Από την μαζική κοινωνία και το κράτος, στην κοινότητα και την αναρχία

Πηγή: https://adamasto.squat.gr/

Μια περίοδος διαφορετική από οποιαδήποτε άλλη του παρελθόντος βρίσκεται σε εξέλιξη στον πλανήτη. Η εποχή μας χαρακτηρίζεται από την μεγάλη ταχύτητα που πραγματοποιούνται οι ανθρώπινες δραστηριότητες, την μηχανοποίηση της ζωής, τον αυτοματισμό, την λεηλασία του φυσικού κόσμου και από την ολοένα και μεγαλύτερη εξάπλωση ενός πλέγματος από θεσμούς, νόμους και πρότυπα διαβίωσης που παγιδεύουν ανθρώπινους και μη πληθυσμούς της γης.  Ξεκινώντας από τον Καρτέσιο και τις «διαπιστώσεις» του περί ανθρώπων και ζώων μηχανών, ο ορθολογισμός και η πίστη στη πρόοδο των διαφωτιστών και της επιστήμης από την περίοδο της ευρωπαϊκής αναγέννησης, διαμόρφωσαν, παράλληλα με ένα σύνολο από άλλα ιστορικά γεγονότα την σημερινή πραγματικότητα.

Ο φυσικός κόσμος, ως ολότητα μέσα από τον φακό των ορθολογιστών και των επιστημόνων, έπρεπε να κατακερματιστεί για να αποτελέσει αντικείμενο μελέτης και εντέλει τις πρώτες ύλες για να πάρει μπρος η μεγάλη ιδέα της προόδου. Σήμερα, τα κατασκευάσματα της τεχνοεπιστήμης καθορίζουν όλο και περισσότερο τις φυσικές διεργασίες του οικοσυστήματος και την ζωή των ανθρώπων. Οι πόλεις διογκώνονται και το μπετόν εξαπλώνεται με ιδιαίτερη ευκολία. Οι ασφαλτοστρωμένοι δρόμοι ταχείας κυκλοφορίας, όπως και το σιδηροδρομικό δίκτυο, επεκτείνονται συνεχώς, παράλληλα με την ασταμάτητη παραγωγή κι απόσυρση αυτοκινήτων. Δεκάδες χιλιάδες αεροπλάνα απογειώνονται καθημερινά και υπερωκεάνια εμπορικά πλοία διασχίζουν τις θάλασσες μεταφέροντας εμπορεύματα από την μια άκρη της γης στην άλλη. Μηχανοκίνητες αντλίες και πλατφόρμες στην θάλασσα αντλούν από τα βάθη της γης υδρογονάνθρακες, πετρέλαιο και φυσικό αέριο. Πυρηνικά εργοστάσια ενισχύουν την μεγαμηχανή και την πρόοδο της. Η επινόηση της πράσινης παραγωγής ενέργειας ενισχύει την επέκταση της κυριαρχίας και των προτύπων υποδούλωσης. Καριερίστες επιστήμονες δουλεύουν στα εργαστήρια τους (συνήθως εις βάρος ζωντανών πλασμάτων) ψάχνοντας λύσεις για το πώς να επεκταθεί το σύστημα.

Παρά την όλη θριαμβολογία των φερέφωνων-μηχανισμών της κυριαρχίας για τις αξιώσεις του δυτικού πολιτισμού, η πραγματικότητα είναι πολύ θλιβερή. Η παγκόσμια επέλαση του δυτικού πολιτισμού είναι μια πορεία στα τυφλά, που στην πραγματικότητα οδηγεί στην διαιώνιση των σχέσεων εξουσίας και την καταστροφή. Η δε κυριαρχία επί της φύσης δεν είναι παρά μια αλαζονική, επίπλαστη και αμφισβητήσιμη κατάσταση που βασίζεται σε μερικές μόνο επιστημονικές γνώσεις που αδυνατούν να συλλάβουν την συνολική λειτουργιά του οικοσυστήματος, το θαύμα και την χαρά της ζωής. Μερικά επιστημονικά αξιώματα με μπόλικη ιδεολογική σάλτσα της κυριαρχίας είναι αδύνατο να εγγυηθούν την αιώνια εκμετάλλευση πάνω σε ένα πλανήτη όπου η αναρχία είναι σύμφυτη μαζί του.

Αναγκαστικά, για να μπορέσουμε να προτάξουμε και να αντιπροτείνουμε κάτι ενάντια στη σύγχρονη συγκυρία του ελέγχου και της εκμετάλλευσης, θα πρέπει να ανατρέξουμε στο παρελθόν της ανθρώπινης ύπαρξης σε μια προσπάθεια να απαντήσουμε όσο μπορούμε σε κάποια ερωτήματα. Από πού προέρχεται ο άνθρωπος και ποιος είναι άραγε ο ρόλος του πάνω στη γη; Ποιος ήταν ο τρόπος οργάνωσης της ζωής των ανθρώπων και γιατί επιβίωσε ως είδος τόσα εκατομμύρια χρόνια; Βέβαια δεν είναι σκοπός του κειμένου να απαντήσει σε αυτά τα ερωτήματα, αλλά αποτελούν άξονες που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη κάθε φορά που μιλάμε για απελευθέρωση, ειδικά σε μια τέτοια αλλοπρόσαλλη εποχή στην οποία βασιλεύει η εικονική πραγματικότητα και που η αλήθεια δύσκολα διακρίνεται.

Τι είναι τελικά ο άνθρωπος; Ανατρέχοντας στην μυθολογική κοσμολογία που ανέπτυξαν οι διάφοροι πολιτισμοί του παρελθόντος (Βαβυλωνιακός, Αιγυπτιακός, Εβραϊκός) διαπιστώνουμε ότι σχεδόν όλοι δίνουν μια κοινή επεξήγηση της δημιουργίας του ανθρώπου: την στιγμή που ο Θεός έπλασε τον άνθρωπο από το χώμα. Ακόμα, αν ψάξουμε την εννοιολογική ρίζα της λατινικής λέξης «homo» που σημαίνει άνθρωπος, βρίσκουμε την ρίζα της στη ελληνική λέξη χώμα. Η σύγχρονη επιστήμη αποδεικνύει ότι ο άνθρωπος όπως και οι υπόλοιποι ζωικοί και φυτικοί οργανισμοί προέρχονται μέσα από τις φυσικές διαδικασίες εξέλιξης πάνω στη γη, μέσα από τα βάθη εκατομμυρίων χρόνων. Ο άνθρωπος είναι ένα ζώο με τις δικές του ιδιαιτερότητες που πάντα ζούσε ενσωματωμένος στον φυσικό κόσμο, αλληλεπιδρώντας με τα άλλα φυσικά στοιχεία και είδη. Γνώσεις οι οποίες ήταν δεδομένες σε απολίτιστες φυλές που συμβίωναν με τη φύση σκεπάζονται με τόνους ιδεολογίας για την επικράτηση της κυριαρχίας.

Στον σύγχρονο κόσμο μπορεί οι υποδείξεις της επιστήμης να δηλώνουν «το αυτονόητο», παρ’ όλα αυτά επικρατεί ο ανθρωποκεντρισμός και οι ιδέες περί ανωτερότητας του ανθρώπινου είδους έναντι του υπόλοιπου φυσικού κόσμου, αντιλήψεις οι οποίες είναι θεοκρατική κληρονομιά. Το κράτος για να υπάρχει πρέπει να διατηρεί το διαχωρισμό των ανθρώπων από την φύση, είτε μιλάμε για υλικό διαχωρισμό είτε για πνευματικό. Γι’ αυτό φροντίζει να συντηρεί στερεότυπες αντιλήψεις, όπως αυτή που λέει ότι στη φύση επικρατεί ο πόλεμος όλων εναντίων όλων.

Για να επικρατήσει ο πολιτισμός έπρεπε να διαχωριστεί ο άνθρωπος από την γενέτειρα του την φύση. Για αυτή την διαδικασία έπρεπε να διαμεσολαβήσει το κράτος και η εκκλησία (θρησκευτική εξουσία) ενώ στον σύγχρονο κόσμο προστέθηκε και το τεχνολογικό σύστημα (ενώ αποδυναμώθηκε ο ρόλος της εκκλησίας).

Αυτό που εμποδίζει ο πολιτισμός είναι ακριβώς η αμεσότητα, η σύνδεση και η αλληλεπίδραση του ανθρώπου με την φύση έξω από νόμους. Επειδή η αρμονική συνύπαρξη του ανθρώπου με την φύση χωρίς την διαμεσολάβηση των θεσμών της κυριαρχίας (πχ ιδιοκτησία), είναι αυτό που θα απελευθέρωνε τους ανθρώπους από την εξάρτηση με τους μηχανισμούς της εξουσίας.

Οι άνθρωποι που έζησαν χωρίς κράτος γνώριζαν πολύ καλά τα μυστικά της φύσης που τους περιέβαλε, όπως επίσης αντιλαμβάνονταν άμεσα την διασύνδεση της ζωής τους με αυτή. Ήταν τόσο στενή η σχέση τους που συνήθως οι άνθρωποι αυτοί ιεροποιούσαν τα στοιχεία της φύσης ή τους έδιναν θεϊκή υπόσταση. Η κατάσταση αυτή δεν συνέβαινε λόγω κάποιας οπισθοδρόμησης, όπως μπορεί να ισχυριστεί κάποιος πολιτισμένος σήμερα, αλλά μάλλον λόγω μιας βαθιάς γνώσης που δεν έχει σχέση με τον ορθολογισμό του πολιτισμού. Πολλές φυλές και κοινότητες απέτρεπαν ηθελημένα την δόμηση εξουσίας μέσα από τον τρόπο ζωής τους και την κουλτούρα τους. Δεν ήταν απλά κοινότητες χωρίς κράτος, αλλά και ενάντια στο κράτος. Με αυτό τον τρόπο εξασφάλιζαν την δική τους ελεύθερη διαβίωση, των απογόνων τους και τη βιωσιμότητα της φύσης για χιλιάδες χρόνια.

Ο άνθρωπος ως αναπόσπαστο κομμάτι της φύσης έχει εξελιχθεί και διαμορφωθεί ως ξεχωριστό είδος μαζί με την υπόλοιπη φύση. Ακόμα και η συμπεριφορά και η ψυχολογία είναι πλευρές της ανθρώπινης υπόστασης που εξελίχθηκαν και διαμορφώθηκαν μέσα στη φύση σε ένα βάθος πολλών χρόνων. Το χρώμα του δέρματος, ο σωματότυπος, οι λειτουργίες του οργανισμού μας, ο βιορυθμός του σώματος μας ακόμα και οι σεξουαλικές μας ρυθμίσεις, είναι λειτουργίες του ανθρώπινου οργανισμού που διαπλάστηκαν αλληλεπιδρώντας με τα φυσικά στοιχεία και φαινόμενα.

Η μακροχρόνια παρουσία του ανθρώπου πάνω στη γη δεν ήταν στρωμένη με ροδοπέταλα. Ο άνθρωπος διαβίωσε και διήλθε μέσα από γεωλογικές αντιξοότητες και ραγδαίες μεταβολές του κλίματος και άλλων φυσικών φαινομένων που τον απειλούσαν. Όμως η αλήθεια είναι ότι η φύση δεν ήταν πάντα απειλητική απέναντι στον άνθρωπο, παρά μόνο σε ορισμένες περιόδους, όπως στην περίοδο των παγετώνων. Η φύση δεν ήταν ποτέ ο εχθρός και ο αντίπαλος του ανθρώπου. Κάθε άλλο, ο φυσικός κόσμος ήταν αυτός που του εξασφάλιζε την ζωή και την ύπαρξη του παρά τις αντιξοότητες. Θα ήταν άστοχο να ισχυριστεί κάποιος ότι η ζωή των ανθρώπων πριν τον πολιτισμό ήταν γεμάτη κακουχίες και φόβο μπροστά στη δύνη της άγριας φύσης. Οι περίοδοι όπου επικράτησαν ακραία καιρικά φαινόμενα στη γη ήταν μικρά σε σχέση με την μακρόχρονη σταθερότητα και την αφθονία της χλωρίδας και της πανίδας.

Τέτοια περίοδος σταθερότητας μέσα στην οποία ο άνθρωπος μπορεί να διαβιώσει άνετα είναι και η περίοδος που ζούμε (μεσοπαγετώδης). Σε αυτή τη περίοδο οι άνθρωποι θα μπορούσαν να έχουν μόνο μια ζωή ελεύθερη και άναρχη, μέσα σε ένα φιλόξενο περιβάλλον με αφθονία τροφής. Είναι προβληματική και αντιφατική η άποψη η οποία ισχυρίζεται ότι ο πολιτισμός εξασφάλισε την ασφάλεια των ανθρώπων από την άγρια φύση. Επειδή η κυριαρχία αναπτύχθηκε και εξελίχθηκε μέσα σε μια περίοδο με συνθήκες ευνοϊκές για να ζήσει ο άνθρωπος. Ο πολιτισμός και η κυριαρχία επιβάλλονται μέσα από την επικράτηση του φόβου, της ανασφάλειας, της εξάρτησης και ενάντια σε κάθε έννοια της ελευθερίας και της αλήθειας.

Δισεκατομμύρια άνθρωποι στις τσιμεντουπόλεις βρίσκονται εκτεθειμένοι απέναντι σε ακραία φυσικά φαινόμενα όπως οι σεισμοί. Ο πολιτισμός με την τελευταία του βιομηχανική-τεχνολογική έκφανση όχι μόνο δεν προστατεύει τους ανθρώπους από τα φυσικά φαινόμενα, αλλά δημιουργεί τεράστια προβλήματα βιωσιμότητας των μέχρι τώρα σταθερών φυσικών συνθηκών (καταστροφή των δασών, της βιοποικιλότητας, των ωκεανών, μόλυνση της ατμόσφαιρας, λιώσιμο πάγων, κτλ). Τοξικές και καρκινογόνες ουσίες αρρωσταίνουν τους ανθρώπους, ενώ στο παρελθόν εκατομμύρια άνθρωποι εξοντώθηκαν από τις ασθένειες που αναπτύχθηκαν στις πόλεις. Ο πόλεμος και η μαζική εξόντωση από σύγχρονα όπλα μαζικής καταστροφής είναι μια διαρκείς απειλή για τους ανθρώπους ανά τον κόσμο, επειδή, δεν μπορεί να νοηθεί πολιτισμός χωρίς το κράτος, κράτος δίχως στρατό και στρατός χωρίς τεχνολογία πολέμου με όλα τα συναφή και συνεπακόλουθα.

Αν η φύση ήταν πάντα απειλητική και τρομοκρατούσε τον άνθρωπο, όπως διαδίδει η κυριαρχία, τότε οι άγριες φυλές και οι ιθαγενείς θα έπρεπε να παραδίνονταν μετά χαράς και να εκλιπαρούσαν τους πολιτισμένους αποικιοκράτες να τους κατακτήσουν και να τους εκπολιτίσουν. Το αντίθετο όμως γινόταν και γίνεται ακόμα, οι άγριες φυλές προσπαθούν να διατηρήσουν τον τρόπο ζωής τους αποφεύγοντας την επαφή με τον πολιτισμό και μόνο με την βία και τον εξαναγκασμό εκπολιτίζονται. Για παράδειγμα, στην ζούγκλα του Αμαζονίου για δεκάδες χιλιάδες χρόνια διαβιούν φυλές απορρίπτοντας τον πολιτισμό και τα δεινά του εκπολιτισμού, που τους απειλεί τους τελευταίους αιώνες. Έτσι, παραμένουν συνδεδεμένοι με την γη που τους τρέφει και τους χαρίζει την ελευθερία τους.

Η αγελαία περιπλάνηση και η δημιουργία κοινοτήτων είναι η κατάσταση η οποία χαρακτηρίζει το μεγαλύτερο μέρος της ζωής των ανθρώπων στη γη. Η συνεχής μετακίνηση και η εγκατάσταση σε συγκεκριμένη εδαφική περιοχή προερχόταν έμφυτα από το ένστιχτο της αυτοσυντήρησης, για την εξασφάλιση της τροφής, την αποφυγή κάποιου κινδύνου ή για την πρόσμιξη με άλλες φυλές και την αναπαραγωγή (επιμιξία). Η μετανάστευση σε μακρινές περιοχές δεν ήταν η καθημερινότητα των προγόνων μας αλλά ήταν μια διαδικασία που εξελισσόταν μέσα στους αιώνες. Η σταθεροποίηση των καιρικών συνθηκών επέτρεψε στους ανθρώπους να δημιουργήσουν κοινότητες σε συγκεκριμένες εδαφικές περιοχές στις οποίες αφθονούσαν τα αγαθά που θα τους βοηθούσαν να ζήσουν.

Ο πολιτισμός επιβλήθηκε επωφελούμενος από τις ευνοϊκές συνθήκες που επικρατούσαν και επικρατούν ακόμα στην επιφάνεια της γης. Παρενέβη έτσι στην φυσική εξέλιξη της ζωής που χαρακτηριζόταν από την απουσία οργανωμένης εξουσίας. Με λίγα λόγια ο πολιτισμός δεν είναι ένα κατόρθωμα εις βάρος μιας βρώμικης και δολοφονικής φύσης αλλά, είναι η συνολική εκμετάλλευση και καταστροφή των ευνοϊκών φυσικών συνθηκών για μια ελεύθερη και ήσυχη ζωή, που ακόμα υπάρχουν αυτή την περίοδο της ζωής του πλανήτη.

Αν σκεφτούμε τι καταστροφές μπορεί να προκαλέσει ένας δυνατός σεισμός, πόσοι άνθρωποι θα σκοτωθούν στις πόλεις, πόσες καταστροφές θα προκύψουν σε πυρηνικά ή πετρελαϊκά εργοστάσια με την αναμενόμενη μόλυνση της φύσης και από ένα επακόλουθο λιμό, μόνο τότε θα φανεί πόσο εκτεθειμένοι είμαστε απέναντι στα αναπάντεχα της φύσης υπό την κυριαρχία του κράτους το οποίο θα αποδιοργανωθεί πλήρως σε μια τέτοια κατάσταση.

Για τις κοινότητες και φυλές με τις οποίες ήρθαν σε επαφή εδώ και τέσσερις με πέντε αιώνες οι αποικιοκράτες ή άλλοι ευρωπαίοι ιεροκήρυκες και περιηγητές, μαθαίνουμε από όσα έχουν καταγραφεί ότι δεν υπήρχε κράτος, νόμος, ιδιοκτησία, χρόνος και έντονος καταμερισμός εργασίας. Ως επί το πλείστον, οι μόνιμα εγκατεστημένες σε μια εδαφική περιοχή κοινότητες, που υπήρξαν και υπάρχουν ορισμένες μέχρι σήμερα, είχαν κάποιου είδους οικιακή καλλιέργεια που τους εξασφάλιζε την τροφή τους, χωρίς να επεμβαίνουν καταστροφικά στο οικοσύστημα. Φυλές και κοινότητες, νομαδικές ή μη, χαρακτηρίζονταν κυρίως από την απλότητα του τρόπου ζωής τους, την ελεύθερη χωρίς εξαναγκασμό δραστηριότητα και από την αλληλοβοήθεια μεταξύ των μελών τους. Η ύπαρξη κάποιου κεντρικού προσώπου σε αυτές τις κοινότητες είχε εντελώς άλλο ρόλο από αυτόν που έχουμε ως εικόνα για το κράτος και την εξουσία σήμερα. Βέβαια, οι κοινότητες αυτές δεν είχαν ένα κοινό καλούπι οργάνωσης, αλλά κάθε μια είχε την δική της εσωτερική ρύθμιση και νοοτροπία. Το μόνο σίγουρο είναι ότι όλες αυτές οι φυλές και κοινότητες είχαν άμεσες διαπροσωπικές σχέσεις και ήταν ελεύθερες, χωρίς να ξέρουν τι είναι θεσμοί και νόμοι ενός κράτους. Τέτοιες κοινότητες είχαν αναπτύξει τις γνώσεις για να αντιμετωπίζουν οποιοδήποτε πρόβλημα είχαν σε σχέση με την υγεία τους, την ένδυση και την διατροφή τους. [1]

Κοινότητες οι οποίες ζούσαν με αυτάρκεια και δίχως κράτος υπήρξαν παράλληλα καθ’ όλη τη διάρκεια του πολιτισμού. Πολλά παραδείγματα τέτοιων κοινοτήτων βρίσκουμε την εποχή του μεσαίωνα στην Ευρώπη.[2] Αλλά και στον εδαφικό χώρο της Ελλάδας τέτοιες κοινότητες υπήρξαν όχι πολύ πίσω στο χρόνο. [3]

Από αναρχική οπτική δεν είναι δυνατό να ταυτιστούμε πλήρως με οποιαδήποτε συμπεριφορά ή τον τρόπο οργάνωσης της όποιας κοινότητας. Δεν είναι σκοπός μας να εξιδανικεύσουμε την έννοια της κοινότητας. Όμως, δεν μπορούμε να αγνοήσουμε το σύνολο της ελεύθερης ανθρώπινης κοινοτικής εμπειρίας που αποτελεί ένα γεγονός μακροχρόνιο. Σήμερα στην εποχή της παγκοσμιοποιημένης κυριαρχίας, των κρατών, της υψηλής τεχνολογίας και βέβαια των τεράστιων δυσμενών καταστάσεων που προκαλούν όλα αυτά, δεν έχουμε παρά να εμπνευστούμε και να διδαχτούμε από τον τρόπο που έζησαν οι άνθρωποι σε ελεύθερες κοινοτικές συνθήκες για τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα. Κι αυτό γιατί μόνο μέσα από απλές διαπροσωπικές σχέσεις, αδιαμεσολάβητες από νόμους και με υλική αυτάρκεια μπορεί να είναι ο άνθρωπος ελεύθερος, χωρίς να καταστρέφει τον φυσικό κόσμο.

