιπόν ήταν ένα κορίτσι από το οποίο όλοι περίμεναν να κάνει κάτι πολύ ξεχωριστό στη ζωή της, να πετύχει, γιατί ήδη ήταν κάτι πολύ ξεχωριστό. Κανείς δεν περίμενε πως η Μαρίνα θα μπορούσε να τρελαθεί. Εκείνη την εποχή όπου τα πάντα επιτρεπόταν (με την καλή έννοια) όπου υπήρχε σχετικά μεγάλη ελευθερία και ο καθένας «πουλούσε τρέλα», κανείς δεν μπορούσε να υποψιαστεί την είσοδο της πραγματικής τρέλας στο μυαλό ενός πανέμορφου και ταλαντούχου κοριτσιού.

Εκτός από την καταπληκτική ομορφιά που διέθετε, πάντα μου θύμιζε το παραμύθι για τρεις αδελφές από τις οποίες η πιο μικρή ήταν η πιο όμορφη, ταλαντούχα, είχε απόλυτο αυτί, χόρευε καταπληκτικά μπαλέτο. Τελικά αποφάσισε να γίνει ηθοποιός και γράφτηκε σε σχολή δραματικής τέχνης. Έγραφε καταπληκτικά ποιήματα και αυτό είναι το μόνο πράγμα που κάνει και σήμερα φτιάχνοντας που και που κάτι πραγματικά μαργαριτάρια, όχι για να κατασκευάσει ένα «κολιέ» που θα το πουλήσει έπειτα, αλλά το κάνει από ανάγκη για να βγάλει από μέσα της, όπως κάνουν και τα όστρακα, κάποιο κόκκο άμμου που την ενοχλεί…

Τη Μαρίνα λοιπόν ένα χειμωνιάτικο πρωί, πριν από σχεδόν είκοσι χρόνια, τη μάζεψε από το δρόμο ένας αστυνομικός και την έφερε σπίτι μετά από την τριήμερη περιοδεία που κανένας δεν ήξερε που βρισκόταν. Αυτό ήταν το τελευταίο γεγονός σε μια αλυσίδα γεγονότων που αποδείχτηκαν συμπτώματα τρέλας. Είχε ήδη κουρευτεί μόνη της πολύ κοντά και με «τρύπες», πήγε στο δάσος και πέρασε εκεί τρεις μέρες. Κρυβόταν από τους ανθρώπους και αεροπλάνα, έπινε νερό από το χώμα και το πρόσωπο της ήταν λασπωμένο. Ταυτίστηκε με το ελάφι, ίσως γιατί είχε μάτια ελαφιού…

Όταν τελικά αποφάσισε να συμμαζευτεί και να «γυρίσει» πίσω στον κόσμο, θυμήθηκε ότι έχει να πάει στο κέντρο να κάνει κάποιες γραφειοκρατικές δουλείες σχετικά με τη σχολή της. Όμως εκεί την πήρε χαμπάρι ένας αστυνομικός και την έφερε σπίτι. Το όνομα και την διεύθυνση της δεν τα είχε ξεχάσει. Ήταν ολοκόκκινη στο πρόσωπο σαν να είχε πυρετό, όμως δεν είχε. Οι κόρες των ματιών της ήταν ανοιχτές σαν να είχε πάρει LSD. Όμως δεν είχε πάρει τίποτα. Έκανε μπάνιο με παγωμένο νερό, πέταξε όλα τα έπιπλα από το δωμάτιο της, κοιμήθηκε στους -15 C με ανοιχτό παράθυρο… Οι ειδικοί είπαν ότι πρέπει οπωσδήποτε να πάει στο νοσοκομείο γιατί βρίσκεται σε κατάσταση ψύχωσης και κατατονίας. Στην είσοδο του νοσοκομείου ικέτευε με τα μάτια ελαφιού να μην την αφήσουμε στα θηρία…

«Ο σχιζοφρενής είναι ένας άνθρωπος που έχει περίεργες εμπειρίες και ενεργεί με περίεργο τρόπο, κατά την άποψη των συγγενών του, συνήθως, και τη δικιά μας… Ο ψυχίατρος, παίρνοντας την κλινική στάση απέναντι στο υπό διάγνωση πρόσωπο, το οποίο ήδη βλέπει και ακούει σαν ασθενή, βρίσκεται πολύ κοντά στην πεποίθηση πως έχει απέναντι του το ‘’γεγονός’’ της σχιζοφρένειας» (R. D. Laing).

Την επόμενη μέρα ήρθαν οι γονείς της για να τη δουν, αναστατωμένοι αλλά και  με μία αίσθηση ότι πρέπει οπωσδήποτε κάπου να απολογηθούν και σαν να περίμεναν από τον γιατρό –τον απόλυτο εξουσιαστή των ασθενών– να τους επιβεβαιώσει ότι δεν φταίνε εκείνοι, αφού της έδωσαν τα πάντα, έκαναν ότι μπόρεσαν… Ήρθαν λοιπόν με πολλές τύψεις και με ένα ερώτημα καρφωμένο στη συνείδηση ο καθένας τους: «Μήπως φταίω εγώ; Που έκανα το λάθος;»

Την βρήκαν δεμένη στο κρεβάτι, χωρίς ένα δόντι, μελανιασμένη από τον αγώνα που έδωσε με τα «θηρία» (νοσοκόμοι ειδικοί στις περιπτώσεις). Ήταν ήρεμη, κοιτούσε με ένα θολό βλέμμα, ναρκωμένη από τα δυνατά φάρμακα, υπάκουη… Η Μαρίνα δεν είχε την τύχη να κάνει ένα σύντομο ταξίδι στο εσωτερικό της διάστημα. Η πορεία της κράτησε 20 χρόνια και συνεχίζει και σήμερα. Έχει μπει πολλές φορές στο ψυχιατρείο, έχει δοκιμάσει πολλές θεραπείες. Έπαιρνε τα φάρμακα, σταματούσε τα φάρμακα, ξανά «κρίση», ξανάμπαινε μέσα. Τώρα έχει περίπου δύο χρόνια που παίρνει τα φάρμακα ανελλιπώς, όχι επειδή πιστεύει σε τελική αποκατάσταση της ψυχικής της υγείας, αλλά επειδή φοβάται να μη ξανά μπει μέσα. Τις περισσότερες ώρες τις ζωής της περνάει μέσα στο δωμάτιο της, πίνει φάρμακα τακτικά, τρώει αρκετά, έβαλε πολλά κιλά, χάλασαν τα δόντια της από τα φάρμακα, προμηθεύτηκε μία μασέλα για «να μην φοβίζει τα παιδιά στο δρόμο» λέει. Τελευταία παρουσίασε και σάκχαρο στο αίμα…

«Με τα φάρμακα αισθάνομαι σαν τον δίσκο που γυρίζει 33 στροφές αντί 45. Έτσι, εκείνοι που βιάζονται μου φαίνονται λίγο αστείοι, όταν τους βλέπω πως αφήνουν πίσω τους ένα σωρό σκουπίδια, τα σκυλιά που δεν δαμάζονται… Έναν χρόνο που έγινε και ο δικός μου, παρόλο που δεν μου αρέσει. Ο χρόνος της βραδύτητας! Κάποτε ήμουν η πιο γρήγορη σ’ όλα, και τώρα είμαι αργή σαν το κυριακάτικο πρωί: IameasylikeaSundaymorning» (Απόσπασμα από ένα γράμμα της Μαρίνας).

ΨΥΧΙΑΤΡΙΚΗ: Η νέα ιερά εξέταση, βιο-κοινωνικός έλεγχος και η υπέρτατη καταστολή (ιδωμένα από πρώτο χέρι)

“…μα δε μασάω, ούτε και καταπίνω χάπια
σκατοκουφάλες γιατροί, αφήστε ρε τα σάπια!”
[βαβυλώνα – δωμάτιο με θέα]

Όπως αποδείχτηκε αργότερα, φυσικά και δεν ήταν “μια ανίατη διαταραχή του εγκεφάλου σε βιολογικό επίπεδο” αυτό που μου συνέβη τότε, το Νοέμβρη του 2011. Ήταν απλά μια έντονη ψυχική/υπαρξιακή κρίση. Στους βάρβαρους καιρούς που ζούμε, όλοι οι άνθρωποι που δεν είναι αναίσθητοι μπορεί να το πάθουν. Ήταν που απλά είχα την ατυχία να χάσω τον σύντροφό μου σε ατύχημα το περασμένο καλοκαίρι και καθώς η ψυχή μου δε μπορούσε να αντέξει τον πόνο, βυθιζόμουν όλο και περισσότερο μέσα της. Εγώ το ήξερα ότι είμαι δυνατή και θα έβγαινα ακόμα δυνατότερη μετά απ’ αυτό. Όπως και έγινε, τελικά. Αυτοί όμως , οι “ειδικοί” και “προστάτες”, το είδαν αλλιώς στην πορεία. Δεν μπορούσα να φανταστώ ότι αυτό το μονοπάτι θα με οδηγούσε (με τη βία και παρά τη θέλησή μου) στα δίχτυα της -άκρως αρρωστημένης- ψυχιατρικής μαφίας.

Φταίει που έκανα τη μαλακία να γυρίσω στο πατρικό μου καθώς φοβόμουν ότι με παρακολουθούν (πολλοί μπάτσοι και άλλοι περίεργοι στους δρόμους εκείνες τις μέρες…). Φταίει πως είπα στους γονείς μου ότι φοβάμαι να βγω. Στέρηση εξόδου λοιπόν πρώτα από αυτούς, γιατί “έξω παραμονεύει ο κίνδυνος” και “ο κόσμος έχει γεμίσει αλήτες”. Να ‘ναι καλά τα ΜΜΕ που πλάθουν τόσο μα τόσο περίτεχνα τις συνειδήσεις της κάθε μικροαστικής οικογένειας!
Φταίει που άρχισα να καταστρέφω και να καίω σκληρούς δίσκους, λεφτά, ταυτότητες και λοιπά έγγραφα. Φταίει που άρχισα να βγάζω μανιωδώς τις ιδέες μου στους τοίχους του σπιτιού. Φταίει που σταμάτησα να κοιμάμαι. Ένιωθα πάρα πολλά και η σκέψη μου έτρεχε με την ταχύτητα του φωτός. Δεν ήταν πάντα μια ευχάριστη κατάσταση. Ήμουν σίγουρη ότι με παρακολουθούν μέσα από ηλεκτρονικές συσκευές και θέλουν να με εξοντώσουν. Παντού υπήρχαν σημάδια για τον επικείμενο θάνατο μου και την καταστροφή του κόσμου. Μες την απόγνωσή μου αναζήτησα το θεό. Εκεί να δεις γέλιο… Δεν είναι δύσκολο να φτιάξεις το θεό με το μυαλό σου. Το μόνο που χρειάζεσαι είναι μια δόση τρελής φαντασίας και μια δόση φόβου. Εγώ είχα μπόλικο και από τα δύο εκείνο τον καιρό…
Καθώς είχα το ακούραστο μάτι του μεγάλου αδελφού-θεού να διαβάζει τις σκέψεις μου 24 ώρες το 24ωρο νόμιζα ότι ζούσα τους χειρότερους εφιάλτες μου. Όμως δεν είχα δει ακόμα τίποτα…

Θα μπορούσα να γράψω πολλά για αυτήν κρίση που πέρασα και πόσο με βοήθησε τελικά να ανοίξω νέες πύλες αντίληψης και να έρθω συνειδητά σε επαφή με πράγματα που δεν ήξερα ότι υπήρχαν μέσα μου: κατάλοιπα του παρελθόντος που με παρασιτούσαν χρόνια, φόβους και βαθύτερες επιθυμίες. Αλλά δεν είναι αυτός ο σκοπός μου στο παρών κείμενο. Θέλω όμως να πω ότι αυτή η εμπειρία που για μένα ήταν ένα μεγάλο μάθημα ζωής -ίσως το μεγαλύτερο- και την εκλαμβάνω ως δώρο της φύσης γιατί μου φανέρωσε πολλούς κρυμμένους κόσμους, οι άλλοι, οι “ειδικοί” την ερμηνεύσανε με τον δικό τους τρόπο, εκμεταλλευόμενοι πάντα την -κρυμμένη πίσω από τη μάσκα της αντικειμενικής αλήθειας που υποτίθεται ότι εκπροσωπούν- εξουσία που ασκεί ο δογματισμός της σύγχρονης επιστήμης. Μιας επιστήμης άπληστης, τεχνοκρατικής, που βαδίζει χέρι με χέρι με τον καπιταλισμό και τα κρατικά μέσα ελέγχου και καταστολής και που ασφαλώς δεν εξυπηρετεί ούτε τη γνώση ούτε τον άνθρωπο, αλλά συμφέροντα και σκοπιμότητες.

Αυτοί λοιπόν οι “ειδικοί”, οι ψυχίατροι, διέγνωσαν ότι πάσχω από μία σοβαρή και πολύ επικίνδυνη ασθένεια του εγκεφάλου, με εξίσου τρομακτικό όνομα που παραπέμπει σε μανιακούς δολοφόνους: “σχιζοφρένεια παρανοϊκού τύπου”. Η αλήθεια είναι ότι δεν υφίσταται καμία αντικειμενική μέθοδος διάγνωσης στην ψυχιατρική “επιστήμη”, δεν υπάρχει κανένα τεστ “τρέλας” (όπως υπάρχουν εξετάσεις για τις πραγματικές ασθένειες του σώματος), παρόλα αυτά η επίσημη διάγνωση γίνεται, και μόνο από την κρίση των γιατρών στα λίγα πρώτα λεπτά που θα σε κοιτάξουν! (Η “βίβλος” των ψυχιάτρων είναι τα διαγνωστικά εγχειρίδια DSM και ICD, τα οποία έχουν συνταχθεί από ψυχιάτρους σε συνεργασία με τις φαρμακοβιομηχανίες και περιλαμβάνουν εκατοντάδες “ψυχικές διαταραχές”. Ακόμα και η ντροπαλοσύνη υπάρχει εκεί μέσα με το πιασάρικο όνομα “κοινωνική φοβία”. Η “βίβλος” εμπλουτίζεται συνεχώς με νέες “διαταραχές” μέχρι να μας βγάλουν όλους “ψυχοπαθείς που χρειάζονται θεραπεία”. Ήδη στις ΗΠΑ στιγματίζουν με διαγνώσεις και μπουκώνουν με ψυχοφάρμακα τα παιδιά που είναι ζωηρά, ανυπάκουα ή αφηρημένα) Τέλος πάντων… το χειρότερο είναι ότι αυτή η τελείως αυθαίρετη διάγνωση σε κυνηγάει μια ζωή, ο φάκελος σου φυλάσσεται στο αρχείο του νοσοκομείου και δεν καταστρέφεται ποτέ, και η σχιζοφρένεια θεωρείται ανίατη ασθένεια! Αυτό σημαίνει ότι μπορείς να καταλήξεις πολύ εύκολα σε οποιαδήποτε στιγμή της ζωής σου και πάλι στο τρελάδικο και τα ψυχοφάρμακα (φτάνει μια καταγγελία από συγγενείς ή γείτονες). Ακόμη και αν δεν παρουσιάζεις κανένα σύμπτωμα, οι γιατροί θεωρούν ότι ο εγκέφαλός σου κουβαλάει πάντα την διαταραχή και απλά δεν εκδηλώνεται. Συμπέρασμα: Αν είχες την ατυχία να σου φορέσουν την ταμπέλα του “επικίνδυνου σχιζοφρενή” ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ θα την φοράς μέχρι να πεθάνεις…

Και λέω με το νόμο γιατί σε σέρνουν κανονικά για ακούσια νοσηλεία στο τρελάδικο με εισαγγελική εντολή. Και δεν έχεις κανένα δικαίωμα σε αυτήν την περίπτωση να υπερασπιστείς τον εαυτό σου με κανέναν τρόπο. Από την στιγμή που θα βγει το ένταλμα και περάσεις την πόρτα του ψυχιατρείου πρέπει να ξεχάσεις τι θα πει ανθρώπινα δικαιώματα.

Ο πραγματικός εφιάλτης λοιπόν άρχισε μια νύχτα, όταν ο πατέρας μου, αφού έκανε ένα τηλεφώνημα, με έπιασε ξαφνικά και με καθήλωσε στο έδαφος κρατώντας μου τα χέρια πίσω. Εγώ χτυπιόμουν και τον ρωτούσα κλαίγοντας “γιατί μπαμπά μου το κάνεις αυτό?” αλλά αυτός δεν μου έλεγε τι συμβαίνει. Σε λίγη ώρα είχαν φτάσει δυο μπάτσοι στο σπίτι και με πήραν χωρίς δεύτερη κουβέντα, μαζί με τους γονείς μου, για να με πάνε στο νοσοκομείο. Ένιωθα ότι το τέλος μου είναι κοντά. Με είχε πιάσει πανικός και ήθελα να το σκάσω.
Στο νοσοκομείο (ΠΑΓΝΗ), με βάλανε σε ένα γραφείο με μια ψυχίατρο-ανακρίτρια να με ρωτάει διάφορα και να γράφει αναφορά σε ένα επίσημο χαρτί. Μου είπε ότι έπρεπε να μείνω στο νοσοκομείο το βράδυ. Μου έδωσε ένα χάπι και χωρίς να μου λέει τι είναι επέμενε να το πάρω. Το έβαλα στο στόμα μου αλλά το έφτυσα αμέσως. Μετά πήρα το χαρτί που έγραφε, το τσαλάκωσα και έτρεξα στην πόρτα. Εκλιπαρούσα τον κόσμο για βοήθεια αλλά κανείς δεν έδινε σημασία.
Με πιάσανε οι γονείς μου και με οδήγησαν συρτή στη ψυχιατρική μονάδα “βραχείας νοσηλείας”. Εκεί μου δώσανε με το ζόρι ένα χάπι και ‘γω το ξανάφτυσα και το ‘βαλα στα πόδια. Έτρεχα στους διαδρόμους αλλά δεν ήξερα προς τα που είναι η έξοδος.
Με ξανάπιασαν όμως και αυτή τη φορά με οδήγησαν στα “οξέα περιστατικά”. Μόλις πέρασα την πόρτα αυτής της μονάδας, η οποία άνοιγε με κωδικό ασφαλείας, ήξερα ότι “εδώ είναι φυλακή”. Με βάλανε να καθίσω σε μια καρέκλα στο δωμάτιο των νοσηλευτών. Είχα απέναντι μου τρία άγνωστα άτομα που με κοίταζαν λες και είμαι κάτι το αξιοπερίεργο και γελούσαν, την ίδια στιγμή που κάποιοι άλλοι μου αφαιρούσαν σε χρόνο ντε-τε τα κοσμήματα και τα κορδόνια των παπουτσιών. Όλα γίνονταν τόσο γρήγορα και κανείς δε μου έλεγε για πιο λόγο βρίσκομαι εκεί και γιατί συμβαίνει ότι συμβαίνει.
Μου ‘δώσαν κι άλλο χάπι. Εγώ αρνήθηκα να το πάρω και έκανα να σηκωθώ. Τότε με έπιασαν δύο νοσηλευτές και με πήγαν σε ένα άδειο δωμάτιο με βαριές πόρτες, την απομόνωση. Εκεί αφού με καθήλωσαν στο έδαφος, μου κατέβασαν το παντελόνι και μου καθίσαν μια ένεση. Με άφησαν εκεί κλειδωμένη για το υπόλοιπο της νύχτας, ενώ με παρακολουθούσαν μέσα από τις δύο(!) κάμερες που είχε το δωμάτιο. Κουλουριάστηκα σε μια γωνιά και σοκαρισμένη έκλαιγα ασταμάτητα, μέχρι που άρχισαν να δρουν τα ισχυρά ηρεμιστικά της ένεσης και κοιμήθηκα.