Η κοινότητα και η ελεύθερη ομαδοποίηση δίνει την ευκαιρία στους ανθρώπους να αναπτύξουν σχέσεις αμεσότητας, συντροφικότητας, αλληλεγγύης και αλληλοβοήθειας. Ο μικρός αριθμός των ανθρώπων μιας κοινότητας τους βοηθάει να αποφασίζουν από κοινού και να συμμετέχουν σε οποιαδήποτε δραστηριότητα, χωρίς εξειδίκευση και αυθεντίες.

 

Πολιτισμός, κράτος και μαζική κοινωνία πάνε μαζί…

Μια κοινότητα σίγουρα διαφέρει από τη μαζική κοινωνία του πολιτισμού, η οποία αναπαράγει εξ ορισμού αλλοτριωμένες σχέσεις. Το ότι η μαζική κοινωνία επικρατεί σήμερα δεν σημαίνει κιόλας ότι η κοινότητα είναι κάτι το ξεπερασμένο, το οπισθοδρομικό ή το αντικοινωνικό. Κάθε άλλο, στην κοινοτική ζωή μπορούν να αναδειχθούν όλα τα χαρακτηριστικά της αυθεντικής συνύπαρξης, της ατομικότητας και κοινωνικότητας των ανθρώπων. Χαρακτηριστικά που καταστέλλονται από τους θεσμούς του κράτους στη μαζική κοινωνία.

Η επιβολή του κράτους, είτε προήλθε από την καθυπόταξη και την ενοποίηση κοινοτήτων από άτομα προερχόμενα από το εσωτερικό τους, είτε από τις επιδρομές εναντίον των κοινοτήτων και την κατάκτηση τους από άλλα ξένα άτομα, ήταν η αφετηρία για την παράλληλη δόμηση της μαζικής κοινωνίας.

Η χρησιμοποίηση της λέξης «μαζική» δεν αναδεικνύει μόνο την μεγάλη αριθμητική διαφορά της μαζικής κοινωνίας από τον αριθμό των ατόμων μιας κοινότητας. Αλλά και τις αλλοτριωμένες, διαμεσολαβημένες κοινωνικές σχέσεις και την ομογενοποίηση της διαφορετικότητας με την επιβολή μαζικών κοινωνικών προτύπων και μαζικών διαδικασιών.

Η μαζική κοινωνία διαμορφώνεται ταυτόχρονα εκεί όπου δομείται και επιβάλλεται το κράτος. Οι διαφορές της από μια κοινότητα, η οποία δεν ελέγχεται από κάποιο κράτος, είναι πάρα πολλές. Το μέγεθος τους δεν είναι η μοναδική διαφορά τους. Μιλάμε προφανώς για απελευθερωμένες κοινότητες οι οποίες έχουν αυτάρκεια υλικών αγαθών και δεν εξαρτώνται από εξωγενή κέντρα αποφάσεων ή μαζική παραγωγική διαδικασία. Οι σχέσεις των ανθρώπων δεν διέπονται από νόμους, αλλά προέχει η ελευθερία και η απόλαυση της ζωής. Σε αντίθεση με τη μαζική κοινωνία η οποία έχει ανάγκη όπως και να χει ένα κεντρικό μηχανισμό, ο οποίος θα πρέπει να ρυθμίζει και να επιβάλλει το νόμο για να λειτουργήσει συντεταγμένα ο καταμερισμός εργασίας και γενικά οι υπηρεσίες και η παραγωγή.

Η δόμηση κράτους και η διαμόρφωση της μαζικής κοινωνίας δεν θα προέκυπταν εάν δεν υπήρχαν ταυτόχρονα μια αλυσίδα από γεγονότα, όπως η εξημέρωση ζώων και φυτών, η συστηματοποίηση της γεωργίας, το κτίσιμο οχυρωμένων πόλεων και η ύπαρξη εκμεταλλευτών και εκμεταλλευόμενων. Από την στιγμή που σχηματίζεται το κράτος, ακολουθεί η υποδούλωση και η εκμετάλλευση άλλων ελεύθερων κοινοτήτων.

Θα ήταν αδύνατο μέχρι τώρα να μιλάμε για κράτος δίχως την συγκέντρωση μεγάλου πληθυσμού σε μια εδαφική περιοχή και την ύπαρξη πόλης. Μιλώντας όμως, για τα πρώτα κράτη μιλάμε ευθέως για πόλεις-κράτη. Από τότε η πόλη και τα περίχωρα της είναι ο ζωτικός χώρος της μαζικής κοινωνίας. Οι πόλεις-κράτη διαμεσολάβησαν στην αργή φυσική εξέλιξη των ανθρώπινων κοινοτήτων επιβάλλοντας νόμους και θεσμούς. Μέσα στους αιώνες ο κρατικός μηχανισμός πήρε διάφορες μορφές, μέσα σε διάφορα οικονομικά συστήματα. Παρά τις όποιες μορφές του, με την χρήση της βίας, των νόμων και των θεσμών, το κράτος διαχώριζε τον χώρο της πόλης και της υπαίθρου. Ο εξαναγκασμός του μεγάλου πληθυσμού της υπαίθρου να δουλεύει για να θρέφονται οι κάτοικοι-πολίτες της πόλης, όπως και οι μηχανισμοί του κράτους ήταν κανόνας. Η εκμετάλλευση των αγροτών στην ουσία ενδυνάμωνε την πολεμική μηχανή και το κύρος του κράτους στον επεκτατικό του πόλεμο και τον εκμεταλλευτικό του ρόλο.

Στον δυτικό πολιτισμό ο μετασχηματισμός και η εξάπλωση των κρατών και γενικά της κυριαρχίας ήταν ραγδαία. Οι επιστημονικές ανακαλύψεις και οι τεχνολογικές εφαρμογές τους, με την εκβιομηχάνιση της παραγωγής ίσως την πιο κομβική στιγμή, μετασχημάτισαν την κυριαρχία δίνοντας στον μηχανισμό του κράτους μεγαλύτερες δυνατότητες ελέγχου και επέκτασης.

Οι φιλοσοφικές απόψεις των διαφωτιστών γύρω από την υπέρτατη αξία της προόδου και η άνοδος της αστικής τάξης η οποία επικύρωσε αυτές τις αντιλήψεις αρχικά στην Ευρώπη, οδήγησαν σε ταχύτατες αλλαγές και εν τέλει σε ένα νέο τρόπο οργάνωσης της κοινωνίας. Η ραγδαία αστικοποίηση, που επήλθε σχεδόν ταυτόχρονα με την εκβιομηχάνιση της παραγωγής, ήταν η αρχή της επιβολής ενός μαζικού προτύπου ζωής, κατακερματισμένων διαδικασιών και νέων διαχωρισμών. Την αστικοποίηση της Δυτικής Ευρώπης και των ΗΠΑ ακολούθησαν και άλλες χώρες ταυτόχρονα με την εκβιομηχάνιση τους.

Αν κοιτάξουμε τους τελευταίους αιώνες, θα δούμε ότι η μαζική κοινωνία μεγάλωσε ταχύτατα λόγω της αστικοποίησης και της εκμηχάνισης που μεθόδευσε η κυριαρχία. Η μαζική κοινωνία και οι πόλεις δεν υπήρχαν στο βαθμό που υπάρχουν σήμερα, ειδικά πριν την βιομηχανική επανάσταση. Μόλις το 1800, στην Ευρώπη, οι πόλεις που είχαν πληθυσμό πάνω από εκατό χιλιάδες ανθρώπους ήταν 22, ενώ από αυτές ελάχιστες ξεπερνούσαν τις διακόσιες χιλιάδες. Αντίθετα σήμερα σε όλο τον πλανήτη υπάρχουν πόλεις πολλών εκατομμυρίων, ενώ ο μισός πληθυσμός της Γης είναι συγκεντρωμένος στις πόλεις.

Η επίδραση των τεχνολογικών μέσων στην ζωή των ανθρώπων, όπως και στο σώμα του πλανήτη, ήταν και είναι τεράστια μετά την βιομηχανική επανάσταση. Οι μηχανές, αρχικά με την χρήση του ξυλάνθρακα αντικατέστησαν κατά χιλιάδες τα εργατικά χέρια. Παράλληλα, νέες μορφές εκμετάλλευσης και ελέγχου αναδείχθηκαν και ο φυσικός κόσμος αρχίζει να καταστρέφεται εντατικά.

Τα τεχνολογικά μέσα διευκόλυναν την επέκταση του πολιτισμού και της κυριαρχίας επιβάλλοντας νέα πρότυπα κοινωνικής οργάνωσης σε περιοχές στις οποίες οι άνθρωποι ζούσαν στους ρυθμούς της υπαίθρου και της φύσης γενικότερα.

Με την αστικοποίηση χάνεται η άμεση επαφή με τον φυσικό κόσμο και η όποια διαβίωση χωρίς την εξάρτηση από το κράτος. Παράλληλα, με την εφεύρεση των μηχανοκίνητων μεταφορικών μέσων διευκολύνεται ο έλεγχος από το κράτος των κοινοτήτων και των ανθρώπων της υπαίθρου.

Η βιομηχανική παραγωγή, όπως και όλες οι υπηρεσίες του τριτογενούς τομέα παραγωγής στις σύγχρονες πόλεις, απαιτούν συγκεκριμένες ρυθμίσεις. Η πειθαρχία στους κανόνες της πόλης και της παραγωγής, ο καθορισμός των φυσικών κινήσεων και λειτουργιών του ανθρώπου, ο συγχρονισμός και προγραμματισμός ολόκληρης της μαζικής κοινωνίας είναι προϋποθέσεις για την εύρυθμη λειτουργία του βιομηχανικού συστήματος.

Μόνο ένας κρατικός μηχανισμός μπορεί να ρυθμίσει ένα σύνολο από διεθνείς συμβάσεις οι οποίες θα εξασφαλίζουν την τροφοδοσία της μαζικής κοινωνίας και των πόλεων με ενέργεια και νέα τεχνολογία, έτσι ώστε να λειτουργεί το σύστημα. Το κράτος και μόνο αυτό μπορεί να επιβάλλει την τάξη στο εσωτερικό της χώρας, όπως και να διευθύνει και να επιβάλλει διάφορους μηχανισμούς και θεσμούς που εξυπηρετούν το υπάρχον.

Έτσι όπως δομήθηκε η σημερινή συγκυρία μέσα στη μαζική κοινωνία την οποία ζούμε, κάθε θεσμός και λειτουργία του κράτους είναι κομβικής σημασίας για την ύπαρξη του συστήματος. Ο συστηματοποιημένος καταμερισμός εργασίας και η εξειδίκευση έχει ως συνέπεια την πολυπλοκότητα των ρόλων, των ιδιοτήτων και των σχέσεων των ανθρώπων. Ο συγχρονισμός και ο συνεχής εκσυγχρονισμός της μαζικής κοινωνίας είναι μονόδρομος για την αναπαραγωγή του συστήματος.

Όλο αυτό το εξουσιαστικό πλέγμα είναι αδύνατο να αλλάξει σε μερικό επίπεδο ή να μεταρρυθμιστεί προς μια απελευθερωτική προοπτική, επειδή αποτελείται από αλληλεξαρτώμενα μέρη. Το κράτος και η μαζική κοινωνία σήμερα υπάρχουν μόνο χάρη στην πλήρη αλληλεξάρτηση τους.

Υπάρχει η άποψη που υποστηρίζει ότι το κράτος ταυτίζεται με τη μαζική κοινωνία. Υπάρχει και μια δεύτερη άποψη η οποία θεωρεί ότι το κράτος διαχωρίζεται απόλυτα από τη μαζική κοινωνία. Στην πραγματικότητα όμως, η μαζική κοινωνία ούτε ταυτίζεται, ούτε μπορεί να διαχωριστεί από τον θεσμό του κράτους ως αυθύπαρκτο μόρφωμα. Επειδή μαζική κοινωνία και κράτος υπάρχουν χάριν στην αλληλεξάρτησή τους, για αυτό και έχουν κοινή ιστορία, την ιστορία του πολιτισμού.

Όταν μιλάμε για τους ανθρώπους που αποτελούν την μαζική κοινωνία, στους οποίους επιβάλλεται το κράτος, δεν μιλάμε απλά για φυσικές οντότητες που συνάπτουν μεταξύ τους ελεύθερες σχέσεις. Μιλάμε για εξατομικευμένα πρόσωπα, φορείς κάποιων ρόλων και ιδιοτήτων. Μιλάμε για πολίτες με δικαιώματα και υποχρεώσεις, για ιδιοκτήτες, για ψηφοφόρους, για εργάτες ή εργοδότες, για καταναλωτές, για κρατικούς ή ιδιωτικούς υπάλληλους, για αξιωματούχους και εντολοδόχους. Ουσιαστικά μιλάμε για ένα πλέγμα διάχυτων εξουσιαστικών σχέσεων και ρόλων που στηρίζονται αλλά και στηρίζουν τη κρατική μηχανή και την μαζική εξουσιαστική κοινωνία. Υπό συνθήκες μη ύπαρξης κράτους και θεσμών, ουδέποτε οι άνθρωποι θα ανέπτυσσαν τους ρόλους που επιβάλλει η κυριαρχία και ούτε θα έφτιαχναν μορφώματα όπως είναι η μαζική κοινωνία, η οποία δομείται και στηρίζεται στους θεσμούς και τους νόμους που επιβάλλει και αναπαράγει η κρατική μηχανή. Αντί αυτού οι άνθρωποι θα δημιουργούσαν ελεύθερες αδιαμεσολάβητες σχέσεις και κοινότητες, όπως έκαναν πριν την επιβολή του κράτους.

Όσο το κράτος διαιωνίζει και απλώνει τους νόμους και τους θεσμούς του, τόσο εγκλωβίζονται στο πλέγμα του οι ανθρώπινες σχέσεις. Η φυσική εξέλιξη των πραγμάτων παίρνει λανθάνουσα τροπή, η ελεύθερη κοινότητα εξαλείφεται και η μαζική κοινωνία διογκώνεται και επεκτείνεται.

Πιο ισχυρό μέσο από την τεχνολογική πρόοδο για την επέκταση και εδραίωση των θεσμών και των νόμων του κράτους δεν θα μπορούσε να υπάρξει. Η πολυπλοκότητα της βιομηχανικής παραγωγής, του καταμερισμού εργασίας και η εξειδίκευση που απαιτείται, αντικατοπτρίζουν στις μέρες μας την μηχανοποίηση του τρόπου ζωής και τους μηχανισμούς του κράτους. Η ανθρώπινη ύπαρξη μετατρέπεται σε γρανάζι και η μαζική κοινωνία προσομοιάζεται με εργοστάσιο που τον κεντρικό ρυθμιστή και επιβλέποντα ρόλο έχει το κράτος.

Σήμερα δεν υπάρχουν «κλειστά» κράτη, αλλά ένα παγκόσμιο σύμπλεγμα εξουσίας. Με την πολεμική βιομηχανία, τα υπερσύγχρονα μέσα μεταφοράς και τις τηλεπικοινωνίες, το «κοινωνικό εργοστάσιο» έχει επεκταθεί έξω από τα σύνορα του μεμονωμένου κράτους. Το οικονομικό σύστημα και ο οικονομισμός πειθαρχούν και διευκολύνουν την επέκταση της ενιαίας κυριαρχίας.

Σε αυτή την παγκοσμιοποιημένη συγκυρία η κάθε χώρα έχει και τον δικό της ρόλο και οικονομική θέση, έτσι όπως καθορίστηκε μέσα από τα διάφορα ιστορικά γεγονότα σε ένα βάθος χρόνου (πχ αποικιοκρατία). Οι οικονομικές διαφοροποιήσεις και η εκμετάλλευση αλλάζουν από χώρα σε χώρα, με αποτέλεσμα να μιλάμε για ανεπτυγμένες χώρες και αναπτυσσόμενες χώρες του Τρίτου κόσμου. Κάποιες χώρες παίζουν τον ρόλο του καταναλωτή προϊόντων που παράγονται σε φτωχές χώρες υπό την εξουσία πολυεθνικών εταιριών. Υπάρχουν χώρες οι οποίες παράγουν πυρηνικά απόβλητα και χώρες που παίζουν τον ρόλο του εισαγωγέα πυρηνικών απόβλητων. Ακόμα, υπάρχουν χώρες όπου η φτώχεια προσδιορίζεται από το ότι κάποιος δεν έχει χρήματα να αγοράσει τηλεόραση ή αμάξι, ενώ σε άλλες χώρες από το αν κάποιος λιμοκτονεί ή όχι.

Κατ’ αυτόν τον τρόπο δομείται συνεχώς μπροστά μας μια κατάσταση παγκοσμιοποιημένου ελέγχου και αλληλεξάρτησης, όπου τα κράτη ενοποιούνται μέσω της οικονομίας και της τεχνολογίας. Παράλληλα ο τρόπος ζωής μας καθορίζεται και διαμορφώνεται από αυτή την αλληλεξάρτηση. Μια παγκόσμια μαζική κοινωνία, στην οποία οι οικονομικές διαστρωματώσεις και τάξεις διαφαίνονται πιο ξεκάθαρα όχι στο εσωτερικό μιας χώρας, αλλά από χώρα σε χώρα.

 

Προς την καταστροφή του κράτους και την αποδιοργάνωση της μαζικής κοινωνίας…

Η μαζική κοινωνία παρά του ότι διαμορφώθηκε ως τέτοια χάριν στην διαμεσολάβηση της οργανωμένης εξουσίας στις ανθρώπινες σχέσεις και στην σχέση των ανθρώπων με τη φύση, δεν είναι ένα ομοιογενές σώμα αιώνια υποταγμένων ανθρώπων. Η μαζική κοινωνία παρά την όποια εξάρτηση της με τους μηχανισμούς του κράτους, κουβαλάει μέσα της ταυτόχρονα με την υποταγή της, την ίδια της την άρνηση, την θέληση για απελευθέρωση και την καταστροφή της εξουσίας. Η μαζική κοινωνία, ως ένα συστατικό αλλά και αποτέλεσμα του πολιτισμού πάσχει από ισχυρές αντιφάσεις μεταξύ φυσικής κατάστασης και επιβεβλημένων νόμων.

Η πραγματικότητα είναι ότι η μαζική κοινωνία δεν ήταν ένα ελεύθερο μόρφωμα το οποίο σκλαβώθηκε κάποια στιγμή από το κράτος. Αυτό που υπήρχε ήταν κοινότητες και μικρές ομαδοποιήσεις ανθρώπων χωρίς κράτος. Χωρίς την επιβολή της εξουσίας είναι αδύνατο να υπάρξει η μαζική κοινωνία, γι’ αυτό σε ένα απελευθερωμένο κόσμο δεν θα υπάρχει μαζοποίηση. Με την καταστροφή του κράτους η μαζική κοινωνία θα αποδιοργανωθεί σε ταυτόχρονο χρόνο. Αν υπάρχει ο σπόρος της απελευθέρωσης τότε οι άνθρωποι δεν θα επανιδρύσουν το κράτος (αν μπορούν βέβαια), αλλά θα σχηματίσουν ελεύθερες κοινότητες ενάντια στην εξουσία. Η διάλυση των θεσμών θα ακυρώσει τις συνθήκες εκμετάλλευσης και επιβολής, την πειθαρχία και τη μαζοποίηση. Σε μια τέτοια συνθήκη οι άνθρωποι θα αναζητήσουν έναν ελεύθερο και φυσικό τρόπο διαβίωσης. Απ’ την άλλη, αν η μαζική κοινωνία αποδιοργανωθεί λόγω κάποιου πολέμου ή μιας φυσικής καταστροφής και όχι μιας απελευθερωτικής διαδικασίας, τότε τα αποτελέσματα εκτός από οδυνηρά για τους ανθρώπους που θα είναι εγκλωβισμένοι κυρίως στις πόλεις, ενδέχεται σε ένα μετέπειτα στάδιο, αντί να αναζητήσουν μια απελευθερωτική διέξοδο από τις κρατικές δομές, να οδηγηθούν στην επανίδρυσή τους.

Οπότε είναι κάτι παραπάνω από σημαντικό να διαχυθούν οι αναρχικές απόψεις και πρακτικές για έναν κόσμο αν-εξούσιο και αρμονικής φυσικής συμβίωσης.

 

Η ατομικότητα και η συλλογικότητα.

Οι αγέλες και οι μικρές ομάδες αποτέλεσαν την πρώτη μορφή ανθρώπινης συνύπαρξης. Οι φυλές και οι κοινότητες αποτέλεσαν την επόμενη μορφή. Ο άνθρωπος, σε αντίθεση με μερικά άλλα ζώα, ζει μαζί με άλλους ανθρώπους και όχι μοναχικά. Με την αλληλοβοήθεια οι άνθρωποι, όπως και άλλα ζώα, κατάφεραν να επιβιώσουν μέχρι σήμερα. Η αλληλοβοήθεια ήταν αυτό που βοήθησε τους ανθρώπους να ανταπεξέλθουν στις όποιες δυσκολίες συναντούσαν. Αυτό δεν σημαίνει, όμως, ότι ο ανταγωνισμός δεν υπήρχε στις σχέσεις των ανθρώπων.

Η άποψη του Tomas Hobbes, που ήθελε τους ανθρώπους πριν την επιβολή του κράτους σε ένα διαρκή πόλεμο, δεν ευσταθούν. Απλά, αν είχε δίκαιο ο Hobbes, τότε το ανθρώπινο είδος δεν θα κατάφερνε να επιβιώσει τόσα εκατομμύρια χρόνια στα οποία δεν υπήρχε κράτος, αφού οι άνθρωποι θα αλληλοεξοντώνονταν.

Σε συνθήκες κατά τις οποίες ο άνθρωπος συμβιώνει σε μια ομάδα ή κοινότητα όπου το κράτος και η εξουσία δεν υφίστανται, τότε η διαφορετικότητα και η μοναδικότητα του αναδεικνύεται συνθετικά και συμπληρωματικά με τα αντίστοιχα χαρακτηριστικά των άλλων ατόμων. Η ανιδιοτέλεια, το μοίρασμα της τροφής και η ανταλλαγή δώρων χαρακτήριζε έντονα τις σχέσεις που ανέπτυξαν οι άνθρωποι που έζησαν χωρίς κράτος. Σε αντίθεση με τον ανταγωνισμό, τους διαχωρισμούς και τις διακρίσεις που προωθεί η εξουσία. Οι σχέσεις που διαμορφώνονται σε συνθήκες ελευθερίας είναι τέτοιες που δεν ενθαρρύνουν τον ατομοκεντρισμό και την ιδιοτέλεια να εξελιχθούν. Σε τέτοιες καταστάσεις που το «δικό μου» και το «δικό σου» δεν υπάρχει, τότε ενθαρρύνεται το «εμείς» έναντι του ατομοκεντρισμού. Η ατομικότητα βρίσκει την εκπλήρωση της στην ελεύθερη συλλογικοποίηση και τις αδιαμεσολάβητες από την εξουσία σχέσεις. Φαίνεται ότι όταν δεν επιβάλλονται θεσμικοί διαχωρισμοί, οι ανθρώπινες σχέσεις τείνουν προς την σύνθεση και όχι τον κατακερματισμό και την υποταγή.

Οι ιδιότητες και οι ρόλοι που πρέπει να ενσαρκώσουν οι άνθρωποι υπό συνθήκες κυριαρχίας, έχουν καταλυτική σημασία για τη διαμόρφωση της προσωπικότητας τους (όχι όμως απόλυτη), αφού απωθείται και καταστέλλεται η ελεύθερη ανάπτυξη του εαυτού. Όλοι οι ρόλοι που οφείλει να πάρει ο άνθρωπος στα πλαίσια της μαζικής κοινωνίας, είναι καλούπια του κράτους τα οποία μόνο αυτό μπορεί να νομιμοποιήσει. Καταστρέφοντας το κράτος οι επιβεβλημένοι ρόλοι θα καταστραφούνε μαζί του και τα μέχρι πρότινος διαχωρισμένα από τους θεσμούς άτομα θα αρχίσουν να συνθέτουν σχέσεις βασισμένες κυρίως στην ελευθερία και την αλληλοβοήθεια.

Με τις απόψεις των διαφωτιστών και των οικονομολόγων του 18ου αιώνα έγινε η προώθηση των ατομικών δικαιωμάτων και της ατομικής ιδιοκτησίας. Έτσι, μετά και την Γαλλική επανάσταση, εξυψώθηκε ο μεμονωμένος άνθρωπος σε ένα «αυθύπαρκτο ον» που κινείται στον κόσμο με βάση τους νόμους της «ελεύθερης αγοράς».

Από την πρώτη μέρα της ζωής του ο άνθρωπος, στη σύγχρονη μαζική κοινωνία, γίνεται για το κράτος ένα αντικείμενο που πρέπει να διευθετηθεί και να αρχειοθετηθεί στα «ράφια» της γραφειοκρατίας του. Η εξατομίκευση γίνεται από πολύ νωρίς, από την πρώτη κιόλας καταγραφή ενός ατομικού κωδικού και ενός κρατικού εγγράφου το οποίο πιστοποιεί ότι γεννήθηκε. Ακολούθως, η ζωή του κάθε ανθρώπου βαδίζει τον ατομικό της δρόμο τον οποίο διαμόρφωσε προηγουμένως η κυριαρχία. Μια ατομική σταδιοδρομία στο σχολείο ή και το πανεπιστήμιο, πάντα με την ατομική αξιολόγηση και ανέλιξη. Μια ατομική αστυνομική ταυτότητα θα πρέπει να βρίσκεται πάνω σου, ότι κι αν κάνεις έξω απ’ τον ιδιωτικό σου χώρο. Ένα σωρό έγγραφα θα πρέπει να πιστοποιούν την ατομική σου υπόσταση, το τι έκανες στη ζωή σου, πόσα χρωστάς στην τράπεζα, ποια είναι η δουλεία σού και άλλα προσωπικά στοιχεία.

Το κράτος θέλει να ελέγξει την ατομικότητα εμποδίζοντας τον μεμονωμένο άνθρωπο να δημιουργεί σχέσεις που να διέπονται από ελευθερία, διαμεσολαβώντας όσο πιο πολύ μπορεί στις σχέσεις του με τους άλλους ανθρώπους και τη γη. Παράλληλα κάνοντας ιδεολογικό πόλεμο προσπαθεί να ισοπεδώσει κάθε έννοια ελεύθερης έκφρασης και σκέψης από τα πρώτα στάδια της ζωής του ατόμου. Μέσα στο πλέγμα των θεσμών, η αμοιβαιότητα και η αμεσότητα των ανθρώπινων σχέσεων εμποδίζονται να αναπτυχθούν. Παρ’ όλα αυτά η κυριαρχία δεν μπορεί να σβήσει τόσο εύκολα την θέληση για ελευθερία που συνεπάγεται τη θέληση για παύση κάθε εκμετάλλευσης. Έτσι πολλές φορές η ατομικότητα παραμένει η τελευταία νησίδα από την οποία μπορεί να ξεκινήσει ένας αγώνας ενάντια στην εξουσία για την επανάκτηση ενός ελεύθερου τρόπου συνύπαρξης με άλλους ανθρώπους και το φυσικό κόσμο.

Η ταυτόχρονη εξατομίκευση και μαζοποίηση των ανθρώπων δομούν την μαζική κοινωνία. Το κοινωνικό σώμα που αντανακλά σήμερα την λειτουργία του βιομηχανικού-τεχνολογικού συστήματος αποτελείται από άτομα που σχηματίζουν ευρύτερα σύνολα ανταγωνιστικά το ένα προς το άλλο, πλέκοντας μεταξύ τους σχέσεις εξουσίας. Εντός όμως του κοινωνικού σώματος πάντα υπάρχει η επιλογή και η απόφαση για την άρνηση της εξουσιαστικής συνθήκης. Ουσιαστικά η εξεγερτική απόπειρα για απελευθέρωση ξεκινά σε ατομικό επίπεδο με την άρνηση των ρόλων και των θεσμών που δόμησε η κρατική μηχανή και αναπαράγονται στο εσωτερικό της μαζικής κοινωνίας. Εξεγερτική απόπειρα η οποία για να είναι αποτελεσματική, οφείλει να έχει την τάση προς τη συλλογικοποίηση της και την ευρύτερη εξάπλωση της εντός του κοινωνικού σώματος.

Το κράτος στοχοποιεί την κάθε ατομικότητα εξαναγκάζοντάς την να εκφραστεί μέσα από τα δικά της κανάλια (πχ. ατομική ιδιοκτησία) αλλοτριώνοντας τη. Παράλληλα, προωθώντας ιδανικά πρότυπα συμπεριφοράς και κοινωνικά status, ελέγχει και μαζοποιεί κατασκευάζοντας ένα ομοιογενές απρόσωπο σύνολο από παραγωγούς και καταναλωτές. Η μαζοποίηση και η ομογενοποίηση έχει να κάνει με την καταστροφή της διαφορετικότητας και την επιβολή ενός τρόπου ζωής και κουλτούρας που να εξυπηρετεί την κυριαρχία.

Προφανώς και η έννοια της ατομικότητας δεν καταλύεται, αλλά αναδεικνύεται με παραμορφωμένο και αλλοτριωμένο τρόπο. Στο ίδιο μοτίβο, η κυριαρχία κινείται ενάντια στην ελεύθερη συλλογικοποίηση. Η ομαδοποίηση και η κοινωνικοποίηση δεν είναι έννοιες ξένες προς την κυριαρχία. Κάθε άλλο, προσπαθεί μέσα από τις διαδικασίες της να διεξάγονται στα κανάλια που έχει ορίσει η ίδια. Η κοινωνικότητα δεν καταργείται, αλλά δομείται, διαμεσολαβείται και αναπαράγεται σύμφωνα με τις κατευθυντήριες γραμμές της κυριαρχίας. Η έννοια του συλλογικού, επίσης, δεν χάνεται, αλλά ανακατασκευάζεται από τις ανάγκες της κυριαρχίας για τον περεταίρω έλεγχο και διευθέτηση των σχέσεων του κοινωνικού σώματος με βάση την άθροιση εξατομικευμένων ανθρώπων, που ο καθένας έχει τον ρόλο του.

Στη μαζική κοινωνία, αφού ο άνθρωπος εξατομικεύεται από τους θεσμούς, παράλληλα μαζοποιείται μέσα στις διαδικασίες που αναπαράγουν το σύστημα, όπως είναι η μαζική εκπαίδευση, η μαζική παραγωγή και κατανάλωση, το μαζικό θέαμα, οι μαζικές πολιτικές δομές, τα μέσα μαζικής ενημέρωσης. Αντίθετα σε μια ελεύθερη κοινότητα τα πράγματα προφανώς και παίρνουν άλλη πλοκή. Η σύνθεση της διαφορετικότητας γίνεται μέσα από την αυθόρμητη αλληλεπίδραση μεταξύ των μεμονωμένων ατόμων και όλων μαζί με τον φυσικό κόσμο που τους περιβάλλει.

Όταν το κράτος υπονομεύει την ελεύθερη σύνθεση και προωθεί εξαναγκαστικά τη συνάθροιση των ατομικών δεξιοτήτων με βάση μαζικά πρότυπα, τότε είναι που τα μεμονωμένα άτομα προσομοιάζουν με τον ρόλο των γραναζιών μιας μηχανής. Η εικόνα που έχει σήμερα η μαζική κοινωνία έχει διαμορφωθεί από την κρατική διαμεσολάβηση στις σχέσεις των ανθρώπων. Μέσα από τον εξαναγκασμό των ρόλων, τον έλεγχο, την πειθαρχία και την εξάρτηση, δομήθηκε η κοινωνική πραγματικότητα τόσο στον ελλαδικό χώρο όσο και σε παγκόσμιο επίπεδο, με βάση μια διακρατική αλληλεξάρτηση. Οπότε η έννοια του «κοινωνικού εργοστασίου» που αναφέρθηκε παραπάνω δεν αναφέρεται σε μια συγκεκριμένη εδαφική περιοχή, αλλά έχει παγκόσμιες διαστάσεις.

Καταστρέφοντας τις δομές της κυριαρχίας, οι υπάρχουσες συνθήκες, η παρούσα συγκρότηση της ατομικότητας και η οργάνωση της μαζικής κοινωνίας θα διαλυθούν. Οπότε το να θέλουμε να οργανωθεί η μαζική κοινωνία με ελεύθερο τρόπο είναι κάτι το αντιφατικό, επειδή η ύπαρξη της βασίζεται στον εξαναγκασμό και την επιβολή. Οι θεσμοί του κράτους, αν μιλάμε για μια απελευθερωτική αναρχική κατεύθυνση, δεν μπορούν να αντικατασταθούν από «ελεύθερους θεσμούς». Η απελευθερωτική προοπτική στοχεύει στην καταστροφή των θεσμών του κράτους, με σκοπό να δημιουργηθούν οι συνθήκες στις οποίες ελεύθεροι άνθρωποι θα ζουν με απλό και φυσικό τρόπο, συνθήκες όπου η ατομικότητα και η συλλογικότητα θα εκφράζονται ελεύθερα.

Δεν έχουμε σκοπό του αγώνα μας ούτε την αντικατάσταση του κράτους ούτε τη συντήρηση της μαζικής κοινωνίας με τη λεγόμενη «από τα κάτω» οργάνωση και τη συνεπακόλουθη αναδόμηση των θεσμών. Η εναντίωση μας δεν στοχεύει γενικά κι αόριστα στο κοινωνικό σώμα, αλλά στους θεσμούς που συντηρούν τη μαζοποίηση και την υποταγή. Προφανώς και η κοινωνία αποτελείται από ζωντανά ανθρώπινα πλάσματα (μέρος της οποίας είμαστε όλοι) τα οποία δεν είναι γενικά κι αόριστα υπαίτιοι ή μη υπαίτιοι των συνθηκών που έχουν δομηθεί. Η εναντίωσή μας στοχεύει στο κράτος και τις δομές του, τους θεσμούς και τις εξουσιαστικές συμπεριφορές έτσι όπως διαχέονται και αναπαράγονται στη μαζική κοινωνία.

Μια κριτική ανάλυση δεν μπορεί να βασίζεται σε προκαθορισμένα πλαίσια και προκαταλήψεις περί καλής ή κακής κοινωνίας. Η κριτική μας απέναντι στη μαζική κοινωνία και το κράτος πρέπει να γίνεται πέρα από ιδεολογικές αγκυλώσεις, για να μπορεί να αποτελεί μέρος ενός συνολικού και πραγματικού αγώνα για την απελευθέρωση και την αναρχία.

 

Κοινότητα και αναρχία

Η σύνδεση των δύο λέξεων, της κοινότητας και της αναρχίας, δεν είναι ένα αυθαίρετο πάντρεμα εννοιών. Η έννοια της κοινότητας συνδέεται με την αναρχία από τη στιγμή που μόνο σε κοινότητες μπορεί να υπάρξει η πραγμάτωση ενός ελεύθερου τρόπου ζωής, χωρίς τον καταναγκασμό της οργανωμένης εξουσίας. Κατά μια έννοια, μιλώντας για αναρχία θα έπρεπε να είναι αυτονόητο ότι μιλάμε για συγκρότηση κοινοτήτων κι όχι για διαχείριση της μαζικής κοινωνίας. Έτσι, το πρόταγμα για τη δημιουργία ελεύθερων κοινοτήτων είναι αδιάσπαστο από το πρόταγμα της αναρχίας.

Τι σημαίνει όμως κοινότητα από την αναρχική οπτική; Όπως αναφέρθηκε, σε κοινότητες διαβιούσαν άνθρωποι για χιλιάδες χρόνια και διαβιούν ακόμα και σήμερα. Κατά βάση στις διάφορες πρωτόγονες φυλές, οι σχέσεις των ανθρώπων διέπονταν από ελευθερία και οι σχέσεις της φυλής με τον φυσικό κόσμο ήταν κατά βάση αρμονική, εξασφαλίζοντας με αυτόν τον τρόπο τη βιωσιμότητα της κοινότητας και του οικοσυστήματος.

Σήμερα, υπάρχουν κοινότητες οι οποίες είναι υπό τον κρατικό έλεγχο και συνδεδεμένες με το διεθνές οικονομικό σύστημα. Μιλάμε για χωριά ενταγμένα στον πολιτισμό και τα οποία έχουν κρατικό υπόβαθρο, σχολεία, αστυνομία, εκκλησία, ιδιοκτησία. Οι κάτοικοί τους έχουν την ιδιότητα του πολίτη, είναι ιδιοκτήτες, εργάτες ή οτιδήποτε άλλο στα πλαίσια της μαζικής κοινωνικής οργάνωσης. Αυτά τα χωριά αν και θα μπορούσαν να ζήσουν με υλική αυτάρκεια, σήμερα κυρίως, λόγω της τεχνολογικής προόδου και του μοντέλου διαβίωσης που προωθεί, είναι «υποχρεωμένα» για να καλύπτουν τις διάφορες πλαστές ανάγκες τους, να συναλλάσσονται και να εξαρτιόνται από τις δομές της κυριαρχίας.

Υπήρξαν και υπάρχουν μέχρι σήμερα ανά τον κόσμο κοινότητες, που ναι μεν περιβάλλονται από το κράτος, δεν έχουν όμως την τεχνολογική διασύνδεση κι εξάρτηση από το σύστημα. Κατά αυτόν τον τρόπο διατηρούν την ανεξαρτησία τους και την υλική τους αυτάρκεια. Βέβαια σε μια τέτοια συνθήκη δεν σημαίνει κιόλας ότι δεν αναπαράγονται εξουσιαστικές σχέσεις και συμπεριφορές οποιουδήποτε είδους.

Αφού απορρίπτουμε τη διατήρηση του κράτους, από το οποίο πηγάζει και η συστηματοποιημένη εκμετάλλευση, κατ’ επέκταση απορρίπτουμε και την πόλη που είναι ο τόπος ύπαρξης της μαζικής κοινωνίας. Επειδή χωρίς κράτος δεν μπορεί να υπάρξει ούτε η πόλη, ούτε οι μηχανισμοί καταμερισμού εργασίας κι εξειδίκευσης που συντηρούν την εξόρυξη ορυκτών, την παραγωγή ενέργειας και συνολικά τη συντήρηση και λειτουργία της βιομηχανίας και των τεχνολογικών προϊόντων-συσκευών.

Για να υπάρχει μια πόλη χρειάζεται όπως και να’ χει εξαναγκασμός, πειθαρχία και κοινωνικός έλεγχος. Εν αντιθέσει, μιλώντας για ελεύθερες κοινότητες, προφανώς δεν μιλάμε για μια επιλογή μέσα από ένα σύνολο πολλών επιλογών. Μιλάμε για τη μοναδική επιλογή προς την κατεύθυνση μιας ελεύθερης ζωής χωρίς κανενός είδους εξαναγκασμό κι εκμετάλλευση. Μια κοινότητα μπορεί να υπάρχει με βάση εξουσιαστικές σχέσεις. Όμως αυτό που τη διαφοροποιεί από την πόλη είναι το ότι η κοινότητα μπορεί να υπάρξει και χωρίς εξουσιαστικές σχέσεις. Οι κοινότητες που προτάσσουμε προφανώς δεν θα αναπαράγουν κυριαρχικές σχέσεις.

Μια ελεύθερη κοινότητα για να υπάρχει ως τέτοια θα πρέπει να έχει τη στοιχειώδης αυτάρκεια για την κάλυψη των απαραίτητων για την ανθρώπινη διαβίωση. Οι σχέσεις των ανθρώπων να είναι απλές, όπως και οι ανάγκες τους. Ο μικρός αριθμός των ανθρώπων της κοινότητας θα διευκολύνει τις συνελεύσεις τους και ο καθένας θα μπορεί να εκφέρει άποψη για οποιοδήποτε ζήτημα. Δεν θα υπάρχει οικονομικό σύστημα, γραφειοκρατία, αντιπρόσωποι, συντεχνίες και μαζικές δομές. Μια μη ανθρωποκεντρική αντίληψη θα συνδέει τους ανθρώπους με τη γη και τα άλλα στοιχεία της φύσης.

Σε ένα ελεύθερο κόσμο το τεχνολογικό σύστημα με τις “ανέσεις”, έτσι όπως εξελίχτηκαν στον δυτικό πολιτισμό, προφανώς και δεν θα υπάρχει. Αρχικά επειδή, για να υπάρχει τεχνολογικό σύστημα θα πρέπει να δομηθούν σχέσεις εξουσίας που θα καταμερίζουν την εργασία και θα προωθούν την εξειδίκευση, θα χρειάζονται σχολεία, πανεπιστήμια, επιστημονικά κέντρα και πειράματα. Κυρίως όμως, θα πρέπει να παράγεται πολλή ενέργεια και να υπάρχουν οι πρώτες ύλες για την λειτουργία των μηχανών. Αυτό πάλι συνεπάγεται την δημιουργία ενός παγκοσμιοποιημένου δικτύου εξόρυξης και διανομής υδρογονανθράκων, που σημαίνει ταυτόχρονα αδιάκοπη λεηλασία της φύσης και ύπαρξη εκμεταλλευτών και εκμεταλλευόμενων. Το τεχνολογικό σύστημα δεν μπορεί να αναπαραχθεί χωρίς την επιβολή της τεχνοκρατίας και συνεπώς της κεφαλαιοκρατίας. Προφανώς για μια κοινότητα που θέλει να ζει με αυτάρκεια, ελευθερία και σεβασμό προς την γη είναι αδύνατο να αναπαράγει το τεχνολογικό σύστημα.