Όσο είσαι στο ψυχιατρείο κανείς δε σου λέει τι έχεις και γιατί βρίσκεσαι εκεί, ούτε πόσο καιρό θα κάτσεις μέσα. Εγώ έμαθα για τη “διάγνωση” που μου κάνανε μετά που πήρα εξιτήριο.

Η εικόνα που βλέπει κανείς μέσα στο ψυχιατρείο είναι τραγική. Ανθρώπους όλων των ηλικιών, από παιδάκια μέχρι γέρους, να σέρνονται στους διαδρόμους. Άλλοι κοιτούν στο κενό, άλλοι καπνίζουν ασταμάτητα, άλλοι μιλούν μόνοι τους και άλλοι κείτονται όλη μέρα στο κρεβάτι. Σε άλλους τους τρέχουν τα σάλια, σε άλλους τους τρέμουν τα χέρια. Οι περισσότεροι δεν μιλούν καθόλου, άλλοι φαίνεται να λένε ασυναρτησίες. Κανείς δεν ξέρει τι κόλαση περνά ο καθένας από αυτούς μέσα του. Κι ούτε ενδιαφέρεται να μάθει. Το μόνο που κάνουν οι νοσηλευτές είναι να δίνουν τα χάπια και να σιγουρευτούν ότι τα έχεις καταπιεί (έπρεπε να ανοίγω κάθε φορά το στόμα μου και να με ελέγχουν), να παίρνουν την πίεση του κάθε ασθενή δυο φορές τη μέρα, να παρακολουθούν τι παίζει στους θαλάμους από το κλειστό κύκλωμα τηλεόρασης με τις κάμερες, να συμπληρώνουν τους φακέλους των ασθενών και ένα τετράδιο που έγραφε απέξω “λογοδοσία οξέων” (πολύ ψαρωτικό – στην αρχή νόμιζα ότι είναι όλοι τους ασφαλίτες) και να απειλούν τους ασθενείς με ενέσεις, καθηλώσεις και απομόνωση όποτε κάποιος αρνείται να ακολουθήσει τις εντολές τους ή έχει “υπερδιέγερση”. Τα “θεραπευτικά” αυτά μέσα δε διστάζουν καθόλου να τα εφαρμόσουν στην πράξη.

Θυμάμαι χαρακτηριστικά μια φορά που είχαν κλείσει μια γιαγιά στην απομόνωση. Η καημένη φώναζε “βγάλτε με από δω, θα πεθάνω!”. Δεν άντεχα και πήγα να της ανοίξω το σύρτη. Με κατάλαβαν όμως και με πήγαν δια της βίας στο κρεβάτι μου. Μια νοσοκόμα έφερε τους ιμάντες και με δέσανε στο κρεβάτι, χέρια και πόδια. Καθώς με δένανε τους έβριζα και η νοσοκόμα θεώρησε ότι το πιο σωστό είναι να μου χώσει ένα μαξιλάρι στα μούτρα και να το πιέσει για να με κάνει να σκάσω. Με αφήσανε δεμένη για το υπόλοιπο της νύχτας μέχρι το πρωί. Αναγκάστηκα να ουρήσω στο κρεβάτι.
‘Ενα βράδυ που ήμουν ταραγμένη και ανήσυχη με ‘βάλαν σε ένα γραφείο με μια γιατρό, μια νοσοκόμα και μια μαθητευόμενη. Με κοιτούσαν όλες τους με κάτι φάτσες μεταξύ οίκτου και αηδίας. Η γιατρός με ρώτησε αυστηρά τι συμβαίνει και ‘γω της είπα κάτι σαν “ξέρεις… η αληθινή ελευθερία δεν πωλείται”. Τότε η νοσοκόμα μου έδωσε κάτι χάπια. Εγώ αρνήθηκα να τα πάρω και ακολούθησε το γνωστό τελετουργικό: ένεση-απομόνωση μέχρι το πρωί. Θυμάμαι ότι εκείνη τη φορά χτυπούσα το κεφάλι μου στον τοίχο ίσως και μισή ώρα (ήθελα να τους δείξω ότι μπορώ να κάνω κακό στον εαυτό μου αν το ήθελα) και κάποια στιγμή αναγκάστηκα να ουρήσω στο πάτωμα. Σίγουρα με παρακολουθούσαν από τις κάμερες (πάντα ήταν κάποιος μπροστά στην οθόνη) αλλά δεν έκαναν τίποτα.
Ήταν και μια γιαγιά στο θάλαμο τελείως ανήμπορη που την είχαν δεμένη στο κρεβάτι για μέρες.
Ήταν και μια γαλλιδούλα που τα ‘χε τελείως χαμένα. Κανείς από τους νοσηλευτές δε μιλούσε γαλλικά. Τη δένανε την καημένη συνέχεια και την έκλειναν μέρα παρά μέρα στην απομόνωση.
Αυτό που μου είχε κάνει ιδιαίτερη εντύπωση στον ένα μήνα που έκατσα εκεί μέσα ήταν ότι ποτέ δεν είδα να χρησιμοποιούν αυτά τα βίαια κατασταλτικά μέσα σε κάποιον άντρα, παρόλο που συχνά κάποιοι ήταν επιθετικοί απέναντι σε άλλους ασθενείς.
Μια φορά ένας μεσήλικας με είχε στριμώξει και με πασπάτευε (εγώ ήμουν τελείως άβουλο ον από τα φάρμακα) και παρόλο που ήταν ένας νοσηλευτής μπροστά και είδε την φάση δεν του είπε τίποτα.
Επίσης όταν έκανα μπάνιο έπρεπε να έχω ανοιχτή την πόρτα και μπαίνανε μέσα οι νοσηλευτές και κοιτούσαν. Μετά μου δίνανε να φοράω κάτι άθλια ρούχα και ήμουν σαν τον παλιάτσο.
Μιλάμε για πλήρη εξαθλίωση και εκμηδενισμό του ατόμου. Οποιοσδήποτε και να έμπαινε εκεί μέσα, και τρελός να μην ήταν σίγουρα θα κατέληγε τρελός.
Αυλή δεν υπήρχε. Μόνο ένας μικρός εξωτερικός χώρος τον οποίο μας ανοίγανε κάθε 2 βδομάδες για λίγα λεπτά, έτσι για να μη λένε ότι μας έχουν συνέχεια κλεισμένους μέσα.
Δεν έχω μπει ποτέ στη φυλακή, αλλά αυτό το μέρος δε διέφερε και πολύ. Τουλάχιστον στην φυλακή δεν μπορούν να εξουδετερώσουν τη σκέψη και τα συναισθήματα ούτε μπορούν να διαταράξουν τη φυσιολογική λειτουργία του σώματος με τον ύπουλο τρόπο που το κάνουν στα ψυχιατρεία.

Έχετε αναρωτηθεί ποτέ γιατί οι ψυχοπαθείς μοιάζουν να κινούνται σαν ζόμπι και κάνουν περίεργες κινήσεις? Ε λοιπόν είναι γιατί λειτουργούν -κυριολεκτικά- μόνο με το μισό τους εγκέφαλο, λόγω του κοκταίηλ ψυχοφαρμάκων που αναγκάζονται να παίρνουν καθημερινά. Τα λεγόμενα αντιψυχωσικά φάρμακα που χρησιμοποιούνται για τη “θεραπεία” κάποιων ψυχικών διαταραχών είναι χημικές ουσίες που στοχεύουν στους υποδοχείς της ντοπαμίνης στον εγκέφαλο και αναστέλλουν τη δράση τους (οι ψυχίατροι πιστεύουν -χωρίς να έχουν βέβαιες αποδείξεις- ότι οι ψυχωσικές διαταραχές οφείλονται σε υπερβολική “κίνηση” της ντοπαμίνης σε κάποιες περιοχές του εγκεφάλου – μια εντελώς μηχανιστική θεώρηση της ψυχής και του νου, άλλα έτσι έχουν μάθει να σκέφτονται αυτοί οι άψυχοι άνθρωποι…). Στην πραγματικότητα, αυτές οι ουσίες που χορηγούνται στα ανυποψίαστα θύματα μπλοκάρουν επιπλέον και άλλους νευροδιαβιβαστές του εγκεφάλου, με αποτέλεσμα να δημιουργούνται πάρα πολύ έντονα ψυχοσωματικά προβλήματα κατά τη χρήση τους. Δεν είναι τυχαίο που τα αντιψυχωσικά χαρακτηρίζονται σαν “χημική λοβοτομή” – αυτό ακριβώς είναι.

Μετά από πολλές δοκιμές, η τελική μου “θεραπεία” αποτελούνταν από τρία φάρμακα: δύο αντιψυχωσικά (Λεπονέξ, Σολιάν) και ένα αντικαταθλιπτικό (Εσιταλοπράμη). 7 μήνες έπαιρνα τα χάπια. 7 κενοί βασανιστικοί μήνες κλεισμένη, πρώτα στο ψυχιατρείο και μετά στο πατρικό σπίτι. Ο γιατρός είχε πει ότι η θεραπεία θα διαρκέσει τουλάχιστον 3 χρόνια. Αυτό βέβαια μόνο θεραπεία δεν ήταν. Ήταν ένα καθημερινό ταξίδι στην κόλαση: Ένιωθα ότι μου έχουν γαμήσει το μυαλό, ότι έχουν βιάσει το βαθύτερο είναι μου. Δεν είχα ψυχή, ήμουν μόνο ένα άδειο κουφάρι που σερνόταν. Έψαχνα να βρω το λευτεράκι μέσα μου, κι όσο κι αν έψαχνα, λευτεράκι δεν έβρισκα. Είχα πάντα μια κενή έκφραση στο πρόσωπο και δεν ένιωθα κανένα συναίσθημα, ούτε χαρά, ούτε λύπη, τίποτα. Μόνο καμιά φορά όταν άκουγα τους άλλους να γελούν ένιωθα μίσος και άρρωστη ζήλια, αισθήματα τα οποία δεν είχα ξανανιώσει ποτέ πριν στη ζωή μου. Κάθε τι ανθρώπινο μέσα μου είχε πεθάνει. Πολλές φορές φαντασιωνόμουν ότι πέφτω από την ταράτσα του σπιτιού. Άλλες φορές κλεινόμουν στο μπάνιο και σκεφτόμουν πιο χημικό καθαριστικό να πιω για να πεθάνω. Μια άλλη φορά κρατούσα επί μισή ώρα ένα μαχαίρι μπροστά στη κοιλιά μου και σκεφτόμουν “το χώνω, δε το χώνω…” (αργότερα έμαθα ότι οι αυτοκτονικές τάσεις οφείλονταν στο αντικαταθλιπτικό, κι αν σας φαίνεται αυτό παράξενο υπάρχουν στο ίντερνετ πολλές έρευνες και προσωπικές ιστορίες που το αποδεικνύουν. Πολλά από τα μακελειά που έχουν γίνει σε σχολεία στις ΗΠΑ με εφήβους να γαζώνουν συμμαθητές και δασκάλους και μετά να αυτοκτονούν, έχουν κάτι κοινό: τα άτομα αυτά έκαναν χρήση αντικαταθλιπτικών). Κοιμόμουν 15 ώρες τη μέρα και είχα έντονους εφιάλτες. Από τη στιγμή που ξυπνούσα τριγύριζαν παρανοϊκές σκέψεις στο μυαλό μου και δε μπορούσα να ηρεμήσω, παρόλο που φαινόμουν να είμαι σε πλήρη καταστολή. Κατά τα άλλα πλήρης απάθεια. Ακολουθούσα άβουλα κάθε εντολή που μου έδιναν οι γονείς μου. Δε μπορούσα να μιλήσω και απαντούσα μονολεκτικά σε ερωτήσεις. Δε μπορούσα να δω ταινίες ή να διαβάσω βιβλία γιατί με αναστάτωναν. Δε μπορούσα να ζωγραφίσω γιατί το χέρι μου έτρεμε. Δε μπορούσα να γράψω τίποτα γιατί δεν είχα καμία δημιουργικότητα. Ήμουν όλη μέρα στο κρεβάτι και έπαιζα ηλίθια παιχνίδια στον υπολογιστή για να ξεχνιέμαι και να μη σκέφτομαι, γιατί ένιωθα πως οι άλλοι μπορούσαν να διαβάσουν τη σκέψη μου. Ένιωθα πάντα κουρασμένη. Με έπιανε λιποθυμία όταν σηκωνόμουν. Κάποιες φορές είχα ταχυπαλμία, με έλουζε ιδρώτας και είχα απίστευτη ανεξήγητη ψυχοσωματική ανησυχία. Όταν περπατούσα είχα κενά συνείδησης, σαν να έσβηναν όλα ξαφνικά για ένα δευτερόλεπτο, και γι’ αυτό απέφευγα τις βόλτες. Αυτό συνέβαινε και όταν καθόμουν, οπότε σχεδόν έπεφτα από την καρέκλα. Μου τρέχανε τα σάλια. Είχα θαμπή όραση. Ακούσιες απότομες κινήσεις σε χέρια, πόδια και συσπάσεις στο πρόσωπο. Καταναγκαστικές συμπεριφορές. Και το πιο ενοχλητικό όλων, που το είχα σε μόνιμη βάση – η “ακαθησία”: όταν ήμουν ακίνητη είχα την ακατανίκητη αίσθηση ότι θέλω να κουνήσω τα πόδια μου, αλλά μόλις έκανα μερικά βήματα ήθελα πάλι να μείνω ακίνητη (οπότε δεν ησύχαζα ποτέ – δε μπορώ να περιγράψω με λόγια το πόσο άβολη και πέραν του φυσιολογικού ήταν αυτή η αίσθηση, μόνο όσοι παίρνουν αυτά τα δηλητήρια μπορούν να έχουν μια ιδέα περί τίνος πρόκειται…). Μια φορά τη βδομάδα έπρεπε να κάνω εξετάσεις αίματος, καθώς ένα από τα φάρμακα που έπαιρνα ήταν τοξικό για το μυελό των οστών. Το έντερο μου είχε παραλύσει τελείως και αναγκάστηκα να παίρνω άλλο ένα φάρμακο για να μπορώ να ενεργούμαι. Επίσης νεκρώθηκα σεξουαλικά και πήρα 20 κιλά. Συμπέρασμα: οι παρενέργειες των φαρμάκων ήταν για μένα τρισχειρότερες από την ψύχωση, αλλά εφόσον φαινόμουν ήρεμη και υπάκουη όλα πήγαιναν καλά για τους “άλλους”.

Δε την πάλευα καθόλου, αλλά φοβόμουν ότι αν σταματήσω τα φάρμακα θα έχω υποτροπή της ψύχωσης, όπως μου έλεγαν, και θα με ξανακλείσουν στο ψυχιατρείο. Άρχισα να ενημερώνομαι για ότι αφορά νευροδιαβιβαστές, φάρμακα, παρενέργειες, προσωπικές ιστορίες ασθενών και εναλλακτικές θεραπείες. Ξαναδιάβασα όλα αυτά που είχα γράψει πριν με πάνε στο ψυχιατρείο (είχα φοβερή δημιουργικότητα όσο είχα την ψύχωση) και κατανόησα πότε και πως έχανα τη μπάλα τότε. Τελικά πάνω στους 7 μήνες αποφάσισα να κόψω τα φάρμακα και τα έκοψα μαχαίρι (αυτό ήταν λίγο τραβηγμένο και δεν το συνιστώ σε κανένα – το πιο ασφαλές είναι να γίνει σταδιακή μείωση των δόσεων των φαρμάκων). Αρχικά είχα κάποιες παρανοϊκές σκέψεις, άλλα επαναλάμβανα συνεχώς στον εαυτό μου “δύναμη!” και επέμενα στο να διαχωρίζω συνειδητά τη φαντασία από την πραγματικότητα όποτε αυτές μπερδεύονταν. Σε δύο μέρες είχαν φύγει τόσο οι αόρατες απειλές όσο και όλες οι βασανιστικές παρενέργειες των δηλητηρίων και δεν ξαναγύρισαν ποτέ. Είχα ξαναβρεί την υγεία μου, το σώμα μου ξανάρχισε να λειτουργεί κανονικά και το λευτεράκι επέστρεψε, πιο δυνατό και σοφό από ποτέ. Μόνο με την αυτογνωσία και τη δύναμη της θέλησης…