Υπάρχουν διάφορες αριστερές συνιστώσες που προτείνουν την μετάβαση από το σημερινό μοντέλο διαβίωσης στις πόλεις σε ένα πιο αποκεντρωμένο μοντέλο κοινοτισμού, με ομόσπονδες κοινότητες και την χρήση ενός τεχνολογικού συστήματος «φιλικού προς το περιβάλλον». Προφανώς αυτές οι προτάσεις γίνονται στα πλαίσια του κρατισμού, σε μια προσπάθεια να μειωθεί η οικολογική καταστροφή. Και αυτό επειδή η αποκέντρωση δεν σημαίνει καταστροφή του κράτους και των μηχανισμών του, αλλά εξάπλωση τους σε πολλά σημεία στον εδαφικό χώρο και διατήρηση ενός κεντρικού μηχανισμού. Αυτές οι προτάσεις δεν έρχονται σε συνολική ρήξη με το υπάρχον, αλλά έρχονται ως εναλλακτικές λύσεις για την επιβίωση και τον μετασχηματισμό της κυριαρχίας. Μια προκατασκευασμένη ομοσπονδία κοινοτήτων, χωρίς την καταστροφή του κράτους, ακυρώνει την ανεξαρτησία και την αυτάρκεια των κοινοτήτων.

Η διασύνδεση μιας ελεύθερης κοινότητας με άλλες κοινότητες θα πρέπει να βασίζεται στην ίδια την απόφαση των μελών της κοινότητας και όχι σε σχεδιασμούς κάποιας κεντρικής διοίκησης των κοινοτήτων ή σε κάποιο προαποφασισμένο πρόγραμμα ή καταστατικό. Τα ίδια τα μέλη μιας κοινότητας σε τέτοιες περιστάσεις θα συζητούν αν η συνεργασία τους με μια άλλη κοινότητα θα επηρεάσει αρνητικά την ελεύθερη συμβίωση τους και θα τους εξαρτήσει από κάποιο κέντρο αποφάσεων που δεν θα μπορούν να παρέμβουν.

Από την άλλη, ακόμα και οι εναλλακτικές πηγές ενέργειας και τεχνολογία με βάση το πρότυπο του πολιτισμού απαιτούν εξουσιαστικές δομές και αλληλεξάρτηση με μηχανισμούς έξω από την κοινότητα. Η καθημερινότητα της κοινότητας θα ετεροκαθορίζεται από εξωγενείς παράγοντες και απαιτήσεις του εναλλακτικού τεχνολογικού συστήματος.

 

Η Εξουσία, η πόλη και η απελευθερωτική προοπτική.

Η ιστορία των πόλεων είναι η παράλληλη ιστορία των κρατών. Η ιστορία του συστηματοποιημένου καταμερισμού εργασίας και της τεχνολογικής προόδου είναι η παράλληλη μετατροπή των εξουσιαστικών σχέσεων.

Ο αγώνας για απελευθέρωση από κάθε εξουσιαστικό μηχανισμό και σχέση στοχοποιεί τις δομές της κυριαρχίας και επομένως την ιδεολογία της. Όταν μιλάμε για ιδεολογία, εννοούμε ολόκληρο το ιδεολογικό περίβλημα του οικοδομήματος της κυριαρχίας και όχι απλά επί μέρους σημεία του.

Στη σημερινή συγκυρία διαπιστώνουμε ότι οι ιδεολογικοί άξονες πάνω στους οποίους βασίστηκε η υπερδομή του δυτικού πολιτισμού και της κυριαρχίας, ταυτίζονται με τις επικρατούσες απόψεις στη μαζικής κοινωνία, των εκμεταλλευτών και εκμεταλλευόμενων του σύγχρονου κόσμου, ακόμα και με την πλειονότητα όσων αντιμάχονται τον καπιταλισμό προτείνοντας ένα άλλο σύστημα. Είναι σημαντικό να τονιστεί ότι μιλάμε για ταύτιση όχι των συνολικών απόψεων των εκμεταλλευτών και των εκμεταλλευόμενων, αλλά για ταύτιση των ιδεολογικών αξόνων πάνω στους οποίους βασίζονται οι απόψεις τους.

Για παράδειγμα το κράτος, που είναι ένας κεντρικός μηχανισμός ο οποίος με βάση τους θεσμούς και τους νόμους του επιβάλλεται, ελέγχει και σκλαβώνει τους ανθρώπους, δεν μπορεί να αποτελεί κομμάτι ενός ελεύθερου κόσμου. Ένα κράτος δεν μπορεί να μεταρρυθμιστεί προς μια απελευθερωτική κατεύθυνση, ακριβώς επειδή κυριάρχησε πάνω σε προηγούμενες ελεύθερες συνθήκες και εξορισμού κινείται ενάντια στην ελευθερία. Παρ’ όλα αυτά ένα μέρος της μαζικής κοινωνίας και η αριστερά θεωρούν το κράτος συνυφασμένο με την ανθρώπινη φύση και ελευθερία.

Ένα άλλο ζήτημα είναι αυτό της πόλης και του πολιτισμού. Δεν μπορούμε να εναντιωνόμαστε στον πολιτισμό της εξουσίας υπονοώντας ότι είναι εφικτός ένας άλλος μη εξουσιαστικός πολιτισμός. Επειδή, η ιστορία και εξέλιξη του κράτους, της πόλης και του πολιτισμού, μαζί με ότι σημαίνουν αυτές οι έννοιες, είναι κοινή. Κράτος και πολιτισμός επιβλήθηκαν πάνω σε ένα κόσμο ανεξούσιο, κόντρα στη φύση.

Παρόμοιο είναι και το ζήτημα της μαζικής κοινωνίας. Η επιβολή του κράτους και οι επιλογές της κυριαρχίας δόμησαν τις πόλεις και κατά προέκταση μορφοποιήθηκε η μαζική κοινωνία.

Η αστική τάξη του 18ου αιώνα πήρε το όνομα της επειδή αποτελείτο από άτομα τα οποία βρίσκονταν στις πόλεις (άστυ) και είχαν κεντρικό ρόλο για την λειτουργία τους. Οι έμποροι, οι τραπεζίτες, οι ιδιοκτήτες βιοτεχνιών, οι στρατιωτικοί και οι υπεύθυνοι για την διοίκηση και τήρηση του νόμου στις πόλεις ήταν το κομμάτι της κοινωνίας που συγκροτούσε την αστική τάξη.

Η όλη δράση τους συνέδραμε στο φαινόμενο της αστικοποίησης, τον εκπολιτισμό και την αποικιοκρατία σε πολλές χώρες του πλανήτη. Αυτή η κοινωνική τάξη, η οποία διακατεχόταν από τις αντιλήψεις του διαφωτισμού περί προόδου, οικονομικής ανάπτυξης, ατομικής ιδιοκτησίας και φιλελεύθερου κράτους, απέκτησε και τις υλικές δυνάμεις για να υλοποιήσει ταυτόχρονα στην πράξη τις αντιλήψεις της. Η αστική τάξη συνέδραμε καθοριστικά στην υλοποίηση της βιομηχανικής επανάστασης που οδήγησε στην μετέπειτα ραγδαία αστικοποίηση. Η κυρίαρχη ιδεολογία στις πόλεις ήταν αυτή της αστικής τάξης, επειδή έτσι κι αλλιώς ήταν οι ίδιοι που προώθησαν μέσα από τη δράση και την ιδεολογία τους τη συνθήκη της σύγχρονης πόλης και του βιομηχανικού πολιτισμού. Η αστικοποίηση δεν ήταν και δεν είναι μόνο το φαινόμενο της μετακόμισης ανθρώπων της υπαίθρου προς τις πόλεις, αλλά και η μετάδοση της ιδεολογίας και των αξιών του αστισμού.

Αν το δούμε σχηματικά, ο δρόμος για την απελευθέρωση, έτσι όπως διαμορφώθηκε η πραγματικότητα, θα πρέπει να είναι αντίθετος και ανταγωνιστικός προς τις συνθήκες υποδούλωσης. Δηλαδή, απέναντι στην αστικοποίηση θα πρέπει να επιτευχθεί η αποαστικοποίηση, απέναντι στην εξάρτηση από το κράτος θα πρέπει να επέλθει η απεξάρτησή και ο σχηματισμός κοινοτήτων. Αυτή η διεργασία, όμως, δεν θα επιτευχθεί μηχανιστικά ή με βάση κάποιες εντολές, αλλά μέσα από την αφύπνιση της ελεύθερης βούλησης και την κατανόηση της αναγκαιότητας να δημιουργήσουμε ένα ελεύθερο και φυσικό τρόπο ζωής.

Η συγκρότηση κοινοτήτων αντί των πόλεων είναι η μόνη συνθήκη κατά την οποία μπορεί να ανθίσει η αναρχία. Ένας βασικός λόγος είναι επειδή ο άνθρωπος μπορεί να έρθει πιο κοντά στην ανθρώπινη φύση του, αλλά κυρίως πιο κοντά στον φυσικό κόσμο ο οποίος είναι ο μοναδικός σύμμαχος της ελεύθερης ζωής. Για να υπάρξει όμως μια ελεύθερη κοινότητα δεν φτάνει μόνο οι άνθρωποι να μην εκμεταλλεύονται ο ένας τον άλλο, αλλά να έχουν επίσης μια μη ανθρωποκεντρική-κυριαρχική σχέση με τον φυσικό κόσμο. Έτσι, η κοινότητα ανάλογα με το μέρος που βρίσκεται θα προβεί και στις συγκεκριμένες δραστηριότητες για να εξασφαλίσει και να καλύψει τις απαραίτητες ανάγκες της. Για παράδειγμα, για να χτιστούν τα σπίτια δεν είναι ανάγκη να προβεί σε συνεργασία με άλλες κοινότητες ή να συγκροτήσει μια εργατική συντεχνία η οποία θα εξορύσσει πετρώματα ή θα διαχειρίζεται ένα εργοστάσιο παραγωγής τσιμέντου. Αντίθετα, θα αναζητήσει απλές λύσεις οι οποίες δεν θα αλλοιώσουν τις μεταξύ τους ελεύθερες σχέσεις, ούτε θα καταστρέψουν και θα μολύνουν τη φύση. Επίσης, τα υλικά που θα χρησιμοποιήσει η κοινότητα θα είναι απλά υλικά που θα αφθονούν μέσα στο περιβάλλον το οποίο βρίσκεται (πέτρες, χώμα, ξύλα κλπ) και που θα μπορούν να αποκτηθούν εύκολα.

Οι διατροφικές ανάγκες των ανθρώπων θα καλύπτονται μέσα από την απαραίτητη δραστηριότητα σε φυτικές καλλιέργειες και σε χωράφια που θα χρησιμοποιούνται από την κοινότητα . Αυτονόητο είναι ότι δεν θα έχουν πλεόνασμα παραγωγής για να το εμπορεύονται και να πλουτίζουν. Η φυλάκιση ζώων για την σφαγή τους είναι εξουσιαστική πρακτική που δεν έχει θέση σε μια ελεύθερη κοινότητα.

Η ένδυση ή όποια άλλη ανάγκη, θα επιλύεται μέσα από απλές τεχνικές που θα αναπτύσσονται στο εσωτερικό της κοινότητας, με τη χρήση πρώτων υλών απευθείας απ’ τη φύση.

Η πρόταση για συγκρότηση κοινοτήτων είναι ένα πρόταγμα στο οποίο συγκλίνουν όλες οι συνθήκες για την ολική απελευθέρωση ανθρώπων, ζώων, φύσης. Ειδικά σε μια εποχή όπου το βιομηχανικό σύστημα έχει κατασκευάσει μια ιδιαίτερη κατάσταση όπου δισεκατομμύρια άνθρωποι ζουν σε άθλιες συνθήκες και πεθαίνουν από πείνα. Σε μια περίοδο όπου για χάρη της εξασφάλισης ενέργειας και της κάλυψης των τεχνο-ανέσεων της μειοψηφίας των ανθρώπων του πλανήτη, λεηλατείται ο φυσικός κόσμος. Σε μια εποχή όπου δισεκατομμύρια ζώα φυλακίζονται και βασανίζονται κάθε χρόνο για τις απολαύσεις ενός μέρους του παγκόσμιου πληθυσμού. Σε μια εποχή όπου τα μπάζα και τα σκουπίδια του πολιτισμού μολύνουν τη γη και τους ωκεανούς. Σε μια εποχή όπου η ζωή του ανθρώπου εγκλωβίστηκε μέσα σε μηχανοποιημένα συστήματα και τις απαιτήσεις της τεχνολογίας, επιβάλλοντας μια ανούσια ρουτίνα με απίστευτες συνέπειες στον φυσικό κόσμο.

Μια ελεύθερη κοινότητα έχει ως προϋπόθεση για την ύπαρξη της την βιωσιμότητα του οικοσυστήματος και την ελευθερία πάνω από κάθε περιττή και επίπλαστη ανάγκη. Γι’ αυτό τα μέλη της θα απολαμβάνουν την ομορφιά της απλής ζωής και δεν θα εγκλωβίζονται μέσα στον τεχνητό κόσμο του πολιτισμού, ούτε θα ζουν εις βάρος άλλων πλασμάτων και των μελλοντικών γενιών. Ως αναρχικοί δεν έχουμε να προτείνουμε ένα πρότυπο ζωής σύμφωνα με τα μέτρα και τα σταθμά της κυριαρχίας, της βιομηχανοποίησης και των αθυρμάτων της αστικοποίησης. Είμαστε γήινα πλάσματα φτιαγμένα από τα συστατικά της γης μέσα σε έναν κόσμο που δεν μας ανήκει ούτε ανήκει σε κανένα, όπου το κράτος και ο πολιτισμός είναι κατασκευάσματα τα οποία παραμόρφωσαν την φυσική μας ύπαρξη και εξέλιξη. Ένας κόσμος χωρίς εκμετάλλευση, παραγωγή σκουπιδιών και καταστροφή της φύσης είναι ο κόσμος της ελευθερίας και της αναρχίας. Η αναρχία δεν είναι μια ουτοπική κατάσταση στη γη αλλά ταυτίζεται με την φυσική ολότητα η οποία προς το παρόν μολύνεται από τον πολιτισμό.

Η απελευθέρωση δεν είναι μια κλειστή υπόθεση μεταξύ των ανθρώπων. Η εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο και η δόμηση κράτους πηγάζει από τον ανθρωποκεντρισμό και τον θεσμικό διαχωρισμό του ανθρώπου από τον υπόλοιπο φυσικό κόσμο. Αντιλήψεις περί ανωτερότητας του ανθρώπινου είδους από τα υπόλοιπα είδη, ή η αντίληψη που θεωρεί ότι η φύση ανήκει στους ανθρώπους και ότι φτιάχτηκε για να εξυπηρετεί τις ανάγκες του, είναι εξουσιαστικές. Ακόμα, αυτές οι αντιλήψεις αποτελούν την ιδεολογική προϋπόθεση για τη δόμηση του πολιτισμού και της κυριαρχίας. Συνεπώς μόνο μέσο μιας συνολικής θεώρησης η οποία θα αναφέρεται στην απελευθέρωση των ανθρώπων και του φυσικού κόσμου θα ανατείλει η μέρα της αναρχίας.

Δεν αγωνιζόμαστε για την οικοδόμηση ενός εναλλακτικού οικονομικού ή πολιτικού συστήματος, επειδή η αναρχία δεν είναι σύστημα, αλλά μια ελεύθερη και εξελισσόμενη φυσική κατάσταση. Ένα εναλλακτικό οικονομικό και πολιτικό σύστημα δεν στοχεύει στην καταστροφή της οργανωμένης εξουσίας, ενώ επιδιώκει την συντήρηση του κράτους και της μαζικής κοινωνίας. Γι’ αυτό δεν επιλέγουμε ως μορφή αγώνα τις μαζικές δομές και τις ομοσπονδίες. Προτάσσουμε την δημιουργία αναρχικών ομαδοποιήσεων, μέσα στις οποίες η προσωπικότητα του κάθε ανθρώπου θα έχει χώρο να εκφραστεί και να συνθέσει την άποψη του. Ομάδες, που όπως και οι ελεύθερες κοινότητες, δεν θα είναι δέσμιες ενός συμπλέγματος αντιπροσώπων, ειδικών και κεντρικών αποφάσεων ή άλλων καταστάσεων που αλλοιώνουν την ανεξαρτησία είτε των ομάδων, είτε των κοινοτήτων.

Η επιμονή στο μοτίβο της αστικοποίησης και η αναζήτηση απελευθερωτικών λύσεων στο πλαίσιο που οριοθετεί η ύπαρξη της πόλης και του βιομηχανικού συστήματος είναι αδιέξοδη και γι’ αυτό άσκοπη. Η σύγχρονη πόλη και η μαζική κοινωνία υπάρχουν χάριν στο κράτος και μιας ιδιαίτερης κατάστασης που σε παγκόσμιο επίπεδο ελέγχεται και καθορίζεται από εξουσιαστικούς μηχανισμούς. Ο πληθυσμός των πόλεων είναι κατά βάση εξαρτημένος από την εξουσία, χωρίς καμιά δυνατότητα ανάπτυξης ενός ελεύθερου τρόπου ζωής, επειδή είναι υποχρεωμένος να συντηρεί τους μηχανισμούς του κράτους το οποίο έχει κεντρικό ρόλο για την ρύθμιση του συστήματος και την βιωσιμότητα της πόλης. Αν δεν υπήρχε και δεν συντηρείτο η παγκόσμια συγκυρία αναπτυγμένων και αναπτυσσόμενων χωρών, η τεχνολογική πρόοδος, η λεηλασία του φυσικού κόσμου και τα κράτη (πράγματα αλληλένδετα και αδιαχώριστα), τότε δεν θα υπήρχε η δυνατότητα να υπάρχουν οι σύγχρονες πόλεις. Στο εσωτερικό τους οι πόλεις δεν παράγουν άμεσα κάτι αναγκαίο για τη ζωή του ανθρώπου αλλά, στην ουσία ενδυναμώνουν το σύστημα και τους θεσμούς του. Οι εργασίες και υπηρεσίες που διεξάγονται σ’ αυτές είναι ανούσιες και άσκοπες για μια αυθεντική ζωή και γίνονται στα πλαίσια συντήρησης μιας παγκόσμιας συγκυρίας εκμετάλλευσης.

Ο θεσμός της ατομικής ιδιοκτησίας και ο συστηματοποιημένος καταμερισμός εργασίας είναι απαραίτητη προϋπόθεση για την ύπαρξη της σημερινής κατάστασης. Η βιομηχανική παραγωγική διαδικασία δεν θα υπήρχε αν δεν υπήρχαν νόμοι να καταμερίζουν την εργασία. Αυτό αντανακλάται στην υπόλοιπη δομή, αλλά και στην επικρατούσα ηθική της μαζικής κοινωνίας. Έτσι, ο κάθε άνθρωπος ζει μέσα στο ατομικό του κουτί και την προβλεπόμενη συλλογικοποίηση του. Όταν «ο καθένας κοιτάει τη δουλειά του» και το σπιτάκι του δεν μπορεί να αντιληφθεί ή αποφεύγει να ασχοληθεί με ότι βρίσκεται πίσω από κάθε πράγμα που καταναλώνει, ενώ είναι ήσυχος με την συνείδηση του ότι όλα πάνε καλά. Στην πραγματικότητα όμως τα πάντα είναι αλυσίδα και κομμάτι ενός συστήματος το οποίο απλώνεται σε όλη τη Γη με τραγικές συνέπειες.

Η αναγκαιότητα να καταστραφεί το παγκοσμιοποιημένο σύμπλεγμα κυριαρχίας είναι πιο επιτακτική από ποτέ. Αυτή η αναγκαιότητα δεν ήταν τόσο εμφανής πριν από μερικές δεκαετίες, επειδή τα δεινά που προκλήθηκαν εις βάρος των ανθρώπινων πληθυσμών σε συνδυασμό με τις καταστροφικές επιπτώσεις πάνω στο φυσικό κόσμο δεν υπήρχαν συσσωρευμένες σε τόσο μεγάλο βαθμό. Η καταστροφή του κράτους θα σημάνει την ταυτόχρονη εγκατάλειψη των μηχανών του συστήματος και την παύση της μόλυνσης που εκκρίνουν και σίγουρα μια συνολική ανατροπή του τρόπου ζωής κυρίως όσων ζουν στις πόλεις. Η συνολική καταστροφή της κυριαρχίας είναι επιτακτική αναγκαιότητα. Αφού συνειδητοποιήσουμε ότι ακόμα και η Ελλάδα του 2012 με το κατασκεύασμα της λεγόμενης «οικονομικής κρίσης» είναι στον βραχίονα των ανεπτυγμένων χωρών πάνω σε ένα παγκόσμιο χάρτη που στάζει αίμα. Αφού καταλάβουμε ότι για να συντηρείται η πολεμική μηχανή των κρατών, οι σύγχρονες μεταφορές και γενικά ο σύγχρονος τρόπος ζωής έχει ως προϋπόθεση να καταστρέφεται ταχύτατα το οικοσύστημα και να λεηλατούνται ανθρώπινες και μη ζωές. Το παγκόσμιο σύστημα για να υπάρχει ως τέτοιο καταβροχθίζει ενέργεια κι εκπέμπει μόλυνση, ενώ παράλληλα καταδικάζει ολόκληρους πληθυσμούς στον Τρίτο κόσμο (αλλά και αλλού) στην εξαθλίωση και την πείνα.

Οπότε δεν μπορούμε να κάνουμε ως σκεπτόμενα όντα ότι δεν ξέρουμε ή δεν ακούσαμε, ενώ παράλληλα να χύνουμε κροκοδείλια δάκρυα για τα υπό κατεδάφιση όνειρα (μέσα σε συνθήκες κυριαρχίας) σε μια χώρα όπως η Ελλάδα. Μόνο με ολική άρνηση του μοντέλου επιβίωσης που επιβάλλει η κυριαρχία θα περάσουμε σε απελευθερωμένες συνθήκες. Η αναρχική θεώρηση και πράξη δεν μπορεί να υποσχεθεί τίποτα σε όσους επιθυμούν να συνεχιστεί μια ζωή ανούσια και αλλοτριωμένη, γεμάτη υποκατάστατες δραστηριότητες και στέρηση της ελευθερίας. Επειδή αυτό είναι η ζωή στην πόλη και τον πολιτισμό: εκμετάλλευση, γραφειοκρατία, τυποποίηση, αποξένωση από τη φύση, ηλίθιες υπηρεσίες, ξεφτιλισμένη διασκέδαση και νάρκωση. Οπότε δεν μπορεί να υπάρξει συμβιβασμός με την κυριαρχία και τις συνθήκες που δημιούργησε, επειδή δεν υπάρχει αγώνας και θεώρηση για λίγη ή πολλή απελευθέρωση, λίγη ή πολλή αναρχία. Η αναρχική θεώρηση δεν είναι ιδεολογικό εργαλείο για την υπεράσπιση των οικονομικών συμφερόντων της τάδε ή της δείνα κοινωνικής μερίδας, αλλά η θεώρηση που στοχοποιεί κάθε συνθήκη επιβολής, για την καταστροφή συνολικά της κυριαρχίας.

Οπότε τι κάνουμε; Συγκροτούμε αναρχικές ομάδες μέσα στις πόλεις διαχέοντας τον αδιάλλακτο πολύμορφο αναρχικό αγώνα. Ταυτόχρονα δημιουργούμε ζωντανές νησίδες πειραματισμού και επανοικειοποίησης της γνώσης και των τρόπων αρμονικής διαβίωσης με τη φύση σε οικοκοινότητες με αναρχικό προσανατολισμό. Γιατί η επανάκτηση της αρχέγονης αυτής γνώσης είναι μέρος του αγώνα για την αναρχία, που θα συμπληρωθεί ως σύνολο με τη καταστροφή των δομών του κράτους, του τεχνοβιομηχανικού οδοστρωτήρα και των ιδεολογημάτων τους. Προτού μην μείνει χώμα για να μας θρέφει και να πατάμε, νερό για να πίνουμε και οξυγόνο για να αναπνέουμε.

 

Οι αναρχικές απόψεις και πρακτικές είναι ζωντανές κι επίκαιρες, επειδή έχουν κοινές ρίζες με την ανθρώπινη φύση και τον φυσικό κόσμο γενικότερα. Η αναρχία υπάρχει και θα υπάρχει όσο υπάρχει η φύση. Απειλεί τον νόμο και την τάξη του πολιτισμού και αποτελεί τη μοναδική συνολική απελευθερωτική λύση απέναντι στην χυδαιότητα της κυριαρχίας.

 

[1] Αναφερόμαστε σε άγριες φυλές όπως αυτή των Βουσμάνων, των Αβοριγίνων, των Mbuti, των ινδιάνων της Βόρειας Αμερικής και του Αμαζονίου, των μη εκπολιτισμένων Εσκιμώων κτλ.

[2]Για τις κοινότητες του μεσαίωνα έγραψε ο Κροπότκιν στο βιβλίο «Αλληλοβοήθεια», όπως και ο Νορμαν Κον στο «Αγώνες για την έλευση της Βασιλείας του Θεού: επαναστάτες χιλιαστές και μυστικιστές αναρχικοί του Μεσαίωνα».

[3]Κοινοτικός βίος υπήρξε στην Ελλάδα κυρίως πριν την δόμηση του έθνους κράτους, όπως και πριν την έντονη αστικοποίηση στα μέσα του 20ου αιώνα.

Ολική Απελευθέρωση: Ένα πρόταγμα σε καιρούς κρίσης

Πηγή: http://malamadre.noblogs.org

Μπαίνουμε στη διαδικασία να απαντήσουμε στο περιεχόμενο των κειμένων που μεταφράστηκαν πρόσφατα από το Contra.info (Να είσαι βίγκαν, μία μόδα σε καιρούς κρίσης) και από το Πρακτορείο Rioters (Η ψευδής κριτική της απελευθέρωσης ζώων – A Murder of Crows) για το ζήτημα των διαφόρων πτυχών του αντισπισισμού καθώς και του πολιτικού βιγκανισμού. Θα μπορούσαμε να πούμε με σιγουριά πως το τελευταίο διάστημα τα παραπάνω κείμενα έχουν συμβάλει στη δημιουργία ενός περίεργου κλίματος για τα χαρακτηριστικά του εν λόγω κινήματος. Τα χαζά πειράγματα μπροστά σε ένα κίνημα που μεγαλώνει, έχουν αναγκαστεί να υποχωρήσουν και να δώσουν τη θέση τους σε “κριτική” αν και η πρόθεση και στις δύο περιπτώσεις συχνά παραμένει η ίδια, η αντίδραση απέναντι σε ότι προκαλεί τη βολεμένη καθημερινότητα κάποιων (είτε αυτοί αυτοπροσδιορίζονται ως επαναστάτες είτε ως οτιδήποτε άλλο). Άλλωστε σύμφωνα και με τον Άρθουρ Σοπενχάουερ : “Κάθε αλήθεια περνάει από τρία στάδια. Πρώτα γελοιοποιείται. Μετά βρίσκει σφοδρή αντίθεση. Και στο τέλος θεωρείται αυτονόητη”.

Ένα αρκετά προβληματικό στοιχείο που αναδεικνύεται στη δομή και των δύο μεταφρασμένων κειμένων, είναι η επιλεκτική κριτική που ασκείται στο κίνημα για την Απελευθέρωση των Ζώων, δηλαδή η συνολική κατηγοριοποίηση του, μέσω ετερόκλητων κριτικών, λιγότερο ή περισσότερο άστοχων, για συγκεκριμένες τάσεις και ομάδες του. Παράδειγμα αποτελεί η κριτική του κειμένου “Να είσαι βίγκαν, μία μόδα σε καιρούς κρίσης”, όπου η εσωτερική κριτικής μίας συγκεκριμένης τάσης στην Γαλλία χρησιμοποιείται ώστε να γενικευτεί η κριτική σε όλο το φάσμα του αντισπισιστικού κινήματος της χώρας. Το “A Murder of Crows” ακολουθεί επίσης την ίδια τακτική για να φτάσει σε μία αντίστοιχη τσουβαλοποίηση του κινήματος στην Αμερική μέσω της κριτικής σε διάφορες συνιστώσες, αν και ο τρόπος σκέψης που ακολουθείται είναι πιο σφαιρικός από τον αντίστοιχο του γαλλικού κειμένου. Θα προσπαθήσουμε λοιπόν να αφήσουμε στην άκρη για την ώρα την εν λόγω βάση, που παραμένει κοινή και στα δύο κείμενα, και να προχωρήσουμε στην ανάδειξη των αξόνων των κειμένων καθώς και στην αποδόμηση αυτών.

Εικόνες “Σοκ” και “Body Counting” (καταμέτρηση πτωμάτων)

Ο θάνατος ενός ανθρώπου είναι τραγωδία. Η εξόντωση εκατομμυρίων είναι απλά στατιστική. (Ιωσήφ  Στάλιν)

Ένας από τους άξονες που αναπτύσσονται στην επιχειρηματολογία και των δύο κειμένων, αφορά τη “μόδα” προβολών video και ντοκιμαντέρ από τις γραμμές παραγωγής σφαγείων (και όχι μόνο), όπου συχνά-πυκνά μας παρουσιάζονται εικόνες σοκ τις οποίες δεν μπορούμε να διαχειριστούμε συναισθηματικά. Με αυτό τον τρόπο, σύμφωνα με τα κείμενα,  αναπτύσσουμε ενοχικό σύνδρομο, και φαίνεται να οδηγούμαστε στην αυτοκαταστολή των διατροφικών αλλά και άλλων επιλογών μας. Στην πραγματικότητα όμως, δεν έχουμε ούτε την πρόθεση, ούτε και την ικανότητα να δημιουργήσουμε ενοχές όταν αποκαλύπτουμε την μεθοδευμένα κρυμμένη πραγματικότητα πίσω από το πιάτο μας. Το κείμενο που μεταφράστηκε από Rioters προχωράει και ένα βήμα παραπέρα, όπου μας καταλογίζει ένα “παιχνίδι” ποσοτικοποίησης του πόνου, ώστε να “προσηλυτίσουμε” τους εκάστοτε θεατές των προαναφερθέντων video. Βέβαια εύλογο θα ήταν να αναλογιστούμε  κατά πόσο αυτή η τακτική της ποσοτικοποίησης έχει πολύ πιο διευρυμένη εφαρμογή σε όλο το φάσμα του ευρύτερου ανταγωνιστικού κινήματος. Μπορούμε για παράδειγμα να αναφερθούμε στον αριθμό από τις σφαγές στο Ιράκ ή στη Λωρίδα της Γάζας και την προβολή εικόνων των σφαγιασμένων γυναικόπαιδων. Μπορούμε να αναφερθούμε στον αριθμό των ξυλοδαρμών και δολοφονιών των μεταναστών στα αστυνομικά τμήματα και για τον αριθμό των φυλακισμένων στα “μαγαζιά σωφρονισμού” του σάπιου κοινωνικοπολιτικού συστήματος. Μπορούμε επίσης να αναφερθούμε στον αριθμό των εξαρτημένων χρηστών ουσιών (αυτά δεν προβάλλουμε και λέμε “έξω η πρέζα από τις γειτονιές”;) και των αστέγων. Μπορούμε να να θυμηθούμε ακόμα και τον αριθμό των κατά καιρούς “εργατικών ατυχημάτων”, θυσίες πάνω στο βωμό των αφεντικών ή των συλληφθέντων και νεκρών από τους κατασταλτικούς μηχανισμούς του κράτους. Στο σάπιο κοινωνικό σύστημα που ζούμε υπάρχουν πολλές εικόνες και αριθμοί “σοκ” που ενεργοποιούν τα συναισθήματα μας. Δεν είμαστε ούτε μηχανές, ούτε στον αυτόματο. Το να διαχωρίζουμε αυτές τις εικόνες με μόνο κριτήριο το είδος είναι απλά υποκριτικό.

Γιατί λοιπόν οδηγούμαστε στην ποσοτικοποίηση του πόνου και σε ένα άσκοπο “Body Counting”, αφού όπως σωστά μας υπενθυμίζει και το κείμενο από Rioters “η βαρβαρότητα και η εκμετάλλευση δε γίνονται πιο “κακές” όσο πιο συχνά ή όσο πιο πολλοί τις βιώνουν”;  Ένας από τους λόγους που χρησιμοποιείται το  Body Counting δεν είναι για να μεγαλώσει τη βαρύτητα της βαρβαρότητας αλλά για να καταδείξει το εύρος της, δηλαδή πόσο μεγάλο κομμάτι της καθημερινότητας μας είναι, σε σχέση με το πόσο συζητιέται και σκοπίμως αποσιωπάται. Προφανώς και είμαστε όλες στο συγκεκριμένο κοινωνικοπολιτικό σύστημα αναλώσιμα μεγέθη. Αλλά βλέπετε, η ανθρώπινη μπριζόλα δεν είναι κοινωνικά αποδεκτή τροφή. Οι διαφορές “αξιοποίησης” και επιβολής στα ανθρώπινα ζώα σε σύγκριση με την επιβολή στα άλλα ζώα είναι τεράστιες (και ποσοτικά και ποιοτικά). Είναι αξιοσημείωτο το γεγονός του ότι όταν βλέπουμε για παράδειγμα video που αναδεικνύουν τις συνθήκες στις ανθρώπινες φυλακές να εξοργιζόμαστε, επειδή βάζουμε τον εαυτό μας στη θέση του θύματος και όταν παρακολουθούμε video που αναδεικνύουν τις συνθήκες σε φυλακές άλλων ζώων να νιώθουμε ενοχές, επειδή τοποθετούμε τον εαυτό μας στη θέση του θύτη. Όπως και να’ χει πάντως, είναι τουλάχιστον υποκριτικό να κρύβουμε την αλήθεια μόνο και μόνο επειδή είναι σοκαριστική.

Ένα άλλο κομμάτι στο οποίο είναι σκόπιμο να γίνει κριτική είναι η παράλογη – ισοπεδωτική, όπως αναφέρεται, επικέντρωση των απελευθερωτών ζώων πάνω στο ζήτημα του πόνου. Παρουσιάζεται συχνά στα μεταφρασμένα κείμενα ο πόνος ως το επίκεντρο της θεωρίας της Απελευθέρωσης των Ζώων. Αυτό βέβαια που θα μπορούσε να γίνει ξεκάθαρο, είναι πως, όπως δεν υπάρχει καμία ιεροποίηση της ζωής μέσα στο κίνημα, έτσι ακριβώς δεν υπάρχει και κανένα δογματικό πρόταγμα για την εξάλειψη του πόνου. Το ζήτημα δεν είναι μόνο ο πόνος, αλλά η εκμετάλλευση, η επιβολή, η καταπίεση, ο βασανισμός, ο εξευτελισμός του σώματος και της ύπαρξης τους και φυσικά η αφαίρεση της ζωής τους. Προφανώς  κανείς δεν νοιάζεται αν τα ζώα σπάσουν ένα κόκκαλο στην φύση. Νοιαζόμαστε όμως αν σπάζονται τα κόκαλα τους για το κέρδος, τη διασκέδαση, τις υποτιθέμενες προφάσεις της επιστήμης και τέλος για την αρρωστημένη επιβολή του ανθρώπινου είδους απέναντι στα άλλα ζώα. Αυτές είναι δύο τελείως διαφορετικές συνθήκες. Το ζήτημα βέβαια είναι πως με αφορμή τις παραπάνω θέσεις αναπτύσσεται ένας θρασύτατος διαχωρισμός ζωικών και αποκλειστικά ανθρώπινων βασάνων, όπου από τη μία έχουμε μια υποτιθέμενη οικειοθελή υποταγή ενώ από την άλλη όχι. Και εκεί ακριβώς θα μπορούσαμε να αντιπαραβάλλουμε το ζήτημα της αυτοδιάθεσης. Κατά πόσο δηλαδή έχει τη δυνατότητα το κάθε ζώο να διαθέτει τον εαυτό του (προφανώς και τα παράγωγα του – αυγά, γάλα) όπως εκείνο εκτιμάει. Το βυζί μιας ανθρώπινης γυναίκας δεν θα το τραβάγαμε ποτέ για να βάλουμε λίγο “γαλατάκι” στον καφέ μας… Άρα σε κάθε περίπτωση μιλάμε για συνθήκες αιχμαλωσίας  και εξουσιαστική επιβολή του ανθρώπινου είδους στα άλλα είδη. Και ναι, στο κομμάτι της καταστολής της αυτοδιάθεσης το αφεντικό ενός “κατοικίδιου” ζώου σε σύγκριση με έναν κυνηγό ή έναν βιομήχανο σφαγείων διαφέρουν αποκλειστικά και μόνο σε επίπεδο κλίμακας.

 

Ιδεολογία, Ηθική, Κριτική Θεώρηση και άλλα “δόγματα”…..

Προχωρώντας λοιπόν στην κριτική των κειμένων για τους “προβληματικούς άξονες” του ζητήματος για την απελευθέρωση των ζώων, “ανακαλύπτουμε”, με βάση τα κείμενα, πως η ιδεολογία διέπεται από ένα σύνολο κανόνων που ορίζεται μέσα από ένα δογματικό φιλτράρισμα του “σωστού” και του “λάθους”. “Ανακαλύπτουμε” πως η ιδεολογία έχει όρια και όποιος δεν καταφέρνει να ξεφύγει από τη διόπτρα της πέφτει πάνω σε αντιφάσεις ολοκληρωτισμού μέσα από μια λειψή και μεροληπτική ερμηνεία των κοινωνικών συνθηκών.
Η ιδεολογία βέβαια (ή για να το πούμε καλύτερα μια ιδεολογικοπολιτική θεώρηση) δεν είναι από μόνη της ένα πακέτο πατενταρισμένων πολιτικών προγραμμάτων (ή προταγμάτων)  όπου αν η δράση αποκλίνει από την ιδεολογικοπολιτική σου θεώρηση, παραπέμπεσαι για το αδίκημα της “ιεροσυλίας”. Το συγκεκριμένο ζήτημα είναι περισσότερο υποκειμενικό παρά θέμα της ιδεολογίας καθαυτής. Θεωρούμε θετικό σε πολιτικά κινήματα να “μπαίνουν” κατά καιρούς προτάγματα όπου αναδεικνύονται και οι στοχεύσεις τους για το τι κόσμο θέλουν να δημιουργήσουν. Έτσι, μια οποιαδήποτε ανάλυση του σάπιου κοινωνικού μοντέλου που βρίσκεσαι στην οποία αναγνωρίζεις τις αντιφατικές αξίες και ιδανικά που οδηγείσαι να γκρεμίσεις, σε οδηγεί όπως και να’ χει σε ένα πρόταγμα ή μια στόχευση. Προφανώς συμφωνούμε πως αυτό που είναι αναγκαίο είναι η συνεχής κριτική θεώρηση και όχι η εξαναγκασμένη, είτε από τους άλλους είτε από μας τους ίδιους, υιοθέτηση ταυτοτήτων και ταμπελών που μας περιχαρακώνουν, μας τυφλώνουν και μας οδηγούν σε τεχνητούς διαχωρισμούς και καθαρότητες. Αν όμως τα πολιτικά υποκείμενα παραμείνουν σε αυτού του είδους την τακτική, η προβληματική συνθήκη αναπτύσσεται σε αυτά, και όχι στις ιδεολογίες που ακολουθούν. Ας μην ιδεολογικοποιούμε τις προσωπικές μας αδυναμίες λοιπόν. Ένα αυτό.
Επιλέγονται λοιπόν (για να “δέσει” και να μας “κάτσει” η “κριτική θεώρηση”) συγκεκριμένες ομάδες ή τάσεις βίγκαν που απαξιώνουν τα ανθρώπινα δικαιώματα ή τρώνε βιομηχανικά βίγκαν σκατά, υποτάσσοντας έτσι το σώμα και την υγεία τους στα δεσμά της εξουσίας με άλλο τρόπο. Δεν θα διαφωνήσουμε καθόλου με την κριτική που ασκείται σε αυτές τις τάσεις. Μάλλον θα συμφωνήσουμε κιόλας. Το θέμα όμως είναι άλλο. Ο τρόπος  ο οποίος  χρησιμοποιούνται επιλεκτικά ομάδες για να τσουβαλοποιήσουν όλο κίνημα για την Απελευθέρωση των Ζώων.

Μπορούμε βέβαια να κάνουμε και τον εξής συλλογισμό:
-Είδα εχθές έναν κρεοφάγο να τρώει σουβλάκια και να δέρνει μετανάστες.
-Συμπέρασμα: Όλοι οι κρεοφάγοι είναι φασίστες.

Δεν φαντάζει ωραίος, έτσι δεν είναι;

Πάνω στην ίδια ακριβώς λογική αναπτύσσεται και το ζήτημα για την ηθική. Μέσα από μία εσκεμμένη σύγχυση ηθικής και ηθικισμού [1] αναδεικνύονται οι εξουσιαστικές δομές της “ηθικής” αυτής καθαυτής, μέσα από μία απροσδιόριστα γενικευμένη θεώρηση του “σωστού” και του “λάθους” (ή του “άρρωστου” και του “υγιούς” θα λέγαμε). Μόνο επιθετική θα μπορούσε να είναι η στάση μας απέναντι σε αυτήν την εμετική διάκριση. Το ζήτημα των “ορίων” είναι από τη φύση του προβληματικό καθώς μονάχα το ρόλο αποδόμησης των κυρίαρχων κοινωνικών θεσμών δεν μπορεί να παίξει.  Το σύνολο αξιών που μας διέπει δεν μπορεί να προκύψει μέσα από “ηθικίστικες” νόρμες ορίων, αλλά μέσω της διαδικασία σύνθεσης κοινωνικών ερεθισμάτων και πολιτικών χαρακτηριστικών και όχι μόνο. Η ηθική μας δεν προέρχεται από την “εξουσία” των “από κάτω”, δεν τοποθετεί σε κουτιά “σωστού” και “λάθους” τη στάση μας στο εκάστοτε υπάρχον, γι’ αυτό και θα ήταν απλά αφελές και ηλίθιο να συμπεριλάβουμε στην κριτική μας τις “κυνηγετικές – τροφοσυλλεκτικές” κοινωνίες (που μάλλον θα έπρεπε να τις αποκαλούμε “τροφοσυλλεκτικές – κυνηγετικές”, αλλά αυτό απ’ ότι φαίνεται ξέφυγε από την διόπτρα της “κριτικής θεώρησης” του αρθρογράφου) [2]. Γι’ αυτό και είμαστε ενάντιοι στην απονοηματοδότηση της κριτικής στάσης του αντισπισισμού, που εμπεριέχει ηθικά χαρακτηριστικά, αλλά όχι ηθικίστικα. Προσπαθούμε να σπάσουμε τα κυρίαρχα κοινωνικά πλέγματα και τις κυρίαρχες καταναλωτικές δομές όποιοι κι αν είναι οι δημιουργοί τους, είτε έχουν να κάνουν με μια βιομηχανία τοφού είτε με μια βιομηχανία κρέατος. Το ζήτημα για εμάς δεν είναι να διακρίνουμε το που θα βάλουμε τα όρια. Το ζήτημα για εμάς είναι το προβληματικό γεγονός πως βάζουμε όρια.