Συμπέρασμα: Τα ψυχοφάρμακα καταστέλλουν λειτουργίες του εγκεφάλου, δεν θεραπεύουν σε καμία περίπτωση. Και όχι μόνο δεν θεραπεύουν, αλλά βλάπτουν, και μάλιστα ανεπανόρθωτα πολλές φορές. Εγώ ήμουν τυχερή που κατάφερα να τα κόψω νωρίς. Αλλά γιατί οι περισσότεροι “ασθενείς” τείνουν να είναι χρόνια -ή ακόμα και ισόβια- ασθενείς? Ο φόβος της υποτροπής με το σταμάτημα της χρήσης των φαρμάκων δεν είναι αβάσιμος. Οι περισσότεροι που θα προσπαθήσουν να κόψουν τα αντιψυχωσικά θα έχουν υποτροπή των συμπτωμάτων της ψύχωσης. Δυστυχώς πολλοί άνθρωποι είναι ψυχικά αδύναμοι ή δεν βρίσκονται στο κατάλληλο περιβάλλον για να αντιμετωπίσουν αυτή την δυνατή εμπειρία μόνοι τους, και το ιδανικό γι’ αυτούς θα ήταν να λάβουν ουσιαστική βοήθεια από ευαίσθητους ανθρώπους ή θεραπευτές που χρησιμοποιούν εναλλακτικές μεθόδους και οι οποίοι αποφεύγουν διαγνώσεις που στιγματίζουν, ψυχοφάρμακα που δηλητηριάζουν και βίαιες μεθόδους καταστολής που τραυματίζουν ανεπανόρθωτα. Όλες οι εναλλακτικές μέθοδοι (όπως και η αυτοθεραπεία) έχουν τεράστια επιτυχία σε πολλούς ανθρώπους, οι οποίοι είδαν τους εαυτούς τους να γίνονται καλά, και μάλιστα καλύτερα από όσο πριν την κρίση. Έτσι βλέπω και ‘γω την ψύχωση: σαν ένα σκαλοπάτι που πρέπει να ανέβει κανείς στην πορεία της ζωής για να πάει ψηλότερα. Δυστυχώς οι θεραπευτές αυτοί (κάποιοι από τους οποίους έχουν περάσει και οι ίδιοι ψύχωση και άρα ξέρουν καλά περί τίνος πρόκειται) είναι εξαιρετικά δυσεύρετοι και έτσι σχεδόν όλοι οι συνάνθρωποί μας που βρίσκονται σε κατάσταση κρίσης περνιούνται για τρελοί και καταλήγουν στα δίχτυα της συμβατικής ψυχιατρικής. Και έτσι και μπλέξεις με αυτούς τους ανίδεους, τους επικίνδυνα άσχετους γιατρούς, που κυριολεκτικά το μόνο που κάνουν είναι να συνταγογραφούν και να σου υπενθυμίζουν πόσο βαριά άρρωστος είσαι, άντε να βγεις από αυτό το λούκι. Το τραγικό είναι ότι όσο πιο πολύ καιρό παίρνει κάποιος φάρμακα, τόσο πιο δύσκολο είναι να τα κόψει επιτυχώς. Αυτό συμβαίνει γιατί ο εγκέφαλος προσπαθεί να διορθώσει την χημική ανισορροπία που του προκαλούν τα φάρμακα και έτσι φτιάχνει νέους υποδοχείς στον εγκέφαλο. Έτσι, όταν κάποιος που παίρνει πολύ καιρό φάρμακα τα κόψει απότομα αυτό που θα συμβεί είναι να μπουν περιοχές του εγκεφάλου του σε υπερλειτουργία, αφού υπάρχουν πλέον πολλαπλάσιοι υποδοχείς από το φυσιολογικό -παλιοί ξεμπλοκαρισμένοι συν καινούριοι- και έτσι ξαναγυρνάει στην κατάσταση της ψύχωσης και μάλιστα δριμύτερα από ότι πριν την χρήση των φαρμάκων. Το άλλο που δημιουργούν τα αντιψυχωσικά είναι ότι καταστρέφουν τη φαιά ουσία του εγκεφάλου. Ενδεικτικά, σε πειράματα που έκαναν κάποιοι άψυχοι ερευνητές (τα πειράματα σε ζώα είναι άλλη μια φρικιαστική πλευρά της φαρμακοβιομηχανίας) σε υγιείς μακάκους, στους οποίους δινόταν καθημερινά ένα δημοφιλές αντιψυχωσικό (το Ζυπρέξα) σε νορμάλ δόση επί δύο χρόνια, βρέθηκε ότι είχε μειωθεί ο όγκος του εγκεφάλου τους κατά 10%. Πολλοί άνθρωποι έχουν μείνει παράλυτοι από τα ψυχοφάρμακα. Ακόμα και σε μένα, που τα έπαιρνα τόσο λίγο καιρό, έχουν αφήσει κάποια σωματικά κουσούρια, τα οποία θέλω να ελπίζω πως είναι αναστρέψιμα. Άλλοι καταλήγουν με καρδιοπάθειες ή διαβήτη. Άλλοι πεθαίνουν ξαφνικά, έτσι απλά (στις παρενέργειες που αναγράφονται στο φύλλο οδηγιών των αντιψυχωσικών περιλαμβάνεται και ο “αιφνίδιος ανεξήγητος θάνατος” – όταν το είδα τρόμαξα). Για ποια θεραπεία μιλάμε?
Πάντως ακόμα και κάποιος που παίρνει ψυχοφάρμακα για πολλά χρόνια μπορεί να βρει την υγεία του αν καταφέρει να ξεφύγει από νευρωτικούς συγγενείς και ιεροεξεταστές ψυχιάτρους. Ενδεικτικό παράδειγμα είναι η πολύ γνωστή περίπτωση ενός αμερικανού μαθηματικού, του Τζον Νας, ο οποίος είχε διαγνωστεί με “σχιζοφρένεια παρανοϊκού τύπου” και επί 11 χρόνια μπαινόβγαινε σε ψυχιατρεία και έπαιρνε ψυχοφάρμακα παρά τη θέληση του. Το 1970 αποφάσισε να σταματήσει τα φάρμακα και να το παλέψει μόνος του. Τα κατάφερε και δεν ξαναγύρισε ποτέ στην προηγούμενη κατάσταση. Το 1994 ο Τζον Νας πήρε το νόμπελ στα οικονομικά. Έχουν βγάλει μάλιστα και ταινία με τη ζωή του (“’Ένας υπέροχος άνθρωπος”). Στην ταινία βέβαια έχουν επέμβει τα συμφέροντα της ψυχιατρικής μαφίας – χολυγουντιανή ταινία, τι περιμένατε? – και έχουν παραποιήσει λίγο τα πραγματικά γεγονότα, τονίζοντας πως ο Νας ποτέ δε σταμάτησε να παίρνει ψυχοφάρμακα.

Και δεν είναι μόνο τα αντικαταθλιπτικά και τα αντιψυχωσικά που βλάπτουν σοβαρά την υγεία.
Όσο ήμουν έγκλειστη στο νοσοκομείο, έπαιρνα καθημερινά ένα ηρεμιστικό που ανήκει στην οικογένεια ουσιών που ονομάζονται βενζοδιαζεπίνες και λέγεται Ταβόρ. Αρχικά μου χορηγήθηκε από τους νοσηλευτές μια φορά που τους είχα πει ότι νιώθω ανησυχία, οπότε μου έδωσαν ένα χαπάκι (αυτή είναι πάντα η λύση: ένα χαπάκι για κάθε πρόβλημα). Το πήρα και όντως ηρέμησα. Αλλά με έπιανε η ίδια ανησυχία, και εντονότερη, κάθε μέρα και περίπου την ίδια ώρα. Κάθε φορά τους ζητούσα Ταβόρ. Αν δεν έπαιρνα το Ταβόρ, με κυρίευε απίστευτος τρόμος και ψυχοσωματικό άγχος – κατέληγα να στριφογυρίζω στο κρεβάτι με ταχυκαρδία και έντονη εφίδρωση και κάνοντας απίστευτα βασανιστικές σκέψεις – νόμιζα ότι θα πεθάνω. Τα Ταβόρ τα έκοψα αναγκαστικά όταν πήρα εξιτήριο, και δεν ήταν καθόλου ευχάριστη εμπειρία. Αργότερα έμαθα ότι οι βενζοδιαζεπίνες είναι πιο εθιστικές από την ηρωίνη. Όλος ο κόσμος (και μιλάμε για πολύ κόσμο) που παίρνει ηρεμιστικά είναι πραγματικά τζάνκια.

Αυτό που στην ουσία καταφέρνουν όλα τα ψυχοφάρμακα, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, είναι να γινόμαστε δέσμιοι τους. Ιδιαίτερα τα αντιψυχωσικά, δημιουργούν μόνιμα στα θύματα το αδιέξοδο: ή άψυχο ζόμπι ή ψυχωσικός τρελός – αυτές είναι οι επιλογές που σου δίνονται από τους “ειδικούς” άπαξ και παρουσιάσεις ψυχωτική διαταραχή (φυσικά καλύτερα τρελός από ζόμπι, αλλά κανείς δε πρόκειται να σε αφήνει έτσι, άρα αναγκαστικά γίνεσαι άψυχο ζόμπι αργά ή γρήγορα, δεν έχεις επιλογή). Όσο κι αν έψαξα, δεν βρήκα καμία περίπτωση ασθενούς που θεραπεύτηκε με ψυχοφάρμακα. Όλοι οι “ασθενείς” αναγκάζονται να κάνουν “θεραπεία” για πολλά χρόνια ή για όλη τους τη ζωή (όσο ζήσουν δηλαδή, αφού ακόμα και όσοι δεν αυτοκτονήσουν πεθαίνουν πρόωρα – όλα τα φάρμακα είναι ιδιαίτερα τοξικά για τα νεφρά και το συκώτι). Φυσικά συμφέρει απίστευτα τις φαρμακευτικές εταιρίες να σε έχουν μόνιμο και ισόβιο πελάτη. Οι εταιρίες αυτές βγάζουν απίστευτα ποσά, και τα κέρδη τους χρόνο με το χρόνο αυξάνονται. Μόνο μια από τις εταιρίες, η Eli Lilly (από της οποίας το διοικητικό συμβούλιο έχει περάσει ο γέρος Μπους, όλως τυχαίως) βγάζει κάθε χρόνο πάνω από 24 δισεκατομμύρια δολάρια.
Ενδεικτικά, τα φάρμακα που έπαιρνα εγώ είχαν μηνιαίο κόστος 100 ευρώ περίπου. Άλλοι παίρνουν περισσότερα και ακριβότερα φάρμακα.

Η διατήρηση όλων των ψυχιατρικών μύθων και η συνέχιση των ψυχιατρικών εγκλημάτων στηρίζεται στην άγνοια και παραπληροφόρηση τόσο των οικογενειών των θυμάτων όσο και ολόκληρης της κοινωνίας, καθώς κυριαρχεί ο φόβος απέναντι σε οτιδήποτε διαφορετικό, σε οτιδήποτε παρεκκλίνει από την “κανονικότητα” και απειλεί την διατήρησή της. Η “τρέλα” είναι θέμα ταμπού, είναι τρομακτική και θεωρείται τόσο επικίνδυνη, ώστε φυλακίζεται πίσω από τις κλειδωμένες πόρτες των ψυχιατρείων και μέσα στο στενό οικογενειακό κύκλο των θυμάτων και δε βγαίνει παραέξω, παρότι είναι αρκετά συχνή (το 1% του πληθυσμού έχει διάγνωση σχιζοφρένειας, αν εξαιρέσουμε τις υπόλοιπες διαταραχές). Τα δε θύματα, ακόμα και αν δεν είναι κλεισμένοι σε ψυχιατρείο, στερούνται κάθε ελευθερίας έκφρασης και είναι αναγκασμένοι (πέρα από τα καθημερινά ψυχοσωματικά βασανιστήρια που περνάνε όσοι παίρνουν φάρμακα) να βρίσκονται ισόβια φυλακισμένοι στους εαυτούς τους και να κρύβονται απέναντι σε όσους ξέρουν για την κατάστασή τους, όσους τους έχουν στιγματίσει δηλαδή, καθώς οποιαδήποτε συμπεριφορά παρεκκλίνει από την υποταγή τους σε προστάγματα γονιών και γιατρών, όπως ο αυθορμητισμός, ο θυμός, η “αρνητικότητα”, η “αντικοινωνικότητα”, η ανυπακοή σε εντολές, η “εκκεντρική” συμπεριφορά ή ντύσιμο, ακόμη και η “ανεξήγητη” χαρά, θεωρείται υποτροπή της “αρρώστιας” και χρίζει άμεσης “θεραπείας”. Μιλάμε για την απόλυτη στέρηση της ελευθερίας των ατόμων αυτών, κλείνοντας τους έτσι το δρόμο για την ουσιαστική βελτίωση της υγείας τους. Γιατί οι ψυχικές διαταραχές δεν είναι “ανίατες ασθένειες”. Τις βαφτίζουν εντελώς αυθαίρετα “ασθένειες” και κατόπιν φροντίζουν να τις κάνουν ανίατες με τη χρόνια χορήγηση τοξικών για τον εγκέφαλο και το σώμα ουσιών τις οποίες θεωρούν “θεραπευτικό μονόδρομο”. Αν έχουν δίκιο, πως εξηγούν το γεγονός ότι εγώ και τόσοι άλλοι, καταφέραμε να γίνουμε καλά όταν πήραμε στα χέρια μας την υγεία μας και σταματήσαμε να καταπίνουμε τα δηλητήριά τους?

Δυστυχώς η άποψη του γιατρού έχει ακόμα μεγαλύτερο κύρος από την προσωπική μου εμπειρία και ολόκληρο το κίνημα της αντιψυχιατρικής.
Δυστυχώς δεν θα είμαι ποτέ πια το λευτεράκι για τους γονείς μου, αλλά μία δυνάμει ψυχοπαθής.
Βρίσκομαι ακόμα “υπό επιτήρηση” στο πατρικό μου, αλλά ευτυχώς -και με τη βοήθεια της αδερφής μου, η οποία ξέρει όλη την αλήθεια- τους έχω πείσει να μην με ελέγχουν για το πότε παίρνω τα χάπια, παρότι ο γιατρός -τον οποίο πρέπει να συναντώ κάθε μήνα- επιμένει στον αυστηρό έλεγχο από μέρους τους και τη συνέχιση της “θεραπείας”. Της καταδίκης μου δηλαδή, που θα κρατήσει τουλάχιστον 3 χρόνια. Υποτίθεται πως είναι αντιδεοντολογικό να πιέζουν κάποιον να παίρνει τα φάρμακα χωρίς τη θέλησή του, αλλά στην πράξη δεν τους εμπιστεύομαι καθόλου, καθώς ο ψυχίατρος έχει το νομικό δικαίωμα να διατάξει τον ακούσιο εγκλεισμό μου όποτε αυτός κρίνει αναγκαίο. Ελπίζω να καταφέρω με κάποιον τρόπο να κάνω την αλήθεια να λάμψει και να διαλύσει το σκοτάδι του ψέματος που έχουν ποτιστεί οι γονείς μου. Να ελευθερωθώ από τον φόβο της ακούσιας “θεραπείας”. Ένα είναι σίγουρο: αν με βάλουν πάλι στο ψυχιατρείο θα είναι για τις ελευθεριακές πεποιθήσεις μου και όχι γιατί πάσχω από “σχιζοφρένεια”, γιατί απλούστατα το δεύτερο δεν ισχύει, είναι μια απάτη του συστήματος εις βάρος μου.

Πάντα ένιωθα οργή για κάθε μορφή εξουσίας και κάθε φυλακή, ορατή ή αόρατη.
Τώρα που ο κλοιός έχει στενέψει, το αγρίμι μέσα μου δεν συγκρατείται.
Η οργή που νιώθω απέναντι στο ψυχιατρικό κύκλωμα και όσους ακολουθούν τυφλά τα προστάγματα του είναι απερίγραπτη. Δυστυχώς αυτή την οργή, όπως και οποιαδήποτε οργή έχω μέσα μου, δεν μπορώ να την εκφράσω ανοιχτά γιατί θα με πάνε πάλι μέσα, και δεν θέλω με τίποτα να καταλήξω πάλι στο κολαστήριο που λέγεται ψυχιατρείο… Αλλά δε μπορώ να σιωπήσω απέναντι σε τόσο πόνο και αδικία. Τόσες αθώες ψυχές βασανίζονται στα κρυφά και κανείς δε τολμά να μιλήσει. Γιατί είναι απόβλητοι, μιάσματα και στην καλύτερη περίπτωση προβληματικοί. Αφού τους φορέσαμε την ταμπέλα του “επικίνδυνου ψυχοπαθή” πρέπει να τους έχουμε απομονωμένους από την υπόλοιπη κοινωνία και σε καταστολή, οδηγώντας τους σταθερά προς τον θάνατο – πρώτα της ψυχής, μετά του νου και τελικά του σώματος.

Μήπως ο κάθε εξουσιαστής και ο κάθε τυφλά εξουσιαζόμενος, ο κάθε απαθής τηλε-θεατής και ο κάθε αναίσθητος μπροστά στο άδικο και την ασχήμια των τεχνιτών ζωών μας είναι ο πραγματικά ψυχοπαθής και αλλοτριωμένος? Μήπως ο κάθε ασυμβίβαστος και εξεγερμένος (και η “τρέλα” είναι μια εξέγερση της ψυχής που ξύπνησε και θέλει να ελευθερωθεί – της ψυχής που ο κάθε ένας έχει μέσα του: όμορφη, αγνή σαν βρέφος και άναρχη σαν αδάμαστο ζώο) είναι πιο υγιής από όλους αυτούς? Γιατί τι πιο φυσικό από την εξέγερση του ατόμου ενάντια σε κάθε καταπίεση, σε κάθε εξουσία και επιβεβλημένη νόρμα? Τι πιο λογικό από το να είναι κανείς ασυμβίβαστος απέναντι σε μια ολόκληρη κοινωνική κατασκευή (“πολιτισμός”) που είναι βουτηγμένη απ’ την κορφή ως τα νύχια στο αίμα αθώων (όχι μόνο ανθρώπων) και η οποία στηρίζεται στη μαζική εκμετάλλευση και χειραγώγηση των αδύναμων πλευρών της ανθρώπινης φύσης του κάθε “ελεύθερου πολίτη”(κούνια που σας κούναγε…) παράλληλα με τον ασύστολο βιασμό της φύσης και του κάθε αδύναμου πλάσματος γενικότερα. Δε θα πω περισσότερα, τα ‘χουν πει κι άλλοι. Όποιος έχει μάτια βλέπει, όποιος έχει καρδιά νιώθει και όποιος έχει μυαλό σκέφτεται λίγο παραπέρα από αυτό που φαίνεται.

Καιρός να αντικαταστήσουμε όλοι το φόβο και την άγνοια με δύναμη και επίγνωση.
Και προπαντός αγάπη. Αγάπη για τη ζωή και την άγρια ομορφιά της.
Δε χρειαζόμαστε ούτε αφέντες -“ειδικούς” και μη- ούτε προστάτες-φύλακες.

ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΗ ΣΤΑ ΘΥΜΑΤΑ ΤΩΝ ΨΥΧΟΦΟΝΙΑΔΩΝ
ΚΑΜΙΑ ΑΝΟΧΗ ΣΤΑ ΨΕΜΜΑΤΑ ΤΟΥΣ
Η ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΕΙΝΑΙ ΘΕΡΑΠΕΥΤΙΚΗ

Τέλος, προς όλους τους απανταχού άψυχους που θεωρούν τον άνθρωπο και τον κόσμο όλο σαν μια καλοκουρδισμένη μηχανή και επιμένουν να ορίζουν την κανονικότητα επικαλούμενοι τα όποια τεχνοφασιστικά δόγματα τους, ένα έχω να πω: Φοβού τους “τρελούς”!

Και για τα αδέρφια που ακόμα πολεμούν…
Οδηγός Μείωσης της Βλάβης για τη Διακοπή Ψυχιατρικών Φαρμάκων

 

33 ΕΡΩΤΗΜΑΤΑ ΓΙΑ ΤΟΝ ΨΥΧΙΑΤΡΙΚΟ ΟΛΟΚΛΗΡΩΤΙΣΜΟ

Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Ιανός» (τχ. 1, 1982)

και περιλήφθηκε στο Κλ. Γρίβας: H Εξουσία της Βίας (Ιανός, Θεσ/νίκη, 1984)

Ένα φάντασμα πλανιέται πάνω από την ανθρωπότητα: το φάντασμα του ψυχιατρικού ολοκληρωτισμού. Όλες οι δυνάμεις της αντίδρασης ενώθηκαν σε μία ανίερη συμμαχία για να δώσουν σάρκα και οστά σ’ αυτό το φάντασμα: ο πολιτικός και ο κομισάριος. Ο επιστήμονας και ο στρατοκράτης. Ο κεφαλαιοκράτης και ο γραφειοκράτης. Ο διαχειριστής και ο διώκτης. Σε Δύση και Ανατολή. Ο ψυχιατρικός ολοκληρωτισμός αποτελεί πια μια απειλή όχι επί αλλά εντός των τειχών.