Ένας άλλος προβληματικός άξονας του ζητήματος, αφορά  τη μονοθεματική προβολή των ενοχών με βάση τον “ηθικισμό” των βίγκαν. Γιατί η κριτική για τις ενοχές αρχίζει και τελειώνει εκεί; Γιατί, για παράδειγμα, δεν διευρύνονται σε έναν “έλληνα” που βάρεσε ένα μετανάστη και μετά νιώθει ενοχές; Θεωρείτε πως οι ενοχές, του προκύπτουν αποκλειστικά και μόνο από έναν καλά εξουσιαστικά δομημένο ηθικισμό; Το σωστό δηλαδή θα ήταν να μην νιώθει άσχημα για την πράξη του; Με αντίστοιχο τρόπο μπορούμε να μιλήσουμε και για πολλές άλλες περιπτώσεις (τον ξυλοδαρμό μιας γυναίκας από έναν άντρα, τον βιασμό ενός παιδιού κ.ο.κ.) Είναι άλλο πράγμα να συμπεριλαμβάνονται στην κριτική σου προτάγματα (Ολικής Απελευθέρωσης και αυτοδιάθεσης για παράδειγμα), και άλλο να μιλάς για ηθικισμούς.

Αυτό λοιπόν που θέλουμε να αναδείξουμε είναι πως η συγκεκριμένη στάση ζωής, ο αντισπισισμός και ο πολιτικός βιγκανισμός δηλαδή, αλλά και οι  ακτιβισμοί που προκύπτουν με βάση αυτούς, δεν είναι στάση μιας ηθικίστικης αυτοκαταστολής αλλά μια στάση ζωής που προτάσσει έννοιες όπως η ελευθερία, η αυτοδιάθεση, η απελευθέρωση, σε πολύ πιο διευρυμένα πλαίσια από αυτά που αντιλαμβάνεται ο κόσμος που προτάσσει  την Κοινωνική Απελευθέρωση. Το να γίνει κάποιος/α βίγκαν για εμάς είναι μια αρχή και όχι ένα τέλος, όπου λήγουν όλα τα προβλήματα των ζώων και προφανώς οι δράσεις και τα ερεθίσματα του ατόμου που επέλεξε τη συγκεκριμένη στάση ζωής.

Για να εξηγηθούμε: Η κριτική που κάνουμε έρχεται από τη σκοπιά ανθρώπων που είναι κομμάτι του ευρύτερου κινήματος (του “χώρου” όπως λέμε αλλιώς) και παλεύουν για την Ολική Απελευθέρωση Ανθρώπου – Ζώων – Φύσης. Το να αποδίδεις μονοθεματικά χαρακτηριστικά σε αυτή τη συγκεκριμένη τάση του κινήματος που συνεχώς τα αντιπαλεύει και προσπαθεί να τα καταστρέψει όπου και να τα συναντά (είτε στους απολίτικους βίγκαν, είτε σε κρεοφάγους συντρόφους) είναι πολιτική αφέλεια και υπεραπλούστευση. Δεν μας καλύπτουν ούτε τα ιδεολογήματα του “ωχαδερφισμού” (που με βάση αυτά, αφού είναι όλα σκατά, ας επαναπροσδιορίσουμε τη σχέση Ανθρώπου – Ζώων – Φύσης μετά την επανάσταση και ας συνεχίσουμε να τρώμε κρέας μιλώντας παράλληλα για την καπιταλιστική εκμετάλλευση), αλλά ούτε τα ιδεολογήματα του τύπου “το μη χείρον βέλτιστο” (όπου κάθε προϊόν που δεν εμπεριέχει τη χρήση ζώων αλλά η εκμετάλλευση ανθρώπων καλά κρατεί) μας “κάθονται” μια χαρά. Δεν περιμένουμε τη μαγική εκείνη μέρα (ή νύχτα) της επανάστασης όπου ξαφνικά θα αλλάξουν οι εξουσιαστικές δομές από τη μια στιγμή στην άλλη. Παλεύουμε και βάζουμε τα προτάγματα μας (ή τους προβληματισμούς μας) στο σήμερα. Διαχωρίζουμε τη θέση μας από οποιαδήποτε φιλοζωική ή βίγκαν υγιεινιστική στάση. Γνωρίζουμε σε τι σύστημα ζούμε και προσπαθούμε να αποδομήσουμε καθημερινώς κάθε του πτυχή.

Θεωρούμε κομμάτι του κινήματος την απελευθέρωση ζώων που προορίζονται για σφαγή ή για γδάρσιμο της γούνας τους και τη δράση του φυλακισμένου αγωνιστή Walter Bond. [3] Θεωρούμε κομμάτι του κινήματος τη μεγάλη 48ωρη απεργία στις 19 – 20 Οκτώβρη. Την αλληλεγγύη μας στους μετανάστες και μετανάστριες απέναντι στο συνεχές καθεστώς παρανομοποίησης που τους υποβάλλεται. Το σπάσιμο του καθεστώτος εργασίας εργατών γης σε ένα γαιοκτήμονα και ας καλλιεργούν σόγια (ναι, δεν την έχουμε “αγιοποιήσει” όπως πολλοί και πολλές θα νομίζατε…συγνώμη που σας ρίχνουμε από τα σύννεφα..). Το σταμάτημα εργασιών για την αποψίλωση του Αμαζονίου. Το σταμάτημα των εργασιών για τη δημιουργία ΧΥΤΑ στην Κερατέα ή στην Κέρκυρα ή στην περαιτέρω “αξιοποίηση” του Αχελώου. Την κατάληψη της ΓΣΕΕ κατά τη διάρκεια της εξέγερσης του ’08. Την αυτοδιαχείριση πάρκων και χώρων, κι ας ψήνονται κρέατα στους εν λόγω χώρους για τις “απολαύσεις” των συντρόφων μας. Την αλληλεγγύη μας στους ιθαγενείς Μαπούτσε στο Μεξικό και στους εξεγερμένους συντρόφους και συντρόφισσες στη Χιλή. Εμείς βλέπουμε τα πρόσωπα μας μέσα σε όλα αυτά. Δεν απομονώνουμε αλλά συνδέουμε αγώνες και κομμάτια του κινήματος. Εσείς που βλέπετε τα πρόσωπα σας; Δεν είμαστε σε έναν αγώνα δρόμου και απόδειξης του “ποιος είναι ο καλύτερος και ο καθαρότερος” αλλά ούτε θα εξωραΐσουμε και τα γένια του “χώρου” προς χάριν μιας υποτιθέμενης “ομοφωνίας”. Ασκούμε κριτική όπως και θα δεχθούμε. Έχουμε ξεκαθαρίσει από ποια σκοπιά μιλάμε, οπότε αν είναι να αναμένουμε κριτική, την αναμένουμε με κάποια συγκεκριμένα χαρακτηριστικά. Οποιαδήποτε άλλη επιλεκτική κριτική που θα τσουβαλοποιεί ολόκληρα κινήματα θα θεωρείται προβοκατόρικη και θα απαξιώνεται.

Για εμάς ριζοσπαστισμός χωρίς κριτική σκέψη δεν υφίσταται, αν δεχθούμε πως ο ριζο-σπάστης ερμηνεύει τη ρίζα μιας καταπιεστικής χωροχρονικής κοινωνικής συνθήκης και αντιτάσσεται απέναντι σε αυτήν με τη δράση του. Από την άλλη συμφωνούμε πλήρως με την παρακάτω τοποθέτηση στο κείμενο “Η ψευδής κριτική της απελευθέρωσης των Ζώων” και καλό θα ήταν να προβληματίσει πολλούς και πολλές (και βίγκαν και κρεοφάγους). Την παραθέτουμε αυτολεξεί:

Θα πρέπει να είμαστε κριτικοί απέναντι σε κάθε θεωρία, σε κάθε ιδεολογία και πρακτική, εάν σκοπεύουμε να καθορίσουμε το πόσο χρήσιμες είναι στο μετασχηματισμό, ή ακόμα καλύτερα, στην καταστροφή αυτής της κοινωνίας της εκμετάλλευσης.

 

Περί “Νομοθεσίας”

Δεν υπάρχει νόμος που να υπερισχύει της ανάγκης. (Μένανδρος, αρχαίος έλληνας συγγραφέας)

Οι άνθρωποι δεν πρέπει να βλέπουν πως φτιάχνονται δυο πράγματα: οι νόμοι και τα λουκάνικα. (Όττο Φον Μπίσμαρκ, γερμανός καγκελάριος)

Ένα άλλο κομμάτι με το οποίο καταπιάνεται (κυρίως στο κείμενο του Rioters) η κριτική για τον πολιτικό βιγκανισμό έχει να κάνει με την πάλη των αντισπισιστών για τη νομοθέτηση των δικαιωμάτων των ζώων, τις “νίκες” τους πάνω σε αυτό το πεδίο, καθώς επίσης και με την “αποδοχή” της λογικής του κράτους και της εξουσιαστικής αλλοτρίωσης. Θυμίζει βέβαια περισσότερο κριτική προς τις φιλοζωικές παρά προς τον αντισπισισμό, αλλά θα θέλαμε να σταθούμε σε 2-3 ζητήματα.

Καταρχάς ένα κομμάτι είναι οι υποτιθέμενες “νίκες” του ευρύτερου κινήματος στις οποίες αναφερόμαστε συχνά-πυκνά [4] , ακόμα και οι αγώνες που εμπεριέχουν νομικά χαρακτηριστικά (η υπόθεση Banquet, η υπόθεση Ντίνου Παλαιστίδη με τον εκδοτικό οίκο Άγρα κ.α.), και καλά κάνουμε βέβαια. Βλέπετε,  καμία από εμάς δεν ζει στην “κινηματική γυάλα” της όπου όλες οι εξουσιαστικές δομές έχουν αποδομηθεί και τα βρίσκουμε μια χαρά. Δυστυχώς ακόμα πολλοί από τους αγώνες εμπεριέχουν αυτά τα “εργαλεία του συστήματος” και καλό θα ήταν να αναπτυχθεί μια συζήτηση γύρω από αυτή τη βάση αντί να μπαίνουμε σε μια ανηλεή μάχη μαυροκόκκινης, μαυροπράσινης ή όποιας άλλης απόχρωσης καθαρότητας και κρίσης ταυτότητας. Για να στήσεις σήμερα ένα Πρωτοβάθμιο Σωματείο με θεσμική ισχύ (να μπορείς δηλαδή να καλέσεις σε απεργία), πρέπει να μαζέψεις υπογραφές και να περάσεις από Πρωτοδικείο. Όταν μιλάς για νομιμοποίηση όλων των μεταναστών (όπως και με τα γεγονότα στην Νομική), ο λόγος σου δυστυχώς ακόμα εμπεριέχει θεσμικά και νομικά χαρακτηριστικά. Έχουμε ομάδα Νομικής βοήθειας ανά περίπτωση που θα χρειαστεί κάποιος κόσμος την βοήθεια της. Ο αγώνας που έδωσε η εργατική τάξη στο Σικάγο ή στη Θεσσαλονίκη νομοθετήθηκε (βέβαια τα πήραν όλα πίσω τώρα) σε 8ωρα, επιδόματα, συλλογικές συμβάσεις και ούτω καθεξής. Όλα αυτά είναι παραδείγματα για το πως πολλοί ακόμα από τους αγώνες μας εμπεριέχουν χαρακτηριστικά νομοθέτησης αλλά και θεσμοθέτησης όσων  διεκδικούμε (ανεξάρτητα με το αν συμφωνούμε ή διαφωνούμε,  είναι  γεγονός). Από την άλλη εμπνεόμαστε από την στάση των συντρόφων μας του ΕΑ, της ΣΠΦ ή παλαιότερα της RAF στα ξεφτιλισμένα θεατράκια των εξουσιαστών που ονομάζουν δικαστήρια και αντιλαμβανόμαστε πως χαράζουν ακόμα ένα δρόμο, αυτόν της ολικής ρήξης με τις θεσμοθετημένες νόρμες της “αθωότητας” ή της “ενοχής” που έμαθε να πιπιλάει από μικρό παιδί η κυριαρχία.

Για μας  δεν είναι ζήτημα νομολαγνείας. Αντιλαμβανόμαστε πως στα κυρίαρχα κοινωνικά πλαίσια, στο μετερίζι των αγώνων που δίνουμε, δεν μπορούμε στο τώρα να αποδεσμεύσουμε όλα τα εξουσιαστικά πλέγματα που βρίσκονται γύρω μας. Αντιθέτως, παλεύουμε με νύχια και με δόντια να τα βγάλουμε από πάνω μας και, όταν γίνεται αυτό, θεωρούμε πως βρισκόμαστε ένα βήμα ακόμα πιο κοντά στο να αντικρίσουμε τις στάχτες του ισχύοντος κοινωνικοπολιτικού συστήματος. Είναι άλλο πράγμα να “παλεύεις” αποκλειστικά από την μπάντα της νομικής οδού και να μένεις εκεί, και άλλο πράγμα να χρησιμοποιείς και αυτά τα εργαλεία για την επίτευξη των στόχων σου. Το γεγονός ότι η δυναμική του κινήματος για τα Δικαιώματα των Ζώων κατάφερε να νομοθετηθεί το να μην ξαναπατήσει τσίρκο στον ελλαδικό χώρο, δεν θα μπορούσαμε να πούμε πως είναι από μόνο του, ως γεγονός, αρνητική εξέλιξη. Το από ‘κει και μετά είναι το ζήτημα για εμάς,  κι εκεί είναι που διαχωρίζονται,  κατά την γνώμη μας, ο ρεφορμιστής και ο μονοθεματικός από αυτόν που παλεύει για την Ολική Απελευθέρωση.

 

Μόδα, Κυρίαρχα Κοινωνικά Πρότυπα και Φετιχισμοί (όλων των ειδών)

Το πιο ύπουλο λάιφσταιλ είναι αυτό που φοράει το μέικαπ της αμφισβήτησης… (σχόλιο στο Athens Indymedia)

Η κριτική που καταπιάνεται με το ζήτημα των ακτιβιστών (ή πιο συγκεκριμένα στο ζήτημα των “ειδικών” των κοινωνικών αγώνων) θα μπορούσαμε να πούμε πως δεν θα μας έβρισκε διαφωνούντες πάνω στους άξονες που αναπτύσσεται. Το θέμα βέβαια είναι  κατά πόσο έχουν οριστεί σωστά αυτοί οι άξονες, καθώς εκτιμάμε πως η βάση τους είναι λανθασμένη. Διαβάζοντας τη συγκεκριμένη ενότητα από το μεταφρασμένο κείμενο του Rioters, έρχονται στο μυαλό μας τα χρόνια προβλήματα που υποβόσκουν στο “χώρο”. Εδώ και χρόνια λοιπόν, αναπτύσσεται  μια αέναη μάχη μεταξύ θεωρητικών και ακτιβιστών (ή εξεγερσιακών), η οποία και συνεχίζεται αφού εξακολουθεί να πέφτει σε λογικές αντιφάσεις. Όπως αναφέραμε και προηγουμένως (για το ζήτημα της  ιδεολογίας) είναι πλήρως προβληματικό να ορίζεις άξονες δογματισμού στον ακτιβισμό αυτόν καθ ‘αυτόν, γιατί στην ουσία πρόκειται για ιδεολογικοποίηση των προσωπικών μας αδυναμιών. Εδώ θα δανειστούμε μία φράση του Feral Faun [5] που ταιριάζει απόλυτα με τις συγκεκριμένες προβληματικές: “Οι θεωρητικοί που δεν ζουν μια εξεγερτική ζωή δεν λένε τίποτα που να αξίζει να λεχθεί και οι ακτιβιστές που αρνούνται να σκεφτούν κριτικά δεν πράττουν τίποτα που να αξίζει να γίνει”. Στην ουσία για εμάς, αν δεν υπάρχει διευρυμένα στο κίνημα (και όχι μονάχα στο κίνημα για την Απελευθέρωση των Ζώων) μια διαλεκτική σχέση θεωρίας και δράσης, τότε είμαστε χαμένοι από χέρι. Δεν μας καλύπτει ούτε η αυτοαναφορικότητα ούτε η “ιεροποίηση” των μέσων ή των λόγων. Είμαστε ενάντιοι σε κάθε είδους φετιχοποίηση (ακτιβίστικης δράσης αλλά και  θεωρητικολογίας) απ’ όπου και να προέρχεται.

Αναφέρεται ορθώς στο κείμενο πως “ένας εργάτης που προσπαθεί να στηρίξει την οικογένειά του, έχει συνήθως ελάχιστο ενδιαφέρον για μια χορτοφαγική δίαιτα”. Σύμφωνοι. Ακόμη, ένας εργάτης που προσπαθεί να στηρίξει την οικογένεια του μπορεί να ενδιαφέρεται ελάχιστα για τις δράσεις ενάντια στο φράγμα του Αχελώου, αλλά αυτό δεν μας λέει κάτι από μόνο του. Επίσης μπορεί να μην ενδιαφέρεται για τις δράσεις στην Πάρνηθα, τις δράσεις ενάντια στην αποψίλωση του Αμαζονίου, την αλληλεγγύη στους συντρόφους στη Χιλή, τις διαδηλώσεις της προηγούμενης περιόδου σε Τυνησία και Αίγυπτο ή για τη μάχη των κατοίκων της Κερατέας για το νέο ΧΥΤΑ. Αυτό δεν σημαίνει πως αυτές οι δράσεις δεν πρέπει να γίνουν, να αναπτυχθούν και να αποκτήσουν κοινωνική αποδοχή. Μπορεί επίσης να μην τον ενδιέφερε η μεγάλη απεργία στις 19 και 20 του Οκτώβρη αλλά ούτε και αυτές που θα ακολουθήσουν, και να έχουν αλλοτριωθεί οποιαδήποτε ταξικά αντανακλαστικά του απέναντι στο υπάρχον κοινωνικοπολιτικό σύστημα, φαινόμενο επίσης συνηθισμένο. Καλό θα ήταν να μην κρυβόμαστε πίσω από τον ιδεολογικό αχταρμά μας.

Μαθαίνουμε λοιπόν πως με βάση τους συγκεκριμένους προβληματικούς άξονες, ανήκουμε στο χώρο της μόδας (ή της αντί-μόδας για να το πούμε και πιο σωστά), γιατί στην τελική “Ποιος θέλει να του πουν τι να κάνει, τι να σκέφτεται και τι να φοράει”; Μαθαίνουμε επίσης πως μέσα στα χαρακτηριστικά της μόδας είναι ο τρόπος ομιλίας και γραφής. Συγκεκριμένο τρόπο ομιλίας και γραφής έχει όμως τεράστιο κομμάτι του ευρύτερου κινήματος. Δεν αναφερόμαστε σε κάποια ομοιογένεια έκφρασης του χώρου αλλά στους κοινούς κώδικες επικοινωνίας που χρησιμοποιούνται μέσα σε αυτόν. Όλοι και όλες μας δρούμε και συμμετέχουμε με κάποιον συγκεκριμένο τρόπο μέσα από συλλογικές αντί-ιεραρχικές διαδικασίες (όπως είναι και η ομιλία και η γραφή προφανώς). Αντίθετα, πολλοί εργάτες και εργάτριες όπου αναφερόμαστε πολύ συχνά σκέφτονται, φοράνε, τρώνε και δρουν με βάση τα πρότυπα που τους έχει προωθήσει η κυριαρχία. Παρατηρούμε επίσης πως στον ευρύτερο χώρο στο σήμερα υπάρχει συστηματική ανοχή σε “συντρόφους” που βρωμάνε από χιλιόμετρα σεξισμό και ομοφοβία και παράλληλα μιλάνε για την “αποδόμηση της πατριαρχίας”… Αναρωτιόμαστε αν τέτοιες πρακτικές και αντιλήψεις έχουν θέση μέσα στο κίνημα. Ο ταξικός αναρχοσυνδικαλιστής οικοδόμος που βαράει τη γυναίκα του στο σπίτι μας κάνει; Τα “αρχηγιλίκια” μέσα σε αντί-ιεραρχικές συλλογικότητες; Ο προκαθορισμός και η επιβολή συγκεκριμένων προτεραιοτήτων και θεματικών; Οι άτυποι αρχηγοί και αρχηγίνες, οι αυλικοί, τα “αναρχόσημα” και τα κόμπλεξ συμμετοχής σε διαδικασίες συνδιαμόρφωσης μας προβληματίζουν;[6] Χρειάζεται βέβαια να φύγουμε μακριά από τις ιδεολογικές μας αγκυλώσεις περί “αιρετικών βίγκαν” για να τα ανακαλύψουμε όλα αυτά,  και να αντιμετωπίσουμε το θέμα στην ολότητα του, κάνοντας επιτέλους και την αυτοκριτική μας. Το ζήτημα για εμάς είναι πως όταν προκύπτουν διάφορα ζητήματα κριτικής, καλό θα ήταν να ανοίγουν ολόπλευρα και συνολικά για τον “χώρο” και όχι μονομερώς απέναντι σε τάσεις της επιλογής μας.  Η ανάγκη ενός κόσμου να επικοινωνήσει τις αξίες και τα ιδανικά του δεν θα μπορούσε να εντάσσεται σε ταμπελοποιήσεις αιρέσεων εκτός κι αν αποδεχόμαστε τα αρχηγιλίκια και τους δογματισμούς του σωστού και του λάθους. Να θυμίσουμε ένα απόφθεγμα που λέμε κατά καιρούς πως “το δίκιο δεν το έχουν πάντα οι πολλοί”, χωρίς καμία διάθεση να προδικάσουμε τίποτα, ξεκαθαρίζοντας όμως τον τρόπο με τον οποίο σκεφτόμαστε καθώς εκτιμούμε πως εκφράζει πολλούς και πολλές από τις διάφορες άλλες τάσεις που αναπτύσσονται στο χώρο. Το ζήτημα για μας δεν είναι να σπάσει μονάχα το παραγωγικό/καταναλωτικό μοντέλο του καπιταλισμού. Το ζήτημα για μας είναι να σπάσει κάθε επιβολή των εξουσιαστών στους εξουσιαζόμενους, του άντρα στη γυναίκα,  της λευκής στη μαύρη, του ανθρώπου στο άλλο ζώο.