Είναι κατά συνέπεια καιρός οι αντίπαλοι του να εκθέσουν ανοιχτά μπροστά σ’ όλο τον κόσμο τις αντιλήψεις, τους σκοπούς και τις επιδιώξεις τους. και ν’ αντιπαραθέσουν στην πραγματική απειλή του υπό ενσάρκωση φαντάσματος του ψυχιατρικού ολοκληρωτισμού, μια θεωρία και μια μέθοδο για την αντιμετώπισή του…

Η ιστορία όλων των ως τώρα κοινωνιών ήταν ιστορία ταξικών αγώνων. Η ιστορία όλων των από δω και πέρα κοινωνιών, θα είναι ιστορία της ανυπαρξίας οποιουδήποτε κοινωνικού αγώνα. δηλαδή, ιστορία του ψυχιατρικού ολοκληρωτισμού.

Στον αγώνα για την εξάλειψη αυτού του κινδύνου, οι εν δυνάμει και ελέω της ψυχιατρικής σκλάβοι, δεν έχουν να χάσουν τίποτα άλλο εκτός από τις αλυσίδες τους.

Κλεάνθης Γρίβας

(Παραφράζοντας το «Κομμουνιστικό Μανιφέστο»)

[Ο Κλεάνθης Γρίβας είναι ψυχίατρος και διδάκτωρ στο Α.Π.Θ.
Δείτε τις απόψεις του για την ψυχιατρική έτσι όπως ασκείται ακόμη και σήμερα]

1. Στη σωματική αρρώστια έχουμε μια σειρά αντικειμενικών ευρημάτων που καθορίζουν τον προσδιορισμό της. Στην ψυχική «αρρώστια», τι έχουμε;

Τίποτα. Απολύτως τίποτα. Απλώς, κάποιος ψυχίατρος (τουτέστιν, ένας δήθεν γιατρός), ο οποίος έχει αναλάβει αυτή τη δουλειά με γραφειοκρατική και κοινωνική επικύρωση, διαπιστώνει το «παθολογικό» της συμπεριφοράς ενός ατόμου. Αυτό σημαίνει πως όλα εξαρτώνται από τον κρίνοντα και μόνο.

Ποια στοιχεία ρίχνουν το βάρος τους στη ζυγαριά; Το προσωπικό συμφέρον – οικονομικό, επαγγελματικό και κοινωνικό. Η διανοητική συγκρότηση του κρίνοντος. Η ύπαρξη ή η ανυπαρξία ευρύτητας πνεύματος, ευαισθησίας, φιλοσοφικού και κοινωνικού προβληματισμού. Δηλαδή, με δυο λόγια, το γραμμένο ή άγραφο χαρτί που κουβαλάει ο ψυχίατρος στο κεφάλι του.

Μ’ άλλα λόγια, η λεγόμενη ψυχική «αρρώστια» συνιστά μια ετεροκαθοριζόμενη κατασκευή που στον προσδιορισμό της υπεισέρχονται κάθε είδους παράγοντες πλην των ιατρικών.

2. Είναι αποδεδειγμένη η αιτιολογία της ψυχικής «αρρώστιας»;

Όταν οι συμπεριφορές που δεν είναι αποδεκτές από μας, συνδυάζονται με κάποια οργανική βλάβη ή δυσλειτουργία (όγκοι, τοξική δηλητηρίαση, έλλειψη βιταμινών κλπ.) η αιτιολογία τους θεωρείται αποδεδειγμένη. Στην περίπτωση αυτή μιλάμε για «οργανικές ψυχώσεις» οι οποίες, λόγω της φύσης τους, θα πρέπει να υπάγονται στην αρμοδιότητα της νευρολογίας (δηλαδή ενός ειδικού κλάδου της σωματικής παθολογίας) και όχι της ψυχιατρικής.

Είναι δυνατό να φανταστούμε ένα ψυχίατρο που θα αναλάμβανε τη θεραπεία κάποιου με όγκο στον κροταφικό λοβό, μόνο και μόνο επειδή συμβαίνει ένας τέτοιος όγκος να δίνει και ψυχωσικού χαρακτήρα συμπτωματολογία; Θα φάνταζε μάλλον σαν μάγος άγριας φυλής παρά σαν επιστήμονας.

Όταν οι συμπεριφορές που δεν είναι αποδεκτές από μας δεν συνδυάζονται με κάποια οργανική βλάβη ή δυσλειτουργία, η αιτιολογία τους είναι απολύτως άγνωστη (και οποιοσδήποτε προσδιορισμός τους, κινείται πάντοτε στη σφαίρα των υποθέσεων). Στην περίπτωση αυτή μιλάμε για «λειτουργικές ψυχώσεις» και «νευρώσεις», που αποτελούν αντικείμενο της ψυχιατρικής.

Η σκοπιμότητα που εξυπηρετείται μ’ αυτή τη «ρύθμιση» είναι προφανής: Η αιτιολογία αυτών των συμπεριφορών είναι ταυτισμένη με την κοινωνία που εκφράζει μονοπωλιακά την «φυσιολογικότητα». Και, όπως είναι ευνόητο, όταν ο διώκτης (κοινωνία) και ο διωκόμενος(αιτιολογία) ταυτίζονται, η σύλληψη του τελευταίου είναι αντικειμενικά αδύνατη. ΄Ετσι, μια και που δεν μπορούμε να συλλάβουμε την ψυχική «αρρώστια», συλλαμβάνουμε τον ψυχικά «άρρωστο» που είναι μια απτή και εγκλωβίσιμη πραγματικότητα. Αυτό είναι πιο βολικό για όλους μας.

3. Πως ταξινομούνται οι ψυχικές «αρρώστιες»; Με ποια κριτήρια;

Εάν υπάρχουν ψυχικές «αρρώστιες», μόνο ένας παραδεκτός τρόπος ταξινόμησής τους υφίσταται: Ο αιτιολογικός. ΄Ομως η παραδοσιακή ψυχιατρική ομολογεί την πλήρη άγνοιά της γύρω από την αιτιολογία της ψυχικής «αρρώστιας». Κατά συνέπεια, οι όποιες ταξινομητικές απόπειρες της, είναι αναποτελεσματικές και γελοιογραφικές, συγχρόνως.

Εάν δεν υπάρχουν ψυχικές «αρρώστιες», μόνο μαθητευόμενοι μάγοι θα μπορούσαν να τις ταξινομήσουν (γιατί, πώς είναι δυνατό να ταξινομήσεις κάτι που δεν υπάρχει;) Και αυτό ακριβώς το ρόλο παίζουν οι ψυχίατροι.

Αλλά, ενώ είναι αδύνατη η (λογικά και επιστημονικά συνεπής) ταξινόμηση των ψυχικών «ασθενειών», είναι απολύτως δυνατή η ταξινόμηση των παραδοσιακών ψυχιάτρων και των αξιοπερίεργων όντων που συμπορεύονται μ’ αυτούς (ψυχολόγοι, κοινωνικοί λειτουργοί, κλπ.), που ασχολούνται με τρόπο σοβαροφανή και βερμπαλιστικό «χωρίς περίσκεψη, χωρίς λύπη, χωρίς αιδώ», με το απόλυτο κενό της ψυχιατρικής, της ψυχικής «αρρώστιας» και το δικό τους.

Υπάρχουν λοιπόν ψυχίατροι, ψυχολόγοι, κ.α., οργανικοί (!), δυναμικοί (!) και ρεφορμιστές (!). Υπάρχουν ψυχολόγοι φροϋδικοί, μπηχαβιοριστές και άλλοι «ων ουκ έτσι αριθμός».

΄Ολοι τους στοχεύουν σ’ ένα κοινό στόχο: Στη θεραπεία του εαυτού τους, του κοινωνικού κύρους και των συμφερόντων τους, και την ικανοποίηση της ανάγκης τους για επιβίωσης σε συνδυασμό με την ανυπαρξία όποιου προσωπικού ταλέντου για κάποια άλλη δημιουργική δραστηριότητα. Είναι η κατάρα της μονοδιάστατης επαγγελματικής «γνώσης».

4. Ποίες είναι οι αιτίες που οδηγούν ένα άτομο στο ν’ αρρωστήσει;

Κανένα άτομο δεν αρρωσταίνει. Το αρρωσταίνουμε. Κι αυτό εξαναγκάζεται ασυνείδητα (γιατί η «τρέλα» δεν συνιστά συνειδητή επιλογή) να υιοθετήσει μια συμπεριφορά μη-αποδεκτή από μας. Οι λόγοι: Το απόλυτο αδιέξοδο. Το υπαρξιακό κενό. Η συναισθηματική έρημος. Η σεξουαλική καταπίεση. Η έλλειψη νοήματος στην καθημερινή ζωή. Η πλήρης ανασφάλεια. Η πολυδιάστατη και συνεχώς αυξανόμενη αλλοτρίωση που προσβάλλει τον πυρήνα της ύπαρξής μας. Μ’ ένα λόγο, το απόλυτο κενό, αυτή η ουτοπία της φυσικής, που έχει αναχθεί από μας τους ίδιους σε καθημερινή πραγματικότητα.

5. Που οφείλεται η ψυχική αρρώστια;

Εάν διέθετα μια απάντηση στο ερώτημα αυτό, θα μου πρόσφεραν το Nobel. Δεν ξέρω που οφείλεται. Ξέρω, όμως, πού βρίσκεται η ψυχική «αρρώστια». Ενυπάρχει σε κάθε είδους εξουσιαστική, καταπιεστική και αδιέξοδη σχέση: Κράτος-πολίτης, άντρας-γυναίκα, γονείς-παιδιά, δάσκαλος-μαθητής, προϊστάμενος-υφιστάμενος. Γενικά σε κάθε σχέση εξουσίας και υποταγής, διευθυντή και διευθυνόμενου, εξουσιαστή και εξουσιαζόμενου.

Και για να αποφύγω όποιες παρερμηνείες: Δεν απορρίπτω κάθε οργανωτικό σχήμα, γενικά και αφηρημένα. Απλώς, αρνούμαι κάθε ιεραρχική οργάνωση που συγκροτείται σε βάση εξουσιαστική και όχι λειτουργική. Κάθε οργανωτική-ιεραρχική σχέση που δεν προκύπτει αυθόρμητα και αβίαστα από μια λειτουργική ανάγκη, αλλά επιβάλλεται καταναγκαστικά με τη διαμεσολάβηση δραστικών μηχανισμών βίας.

Τα κύτταρα του σώματος μας συγκροτούν ιστούς, οι ιστοί όργανα, τα όργανα συστήματα οργάνων, κι αυτά εμάς. ΄Ολα τούτα τα στοιχεία συμμετέχουν στην υπερκείμενη τους λειτουργία χωρίς καταναγκασμό και για λόγους καθαρά λειτουργικούς. Το ίδιο γίνεται σε όλη την κλίμακα της φυσικής οργάνωσης, με μοναδική εξαίρεση το «τελειότερο» πλάσμα της φύσης.

Για τον άνθρωπο, η συμμετοχή σε υπερκείμενες λειτουργίες, επιβάλλεται ανεξάρτητα από τις λειτουργικές του ανάγκες και μόνο με την παρεμβολή του καταναγκασμού. Να προσδιορίσουμε μερικές εκφάνσεις του: Ο αλλοτριωτικός καταμερισμός της δουλειάς και οι φάμπρικες. Τα βασανιστήρια και οι μαζικές δολοφονίες. Οι ανθρωποβόροι θεσμοί και τα κάθε λογής εγκλειστήρια (στρατόπεδα συγκέντρωσης, φυλακές, ψυχιατρεία, γηροκομεία, άσυλα, κ.ά.).

Κανένας μέχρι σήμερα δεν μπόρεσε να προσκομίσει μια απόδειξη που να θεμελιώνει από την άποψη της βιολογικής λειτουργικότητας όλα αυτά τα «θεάρεστα» μέσα που χρησιμοποιεί κατ’ αποκλειστικότητα το «τελειότερο» ον για την εφαρμογή ενός επίσης αποκλειστικού προνομίου του: τον αφανισμό των ομοίων του. Κι απ’ αυτή ακριβώς την αδυναμία, απορρέει η υποχρέωσή μας για διερεύνηση της κοινωνικής αιτιολογίας αυτών των φαινομένων.

Σύμφωνα με τη θαυμάσια σύλληψη του Εριχ Φρομ, υπάρχουν δυο μορφές εξουσίας. Μια αυθεντική και μια παράλογη. Η αυθεντική εξουσία επιβάλλεται με το προσωπικό παράδειγμα, την καλλιέργεια, την ευαισθησία, τον θαυμασμό και την αγάπη που γεννάει. Η παράλογη εξουσία επιβάλλεται αποκλειστικά και μόνο με τη βία κι έχει σαν στήριγμά της τους μηχανισμούς καταναγκασμού και καταστολής.

Ο Χριστός, ο Μαρξ, ο Μπετόβεν και ο Πικάσο επηρεάζουν τον τρόπο που αισθανόμαστε, ακούμε, βλέπουμε και σκεφτόμαστε τον εαυτό μας και τους άλλους, με τη δημιουργική παρουσία τους και μόνο.

Ο Αττίλας, ο Χίτλερ, ο Στάλιν, ο Διευθυντής και ο Κλειδοκράτορας, ο Γραφειοκράτης και ο Μιλιταριστής, επηρεάζουν τη συμπεριφορά μας με τους μηχανισμούς βίας που ελέγχουν,. δηλαδή με την καταστροφική παρουσία τους και μόνο.

Η αυθεντική εξουσία είναι έκφραση και παραγωγός υγείας. Η παράλογη εξουσία είναι έκφραση και παραγωγός αρρώστιας. Η εποχή μας είναι εποχή θεοποίησης και θεσμοποίησης της παράλογης εξουσίας. Είναι δηλαδή εποχή της ψυχιατρικής. «Όταν το έγκλημα ντύνεται με την φορεσιά της αθωότητας, είναι η αθωότητα που πρέπει να απολογηθεί για τις πράξεις της», γράφει ο Αλμπέρ Καμύ. Σήμερα το έγκλημα φοράει τη λεοντή της «αθωότητας», της δήθεν αντικεμενικότητας των ψευτο-επιστημονικών ψυχιατρικών αποτιμήσεων που έχουν δαιμονολογικό, απαξιωτικό, δυσφημιστικό και διαλυτικό χαρακτήρα.Συνεπώς, είναι η ψυχιατρική «αθωότητα» που πρέπει να ελεγχθεί και να λογοδοτήσει για τις πράξεις της.

Σαν κατακλείδα, δεν υπάρχει ψυχική αρρώστια με την ιατρική έννοια του όρου. Υπάρχει μια κατάσταση κατασκευασμένη από μας. Ένας τρόπος συμπεριφοράς που είναι ανεπιθύμητος για μας και χαρακτηρίζεται από μας ως «αρρώστια», με τρόπο αυθαίρετο και αντιεπιστημονικό. Αυτό δεν είναι τυχαίο. Είναι μια κοινωνική επιλογή που στοχεύει σε πολλαπλούς στόχους, με πρώτο και σημαντικότερο ανάμεσά τους, την απενοχοποίηση μιας άρρωστης κοινωνικής δομής που αναπόδραστα παράγει την αρρώστια.

6. Μέσα από ποια διαδικασία έγινε δυνατή η αναγωγή του διαφορετικού σε αρρώστια:

Ο Γκαίμπελς έκφρασε εύστοχα, με την απλοϊκότητα του πρωτόγονου, μια βασική ανάγκη της κοινωνίας:«Ο Εβραίος κι αν ακόμα δεν υπήρχε, θα έπρεπε να εφευρεθεί». Κάθε κοινωνία προκείμενου να διατηρήσει τη συνοχή της, έχει ανάγκη από κάποιο πραγματικό ή φανταστικό (εξωτερικό ή εσωτερικό) εχθρό. Και όταν αυτός δεν υπάρχει, εφευρίσκεται.

Μέχρι τον 16ο αιώνα, η κυρίαρχη θεοκρατική αντίληψη της ζωής που στηριζόταν στην πίστη, κατασκεύαζε αέναα το δικό της εχθρό στο πρόσωπο των αρνητών της πίστης. Η εφεύρεση της μαγείας και της αίρεσης, κατοχύρωνε και εδραίωνε την πίστη. Η εκκλησία έκαιγε τις μάγισσες και τους αιρετικούς στην πυρά, αναπέμποντας δεήσεις για την σωτηρία των ψυχών τους. Τους έστελνε δηλαδή με τη βία στο βασίλειο των ουρανών, διασφαλίζοντας μ’ αυτό τον τρόπο στον εαυτό της το βασίλειο της γης. Και στο βασίλειο της πίστης, η ύπαρξη της τρέλας ήταν περιττή.

Μετά τον 16ο αιώνα, η υπό διαμόρφωση καπιταλιστική αντίληψη της ζωής, χρησιμοποίησε ως στήριγμά της ενάντια στην θεοκρατική αντίπαλό της, τη λογική. Κατασκεύασε λοιπόν το δικό της εσωτερικό εχθρό, την τρέλα, προκειμένου να διαφυλάξει το διαρκώς επαπειλούμενο στήριγμά της. Έτσι σταδιακά, η εποχή της πίστης έδωσε τη θέση της στην εποχή της λογικής και, αντίστοιχα, το κυνήγι της μαγείας στο κυνήγι της τρέλας.

Από τη στιγμή που εφευρέθηκε η τρέλα, η κυρίαρχη δήθεν λογική, απέκτησε ένα καλάθι αχρήστων που της επιτρέπει να απαλλάσσεται χωρίς προβλήματα από καθετί που η ίδια χαρακτηρίζει ως «επικίνδυνο» και «ενοχλητικό». Κι αυτή ακριβώς η παντοδυναμία της δήθεν λογικής, την οδήγησε σε ότι προσπαθούσε να ξορκίσει: τον παραλογισμό. Μερικά δείγματα αυτού παραλογισμού της «λογικής»:

α) Το 1851, ένας τερατολόγος γιατρός, ο Μ. Γκρόντεκ, «ανακάλυψε» μια νέα ψυχιατρική νοσολογική οντότητα, τη «δημοκρατική ασθένεια», ενώ σπούδαζε στη Γερμανία μέσα στη δίνη των επαναστάσεων που σάρωναν την Ευρώπη στη δεκαετία 1840-50. Και ξεκίνησε να σώσει την πατρίδα του την Αμερική, οπλισμένος με την περισπούδαστη ηλιθιότητα της «δημοκρατικής ασθένειας», η οποία πέρασε στην ιστορία της επιστημονικής ανεκδοτολογίας ως διατριβή (!) με τον τίτλο «Δημοκρατική Ασθένεια, ένας νέος τύπος ψυχικής διαταραχής». (American Jourmal of Insanity, Οκτ. 1851. Αναφ. από τον Thomas Szasz).