Ένα άλλο θέμα που θίγεται είναι το ζήτημα της “ευχαρίστησης”, (στο κείμενο που μετέφρασε το Contra Info) καθώς και των εκάστοτε “ειδικών” της ζωής μας, που μας προσδιορίζουν τι είναι “σωστό” και “χρήσιμο” σε απίστευτα πολλές εκφάνσεις της. Οι άνθρωποι όμως που ασχολούνται με το κίνημα της Απελευθέρωσης των Ζώων δεν δέχονται καμία κάστα τηλέ-κονδυλοφόρων “ειδικών” των ζωών μας  απ’ όπου κι αν προέρχονται. Ο συσχετισμός μας με αυτούς θα μπορούσαμε να πούμε πως είναι τουλάχιστον προβοκατόρικος. Όσο για το “μη ευχαριστήσιμη  βίγκαν διατροφή”, μάλλον κάποιοι λανθασμένα πιστεύουν ότι το να είναι κάποιος βίγκαν σήμερα σημαίνει πως θα τη βγάζει όλη μέρα με ψωμί κι ελιές. Από την άλλη, μας έρχονται στο νου διάφορες ευχαριστήσεις κι “ευχαριστήσεις” που χρήζουν προβληματισμού αλλά και απάντησης. Όπως για παράδειγμα η ευχαρίστηση της φυσικής ελεύθερης ερωτικής συνεύρεσης η οποία αυτοκαταστέλεται, όχι κάτω από μία συνειδητή συμφωνία αποκλειστικότητας, αλλά στο πλαίσιο της παραδοσιακής, κοινωνικά επιβεβλημένης μονογαμίας, βασισμένης στην κτητικότητα και την ανασφάλεια. Αντίστροφα, “ευχαρίστηση” θα μπορούσε να είναι ο βιασμός ενός 8χρονου αγοριού ή κοριτσιού για ένα βιαστή. Θα μπορούσε να είναι η δολοφονία ενός μετανάστη για ένα φασίστα. “Ευχαρίστηση” ακόμα  μπορεί να είχε αποτελέσει το βιτριόλι στην Κούνεβα για τα παρακρατικά καθίκια των αφεντικών της. Αυτά να υποθέσουμε πως θα τα αποδεχτείτε προς χάριν της “ελευθεριακής” σας αντίληψης περί ευχαρίστησης; Ίσως να μην έχουμε αντιληφθεί τι χαρακτηριστικά θα χρειαστεί να αποδομήσουμε στη νέα κοινωνία που καλούμαστε να στήσουμε πάνω στις στάχτες της παλιάς, αλλά σίγουρα θα πρέπει να επαναπροσδιορίσουμε πραγματικά πολλές υποτιθέμενες “απολαύσεις” και “ανέσεις” που μας “παρέχονται” ή μας “απαγορεύονται” εν μέσω καπιταλισμού.

Ακόμη, σχετικά με τα κλεισμένα εργοστάσια γούνας και πειραμάτων που ανοίγουν “αλλού”, το ίδιο θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε και για οποιαδήποτε άλλη βιομηχανία, την οποία αντιπαλεύει το ευρύτερο ανταγωνιστικό κίνημα που παρόλα αυτά συνεχίζει να αναπτύσσει σχετικές δράσεις και πολύ καλά κάνει μάλιστα. Όπως πολύ σωστά τονίζει το κείμενο από Rioters “ο καπιταλισμός είναι πια αρκετά ευέλικτος ώστε να δέχεται την μια ή την άλλη μεταρρύθμιση όσο η συνολική λειτουργία του παραμένει ανεμπόδιστη” δεδομένο που υφίσταται προφανώς όχι μονάχα στον γουνοποιητικό τομέα ή στις βιομηχανίες των ερευνητικών πειραμάτων πάνω στα ζώα, αλλά παντού. Γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο δεν βολευόμαστε με τίποτα λιγότερο από τα πάντα, που για μας είναι η Ολική Απελευθέρωση Ζώων και Φύσης.

 

Περί Διαμεσολάβησης…

Τα ζώα του κόσμου υπάρχουν για τους δικούς τους λόγους. Δεν φτιάχτηκαν για τους ανθρώπους, όπως οι μαύροι άνθρωποι δεν φτιάχτηκαν για τους λευκούς ή οι γυναίκες για τους άνδρες (Alice Walker, Συγγραφέας)

Προχωρώντας λοιπόν στο ζήτημα της διαμεσολάβησης μέσα από το κείμενο “Να είσαι βίγκαν, μία μόδα σε καιρούς κρίσης” βλέπουμε πως μας προσδίδονται χαρακτηριστικά “οπτικής γωνίας κυρίαρχου”, καθώς έχουμε δημιουργήσει μία “αυτοανακηρυγμένη πρωτοπορία μέσα στο ζωικό κόσμο που ενεργεί στο όνομα της ισότητας”. Μαθαίνουμε επίσης πως “για να υπάρχει ανισότητα ανάμεσα στα όντα, πρέπει να υπάρχει επίσης ισότητα: ο κύριος, για να γίνεται κατανοητός από τον σκλάβο, πρέπει πολλές φορές να έρχεται στο επίπεδό του, να του μιλάει την ίδια γλώσσα…”. Αναρωτιόμαστε βέβαια αν πρέπει να είναι κάποιος σήμερα μετανάστης για να παλέψει για τους παρανομοποιημένους μετανάστες εργάτες. Αν πρέπει να είναι φυλακισμένος κοινωνικός αγωνιστής για να προβεί σε δράσεις αλληλεγγύης ή αλλιώς κινδυνεύει να κατηγορηθεί με το αμάρτημα της “δράσης εξ’ ονόματος τους”. Ή αν από την άλλη οι αναλύσεις που κάνουμε εμείς σήμερα για το μεταναστευτικό, συμπλέουν με τις αντίστοιχες βιωματικές αναλύσεις που κάνουν οι περισσότεροι μετανάστες ερχόμενοι στον ελλαδικό χώρο. Ή αν ακόμα στις δράσεις μας για το ζήτημα του Αχελώου ή του ζητήματος της κατασκευής ΧΥΤΑ στην Κερατέα ρωτήσαμε τη φύση και το περιβάλλον ή μήπως “αυτοανακηρυχθήκαμε πρωτοπορία του κινήματος μέσα στον περιβαλλοντικό κόσμο”. Σύμφωνα με την ερμηνεία του κειμένου, μάλλον εξετάζουμε όλα αυτά τα ζητήματα μέσα από “οπτική γωνία κυρίαρχου”, αντιλαμβανόμενοι τους εαυτούς μας ως αφέντες και τις άλλες φυσικές ή κοινωνικές ομάδες οποιουδήποτε είδους ως σκλάβους…

Προφανώς και η απάντηση έχει ήδη δοθεί…

Η ανάγκη όμως για λευτεριά και αυτοδιάθεση μπορεί να αποδοθεί με πολύ όμορφο τρόπο και από ένα γράμμα ενός φυλακισμένου αγωνιστή αλλά και από μια κραυγή ενός μινκ, τα κλωτσίδια των γουρουνιών προς τους σφαγείς τους καθώς και από άλλα αντίστοιχα παραδείγματα. Απ’ όσο γνωρίζουμε βέβαια, η διαδικασία απελευθέρωσης ενός ζώου δεν γίνεται παρά την θέληση του. Θεωρούμε πως το ίδιο το γεγονός ότι τα ζώα που απελευθερώνονται αποχωρούν από τα κλουβιά τους και οδεύουν προς την ελευθερία, αποτελεί και με το παραπάνω αποδοχή των δράσεων απελευθέρωσης τους από τα κλουβιά της ανθρώπινης επιβολής. Εκτιμάμε παράλληλα πως οι απελευθερώσεις της τελευταίας περιόδου των φυλακισμένων στην εξεγερμένη Αίγυπτο δεν διέφεραν και πολύ…

Η εξελικτική διαλεκτικά συνδεδεμένη σχέση ζώων-φύσης δεν είναι κάτι καινούριο για μας και προφανώς μας είναι αποδεκτή. Δεν έχουμε όμως μάθει να βάζουμε σε “κουτάκια” τις δράσεις, τις θεωρήσεις και τα προτάγματα μας. Όπως αναφερθήκαμε και παραπάνω, δεν μας ενδιαφέρει να χωρίζουμε αγώνες αλλά να τους ενώνουμε. Δεν μας ενδιαφέρει να προχωρήσουμε σε ένα copy paste ιδεολογικών δογμάτων, και με βάση αυτά να ετεροκαθορίζουμε τα εγχειρήματα και τις ανάγκες μας, αλλά θέλουμε να προβαίνουμε σε κριτική θεωρητική ανάλυση των λόγων που μας παρέχονται στο σήμερα. Από αυτή τη σκοπιά εξετάζουμε και το λόγο του Singer, που αναφέρθηκε στο κείμενο από Rioters. Θα μπορούσαμε ίσως να πούμε πως ο Singer είναι ο πατέρας της σύγχρονης θεωρίας της απελευθέρωσης των ζώων, αλλά σίγουρα δεν είναι ο μόνος θεωρητικός. Για την ακρίβεια, θεωρείται αρκετά παρωχημένος και είναι σπάνιο φαινόμενο να συναντάμε κάποιον που να καταπιάνεται με την απελευθέρωση των ζώων και να υιοθετεί την ωφελιμιστική θεωρία του. Η βάση όμως του μεταφρασμένου κείμενου από Rioters όπου “αν κάποιος ασχολείται με την απελευθέρωση των ζώων, τότε υιοθετεί τον Singer defacto”  βοηθάει στο να ληφθούν ως δεδομένο λανθασμένες τοποθετήσεις όπως του ότι “η ιδεολογία της απελευθέρωσης ζώων δέχεται ότι οι άνθρωποι έχουν το πλεονέκτημα να κάνουν ηθικές επιλογές που στερούνται τα ζώα, οπότε οι άνθρωποι θα πρέπει να επιλέξουν να αποφύγουν ότι προκαλεί πόνο”. Κάτι τέτοιο θα είχε στο μυαλό του και ο Ζιλ Ντωβέ στη δική του αντίστοιχη κριτική στην απελευθέρωση των ζώων, όταν έλεγε πως “η χορτοφαγία αρνείται, αλλά αποδεικνύει τη ριζική διαφορά του ανθρώπου”. Από την άλλη, θα μπορούσαμε με την ίδια ευκολία να πούμε ότι αν κάποιος θεωρείται αναρχικός ή απλά αυτοπροσδιορίζεται ως τέτοιος, τότε ασπάζεται πλήρως τον Μπακούνιν,ως  θεωρητικό πατέρα της αναρχίας ή ένας κομμουνιστής τον Μαρξ,ως θεωρητικό πατέρα του κομμουνισμού; Γίνεται αντιληπτό σε τι αντιφάσεις θα πέφταμε (αντιφάσεις που “έπεσαν” και τα κείμενα) αν προσπαθούσαμε να προσδιορίσουμε την ιδεολογικοπολιτική ταυτότητα του συγκεκριμένου ανθρώπου με τον συγκεκριμένο τρόπο.

 

Τα βολικά δεσμά των ανισότιμων μεγεθών 

   ( Σπισισμός = Σεξισμός = Φασισμός (;) )

Συναντάμε λοιπόν, στο κείμενο από Contra Info ένα από τα πιο κοινότυπα ιδεολογήματα. Δομείται έτσι ώστε να βολεύει και να εξυπηρετεί την αλλοτριωμένη ερμηνεία του κυρίαρχου κοινωνικού πλαισίου, το οποίο η καθεμιά μας θα αντιπαλεύει μέσα από τη δική της “θεματική” διόπτρα, χωρίς τη δυνατότητα να συνθέσει και να συνδιαμορφώσει πιο διευρυμένα δράσεις, οπτικές, ερμηνεύσεις αλλά και προτάγματα. Το ιδεολόγημα των ανισότιμων μεγεθών του σεξισμού, του ρατσισμού και του σπισισμού. Θα μπορούσαμε να πούμε, πως στο παρελθόν είχαν εμφανιστεί ανάλογα ιδεολογήματα περί “ανισότιμων μεγεθών”, στο επίπεδο του έμφυλου και της ομοφοβίας καθώς “τι δουλειά είχε ο πούστης με τους εργάτες, ή η γυναίκα με το μεταναστευτικό;”. Όσο περνάει ο καιρός βέβαια, αυτού του είδους οι απόψεις έχουν σπάσει σε αρκετά μεγάλο βαθμό, χωρίς να σημαίνει σαφώς, πως δεν καλύπτονται κατά καιρούς κάτω από έναν “ριζοσπαστικό” μανδύα. Δεν είναι λίγες οι φορές που κάποια, προβάλλοντας την ιδιότητα της queer προς τα έξω θα αντιμετωπιστεί ως μία “νέο-χίπις, γραφική και μονοθεματική” που ακολουθεί “μόδες” προσπαθώντας να τις “ενσωματώσει” στην “παραδοσιακή” κουλτούρα της αναρχίας κ.ο.κ. Ίσως αυτά να θυμίζουν πολλά και σε διάφορο κόσμο που υιοθετεί αντισπισιστικά χαρακτηριστικά. Δανειζόμενοι μία φράση του Lawrence Jarach, θα πούμε πως στην ουσία “κάθε αναρχικός που δε χωράει στη γραμμή που θέτουν οι πρωταθλητές και φρουροί του Αριστερού Αναρχισμού έχει τα ίδια προβλήματα”. [7] Αλλά πέρα από τα απωθημένα του “χώρου” ας εξετάσουμε και μια άλλη πλευρά.

Ο Nick Fiddes στο δοκίμιο του “Οι κοινωνικές διαστάσεις της Κρεοφαγίας” εξηγεί με απλό και επεξηγηματικό τρόπο, πως η κατανάλωση κρέατος αποκτά κοσμολογικά χαρακτηριστικά στις διάφορες ανθρώπινες κοινωνίες, όπου τα πρότυπα της εκάστοτε ζήτησης θα αλλάζουν, με βάση τις αλλαγές στο υποκείμενο ηθικό υπόστρωμα των εκάστοτε κοινωνιών. Παρακάτω παραθέτουμε μια παράγραφο του, εκτιμώντας πως βοηθάει στην κατανόηση της αντίληψης μας: (τα Βold δικά μας) :

“Σε πολιτισμικό επίπεδο, μας αρέσει να τρώμε ζώα για να επιβεβαιώσουμε μεταφορικά την εξουσία μας επάνω τους, και κατ’ επέκταση στον κόσμο. Μόνο αν το αντιληφθούμε αυτό μπορούμε να καταλάβουμε και το υπόλοιπο του συστήματος του κρέατος. Εξηγεί γιατί το κρέας (όπως επίσης και οι σχετικές δραστηριότητες σαν το κυνήγι) έχει εκτιμηθεί πολύ περισσότερο από τις πλούσιες και ισχυρές ελίτ της κοινωνίας, για τις οποίες λειτούργησε ως μέσο επίδειξης εξουσίας. Εξηγεί, επίσης, γιατί σ’ εκείνους που απολαμβάνουν λιγότερο έλεγχο επάνω στις ζωές τους, όπως τα φτωχότερα κοινωνικά στρώματα, και οι γυναίκες ως κοινωνική ομάδα, τους έχουν αρνηθεί την πρόσβαση στις ίδιες ποσότητες κρέατος με τους πιο ισχυρούς τους ομολόγους. Εξηγεί ακόμα γιατί εκείνοι που έχουν επιλέξει να αποφύγουν τη γήινη δύναμη για χάρη του πνευματικού ελέγχου, όπως για παράδειγμα οι μοναχοί και οι ασκητές, έχουν πολύ συχνά επιλέξει να απέχουν από το κρέας ως ένα κεντρικό σύμβολο της εθελοντικής τους απλότητας. Μα πάνω απ’ όλα, εξηγεί τα πρότυπα της προσφοράς και της ζήτησης του κρέατος. Εξηγεί γιατί, καθώς το ήθος του τεχνολογικού ελέγχου επιβαλλόταν, η κατανάλωση του κρέατος αυξήθηκε παράλληλα· και εξηγεί γιατί, τώρα, εκείνο το πρότυπο αλλάζει.” [8]

Όπως γίνεται κατανοητό, ο σπισισμός δεν τοποθετείται στην ίδια βαθμίδα με τον ρατσισμό ή τον σεξισμό λόγω της συμπόνοιας μας για τα “κακόμοιρα τα ζωάκια”, (όπως και δεν δηλώνουμε αντιρατσιστές λόγω της “συμπόνιας μας προς τους άμοιρους μετανάστες”) αλλά λόγω του διευρυμένου εξουσιαστικού πλέγματος της ανθρώπινης επιβολής και της κυριαρχίας απέναντι στο φυσικό και ζωικό κόσμο. Εκτιμάμε, πως μέσα από τη διαδικασία της κρεοφαγίας (ή για να είμαστε αληθείς της πτωματοφαγίας, καθώς δεν έχουμε δει κανέναν να κατεβάζει στην καθισιά του καμιά ζωντανή κότα, όπως κάνει “η αδελφή μας η αλεπού”) καταστέλλεται η δυνατότητα των άλλων ζώων να διαθέσουν τον εαυτό τους όπως εκείνα εκτιμούν, και όχι όπως εκτιμάει η επιβολή του ουρανίσκου μας.

Από την άλλη, απορούμε γιατί σε πολλές περιοχές της ελλαδικής υπαίθρου (ιδιαίτερα στις κλειστές κοινωνίες) το πρότυπο του “άντρα” που προβάλλεται είναι αυτό που επιτάσσει την κυριαρχία του πάνω στη γυναίκα και στα ζώα. Γιατί για παράδειγμα, η λέξη “κρέας”, χρησιμοποιείται για να υποδηλώσει κάθε κινούμενο ζωντανό οργανισμό που η χρήση του αποσκοπεί στην ευχαρίστηση του συγκεκριμένου “άντρα” (είτε στο επίπεδο της γεύσης, είτε στο επίπεδο της σεξουαλικής επιβολής). Δεν είναι τυχαία η σύγκλιση της γυναίκας και ενός γουρουνιού/αμνοεριφίου κάτω από την ομπρέλα της ίδιας λέξης. Επίσης, να θυμηθούμε γιατί στην επαρχία (αλλά ακόμα και στις μεγαλουπόλεις) αν ένας νεαρός δηλώσει χορτοφάγος, θα θεωρηθεί υποτιμητικά ως “αδελφή” και “φλούφλης” καθώς οι “άντρες” πρέπει να “το ξεσκίζουν το μοσχαράκι”. Ή ακόμα, μπορούμε να θυμηθούμε πως προέκυψε στην Κρήτη ο υποτιμητικός όρος “πέτσακας”, εννοώντας συνήθως τα εμετικού περιεχομένου άτομα που επιδιώκουν να κάνουν επίδειξη του “ανδρισμού” τους σε κάθε ευκαιρία. Την “πολιτιστική ενδυμασία” τους τη γνωρίζουμε; Το γδάρσιμο της πέτσας της γίδας ώστε να καταλήξει κρητικό jacket στον εκάστοτε “πέτσακα”, αναδεικνύει και την αρρωστημένη αντίληψη τους που απ’ ότι φαίνεται απολαμβάνουν.

Φεύγοντας από τα όρια της επαρχίας και επιστρέφοντας στα μητροπολιτικά κέντρα, ερχόμαστε αντιμέτωποι με στρατηγικές διαχείρισης πληθυσμών (καθώς κι ελέγχου κι επιτήρησης) που παίζουν στην ουσία τον ρόλο της διευρυμένης συνέχειας της “παλιάς ευγονικής”. Η γενοκτονία των τσιγγάνων της Ινδιανάπολις, των ομοφυλόφιλων, των νοητικά διαφορετικών ατόμων των γειτονιών της Αμερικής, οι σύγχρονες μαζικές στειρώσεις των γατόσκυλων στις μητροπόλεις και όχι μόνο (καθώς αντιμετωπίζουμε για άλλη μια φορά το “πρόβλημα των αδέσποτων” στα θύματα του και όχι στους θύτες αυτής της κατάστασης), η εφαρμογή της “νέας ευγονικής” σε ομάδες ΑΜΕΙ [9], εξαρτημένους και σε λατίνους μετανάστες στις ΗΠΑ όπως και κάθε “παραδοσιακή επίδειξη ανδρισμού” σαν και αυτή που αναφέραμε προηγουμένως, εκτιμάμε πως έχουν την ίδια βάση. Κάποιοι όμως, ακόμα βλέπουν “ανισότιμα μεγέθη”.