β) Ένας άλλος ανεκδιήγητος γιατρός, ο Σάμουελ Κάρτραϊτ, κατέκτησε μια εξέχουσα θέση στη χορεία των ψυχο-γελοιογράφων, «ανακαλύπτοντας» δυο καινούργιες ασθένειες που «εμφανίζονται αποκλειστικά και μόνο σε νέγρους». Πρόκειται για τη δραπετομανία που εκδηλώνεται με «τάσεις απόδρασης από τις φυτείες» και την Αιθιοπική δυσαισθησία (ονομασία που το πομπώδες στοιχείο της είναι ευθέως ανάλογη της κενότητάς της) που μοναδικά της «συμπτώματα» είναι «η κατεργαριά, η τεμπελιά και η πρόκληση αναταραχών». Και προτείνει μια απλούστατη θεραπεία: «Ξύλο αλύπητο μ’ ένα φαρδύ λουρί, πασάλειμμα του σώματος με βούτυρο ή λάδι και βαριά δουλειά στην ύπαιθρο κάτω από καυτό ήλιο». Τα σχόλια περιττεύουν.

γ) Οι Αμερικανοί ψυχίατροι και παιδοψυχίατροι, ανακάλυψαν την ελάχιστη εγκεφαλική δυσλειτουργίαβλάβη) προκειμένου να ψυχιατρικοποιήσουν και να χειραγωγήσουν ψυχο-φαρμακευτικά τη συμπεριφορά του «απροσάρμοστου» παιδιού, που είναι γνήσιο προϊόν της πλήρους έλλειψης ψυχικής και σωματικής επαφής με τα αλλοτριωμένα νευρόσπαστα της μεταβιομηχανικής εποχής, τα οποία αναλαμβάνουν να παίξουν στο θέατρο της ζωής το ρόλο των «γονιών», για λόγους κοινωνικής συμβατικότητας.

δ) Οι Γερμανοί ψυχίατροι συνήργησαν στην προσπάθεια της κρατικής εξουσίας να ψυχιατρικοποιήσει την τρομοκρατία στη Δυτική Γερμανία, η οποία απέτυχε σε ό,τι αφορά την αντιμετώπιση των φορέων της με λοβοτομή, αλλά πέτυχε σε ό,τι αφορά την εξουδετέρωσή τους με άλλα ψυχιατρικά μέσα (ψυχοφάρμακα, αισθητηριακή απομόνωση, λευκά κελιά).

ε) Οι Ρώσοι ψυχίατροι έπαιξαν πρωταγωνιστικό ρόλο στην πετυχημένη προσπάθεια της κρατικής εξουσίας να ψυχιατρικοποιήσει την πολιτική διαφωνίας στις χώρες του ανύπαρκτου «σοσιαλισμού».

ζ) Στις αρχές της δεκαετίας του 1970, το σουηδικό κοινοβούλιο απέρριψε μια πρόταση για την ψυχιατρικοποίηση της πολιτικής ένταξης και δράσης. Πολιτικοί κλήθηκαν να αναγορεύσουν την ίδια τους τη δραστηριότητα σε «ψυχασθένεια». Ο παραλογισμός είναι προφανής.

Λένε όλα τούτα κάτι για την άμεση σχέση μεταξύ κρατικής εξουσίας και ψυχιατρικής; Αν όχι, τότε είμαστε υποχρεωμένοι να προχωρήσουμε σε πιο «κομψές» κοινωνιολογικές ερμηνείες. Και για να καταλήγουμε:

Η διαδικασία για την αναγωγή της μη-αποδεκτής από μας συμπεριφοράς σε ψυχική «αρρώστια»,

α) έχει καθαρά κοινωνικο-πολιτικό χαρακτήρα,

β)γίνεται για να εξυπηρετηθούν τα συμφέροντα και οι σκοπιμότητες της κυρίαρχης λογικής και

γ)αποσκοπεί στην εδραίωση των υφιστάμενων σχέσεων εξουσίας.

7. Από ποιον κρίνεται η ψυχική αρρώστα; Υπεισέρχονται στη διάγνωση της και υποκειμενικοί παράγοντες;

Κρίνεται από τον αρμόδιο ψυχιατρικό «εισαγγελέα» και μόνο. Και στη διάγνωσή της δεν υπεισέρχεται κανένας άλλος παράγοντας πλην του ψυχιατρικού υποκειμενισμού.

8. Τι είναι η ψυχιατρική; Είναι κλάδος της ιατρικής ή όχι;

Πριν αποπειραθούμε να προσεγγίσουμε το ερώτημα «τι είναι η ψυχιατρική», θα πρέπει να ξεκαθαρίσουμε το γιατί η ψυχιατρική δεν ήταν, δεν είναι και δεν θα γίνει ποτέ κλάδος της ιατρικής, παρά τους αντίθετους ευσεβείς πόθους των ψυχιατρικών και παρα-ψυχιατρικών κύκλων, που ανέλαβαν με προσωπική επιλογή και κοινωνική επικύρωση το θεάρεστο και δύσκολο έργο της ψυχιατρικής «σωτηρίας» μας, υπενθυμίζοντας ένα βασικό ιστορικό δίδαγμα σύμφωνα με το οποίο «πίσω από κάθε σωτήρα, βαδίζει πάντα ο δήμιος».

Η ψυχιατρική βρίσκεται από κάθε άποψη σε πλήρη δυσαρμονία με την ιατρική:

α) Από θεωρητική άποψη, η δυσαρμονία είναι ολοφάνερη. Η ψυχιατρική σε αντίθεση με την ιατρική, προκειμένου να υπάρξει έχει απόλυτη ανάγκη από την αναγωγή μιας κατάστασης σε νοσολογική οντότητα.

Στο πεδίο της ιατρικής, όλες οι νοσολογικές οντότητες είναι αυθύπαρκτες παθολογικές καταστάσεις που δεν προϋποθέτουν κανένα εξω-ιατρικό κριτήριο (ηθικό, φιλοσοφικό, κοινωνικό, πολιτικό, πολιτιστικό, κλπ.) προκειμένου να αναγνωριστούν ως τέτοιες.

Στο πεδίο της ψυχιατρικής, όλες οι νοσολογικές οντότητες (πλην των οργανικών ψυχώσεων που ανήκουν στην αρμοδιότητα της νευρολογίας -δηλαδή ενός κλάδου της σωματικής ιατρικής- και όχι της ψυχιατρικής), ανάγονται σε τέτοιες μόνο με την εφαρμογή των προαναφερθέντων εξω-ιατρικών κριτηρίων.

β) Από μεθοδολογική άποψη, η δυσαρμονία είναι το ίδιο ολοφάνερη. Η ψυχιατρική σ’ αντίθεση με την ιατρική, χρησιμοποιεί αποκλειστικά και μόνο υποκειμενικά κριτήρια και ερμηνευτικά σχήματα.

Στην ιατρική,η κλινική εικόνα της οξείας παγκρεατίτιδας -για παράδειγμα- σκιαγραφείται με μια σειρά αντικειμενικών κλινικών ευρημάτων (πόνος, σοκ, κλπ.) που επιβεβαιώνονται από αντίστοιχα αντικειμενικά εργαστηριακά ευρήματα (λευκοκυττάρωση, αύξηση της αμυλάσης, λιπάσης, χολερυθρίνης, κλπ.). Δηλαδή καθορίζεται από εκτιμήσιμα κλινικά και μετρήσιμα εργαστηριακά μεγέθη.

Στην ψυχιατρική, για την αναγωγή της «αγχώδους νεύρωσης» -για παράδειγμα- σε νοσολογική οντότητα, επιστρατεύονται διάφοροι υποκειμενικοί και μη μετρήσιμοι παράγοντες (όπως το αίσθημα ανησυχίας, η ευερεθιστότητα, η αναποφασιστικότητα, η αδυναμία για συγκέντρωση και λήψη αποφάσεων και «άλλα τινά») που σχετίζονται με τις κυρίαρχες ηθικές αντιλήψεις και τα κυρίαρχα μοντέλα συμπεριφοράς. Δηλαδή με την αποδοχή ή όχι της αλληλουχίας των αμέτρητων «πρέπει», τα οποία «επιβάλλεται» να καθορίζουν τη συμπεριφορά του ανθρώπου και τα οποία προσδιορίζονται ερήμην και εναντίον του.

γ) Από την άποψη των σχέσεων θεραπευτή – θεραπευόμενου, η δυσαρμονία είναι εκπληκτική. Η ψυχιατρική σε αντίθεση με την ιατρική, εγκαθιστά με τρόπο επιτακτικό και αναπόδραστο, σχέσεις απόλυτης εξουσίας (του θεραπευτή) και απόλυτης υποταγής (του θεραπευόμενου). Σχέσεις που δεν είναι δυνατό να εκφραστούν με ιατρικούς αλλά μόνο με νομικούς όρους. Στο πλαίσιο αυτών των σχέσεων, διαμορφώνεται και μια παράξενη και ιδιότυπη αντίληψη σχετικά με την έννοια της θεραπείας.

Στην ιατρική, η ίαση εξαρτάται από την εξάλειψη των κλινικών και εργαστηριακών ευρημάτων που χαρακτηρίζουν την αντιμετωπιζόμενη νοσολογική οντότητα και όχι από το τι λέει ή κάνει ο ασθενής.

Στην ψυχιατρική, η ίαση εξαρτάται μόνο από την πλήρη αποδοχή των κοινωνικών, ηθικών και συμπεριφορικών αξιών του ψυχιάτρου από μέρους του «ασθενούς». Μ’ άλλα λόγια, η υποκειμενική αντίληψη του ψυχιάτρου για τη λεγόμενη πορεία της ψυχικής «ασθένειας» εξαρτάται πάντα και μόνο από αυτά που λέει ή κάνει ο «ασθενής» και από το βαθμό συμφωνίας του ασθενούς με τις προκατασκευασμένες αξίες του ψυχιάτρου.

Δηλαδή, για να θεωρηθεί ότι «βελτιώνεται» η κατάστασή του, ένας «ασθενής» πρέπει απαραιτήτως να υπογράψει τόσο στη θεωρία όσο και στην πράξη, μια ψυχιατρική δήλωση μετάνοιας με την οποία αποκηρύσσει «μετά βδελυγμίας και μετά τάσεων προς έμετον» την προηγούμενη συμπεριφορά του, πράγμα που θα του επιτρέψει να γλυτώσει από την ψυχιατρική ηλεκτροπληξία ή τον ψυχιατρικό εγκλεισμό, ανάλογα με την περίπτωση.

Και έχοντας αποδεχτεί την δια βίου «εθελοντική» συμμόρφωσή του στις απαιτήσεις της χημικής λοβοτομής του μέσω της ψυχο-φαρμακο-δηλητηρίασης, θα ξαναγυρίσει στους κόλπους της εξοντωτικά μεγαλόκαρδης και απάνθρωπης κοινωνίας, η οποία, ανάλογα με τα συμφέροντα και τις σκοπιμότητες της στιγμής, θα θυμάται τον στιγματισμό του και θα του συμπεριφέρεται κατά το δοκούν: Ισόβιος αποδιοπομπαίος τράγος μιας νοσογόνας κοινωνίας που φοράει την λεοντή της αθωότητας και του ανθρωπισμού.

δ) Από την άποψη του κρίνοντος, η δυσαρμονία μεταξύ ψυχιατρικής και ιατρικής είναι πέρα από κάθε αμφισβήτηση.

Στην ψυχιατρική (σε αντίθεση με την ιατρική) ο προσδιορισμός του δίπτυχου «ομαλό ανώμαλο»,γίνεται από άτομα αυτοθεωρούμενα (επικύρωση ατομική) και ετεροθεωρούμενα (επικύρωση κοινωνική) ως ομαλά, με βάση πάντοτε τις αντιλήψεις για το «ομαλό» και το «ανώμαλο» που κυριαρχούν σε κάθε εποχή. Για παράδειγμα:

H πνευμονία ήταν και παραμένει μια νοσολογική οντότητα, σε κάθε εποχή και κοινωνικό σχηματισμό. Από την άλλη μεριά,

H ομοφυλοφιλία ανάγεται σε σεξουαλική παρέκκλιση (δηλαδή, σε διαταραχή) από ετεροφυλόφιλους στo πλαίσιo μιας κοινωνικής δομής όπου κυριαρχεί η ετεροφυλοφιλική αντίληψη της σεξουαλικότητας, ενώ κάτω από διαφορετικές συνθήκες ατομικής και κοινωνικής ηθικής, η αναγωγή της ομοφυλοφιλίας σε σεξουαλική παρέκκλιση είναι αδιανόητη. Μ’ άλλα λόγια, η ομοφυλοφιλία δεν θεωρείται παρέκκλιση σε κάθε κοινωνία και εποχή. Τι συμπεράσματα βγαίνουν απ’ αυτό;

Από τα παραπάνω, καθίσταται προφανής η απάντηση στο ερώτημα «Τι είναι η ψυχιατρική;»:

α) Η αντίφαση ανάμεσα στο χαρακτήρα και το αντικείμενο της ψυχιατρικής.

β) Η δυσαρμονία της ψυχιατρικής (θεωρητική και μεθοδολογική) με όλους τους άλλους κλάδους της ιατρικής.

γ) Η αξιωματική αναγωγή της «διαταραγμένης συμπεριφοράς» σε αντικείμενο της ψυχιατρικής.

δ) Η αναπόδεικτη ταύτιση αυτής της συμπεριφοράς με την «αρρώστια». Και

ε) Η ολοκληρωτική υποταγή της ψυχιατρικής στις κυρίαρχες κοινωνικές και πολιτικές σκοπιμότητες κάθε κοινωνίας και εποχής,

οδηγούν αβίαστα στο συμπέρασμα ότι η ψυχιατρική, ως οργανωμένος τρόπος προσέγγισης και χειραγώγησης της ανθρώπινης συμπεριφοράς, δεν αποτελεί κλάδο της ιατρικής αλλά έκφραση, μέσο, απολογητή και διαχειριστή της κοινωνικής παθολογίας, μαζί με την εγκληματολογία, το ποινικό δίκαιο και τα άλλα συναφή πεδία.

9. Τι είναι ο ψυχικά ασθενής και με βάση ποιες διαδικασίες χαρακτηρίζεται κάποιος σαν ψυχικά ασθενής;

Αρχικά είναι ανάγκη να περιγραφεί το ψυχιατρικό τελετουργικό, μια φρικτή ανακριτική διαδικασία που ίσως μόνο το ταλέντο ενός Πήτερ Βάϊς θα μπορούσε να αποδώσει κάπως ικανοποιητικά.

Ο υποψήφιος για ψυχιατρικό ετικετάρισμα απογυμνωμένος από κάθε δικαίωμα και δυνατότητα να υπερασπιστεί την ύπαρξή του, προσάγεται (το πώς προσάγεται συνιστά ένα άλλο πελώριο ηθικό και πολιτικό πρόβλημα) στον ψυχίατρο-ανακριτή. Ανάμεσα στον ανακριτή και τον ανακρινόμενο, υπάρχει απριόρι μια σχέση απόλυτης εξουσίας και υποταγής.

[Παρενθετικά σημειώνω, πως κατά τη γνώμη μου, μόνο κρατούμενοι σε ολοκληρωτικά καθεστώτα μπορούν να κατανοήσουν την πραγματική σημασία μιας τέτοιας σχέσης. Ακόμα και οι χιλιάδες πολιτικοί κρατούμενοι που έζησαν και μίσησαν αυτή τη σχέση στην Ελλάδα κατά την εμφυλιακή, μετεμφυλιακή και δικτατορική περίοδο (και οι οποίοι, μόλις διαφοροποιήθηκαν οι συνθήκες την λησμόνησαν ολότελα, χωρίς να αντιλαμβάνονται την διαρκώς παρούσα πιθανότητα επαναβίωσής της) ήταν σε πολύ καλύτερη μοίρα από τον ψυχικά «ασθενή». Γιατί σ’ αντίθεση με τον ψυχικά «ασθενή», οι πολιτικοί κρατούμενοι είχαν κάτι να υπερασπισθούν. Ο «ψυχασθενής» δεν έχει τίποτε. Μόνο ένα πελώριο, απόλυτο και διαλυτικό κενό. Όμως ας ξαναγυρίσουμε στο τελετουργικό.]

Ο «ευφυής» ανακριτής απευθύνει στο διαλυμένο ανακρινόμενο μια σωρεία συμβατικών ερωτήσεων που αναφέρονται στην συμπεριφορά, τις ιδέες, τις σχέσεις του, κλπ. Ανάμεσα σ’ αυτές ξεχωρίζουν για την «εξυπνάδα» και την «πρωτοτυπία» τους και μερικές του τύπου «σε τι διαφέρει το ποτάμι από τη λίμνη ή το πουλί απ’ το αεροπλάνο» (που θα έπρεπε να αντικατασταθεί από την ερώτηση «σε τι διαφέρει ένας ψυχίατρος από έναν SS»). Προϊόν αυτής της ανακριτικής διαδικασίας είναι μια πρώτη διάγνωση-ετικέτα.

Σχετικά με το πρώτο σκέλος της ερώτησης και το «τι είναι ο ψυχασθενής», η απάντηση εξαρτάται από μια μυριάδα παραμέτρων που αφορούν τον ερωτόμενο. Κατά τη γνώμη μου, ο ψυχικά «ασθενής»

α) Από μη-ψυχιατρική άποψη είναι μια διαφορετική εμπειρία που έχει δικαίωμα να βιωθεί.

β) Από νομική άποψη είναι ένας πολίτης ανύπαρκτης κατηγορίας, στερημένος από κάθε κοινωνικό και πολιτικό δικαίωμα.

γ)Από ανθρώπινη άποψη είναι μια ύπαρξη χωρίς κανένα δικαίωμα στην ατομική και κοινωνική ζωή. Και τέλος,

δ) Από οικονομική άποψη είναι ένα αντικείμενο διαρκούς εκμετάλλευσης που άθελά του στηρίζει ένα πολυποίκιλο πλέγμα συμφερόντων στο οποίο εμπλέκονται η κρατική γραφειοκρατία, το επιστημονικό κατεστημένο, οι φαρμακευτικές εταιρείες καθώς και οι ψυχίατροι, οι ψυχοθεραπευτές, το προσωπικό των διαφόρων ψυχιατρικών ιδρυμάτων, οι κοινωνικοί λειτουργοί και όλα τα επιμέρους στοιχεία αυτής της ενδιάμεσης εκτελεστικής κλίκας που μέσα από την παροχή των υπηρεσιών της, διασφαλίζει και αναπαράγει την προσωπική της ύπαρξη (η ανυπαρξία).

10. Ποιος είναι ο κοινωνικός ρόλος του ψυχιάτρου;

Μιλώντας χωρίς περιφράσεις και ψευτο-ευγένειες, ο ψυχίατρος όπως κάθε ψυχοτεχνικός, είναι ένας φτωχοδιάβολος, ένας απρόσωπος λακές της εξουσίας που έναντι πινακίου φακής, υποκαθιστά τον παπά και τον χωροφύλακα στη σφαίρα της ψυχικής δραστηριότητας. Είναι ένα θλιβερό εκτελεστικό όργανο της αναγκαίας για την εξουσία αστυνομίας της σκέψης, που έχει αναλάβει τον φρονηματισμό του διαφορετικού με τα αποτρόπαια μέσα του ξυλοδαρμού, των αλυσίδων, της ηλεκτροκεραυνοβόλησης, της χειρουργικής, και φαρμακευτικής λοβοτομής και της λογοχειραγώγησης. Με αντάλλαγμα την επιβίωσή του και κάποιο κοινωνικό «κύρος».

Ο ψυχίατρος είναι ένας υπαλληλίσκος της εξουσίας στον οποίο έχει ανατεθεί ένας καταθλιπτικός και βρώμικος ενδιάμεσος εκτελεστικός ρόλος. Είναι μια τραγική ύπαρξη που κατασπαταλιέται και συνθλίβεται μέσα σε μια άλυτη αντίφαση που απορρέει απ’ το υπαλληλικό καθήκον που της ανατέθηκε: Μια αντίφαση που εκφράζεται με την υποχρέωση του να αντιμετωπίζει ηθικά και πολιτικά προβλήματα, με δήθεν ιατρικές μεθόδους.

11. Τι είναι στην ουσία, η λεγόμενη ψυχική «ασθένεια»;

Ψυχική «ασθένεια» είναι μια συγχυτική, κατακερματισμένη και αδιέξοδη κατάσταση της ατομικής προσωπικότητας, που οργανώνεται γύρω από τη σύγχυση, τον κατακερματισμό και το αδιέξοδο που της επιβάλλει μια νοσογόνα κοινωνική δομή. Είναι η τραγικότερη, ολοκληρωτικά αλλοτριωμένη, ατομική αντίδραση στην απόλυτα αλλοτριωτική δράση ενός δικτύου κοινωνικών σχέσεων που λειτουργεί με στόχο την καθυπόταξη και όχι την εξυπηρέτηση των μελών της. Κι αυτό σημαίνει πως κάθε απόπειρα για προσέγγισή της, προϋποθέτει πριν απ’ όλα έρευνα στο χώρο της κοινωνικής και όχι της σωματικής παθολογίας.

12. Έχει ο ψυχικά «ασθενής» ανθρώπινα δικαιώματα; Κι αν ναι, γίνονται σεβαστά;

Ανθρώπινα δικαιώματα και ψυχικά «ασθενής»είναι έννοιες που αποκλείονται αμοιβαία, παρ’ όλες τις υποκριτικές ψυχιατρικές διαβεβαιώσεις για το αντίθετο (διαβεβαιώσεις που επιβάλλονται από την ανάγκη να τηρούνται τα προσχήματα). Οι ψυχικά «ασθενείς»:

Δεν έχουν δικαίωμα καθορισμού του χώρου, του χρόνου και των επαφών τους.

Δεν ορίζουν το κορμί τους, που υφίσταται καθημερινούς βιασμούς με ψυχο-φαρμακο-δηλητηρίαση, ηλεκτροσόκ, λοβοτομή, δέσιμο στο κρεβάτι («καθήλωση»), κ.α.

Δεν έχουν δικαίωμα δικαιοπραξίας (πράγμα που προστατεύει τους διώκτες τους οι οποίοι βρίσκονται στο οικογενειακό τους περιβάλλον και στον ψευτο-επιστημονικό χώρο που συμπράττει με τους συγγενείς).

Δεν διαθέτουν ελεύθερα τα χρήματα και τα περιουσιακά τους στοιχεία (όταν συμβαίνει να έχουν).

Δεν ορίζουν ένα μίνιμουμ προσωπικών ειδών.

Κι ύστερα μιλάμε για ανθρώπινα δικαιώματα. Ας μη γελοιοποιούμε τις έννοιες. Αρκετά γελοιοποιήθηκαν από τους όπου γης «υποστηρικτές» τους.

Πρέπει να κατανοηθεί πως αυτό ακριβώς είναι το Γκουλάγκ: Η απόλυτη άρνηση κάθε ανθρωπίνου δικαιώματος. Κι αυτό αφορά τόσο τη Δύση, όσο και την Ανατολή. Γκουλάγκ είναι τα ψυχιατρεία, οι φυλακές, τα ορφανοτροφεία, τα γηροκομεία, τα στρατόπεδα συγκέντρωσης και τα κάθε λογής εγκλειστήρια για αποδιοπομπαίους τράγους. Γκουλάγκ, εγκλειστήρια και εξουσιαστική κτηνωδία, είναι έννοιες ταυτόσημες.

13. Πόση και ποια είναι η εκπαίδευση στην ψυχιατρική;

Σύμφωνα με την μέχρι σήμερα [1982] ισχύουσα πρακτική, γιατί δεν ξέρουμε τι αλλαγές εγκυμονούνται τώρα, η εκπαίδευση διαρκεί τρία χρόνια. Ανά ένας χρόνος στην παθολογία, την νευρολογία και την ψυχιατρική, και χρίζεται κανείς «νευρολόγος-ψυχίατρος» ( «γιατί άραγε, όχι και παθολόγος;», απορεί δικαίως ο ψυχίατρος Γιάννης Τσέγγος). Χρίζεται βέβαια νευρολόγος-ψυχίατρος, αλλά αγνοεί την ιστορική εξέλιξη της «επιστήμης» που υπηρετεί. Υποκλίνεται στον Κρέπελιν και τους ομοίους του, μ’ όλο που δεν είδε ποτέ ούτε τα εξώφυλλα των βιβλίων τους. Εκφράζεται απορριπτικά ή με περιφρόνηση για τους γνωστότερους εκφραστές της κριτικής ψυχιατρικής σκέψης, μ’ όλο που ποτέ δεν διανοήθηκε να μελετήσει το έργο τους (γιατί η κριτική είναι ανατρεπτική και οι βεβαιότητες μας δεν αντέχουν σε… ανατροπές). Αγνοεί, κατά κανόνα, τα φιλοσοφικά ρεύματα που συνδέονται με την ψυχιατρική. Ξέρει όμως να εξετάζει «ψυχιατρικά», με βάση τους κανόνες της «κλασικής» ψυχιατρικής.

[Παρένθεση: Η έννοια του «κλασικού» εμπεριέχει το στοιχείο της τελειότητας. Μιλάμε για την κλασική αρχαιότητα, για κλασική τέχνη, για κλασική μουσική, κλπ. Καμία επιστήμη μέχρι σήμερα δεν διανοήθηκε να αυτο-χαρακτηριστεί «κλασική». Μόνο η ψυχιατρική το αποτόλμησε, σε μια απέλπιδα προσπάθεια να προσποριστεί το κύρος που στερείται και κλείσει τις χαίνουσες πληγές της με αυτοκόλλητες ετικέτες.]

Ξέρει λοιπόν να εξετάζει με βάση τους κανόνες της «κλασικής» ψυχιατρικής. Και, φυσικά, ξέρει να βάζει εν ριπή επιστημονικού οφθαλμού, διαγνώσεις. «Μανιοκαταθλιπτική ψύχωση μανιακού τύπου», «σχιζοφρένεια κατατονική», «αγχώδης νεύρωση» και άλλες παρόμοιες διανοητικές “υπερσυλλήψεις”.

Μέσα σε ένα τέτοιας έκτασης πλέγμα άγνοιας και αναισθησίας απέναντι στα μηνύματα των καιρών, που καλλιεργείται συστηματικά από την ίδια του την εκπαίδευση, ο υπό εκκόλαψη ψυχίατρος ορκίζεται στα ηλεκτροσόκ και προσεύχεται στα ψυχοφάρμακα που προσφέρονται ως μοναδική λύση στο πρόβλημά του.

Για μερικούς μήνες, ο εκκολαπτόμενος ψυχίατρος μαθαίνει ανέκδοτα, αποστηθίζει αναπόδεικτους αφορισμούς, ενδοβάλλει το μοντέλο των ιεραρχικά ανωτέρων του (εκεί οδηγεί η άρνηση του… Φρόιντ) και εξασκείται στο γράψιμο («ιστορικών»), δηλαδή σε μια δραστηριότητα που εγκατέλειψε μετά τις τελευταίες γραπτές εξετάσεις του στο πανεπιστήμιο, αφού επί 18 χρόνια διδάχθηκε την οργανωμένη κακοποίηση της ελληνικής γλώσσας.

Έτσι παίρνει σάρκα και οστά η κατάκτηση της θεωρίας και της πρακτικής της «κλασικής» ψυχιατρικής. Μόνο που δεν πρόκειται για επιστημονική ή διανοητική, αλλά για στρατιωτική κατάκτηση στην κυριολεξία.

14. Με ποια διαδικασία εισάγεται κάποιος στο ψυχιατρείο;

Από τη στιγμή που περνάει κάποιος την πύλη του ψυχιατρικού εγκλειστήριου, επισημοποιείται το ετικετάρισμά του. Από κει και πέρα, η συμπεριφορά των δήθεν υγιών απέναντί του (ακόμη κι αν βγει) κλιμακώνεται από την πλήρη άρνηση μέχρι την απλή ανοχή της ύπαρξής του, με κύρια ενδιάμεσα χαρακτηριστικά, την κοροϊδία, τον εμπαιγμό, τον διασυρμό. Δεν είναι καθόλου εξωπραγματική η άποψη ότι στην πύλη των ψυχιατρικών εγκλειστηρίων θα έπρεπε να αναγράφεται βελτιωμένο και συμπληρωμένο το δαντικό «Ω σεις που μέσα μπαίνετε… αφήστε κάθε ελπίδα να ξαναβγείτε». Ο ετικεταρισμένος, έχει πολλές ελπίδες να ξαναβγεί από το εγκλειστήριο. Δεν έχει όμως καμία ελπίδα να ξαναβγεί από την φυλακή που ορίζεται από την ίδια την ετικέτα του.

Πως έρχεται ένας ψυχικά «ασθενής» στο εγκλειστήριο; Φυσικά, παρά τη θέλησή του. Ο εγκλεισμός του συνιστά μια πράξη βίας ή μια πράξη απάτης ή μια πράξη βίας και απάτης.

Η πράξη βίας,όταν ενεργείται με βάση μια δικαστική απόφαση, είναι νομότυπη, χωρίς αυτό να σημαίνει και ηθικά δικαιωμένη. Όταν ενεργείται με βάση τη θέληση των συγγενών και μια ιατρική εντολή (που σημαίνει γνωμάτευση από δύο ψυχιάτρους ή από ένα ψυχίατρο και ένα παθολόγο, γεν. γιατρό, κλπ.) σπανίως είναι νομότυπη, και σχεδόν πάντα είναι ηθικά έκθετη. Σε κάθε περίπτωση, υποκείμενο αυτής της πράξης βίας, δεν είναι ούτε η δικαστική αρχή, ούτε ο ψυχίατρος, ούτε οι συγγενείς. Είναι το μόνο βουβό πρόσωπο του τραγικού κυκλώματος: Ο ίδιος ο ψυχικά «ασθενής».

Η όλη υπόθεση είναι μια πράξη απάτης, γιατί το υπό εγκλεισμό άτομο, ναυαγισμένο μέσα στην κατάστασή του, τη δράση των φαρμάκων που του έχουν χορηγηθεί και το πιεστικό «ενδιαφέρον» των γιατρών και των συγγενών, «πείθεται» με διάφορες παραπλανητικές υποσχέσεις που αναφέρονται στο παρόν και το μέλλον του, να περάσει την πύλη. Σ’ ένα δευτερόλεπτο θα είναι «νεκρός». Ύστερα ο ενδιαφερόμενος συγγενής (και όχι ο «ασθενής») υπογράφει μια «υπεύθυνη δήλωση» με την οποία παραδίδεται ο «ασθενής» (και όχι ο συγγενής) άοπλος στις διαθέσεις της ψυχιατρικής εξουσίας. Η υπογραφή τίθεται σ’ ένα δευτερόλεπτο. Ο δήθεν ασθενής είναι «νεκρός». Με την περίφημη και επαίσχυντη αυτή δήλωση, ο συγγενής αποδέχεται την εφαρμογή πάνω στο κορμί και το μυαλό του «ασθενούς», όλων των «θεραπευτικών» μεθόδων, εξαιρουμένων των χειρουργικών επεμβάσεων για τις οποίες απαιτείται ιδιαίτερη συγκατάθεση.

Αυτός ο φρικιαστικός βιασμός της θέλησης του «ασθενούς», αποτελεί τον πρόλογο της ένταξής του στο παράλογο κύκλωμα της βίας, που χαρακτηρίζει τόσο τη «ζωή» του έγκλειστου σε οποιοδήποτε ψυχιατρικό Γκουλάγκ, όσο και τον τρόπο που τον αντιμετωπίζει μια κοινωνία της οποίας τη λογική έχει αρνηθεί. Από την στιγμή που ο έγκλειστος παίρνει τη θέση του ανάμεσα στους ομοιοπαθείς του, ο χρόνος και η ατομικότητα, χάνουν κάθε νόημα γι’ αυτόν.

Ο ακούσιος εγκλεισμός συνιστά μια απόλυτα ιδιαίτερη κατάσταση, που δεν είναι νοσηλεία, ούτε φυλάκιση. Δεν είναι νοσηλεία γιατί (α) δεν γίνεται στη βάση μιας αντικειμενικά προσδιοριζόμενης αρρώστιας και (β) δεν παρέχεται με βάση τη θέληση του ασθενούς. Και δεν είναι φυλάκιση γιατί (α) δεν έχει σαν αιτία της ένα καθορισμένο ποινικό αδίκημα, μια αξιόποινη πράξη που έχει κριθεί και (β) δεν επισύρει μια ποινή με καθορισμένη διάρκεια.

Ο εγκλεισμός μπορεί να διαρκέσει μια μέρα, μια βδομάδα, ένα χρόνο ή έναν αιώνα. Αυτό εξαρτάται από την καλή θέληση του οποιουδήποτε δήθεν θεραπευτή. Κανένας θεϊκός ή ανθρώπινος νόμος δεν παρεμβαίνει περιοριστικά και προσδιοριστικά στην ανεξέλεγκτη δράση της ψυχιατρικής εξουσίας πάνω στον «ασθενή».

Ο ακούσιος εγκλεισμός είναι μια τυπικά νομιμοποιημένη κατάσταση που δεν είναι δυνατό να προσδιοριστεί με νομική ορολογία. Είναι η αέναη εκδίκηση της κυρίαρχης λογικής ενάντια στη μη-λογική (ή σε ότι επιβλήθηκε να θεωρείται ως μη-λογική) και στην απόρριψη του λόγου της. Είναι η επιβεβαίωση της «υγείας» μιας άρρωστης κοινωνίας που διαιωνίζει την αρρώστια και τις αυταπάτες της.

15. Για ποιο λόγο υπογράφεται από τον συγγενή η «υπεύθυνη δήλωση» που αφορά τον ασθενή, κατά την εισαγωγή του στο ψυχιατρικό εκλειστήριο;

Το εγκλειστήριο είναι μέσο προστασίας όχι των εγκλείστων, αλλά των ασφυκτικών κοινωνικών πλαισίων μέσα στα οποία λειτουργεί ο σύγχρονος κοινωνικός «άνθρωπος». Είναι μέσο φρονηματισμού του μη-αποδεκτού που διαταράσσει την μακαριότητα του αποδεκτού «πολιορκώντας το κοίταζε τη δουλειά σου με την αγωνία μου». Ο δήθεν λογικός παραδίνει εκεί επί αποδείξει τον δήθεν τρελό, για λόγους προσωπικού συμφέροντος και προσωπικής απενοχοποίησης: Από τη στιγμή που ο αποδιοπομπαίος αναλαμβάνεται από τους ψυχίατρους, η μικροκοινωνία που τον καθόρισε και τον στιγμάτισε, μπορεί να απολαμβάνει τον ύπνο του δικαίου. Για την όλη κατάσταση, «δεν ευθύνεται» η ίδια αλλά η δήθεν αρρώστια.

Όμως για να αποφευχθούν οι επαναλήψεις, παραθέτω το εύγλωττο κείμενο της υπεύθυνης δήλωσης που είναι υποχρεωτική για κάθε εισαγωγή σε ψυχιατρικό εγκλειστήριο:

«Ο κάτωθι υπογεγραμμένος (όνομα), συγγενής ή κηδεμόνας του ασθενούς (όνομα) εισερχόμενου στο ψυχιατρικό ίδρυμα… προς θεραπεία ή παρατήρησιν, δέχομαι όπως ούτος υποβληθή εις πάσαν ενδεικνυομένην υπό των ιατρών θεραπευτικήν ή διαγνωστικήν μέθοδον: Ηλεκτροσόκ, καρδιαζόλ σοκ, ινσουλινοθεραπεία, αρτηριογραφία, εγκεφαλογραφία, εκτός χειρουργικών επεμβάσεων. Ο δηλών…»

Υπάρχει έστω και ένας άνθρωπος που θα εξουσιοδοτούσε με τη θέλησή του κάποιο «συγγενή» να υπογράψει «αντ’ αυτού», μια παρόμοια δήλωση. Όμως πρόκειται για τρελούς. Και οι «τρελοί» δεν είναι υπάρξεις. Ανθρώπινες τουλάχιστον.

16. Μπορεί ένας «ασθενής» να προστατευτεί νομικά από τις αυθαιρεσίες σε βάρος του;

Δεν μπορεί ούτε τυπικά, ούτε ουσιαστικά. Τυπικά, γιατί η ισχύουσα νομοθεσία αφήνει ελάχιστα περιθώρια για κάτι τέτοιο. Ουσιαστικά, γιατί ο «ασθενής» από τη μια μεριά αγνοεί ακόμα κι αυτά τα ελάχιστα περιθώρια και στερείται της δυνατότητας και των μέσων να κινήσει τις σχετικές νομικές διαδικασίες, κι από την άλλη γιατί σε μια τέτοια προσπάθειά του θα βρεθεί αντιμέτωπος με το μέτωπο των φορέων της «λογικής»: Την «επιστήμη» (ψυχίατροι και οι συν αυτοίς) και την κοινωνική «ομαλότητα» (συγγενείς και οι συν αυτοίς). Και σε μια τέτοια μάχη, ο τρελός» είναι απριόρι χαμένος. Η τράπουλα που χρησιμοποιεί η «λογική» είναι σημαδεμένη. Και η «τρέλα» αγνοεί τα σημάδια της.

Βέβαια, υπάρχει κάποια δυνατότητα υπεράσπισης του «ασθενούς» από τους συγγενείς. Όμως πρόκειται για μια θεωρητική δυνατότητα και μόνο, γιατί κατά κανόνα, πρόθεση του ενάγοντος δεν είναι η αθώωση του… εναγόμενου.

17. Πως εξηγείται το γεγονός ότι μερικοί έγκλειστοι δραπετεύουν από τα ψυχιατρεία κι ύστερα επιστρέφουν μόνοι τους σ’ αυτά;

Ύστερα από μια περίοδο αποξένωσης από τις κοινωνικές του σχέσεις και απόρριψης του από τον κοινωνικό του περίγυρο, ο «ασθενής» συλλαμβάνει ενστικτωδώς τη μοναδική δυνατότητα επιβίωσης που του αφήνει μια κοινωνία της οποίας τη λογική έχει – προσωρινά ή μόνιμα – αρνηθεί. Και αποδέχεται τη μονιμοποίηση του διανοητικού του κατακερματισμού με ψυχιατρικές μεθόδους, προκειμένου να περισώσει την σωματική του ύπαρξη. Γιατί αυτό ακριβώς κάνει το ψυχιατρείο: Παρέχει σωματική ασφάλεια με βαρύτατα ανταλλάγματα. Αυτή η διαπίστωση δεν αφορά μόνο το ψυχιατρείο, αλλά και κάθε θεσμό που έχει τη δύναμη να επιβάλλει στίγματα και μακροχρόνιους εγκλεισμούς.

Ας ξαναφέρουμε στη μνήμη μας, τις μακροχρόνιες ποινές φυλάκισης που επιβάλλονταν κατά την περίοδο 1936-1974 στους, υπό διωγμό, κομμουνιστές. Κι ας αναλογιστούμε την αντίδρασή τους σ’ αυτές, όπως κωδικοποιήθηκε με την πασίγνωστη φόρμουλα του αρχηγού τους Νίκου Ζαχαριάδη: «Αγάπα το κελί σου, τρώγε το φαΐ σου, διάβαζε πολύ». Μέσα από ποια διεστραμμένη αντιστροφή των ψυχολογικών διεργασιών, φτάνει κανείς να αγαπάει τον χώρο του εγκλεισμού του; Κι όταν αυτό ισχύει για πολιτικούς κρατούμενους που διατηρούν την διανοητική τους ακεραιότητα, γιατί προκαλεί απορίες όταν ισχύει για ψυχικά «ασθενείς» που είναι σε κατάσταση σύγχυσης, κατακερματισμού και απόρριψης;

18. Ποιες είναι οι συνθήκες ζωής των «ασθενών»; Υπάρχουν θάλαμοι 20 και 30 ατόμων; Αν ναι, πως είναι δυνατό να συμβιώσουν στον ίδιο θάλαμο «ασθενείς» με διαφορετικές διαγνώσεις;

Στην πρώτη ερώτηση δεν μπορεί κανείς ν’ απαντήσει χωρίς τον κίνδυνο να την αποδυναμώσει γελοιογραφικά, αν και εφόσον δεν έχει βιώσει τη μοίρα του έγκλειστου. Μόνοι αρμόδιοι να απαντήσουν είναι οι πρώην και νυν έγκλειστοι. Και ίσως, κατά δεύτερο λόγο, και κάποιοι ευσυνείδητοι άνθρωποι που βίωσαν αυτή τη μοίρα από άλλη θέση (ψυχιατρική, διοικητική, κλπ.)

Στη δεύτερη ερώτηση η απάντηση είναι καταφατική, Ναι, υπάρχουν θάλαμοι 20, 30 και 40 ατόμων. Κι αυτό είναι μια επιπλέον απόδειξη της κυρίαρχης ψυχιατρικής αντίληψης για τους «ασθενείς»: δεν υφίστανται σαν ανθρώπινες υπάρξεις. Είναι κάτι αλλόκοτα, απροσδιόριστα και αξιοπερίεργα όντα που χρησιμοποιούνται ως κοινωνικά σκιάχτρα στον ζωολογικό κήπο που ονομάζουμε «κοινωνία» μας.

Στην τρίτη ερώτηση η απάντηση δόθηκε με την τελευταία απ’ τις παραπάνω φράσεις. Στον κοινωνικό ζωολογικό κήπο εξαναγκάζονται να υπάρχουν συμβιωτικά όλα τα είδη των ζώων. Γιατί όχι κι αυτό; Βέβαια το ερώτημα είναι πως υπάρχουν και αν υπάρχουν με τρόπο φυσικό. Όμως γι’ αυτό παραπέμπουμε στην ηθολογία που έχει δώσει την απάντηση από καιρό.

19. Τι εξυπηρετεί η χορήγηση στολής στον τρόφιμο του ψυχιατρικού ασύλου;

Η ερώτηση δεν είναι πρωτότυπη. Κατά συνέπεια δεν μπορεί να είναι πρωτότυπη και η απάντηση που έχει διατυπωθεί οριστικά από δεκαετίες τώρα. Στις φυλακές, τα σχολεία, το στρατό, τα ψυχιατρεία και τα όποια μαζικά ιδρύματα, η χορήγηση στολής συμβάλλει ουσιαστικά στο σπάσιμο της ατομικότητας και στη μαζοποίηση του ανθρώπου.

20. Ο εγκλεισμός ενός ατόμου σε ψυχιατρείο, αποτελεί μια πράξη βίας ή όχι;

Είναι σαν αν ρωτάμε αν ο βιασμός αποτελεί μια πράξη βίας ή όχι. Η ίδια η έννοια του ακούσιου, εμπεριέχει σαν θεμελιακό της στοιχείο τη βία. Κι όπως τονίστηκε παραπάνω, ο εγκλεισμός στο ψυχιατρείο δεν συνιστά μόνο μια πράξη βίας, αλλά και μια πράξη απάτης. Έχει όμως εξασφαλισμένο το ατιμώρητο γιατί διαπράττεται από την εξουσία και όχι από τους αντιπάλους της.

21. Πως δρουν τα ψυχοφάρμακα; Τι θεραπευτικό αποτέλεσμα και ποιες παρενέργειες έχουν;

Σχετικά με τη δράση τους, ο μηχανισμός είναι άγνωστος. Ωστόσο η επιστημονική μας υπερευαισθησία δεν αποτρέπει την αλόγιστη χορήγησή τους.

Σχετικά με το “θεραπευτικό” τους αποτέλεσμα, απάντηση δίνεται δια στόματος Hoffman – La Rochne (της εταιρείας που έχει τη μερίδα του λέοντος στις πωλήσεις ψυχοφαρμάκων) στην μπροσούρα της Τα ψυχοτρόπα φάρμακα στην καθημερινή ιατρική πράξη: «Τα ψυχοτρόπα επιτρέπουν τη θεραπεία μόνο των συμπτωμάτων και όχι των παθήσεων». Τα σχόλια περιττεύουν.

Σχετικά με τις παρενέργειές τους, που είναι άπειρες (για να μην πούμε πως έχουν μόνο παρενέργειες και τίποτα άλλο) υπάρχει η ομολογία των ίδιων των εταιρειών που τα παράγουν και των ψυχιάτρων που όταν χορηγούν ένα νευροληπτικό, το συνοδεύουν πάντα κι από ένα αντιπαρκινσονικό (Αρτάν ή Ακινετόν), για την εξουδετέρωση των ανεπιθύμητων δράσεων του πρώτου (ποιες είναι άραγε οι επιθυμητές;)

Και εδώ θα ήθελα να κάνω μια ερώτηση: Ποιος ψυχίατρος (που γνωρίζει τις παρενέργειες των φαρμάκων που χορηγεί) θα δεχόταν να ακολουθήσει ο ίδιος για μερικές μέρες τη φαρμακευτική αγωγή που χορηγεί στον «ασθενή» του; Σε περίπτωση καταφατικής απάντησης, ενεδρεύει η Ακαδημία Αθηνών για την απονομή του βραβείου αυτοθυσίας.

22. Για ποιο λόγο χορηγούνται υπέρμετρες δόσεις ψυχοτρόπων φαρμάκων;

Ο στόχος τους περικλείεται σε δύο μονοδιάστατες λέξεις που κλείνονται ψυχιατρικά σε όλες τις πτώσεις: Κέρδος (της φαρμακοβιομηχανίας) και καταστολή (του δήθεν «ασθενούς»).

23. Τι υποτροπές σημειώνονται και πόσοι από τους ασθενείς θεραπεύονται οριστικά;

Η ερώτηση και ειδικότερα το δεύτερο σκέλος της συνιστά ψυχιατρικό ανέκδοτο και προβλέπεται πως θα κυκλοφορήσει ευρέως.

24. Πως μπορεί κάποιος γιατρός που αμφισβητεί τη χρησιμότητα των ψυχοτρόπων να εναρμονίσει τις πεποιθήσεις του με την απασχόλησή του σε κάποιο ψυχιατρείο;

Πρόκειται για ένα αιχμηρό συνειδησιακό πρόβλημα που ταλανίζει κάθε νοσοκομειακό γιατρό που συμβαίνει να αμφισβητεί την «θεραπευτική » αξία των ψυχο-φαρμακο-δηλητηρίων.

Για όσο χρόνο θα απασχολείται και νοσοκομειακά, η απάντηση σε τούτη την ερώτηση θα αναφέρεται πάντα σε δυο επίπεδα: Πρώτο, στο επίπεδο της ιδιωτικής ιατρικής όπου μπορεί να μην χορηγεί καθόλου ψυχοφάρμακα παρά μόνο ύστερα από τη ρητά εκφρασμένη επιθυμία του ενδιαφερόμενου. Δεύτερο στο επίπεδο νοσοκομειακής ιατρικής, όπου όταν αδυνατεί να αποφύγει τα ψυχοφάρμακα (εξαιτίας του ιεραρχικού καταναγκασμού) μπορεί να τα χορηγεί στις μικρότερες δυνατές δόσεις.

Όπως και να έχει το θέμα, γεγονός παραμένει ότι η σχιζοφρενική διάσταση (σίγουρα μη… ενδογενής) που χαρακτηρίζει καθέναν που αμφισβητεί τις κατεστημένες απόψεις ενώ δουλεύει σε μια κατεστημένη δομή, είναι ένα από τα τιμήματα της αμφισβήτησης που παύει να καταβάλλεται μόνο με την εγκατάλειψη της κατεστημένης δομής.

25. Γιατίχρησιμοποιούνται τα ηλεκτροσόκ, ποιονεξυπηρετεί η χρήση τους, ποια η θεραπευτική τους αξία και τι κινδύνους εμπεριέχουν;

Το Ηλεκτροσόκ είναι η πρόκληση μιας τεχνητής κρίσης επιληψίας. Σύμφωνα με την ισχύουσα βιβλιογραφία πρέπει να εφαρμόζεται σε ελάχιστες περιπτώσεις, ενώ σύμφωνα με την ισχύουσα πρακτική εφαρμόζεται σχεδόν παντού. Δεν έχει κανένα θεραπευτικό αποτέλεσμα (εάν φυσικά η έννοια της «θεραπείας» δεν έχει χάσει εντελώς όποιο περιεχόμενο και αν δεν συνταυτίζεται με την καταστολή). Αλλά ενώ είναι δεδομένη η ανυπαρξία όποιας θεραπευτικής αξίας του ηλεκτροσόκ, παράλληλα είναι πλήρως καταξιωμένο το κατασταλτικό του αποτέλεσμα.

Με δύο ηλεκτρόδια χορηγείται ηλεκτρικό ρεύμα ικανής έντασης στους κροταφικούς λοβούς του ασθενούς. Προκαλείται έτσι μια μικρής διάρκειας επιληπτική κρίση. Grand mal. Μέθοδος απλοϊκή και απάνθρωπη. Ας μην αναφερθεί το καθομολογούμενο οξύ αμνησιακό σύνδρομο (αμνησία προσφάτων γεγονότων, αδυναμία συγκράτησης προσφάτων πληροφοριών, κλπ.) που είναι δυνατό να υποχωρήσει σε μικρό ή μεγάλο χρονικό διάστημα ή και ποτέ. Ας μην αναφερθούν οι πιθανολογούμενες μόνιμες αλλοιώσεις σε κυτταρικό επίπεδο. Ας μην αναφερθεί μια σωρεία άλλων παρενεργειών και ας σημειωθεί μόνο η χορηγούμενη αναισθησία. Τι σημαίνει άραγε για τον «ασθενή», η χορήγηση ενός μεγάλου αριθμού αναισθησιών σε διάστημα μερικών ημερών; Είναι δύσκολο να φανταστούμε το μυθικό εκείνο ον που θα έβγαινε αλώβητο από μια τέτοια δοκιμασία.

Όλα τα παραπάνω συνιστούν τις ιατρικές-βιολογικές παραμέτρους του «θεραπείας» με ηλεκτροσόκ. Όμως η σφαιρική προσέγγισή της, αποκαλύπτει την ύπαρξη και άλλων πολιτικών και κοινωνικών παραμέτρων που δεν είναι δυνατόν να αγνοηθούν.

Το 1937, στην υπό φασιστικό καθεστώς Ιταλία, ο ψυχίατρος Ούγκο Τσερλέτι, αναλαμβάνει μια έρευνα στα σφαγεία της Ρώμης. Εκεί θα παρατηρήσει τα γουρούνια που πριν οδηγηθούν στη σφαγή, δέχονται μια ηλεκτρική εκκένωση στο κεφάλι, καταστέλλονται οι αντιδράσεις τους και έτσι χωρίς προβλήματα, περνούν από το μαχαίρι του σφαγέα. Σκέφτηκε λοιπόν ο Τσερλέτι να εφαρμόσει τη μέθοδο αυτή στους ανθρώπους. Έτσι εφευρέθηκε και εμπεδώθηκε το ηλεκτροσόκ. Η σχέση «σφαγέας-σφαγείο-γουρούνι» τροποποιήθηκε σε «ψυχίατρος-ψυχιατρείο-άνθρωπος». Και η κυρίαρχη λογική που απειλούνταν απ’ τον ίδιο της τον παραλογισμό (οικονομικές δυσκολίες μετά την κρίση του 1929-31, τάση για εξάπλωση των ολοκληρωτικών καθεστώτων, πόλεμος, κλπ.) επικύρωσε αυτή την τροποποίηση.

Τονίζω το γεγονός ότι το ηλεκτροσόκ εφευρέθηκε και εμπεδώθηκε σε συνθήκες ολοκληρωτισμού, για να υποσημειώσω τη δεδομένη αδυναμία της κοινής γνώμης (ή των πιο προοδευτικών τμημάτων της) να αντιδράσει στην εφαρμογή αυτού του μέσου σε «θεραπευτικό» επίπεδο. «Τα ηλεκτροσόκ είναι θεραπευτικά μέσα που αλλοιώνουν ύπουλα την θέληση του άλλου, όπως άλλοτε οι αλυσίδες» καταγγέλλει ο καθηγητής της ψυχιατρικής Τόμας Σαζ.

Είναι σίγουρο πως ο αριθμός των θυμάτων της ψυχιατρικής ηλεκτροπληξίας θα εκμηδενιζόταν, εάν καθιερωνόταν νομοθετικά η προϋπόθεση της χορήγησης 3 ή 4 ηλεκτροσόκ στους ψυχιάτρους που θα επιθυμούσαν να πάρουν άδεια για την εφαρμογή αυτής της «θεραπείας».

26. Τι είδους ψυχοθεραπεία κάνετε σε επίπεδο ιδιωτικής ιατρικής;

Δεν κάνω ψυχοθεραπεία. Απλώς ανταλλάσω απόψεις, γνώσεις και θεωρητικοποιημένες εμπειρίες με μια άλλη ανθρώπινη ύπαρξη που έχει ανάγκη απ’ αυτή την ανταλλαγή, με ένα και μοναδικό στόχο: Να ενισχυθούν οι τάσεις για προσδιορισμό, επαναπροσδιορισμό ή οριοθέτηση ενός νοήματος ζωής, που εμπεριέχονται στον καθένα μας. Κι αυτό προϋποθέτει σχέσεις ειλικρίνειας, εμπιστοσύνης και συμπάθειας.

Από την άλλη μεριά, καμία οριοθέτηση δεν έχει διάρκεια και γνησιότητα, εάν δεν στηρίζεται στην ελευθερία και την ευθύνη. Ο άνθρωπος που συμμετέχει σ’ αυτή την ανταλλακτική σχέση, δεν είναι ένα ανεύθυνο βρέφος, παρά τα όσα αντίθετα διδάχτηκε στο σπίτι, το σχολείο, την εκκλησία, το στρατό, το κόμμα, κλπ. Είναι ενήλικη ύπαρξη, υπεύθυνη για τις επιλογές και τις συνέπειες των επιλογών της.

Το πρόβλημα σε κάθε περίπτωση είναι να ξαναβρεί κανείς τη (σύμφυτη με την ζωή) δυνατότητα του για ελευθέρια και ευθύνη που στην εκμηδένισή της αποσκοπούν όλοι οι κατασταλτικοί θεσμοί που εξουσιάζουν την ύπαρξή μας από την πρώτη στιγμή που ερχόμαστε στον κόσμο. Ελευθέρια και ευθύνη. Η μια χωρίς την άλλη δεν έχει κανένα νόημα.

Αν η υπεράσπιση της ελευθερίας και της ευθύνης, ως αναγκαίων προϋποθέσεων για κάθε αυτοπροσδιορισμό, συνιστά μορφή ψυχοθεραπείας, τότε κάνω ψυχοθεραπεία. Όμως νομίζω πως μια τέτοια απλοποίηση θα διακωμωδούσε τις έννοιες της ελευθερίας και της ευθύνης και θα διαστρέβλωνε την έννοια της ψυχοθεραπείας. Και σ’ ότι με αφορά τόσο η διακωμώδηση και η γελοιοποίηση με βρίσκουν σύμφωνο μόνο όταν στρέφονται εναντίον της εξουσίας.

27. Λειτουργούν οι ψυχοθεραπείες και σε ποιο βαθμό;

Δεν μπορώ να ξέρω αν λειτουργεί κάτι που δεν κάνω. Μπορώ να έχω άποψη γι’ αυτό που ονομάζω «διανοητική άσκηση γύρω από την ελευθέρια και την ευθύνη», δηλαδή μια σταυρολεξική αναζήτηση στην οποία παίρνουν μέρος δυο άνθρωποι. Και η απάντηση είναι καταφατική.

Ναι λειτουργεί, κάθε φορά που τα άτομα του άμεσου περιβάλλοντος του ενδιαφερόμενου, κατανοούν τον συνειδητά ή ασυνείδητα νοσογόνο ρόλο τους και δείχνουν διάθεση να αποποιηθούν αυτό τον ρόλο στην πράξη. Επίσης κάθε φορά που κινητοποιούνται οι μηχανισμοί απελευθέρωσης του ενδιαφερόμενου, πράγμα που σε συνδυασμό με την ύπαρξη ορισμένων κοινωνικών προϋποθέσεων, ανοίγει το δρόμο για μια αυτοδύναμη και ανεξάρτητη ζωή.

Φυσικά κάτι τέτοιο, δεν συμβαίνει συχνά. Κι αυτό γιατί από τη μια μεριά η αναγνώριση της προσωπικής ενοχής προϋποθέτει ευρύτητα πνεύματος και προσωπικό κουράγιο, και από άλλη γιατί οι οικονομικές προϋποθέσεις της αυτοδυναμίας είναι προνόμιο μιας μειοψηφίας ανθρώπων και ιδιαίτερα όχι αυτών που διατρέχουν την πρώτη μετεφηβική ηλικία.

28. Δηλαδή, εσείς κάνετε αιτιολογική θεραπεία;

Ο όρος θεραπεία είναι ανόητος και παραπλανητικός, τουλάχιστον σε σχέση με την ψυχιατρική. Παρακάμπτοντας λοιπόν αυτόν τον επιβαρυμένο όρο, θα έλεγα πως απλά στρέφομαι χωρίς περιφράσεις και λεκτικούς εξωραϊσμούς, ενάντια στους ψυχοφθόρους θεσμούς που ροκανίζουν την ύπαρξή μας, τονίζοντας παράλληλα το πελώριο θέμα της προσωπικής μας ευθύνης για τη λειτουργία και τις συνέπειές τους.

Κάθε φορά που κουβεντιάζω με έναν άνθρωπο που έχει ψυχο-κοινωνικά προβλήματα (τα οποία, σε διάφορες περιόδους και βαθμούς, τα έχουμε όλοι πλην των «εξ’ ημών νεκρών»), έχω στο μυαλό μου τη σοφή παραίνεση του Σάλιβαν «Να θυμάστε πάντα, πως στις τωρινές συνθήκες, ο ασθενής σας έχει πάντα δίκιο και εσείς πάντα άδικο». Προσπαθώ λοιπόν να μην έχω πάντα άδικο, συμμαχώντας με την άλλη πλευρά.

29. Πιστεύετε στην ψυχανάλυση;

Με τρόπο ασυνείδητο εκφράσατε μια αλήθεια. Η χρήση του ρήματος «πιστεύω» υποδηλώνει έμμεση παραδοχή της άποψης ότι η ψυχανάλυση (όπως και η ψυχιατρική, που μια στιγμή στην εξελικτική της πορεία, αποτελεί και η ψυχανάλυση) είναι μια θρησκεία μεταμφιεσμένη σε επιστήμη. Αν έτσι γίνεται δεκτό το θέμα, τότε μπορεί κανείς να μελετάει τις διάφορες εκφάνσεις της βασικής ψυχαναλυτικής προβληματικής και να χρησιμοποιεί τα εννοιολογικά της εργαλεία, αλλά δεν μπορεί να πιστεύει σ’ αυτή.

Η ψυχανάλυση αποτελεί μια στιγμή στην ιστορική εξέλιξη της ψυχιατρικής. Έχει δηλαδή ιστορικό και άρα πεπερασμένο χαρακτήρα. Καμία ιστορική στιγμή δεν είναι αιώνια. Το ζήτημα λοιπόν, δεν είναι εάν πιστεύει κανείς σ’ αυτή αλλά εάν εκτιμάει την ιστορική της συμβολή ως θετική ή αρνητική. Και κατά τη γνώμη μου, είναι και τα δυο.

30. Δεν είστε αρνητικά τοποθετημένος απέναντι στην εργασιοθεραπεία. Γιατί δεν την εφαρμόζετε σε ιδιωτικό επίπεδο;

Ποτέ δεν είπα πως παραδέχομαι την εργασιοθεραπεία ή όποια άλλη «θεραπεία». Κάθε μορφή «θεραπείας» είναι αποδεκτή από μένα, μόνο στο βαθμό που αποτελεί προϊόν της υπεύθυνης και ελεύθερης επιλογής του ενδιαφερόμενου, μέσα από μια υπό ανάπτυξη ανθρώπινη σχέση. Συζητάς γι’ αυτή, δεν επιλέγεις και δεν επιβάλλεις. Η ανταπόκριση στη συζήτηση, η επιλογή και η εφαρμογή γίνονται από τον ενδιαφερόμενο και καθορίζονται από παραμέτρους που μόνο η φαντασία του (και όχι η εγκλωβισμένη σε κλισέ, δική μας) μπορεί να συλλάβει.

31. Τι σημαίνει και τι είναι «κοκτέιλ»;

Μια ευρύτητα χρησιμοποιούμενη σφαίρα ντουμ-ντουμ για την καθυπόταξη κάθε εγκλείστου (σε δημόσιες ή ιδιωτικές κλινικές) όταν ορισμένα σημάδια της συμπεριφοράς του ερμηνεύονται σαν δηλωτικά ανησυχίας, διέγερσης, ανυπακοής, κλπ. Το κοκτέιλ διαφοροποιείται από τη σφαίρα ντουμ-ντουμ, σε τρία σημεία:

Για τη χορήγηση του δεν χρησιμοποιείται πυροβόλο όπλο. Μια σύριγγα είναι αρκετή.

Αντί για εκρηκτική ύλη χρησιμοποιείται ένα μίγμα Αλοπεριντίν, Λαργκακτίλ (ισχυρά νευροληπτικά) και Αρτάν ή Ακινετόν (για την αποδυνάμωση των παρενεργειών των δύο πρώτων).

Δεν σκοτώνει το θύμα. «Απλά» το καταστέλλει (με όλη τη σημασία της λέξης) σωματικά και διανοητικά.

Η νομοθετική καθιέρωση της υποχρέωσης κάθε ψυχιάτρου (που θέλει να πάρει άδεια για χρήση του «κοκτέιλ») να υποστεί τρεις επιθέσεις με κοκτέιλ μπροστά σε ειδική επιτροπή, θα μας διαφώτιζε αρκετά για την ειλικρίνεια της πίστης του σ’ αυτή τη «θεραπευτική» μέθοδο.

32. Ποια ψυχοθεραπευτική μέθοδο θεωρείτε τελείως απαράδεκτη;

Τον μπηχαβιορισμό (δηλ. τη θεραπεία της συμπεριφοράς), αυτή την «ποντικόμορφη ψυχολογία», που αλλοιώνει ύπουλα το υποκείμενό της, μηχανοποιώντας την συμπεριφορά του μέσα από τεχνικές που διαμορφώνονται με βάση τη μελέτη των αντιδράσεων εκπροσώπων των κατωτέρων κλιμάκων της βιολογικής ιεραρχίας (ποντίκια, περιστέρια, κλπ.) και εφαρμόζονται στον άνθρωπο.

Αυτός ο απλοϊκός ζωομορφισμός, είναι η κύρια έκφραση μιας ολοκληρωτικής ψυχολογικής αντίληψης που «αφού παζάρεψε την ψυχή της και έχασε στη συνέχεια τα λογικά της, φαίνεται πως τώρα που αντιμετωπίζει ένα πρόωρο τέλος, έχει χάσει και κάθε συνείδηση», όπως διαπιστώνει ο Σύριλ Μπαρτ.

33. Θα ήταν δυνατό να διαπιστωθεί ένα συμπέρασμα ή μια κατακλείδα;

Όχι ένα συμπέρασμα, αλλά μια παράκληση στον ύψιστο: Να μας φυλάει από τον ψυχιατρικό ολοκληρωτισμό, γιατί τον πολιτικό τον γνωρίζουμε. Κι αυτό χωρίς να θέλω να διασκεδάσω τους έντονους προσωπικούς μου φόβους για την αυξανόμενη ψυχιατρικοποίηση όλων των εκδηλώσεων της ζωής μας.

Στο μυαλό μου έχω πάντα την εναγώνια κραυγή του Τόμας Σαζ: «Η ανθρώπινη ελευθερία κινδυνεύει από τη διαβολική συμμαχία της κρατικής εξουσίας και των ψυχιάτρων».

Διατηρώ ακόμα μερικά ίχνη ελπίδας ότι θ’ αποφύγουμε να βιώσουμε σαν πραγματικότητα την εφιαλτική μονοδιάστατη κοινωνία των ΄Οργουελ και Χάξλεϋ, που το λεξιλόγιό της εξαντλείται σε μια και μόνο λέξη: «Ψυχιατρική». Δεν ξέρω, αλλά θέλω να ελπίζω ότι υπάρχει ακόμα καιρός για να αποτραπεί αυτή η εξέλιξη.

Μια εναλλακτική προσέγγιση της ψύχωσης

Η ψύχωση δεν είναι ασθένεια, αλλά πύλη για νέους κόσμους αντίληψης.
Είναι μια εμπειρία που μας επιτρέπει να πεθάνουμε και να ξαναγεννηθούμε.
Είναι το καλύτερο δώρο για πάσης φύσεως ποιητές, καλλιτέχνες και θεραπευτές.
Ένα άρθρο για το πώς μπορούμε να κατανοήσουμε και να βοηθήσουμε τα “τρελά” μας αδέλφια ώστε να επιστρέψουν σώα από το ταξίδι τους στην πηγή και να μην καταλήξουν στα δίχτυα της συμβατικής ψυχιατρικής με στιγματισμό, εγκλεισμούς, κακοποίηση, καθηλώσεις, απομονώσεις και δηλητηριώδη ψυχοφάρμακα.

An Integrative Approach To Transformative Madness

by Michael Cornwall, Ph.D.

Here are some thoughts that I wanted to share with you about how to best serve your clients, friends and loved ones who are experiencing a psychotic/visionary experience. These thoughts will also be of help in doing self-care if you are entering or traversing a madness process.

These suggestions are mainly gleaned from my own un-medicated, untreated experience of madness in my early twenties, and from working daily as a primary therapist for almost 30 years with actively psychotic clients using a Jungian/Transpersonal, Laingian approach.

During that time I worked for over 3 years at a 24/7, alternative, 20 bed, free standing, transpersonally oriented, acute care open door program called I-ward in Martinez California where no medications or leather restraints were used or diagnoses given to consumers who were acutely psychotic.

I also helped develop a similar 5 bed program in Marin County, Passages In, that was short lived. I did several months of internship at St. George’s Homes in Berkeley where a similar Jungian/Transpersonal approach was used.

After that I worked for 25 years in public sector clinics and on a mobile crisis team as well as in private practice. Even in those settings, most of the psychotic clients I served were not on medication.

I also am drawing on my doctoral research follow-up study done on the San Francisco based, medication free Diabasis House for clients in acute psychosis and my 25 year relationship with its founder, Jungian psychiatrist John Weir Perry.

But my early experience of serving from age 18 as a medic in the Army Reserve for six years and then as a State Hospital attendant with profoundly retarded men and for 2 years as an orderly at a nursing home with brain damaged, demented and Alzheimer’s patients also informs my advice on how to relate to people in pain and suffering.

So, here are two basic principles for helping someone or yourself in a psychotic/transpersonal process which are distilled from my own experience and the study of successful Bay Area alternative programs.

1. Keep suspending your disbelief

Every time you tell yourself (believe that) the psychotic person you are being with has a tragic, lifelong, and threatening physical illness that has no inherent meaning or purpose – such as an injured brain, a genetically based diseased brain, an incurable thought disorder, or chemical imbalance – suspend your disbelief that another explanation may be possible.

Instead, hold the belief that they are going through a necessary, meaningful, developmental, initiatory, trans-formative, transpersonal/archetypal, symbolic and/or purposive natural process – one that is neither pathological nor indicative of a bio-medical brain disorder.

Hold the belief that, as Dr. Karl Menninger said, they might even come through the process “Weller than well!”

2. Be Receptive

Once you are able to stay open to the possibility that this person’s process is an important, potentially transformative natural life event, draw on all your skills of receptivity and empathy in order to be with them. Begin by simply listening and receiving the person with an open, compassionate heart. Let the gentle feelings of love that you would feel for a loved one who is frightened and suffering be present within you.

As their process unfolds, gently invite and encourage the person to express both the emotional and symbolic content of their process. People in a psychotic process may need to use modalities such as drawing, painting, movement and evocative music to express themselves in addition to or instead of speech. Somatic modalities of touch and bodywork can be especially welcomed and grounding and soothing.

The common and overwhelming evidence from Diabasis, I-Ward, Soteria and every other alternative program from all over the world confirms the basic need for a person in such a psychotic/ transpersonal process to be believed in, listened to and lovingly received and responded to in this way.

Today I also wanted to share some observations I slowly learned for myself the past 30 years about how to more specifically make yourself available to the person in the room with you who is in a psychotic/transpersonal process.

To be most helpful try and feel like your inner subjective state is more emotional than mental.

Create a physical and emotional state of receptivity. Let warm feelings of caring be present in you.

With your feet flat on the floor, hold the awareness that there is now a solid base and foundation beneath you.

Remember to keep your anal sphincter relaxed.

Keep a focus of energy in the hara chakra below your navel.

With your stomach muscles relaxed, feel yourself do deep and slow belly breathing.

Drop down your shoulders.

Let your face become calm and relaxed–not becoming pensive or quizzical.

Let your voice come up from your hara in lower octaves, emerging with the energy of your heart chakra as you speak.

Let your kindly, gentle, even loving and tender feelings of empathy and compassion arise in your heart chakra for a fellow human being in distress and suffering who is sharing the room with you.

Allow silences.

Don’t seek direct eye contact if it seems to make the person uncomfortable.

The person may be in a very heightened state of awareness and is processing minute inflections in your voice and body language.

Their ability to see into you may surprise you as uncanny and psychic.

In this state they may directly or symbolically tell you secret things about yourself that are disquieting.

If the person is hostile increase your vigilance on your own physical and emotional markers of receptivity.

Because you may find that you may involuntarily be holding your breath.

You may notice your throat becomes constricted and your voice goes up in octaves.

You may notice you are opening your eyes very widely and blinking a lot.

You may feel the need to fold your arms across your chest or cross your legs.

To the degree that you can be aware of these shifts in you prompted by anxiety, you can refrain from them as much as possible and remain in the open, receptive, emotional and physical posture with a potentially physically or verbally assaultive person in a psychotic process.

The more you stay grounded and centered the more they will calm down, will not sense a fight or flight visceral response to them building in you.

Being with agitated clients in a psychotic process is kind of like practicing an internal martial art at times – a form of Aikido.

To give yourself the best chance of staying open and receptive be realistic about real danger to yourself.

Have another person keep an ear open and check at your door if you are meeting with a hostile person.

Position your chair by the door if with an agitated person to allow quick exit if you are attacked.

Give yourself the intentional permission that if necessary to survive a physical attack you will struggle to defend yourself in a way that would cause the least amount of injury to your self and to the other person until help arrives to contain the situation.

Madness is an ancient form of uncivilized wildness.

If you are given the opportunity to serve those traversing it’s mysterious depths and heights count yourself lucky, especially if they are not emotionally anesthetized by medication.

The efficacy results from the Agnews Project, I-Ward, Diabasis, and Soteria House all clearly demonstrate that without medication, most acute psychotic/visionary crises will in fact be the occasion for a life changing spiritual transformation if a 24/7 alternative, non-medical model sanctuary is provided.

My experience and research into alternative approaches for serving those in a psychotic/visionary process has led me to believe that that at least 50% of the consumers who become trapped in the mental health system could have avoided that fate if acute care, 24/7 Bay Area sanctuaries like Diabasis House, Soteria and I-Ward (where I worked )were available at first contact with the system.

They never would have gone on to be labeled Schizophrenic.

Jung said that: “Psychiatry has turned the Gods into diseases.”

Unfortunately Jung and most Jungians have turned the Gods(and Goddesses) into archetypes: named and minutely described denizens of the collective unconscious that we can have an ‘as if’ relationship with at weekend workshops and schoomze with once and a while in our dreams.

Please don’t make the mistake of underestimating the spiritual dimension of our human birthright as you enter your own shamanic vocation.

In my experience, behind every image, thought and word, there is an emotion first. Behind every emotion there is a universal archetypal power and emotional energy that must come forth as imagery that expresses that deep emotion. Behind every archetype is a totally autonomous living force of deity that has no historical bounds, no time bound form.

These ancient and emerging deities, that use our lives and bodies as their playgrounds and every second hold us in sway as they incarnate themselves in us, ever emerging anew, arise out of a greater unifying mystery of benevolent silence.

Weep for the prophets and so-called psychotic visionaries who are robbed of their life giving gifts from the Gods by our culture of fear and human arrogance. And weep for us that we still treat them as lepers when they are, and always have been a divine source of the mana we need to survive on earth.

As a psychotic process begins, the psyche is faced with such overpowering unbridled emotion that the inner emotional charge grows to become profoundly existential in nature and magnitude.  As the person faces the initiatory challenge of young adulthood in such an all pervasive liminal depth, the ego, the frail manager of consensual reality, simply is engulfed by the soul depth liminality of an emotional power that triggers all forms of desperate, seemingly delusional attempts to give some fragmented sense of meaning to the inner experience.

It is a visceral, first chakra existential experience that seizes the individual.  It is the emotional response to being lost. It may be experienced mainly as one feeling exalted and indestructible at first or feeling totally doomed and bewildered.

The experience may also fluctuate between being plunged into the underworld and being drawn up into heavenly realms with amazing rapidity.

In any case, if not made numb by medication, the psyche creates a mythic story along predictable lines. The drama is played out on the stage of the central archetype, the Self, where every kind of polarity may be experienced and transmuted: good/evil, dark/light, male/female, life/death, terror/serenity, grief/joy, desolation/birth. All the emotion generated and image fueled polarities may be contained in the mandala crucible of the relationship you create with the person who is mad. In that container with you, all the polarities can be balanced into a cohesive unity.

That relationship with you is crucial, is a prerequisite for transformation and healing to occur.. Without a loving other to make the mandala crucible forged of their two hearts and psyches, the mad person spins on out of control.

Psychosis is the ultimate identity crisis and is for some, a potentially shamanic initiation. Our feeble, arrogant egos usually assume we are master of knowing “Who am I?”

As the pre-psychotic/visionary ego floats in this ignorant vulnerability over an abyss of the unfathomable depth of the collective unconscious and spirit world of gods, demons and ghosts, the ego is always just a few nights without sleep away from psychosis, or a drop of LSD away from psychosis, or from a psychosis triggered by a kundalini eruption, or a loved ones sudden death.

The unprepared ego of an especially vulnerable young adult facing autonomous functioning separate from their family is at risk from drowning in the depth of the affect and images of the collective unconscious.

It is remarkable that the childhood tasks of such a vulnerable ego do not overwhelm it. However, in the late teens and young adulthood comes the awareness of mortality and the knowing that physical survival and social acceptance and success depend on functioning separately from parents.

Because of the power of our toxic and soulless culture to create enormous deficits in our family systems, most notably an epidemic of the lack of a strong infant-parental love bond, when faced with the often cruelly threatening social Darwinism cultural gauntlet one must traverse into young adulthood, the pre-psychotic ego for some is simply not prepared to traverse the hero’s journey and initiation across so much underlying liminality.

We can’t underestimate the corrosive and pervasive effects on vulnerable children and young adults that our largely loveless and spiritually barren corporate culture inflicts through degradation ceremonies of endless winner-loser competitions where shame and guilt and punishment break the spirits and hearts of so many.

For such vulnerable young persons, an affect of an unnamed existential terror, the dreadful sense of an abyss of yawning ontological insecurity seizes them. This overpowering challenge may then trigger an attempted visionary alternative restructuring of the ego through a radical immersion in a mythical inner struggle for adult independence.

This inner heroic struggle for ones future life is carried out at the archetypal center of the Self, if the young person’s process is not aborted, if they are given sanctuary and not medication.

I have seen them come out the other side with a new, heroic ego strength that grew out of their trial by fire.

As the great R.D. Laing said after witnessing and attending many on such a journey at the Kingsley Hall sanctuary he provided:

‘From the alienated starting point of our pseudo-sanity, everything is equivocal. Our sanity is not true ‘sanity.’ Their madness is not true ‘madness.’ The madness that we encounter in ‘patients’ is a gross travesty, a mockery, a grotesque caricature of what the natural healing of that estranged integration we call sanity might be. True sanity entails in one way or another the dissolution of the normal ego, that false self competently adjusted to our alienated social reality; the emergence of the ‘inner’ archetypal mediators of divine power, and through this death and rebirth, and the eventual re-establishment of a new kind of ego functioning, the ego now being the servant of the divine, no longer it’s betrayer.’