Και όχι μονάχα αυτό, αλλά μαθαίνουμε πως μερικοί από αυτούς, όπως οι συγγραφείς του: “Να είσαι βίγκαν, μια μόδα σε καιρούς κρίσης”, επιθυμούν να χρησιμοποιήσουν τους ζωικούς και φυσικούς “πόρους” με “μέτρο”  για να μην “πριονίσουν  το κλαδί πάνω στο οποίο κάθονται”. Στην ουσία, αυτό το οποίο λέγεται, είναι πως δεν έχουν προχωρήσει ακόμα στον κατακερματισμό της φύσης, αποκλειστικά και μόνο για λόγους χρηστικής ηθικής (τελικά ο Καρτέσιος έχει άξιους συνεχιστές). Βέβαια, αν είχαν δημιουργηθεί οι συνθήκες  αποφυγής του “πριονισμού του κλαδιού που βρίσκονται”, προβληματιζόμαστε για το τι “ελευθεριακή” στάση θα είχαν κρατήσει οι συνεχιστές του Καρτέσιου. Ως που θα έφτανε ο εθελοντικός μετασχηματισμός που μας προτείνουν;

Για παράδειγμα, ο Υπέρ-ανθρωπισμός, βάζει τα δικά του χαρακτηριστικά για τον μετασχηματισμό που επιδιώκουν οι θεωρητικοί του, και μάλιστα όχι και σε πολύ μακρινή βάση από την οπτική των αρθρογράφων του κειμένου. Ο “πριονισμός” του κλαδιού που βρισκόμαστε για κάποιους Υπέρ-ανθρωπιστές, μπορεί να μην σημαίνει και πολλά, αφού ανά πάσα στιγμή θα μπορούσαν να δημιουργήσουν ένα καινούριο (βιοτεχνολογικά τροποποιημένο με καλύτερα χαρακτηριστικά κιόλας) σε μια κοντινή εποχή “μετασχηματισμού” που ονειρεύονται. Βλέπετε, δεν είναι ανάγκη να βρισκόμαστε υπό το καθεστώς της επιβολής της “βιολογικής” μας φύσης (και της δικής μας, αλλά και του υπόλοιπου φυσικού κόσμου) και να αφήνουμε σε παράγοντες τύχης την εξελικτική μας δυναμική, με αποτέλεσμα να μην μπορέσουμε να οδηγηθούμε σε συνθήκες “μεγίστης απόλαυσης”. Μπορούμε άμα θέλουμε να αποψιλώσουμε σε μια βραδιά τον Αμαζόνιο για να καλύψουμε τις ανάγκες “δημιουργικότητας” μας. Κανένα πρόβλημα άμα είμαστε Υπέρ-ανθρωπιστές, καθώς θα μπορέσουμε να στήσουμε δάση από την αρχή, πιο τελειοποιημένα μάλιστα. Δεν είναι ανάγκη να καταπιεζόμαστε από τα δεσμά της φύσης και να μην μπορούμε να γευτούμε με “ευχαρίστηση” το ένα ή το άλλο κρέας ενός είδους προς εξαφάνιση. Ας απελευθερωθούμε από αυτά τα δεσμά λοιπόν και ας δημιουργήσουμε μια νέα φύση, όπου θα μπορούμε να ξεπεράσουμε όλα αυτά τα εμπόδια που ηθικά ή πρακτικά μας παρουσιάζονται τώρα, και ας προχωρήσουμε σε μια μετά-ανθρώπινη κοινωνία όπου αυτού του είδους οι “φυσικές συνθήκες επιβολής” θα πάψουν να υπάρχουν.

Μάλιστα οι θεωρητικοί του Υπέρ-Ανθρωπισμού κατά καιρούς αυτοπροσδιορίζονται και ως αντισπισιστές, διότι σκοπεύουν να “ενισχύσουν” τα ήδη υπάρχοντα είδη, σε νέα πιο “προικισμένα με ανώτερες νοητικές δυνατότητες”, ώστε με βάση την ανάπτυξη της νόησης τους να χαίρουν και περισσότερων “δικαιωμάτων”. Η ίδια ακριβώς οπτική μπορεί να διευρυνθεί και στις δικές μας δυνατότητες (οι οποίες όπως είπαμε καταπιέζονται από την φύση), και σε ειδικές κοινωνικές ομάδες, οι οποίες λόγω της “ανικανότητας τους” στο σήμερα ( βλέπε ΑΜΕΙ) δεν χαίρουν των ίδιων “δικαιωμάτων” με τους υπόλοιπους από εμάς. Βλέπουμε λοιπόν πως η χρηστική ηθική του “πριονισμένου κλαδιού” που μας παρουσιάζεται από τους συγγραφείς του κειμένου, δεν απέχει πολύ από τη χρηστική ηθική της απόλαυσης – ταλαιπωρίας (ή της νόησης, έτσι όπως αυτοί την αντιλαμβάνονται) των Υπερ-ανθρωπιστών. Αυτό το οποίο αλλάζει, είναι ο μανδύας, ή καλύτερα οι προοπτικές που δίνει η κάθε θεώρηση. Οι Υπέρ-Ανθρωπιστές θέλουν να υποκαταστήσουν το φυσικό με το σχεδιαζόμενο, αντικαθιστώντας την τύχη με το σχεδιασμό. Όπως έχουν τονίσει και οι ίδιοι: “Το κλειδί στον Υπέρ-Ανθρωπισμό είναι η πίστη στον λόγο, όχι στη φύση”. Η προοπτική αυτή διαφέρει σε βαθμό και όχι σε είδος από όποια γνωστή ανθρωποκεντρική και σπισιστική στάση μέχρι σήμερα.[10] Από την άλλη, οι συλλογιστικές των συγγραφέων του κειμένου “Να είσαι βίγκαν, μία μόδα σε καιρούς κρίσης” οδηγούνται σε επικίνδυνα μονοπάτια βίο-κυριαρχίας μέσα από την αφελή απλοϊκότητα των λογικών αντιφάσεων που πέφτουν. Δυστυχώς, όσο η ανάλυση που κάνουμε για το φυσικό και ζωικό κόσμο θα παραμένει σε αλλοτριωμένες ερμηνεύσεις χρηστικής ηθικής, άλλο τόσο θα κινδυνεύουμε να συμπλεύσουμε με κυρίαρχα δόγματα της εξουσίας, που υποτίθεται προσπαθούμε να καταστρέψουμε.

 

Απελευθερωτικά Κινήματα

Φτάνοντας λοιπόν στο ζήτημα των Απελευθερωτικών κινημάτων , συναντάμε μια σειρά από οπτικές και αναλύσεις όπου η ιστορία και η φαντασία μπερδεύονται με τον πιο περίτεχνο τρόπο. Με ένα εξωτερικό ξεφύλλισμα, τουλάχιστον στο εισαγωγικό κομμάτι, θα μπορούσαμε να πούμε, πως η βασική οπτική για το ζήτημα των “ειδικών ακτιβιστών του θεάματος” καθώς και στη μη σύνδεση τους με το μετασχηματισμό (ή καλύτερα όπως αναφέρεται στην καταστροφή) του ισχύοντος κοινωνικού πλαισίου, μας βρίσκει υπέρ του δέοντος σύμφωνους. Θα μπορούσε ακόμη, να είναι μια κριτική στο σήμερα για το ευρύτερο κίνημα όπου πολλά κομμάτια του πάσχουν (σε πολύ έντονο επίπεδο μάλιστα) από αυτοαναφορικότητα και ωμή φετιχοποίηση και των μέσων, αλλά και των λόγων. Η γνώμη μας είναι, πως ούτε ο σκοπός αγιάζει τα μέσα αλλά ούτε και τα μέσα τον σκοπό. Δεν υφίσταται καν ως δίπολο. Όπως οι ριζοσπαστικές τακτικές δεν συνεπάγονται αναγκαστικά ριζοσπαστικούς στόχους, έτσι και οι ριζοσπαστικοί στόχοι δεν συνεπάγονται πάντα ριζοσπαστικές τακτικές. Ιστορικά παραδείγματα υπάρχουν και για τις δύο εκφάνσεις. Το ζήτημα δεν είναι “ποιος έχει την μαγική συνταγή”, για να μας την πει και να την ακολουθήσουμε, αλλά ούτε βέβαια να χωριστούν οι δράσεις σε “κατηγορίες” και να καταλήξουμε σε παιχνίδια τύπου “μάντεψε ποιος είναι ο πιο μονοθεματικός”. Για μας το ζήτημα με τα εργαλεία που επιλέγουμε για να επιτεθούμε στο σημερινό εξουσιαστικό πλέγμα, είναι το κατά πόσο αυτό αποδομείται χωρίς την παράλληλη φετιχοποίηση των ίδιων των εργαλείων, ως ο μόνος δρόμος. Το δρόμο τον καθορίζουμε αποκλειστικά και μόνο εμείς, τον καθορίζουν τα μέσα που χρησιμοποιούμε αλλά και οι στοχεύσεις μας. Δεν υπάρχουν πολιτικές αυθεντίες, όσο και να έχουν παλέψει με νύχια και με δόντια διάφοροι πολιτικοί πραίτορες να τις επιβάλλουν.

Έτσι λοιπόν, κάτω από αυτή την σκοπιά, η κριτική για τα Απελευθερωτικά Κινήματα χωρίζεται σε 3 κυρίως πεδία:

α) Η φετιχοποίηση (βίας και μη βίας)
β) Οι τακτικές τύπου “κομάντο” των ακτιβιστών
γ) Οι χριστιανικές αυτοθυσίες που οδηγούνται οι ακτιβιστές λόγω της συμπόνιας που έχουν για τα μη ανθρώπινα ζώα.

Μας προβληματίζει το γεγονός όμως ότι δεν αναφέρονται οι συνθήκες κάτω από τις οποίες αναπτύχθηκαν αυτά τα υποτιθέμενα χαρακτηριστικά στις συγκεκριμένες ομάδες, παρά νοούνται ως δεδομένα. Για παράδειγμα, δεν μπορούμε να δεχθούμε ότι υπάρχουν “αντιπρόσωποι”  μέσα από μια ανάληψη ευθύνης για λογαριασμό του ALF. Επίσης οποιαδήποτε δράση παραμένει “ορφανή” με τη λογική πως “εννοούνται τα αίτια” πίσω από αυτήν και πως ο “κόσμος θα καταλάβει”, δεν ωφελεί παρά μόνο τα ίδια τα ελευθερωμένα ζώα που άλλωστε δεν είναι ο μόνος στόχος μας. Για εμάς, το σαμποτάζ και οι καταστροφές βιομηχανιών με ζώα, στοχεύουν ενάντια στην εμπορευματοποίηση και την επιβολή των ζώων και των ζωών τους.  Ωστόσο, όταν αυτές οι δράσεις γίνονται με αποκλειστικό διακηρυγμένο στόχο την απελευθέρωση συγκεκριμένων ζώων, τότε παραμένουν περιορισμένες σε μια προοπτική απλά φιλοζωική. Από κει και πέρα, προφανώς για να ανοιχτεί κοινωνικά το ζήτημα του κινήματος της Απελευθέρωσης των Ζώων είναι αναγκαίο να “βγει” ο λόγος σου προς τα έξω.

Εκτιμάμε πως, αν το ALF “έμπαινε” σε ένα ιδιότυπο επαναλαμβανόμενο παιχνίδι ποσοτικοποίησης (όπως αναφέρθηκε και νωρίτερα) αλλά και σωτηρίας όσο το δυνατόν μεγαλύτερου αριθμού ζώων, τότε δεν θα είχε το αντίκρυσμα που έχει σήμερα, πόσο μάλλον να έχει θεωρηθεί ως ο υπ’ αριθμόν 1 εσωτερικός εχθρός των ΗΠΑ (ή μήπως είναι μια συνωμοσία των αντισπισιστών με την κυβέρνηση των ΗΠΑ για την αυτοπροβολή τους;;). Το θέμα βέβαια δεν είναι ότι απλά παραβιάζονται κάποιοι μονομερείς και συγκεκριμένοι νόμοι, αλλά ότι θίγονται χοντρά συμφέροντα μέσω των συγκεκριμένων δράσεων, συμφέροντα συνυφασμένα μέχρι το μεδούλι με την ύπαρξη συνθηκών επιβολής και κυριαρχίας (είτε από τον άνθρωπο στα  άλλα ζώα, είτε από άνθρωπο σε άνθρωπο). Αλλά ακόμα και το γεγονός της παρανομοποίησης των δράσεων, δεν στέλνει κανένα ακτιβιστή στα βάθρα του “κομάντο” για τα ζώα, τίτλο που ουδέποτε διεκδίκησαν οι ίδιοι οι ακτιβιστές, ανεξάρτητα από τη λάσπη που έχουν δεχθεί κατά καιρούς. Θυμόμαστε τις δηλώσεις του Rod Coronado (αναρχικού και υπέρμαχου της απελευθέρωσης των ζώων και της γης) σε εκδήλωση για την Απελευθέρωση της Γης, όπου δίνει οδηγίες για το πως μπορεί να φτιάξει κάποιος έναν απλό εμπρηστικό μηχανισμό (γεγονός που τον οδήγησε στη φυλακή), σπάζοντας τα ιδεολογήματα για τους “υπέρ-ήρωες ακτιβιστές” και αναδεικνύοντας πως ο καθένας από μας μπορεί να τον κατασκευάσει και να τον χρησιμοποιήσει.  Στο Behind the Mask (ταινία για το ALF) αναφέρεται από τον ίδιο πως “οι πιθανότητες θανάτου σε ένα αυτοκινητιστικό ατύχημα, είναι πολύ μεγαλύτερες από το να συλληφθεί κάποιος κάνοντας σαμποτάζ κυνηγιού ή μια απελευθέρωση ζώων“. Παράλληλα ο John Curtin μας αναφέρει στην ίδια ταινία: “Δεν υπάρχει καμιά οργάνωση, δεν υπάρχει κανείς που να μπορείτε να του γράψετε “παρακαλώ ελάτε και βοηθήστε με”, ξέρεις, εκεί μια γίδα είναι κλειδωμένη στην αυλή κάποιου. Όχι. Πρέπει να το κάνεις εσύ ο ίδιος”. Πραγματικά, προσπαθούμε να βρούμε μέσα από αυτές τις δηλώσεις τη σύνδεση με τον “υπεράνθρωπο κομάντο και χριστιανικό μάρτυρα  για το ζήτημα των ζώων” όπως αναφέρονται και μέσα από το μεταφρασμένο άρθρο του Rioters, αλλά δεν τα καταφέρνουμε…

Από την άλλη, βλέπουμε πως μία από τις πιο επιθετικές στάσεις που έχει κρατήσει το Animal Rights Militia (γνωστό και ως ARM, όπως αναφέρθηκε και στο κείμενο) ήταν την περίοδο της τρίτης και μεγαλύτερης απεργίας πείνας του φυλακισμένου αγωνιστή για τα Δικαιώματα Των Ζώων Barry Horne. Ο Barry ζητούσε την παύση έκδοσης αδειών για ζωικά πειράματα και τη μη ανανέωση των εν ισχύ αδειών, την άμεση απαγόρευση των πειραμάτων για μη ιατρικούς σκοπούς, την κατάργηση όλων των πειραμάτων μέχρι τις 6 Ιανουαρίου 2002, την άμεση παύση των πειραμάτων στους κρατικούς φορείς και το κλείσιμο της Animal Procedures Committee, ενός συμβουλευτικού σώματος που προωθούσε τη βιομηχανία της ζωοτομίας. Έτσι λοιπόν, την 52η μέρα της απεργίας πείνας, κι ενώ ο Barry ήταν ήδη στο νοσοκομείο 6 μέρες, υπήρχε άμεσος κίνδυνος να πέσει σε κώμα. Η κατάσταση προφανώς ήταν πολύ τεταμένη και κάπου εκεί, δημιουργήθηκε ο φόβος ότι, ακριβώς τη στιγμή που μπορεί να κερδίσουν κάτι και το Βρετανικό Κοινοβούλιο να  υποχωρήσει, την ίδια στιγμή μπορεί να χάσουν τα πάντα αν ο Barry πεθάνει. Εκεί ακριβώς το ARM βγάζει μια ανακοίνωση απειλώντας πως, αν πεθάνει ο Barry Horne, θα σκοτώσει 10 ανθρώπους που έχουν άμεση σχέση με τη ζωοτομία. Αν σκεφτούμε τις ιδιομορφίες που είχε πάρει ο συγκεκριμένος αγώνας τότε, μόνο για φετιχισμούς βίας δεν θα μπορούσαμε να μιλήσουμε, καθώς στην ουσία αυτό που έκανε το ARM, ήταν να δώσει με το δικό του τρόπο (άσχετα αν συμφωνούμε ή όχι), τη συνέχεια στον αγώνα εκείνης της περιόδου για την κατάργηση της ζωοτομίας στη Βρετανία. Βέβαια, αυτό δεν μπορεί να γίνει αντιληπτό, όταν απλά χρεώνονται τίτλοι “φετιχοποίησης” χωρίς κάποιο υπόβαθρο από πίσω, πέρα από αυτό του προβοκάτορα της επιλεκτικής κριτικής.

Αν το προβληματικό βέβαια είναι πως αυτές οι δράσεις επικεντρώθηκαν σε ένα στόχο, εύλογα μπορούμε να αναλογιστούμε μία σειρά από δράσεις στην καθημερινότητα μας που έχουν θεματικό χαρακτήρα αλλά δεν έχουν στηθεί στο “εκτελεστικό απόσπασμα”. Θεωρούμε πως θα ήταν εξίσου προβληματικό, να αποκαλεστούν αυτές οι δράσεις φετιχιστικές και μονοθεματικές,  με βάση αυτό το σκεπτικό. Προβληματιζόμαστε για το αν μια δράση επίθεσης σε ένα συγκεκριμένο στόχο που θα ανέφερε στη ανάληψη ευθύνης της το ζήτημα για την αυτό-χειραφέτηση των γυναικών ή των μεταναστών ή της εργατικής τάξης, θα οδηγούσε τον αρθρογράφο του κειμένου σε αντίστοιχου επιπέδου λυσσασμένη δογματική κριτική περί  “πολέμιων μιας και μόνον όψης της κυριαρχίας”.  Μας φαίνεται φοβερά υποκριτικό, η απάντηση που δίνεται στην κριτική για την “άμεση δράση του ALF”, να είναι η “άμεση δράση στην κοινωνία που ζούμε”. Αυτού του είδους η αντιφατική οπτική, θυμίζει πολύ έντονο απολογητισμό καθώς οδηγούμαστε σε ένα δίπολο  “μονοθεματικής άμεσης δράσης” ή “πολυδιάστατης άμεσης δράσης” και μπαίνουμε τελικά στο προαναφερθέν παιχνίδι μονοθεματικότητας. Ακόμη,  μαθαίνουμε από το κείμενο πως “Η αθλιότητα της βιομηχανίας γούνας και των εργαστηρίων πειραμάτων είναι παντού. Παντού λοιπόν πρέπει να είναι και η στόχευση μας. Στην καταστροφή των σχέσεων που αναπαράγουν κι επιτρέπουν την ύπαρξη αυτής της κοινωνίας, ξεκινώντας από μια ανυπακοή και μια άρνηση που δεν θα ναι ούτε “πολιτική” ούτε “τυφλή”. Κι ακόμα και να ξεπερνάγαμε την τραγική αντίφαση της “στόχευσης μας προς παντού”, η οποία δεν πρέπει να είναι “τυφλή” (αν δεν είναι αυτό  αφαιρετισμός, τότε τι είναι;), βλέπουμε πως η βιομηχανία γούνας δεν είναι παντού αλλά σε μέρη πολύ συγκεκριμένα.

Κατακλείδα

Κάποιοι άνθρωποι προσπαθούμε καιρό τώρα να θέσουμε τον αγώνα για την Απελευθέρωση των Ζώων σε ισότιμη βάση με τα λοιπά κοινωνικά και πολιτικά ζητήματα. Προφανώς και δεν το έχουμε πετύχει στο απόλυτο, αλλά από την άλλη όλο και κάτι έχουμε καταφέρει. Όπως έχουμε ελκύσει το ενδιαφέρον συντρόφων και συντροφισσών μας στο ζήτημα των ζώων, έτσι έχουμε καταφέρει να φέρουμε ανθρώπους που νοιάζονται για τα ζώα πιο κοντά στα κοινωνικά θέματα. Από ότι φαίνεται αυτό ενοχλεί το Εγώ κάποιων και κάτω από το κάλυμμα της “κριτικής θεώρησης” γίνονται επιδεικτικά κατακριτικοί, υπερασπιζόμενοι την υποτιθέμενη καταπάτηση της δήθεν ελευθεριακής επιλογής τους να καταναλώνουν τεμαχισμένα πτώματα, συμβάλλοντας με αυτό το τρόπο σε μια διαφορετική, αλλά υπαρκτή μορφή επιβολής. Υπάρχουν δύο επιλογές εδώ λοιπόν: Ή να συνεχιστεί αυτή η κακοήθης αντίδραση ακυρώνοντας πολιτικές συνθέσεις και συνδιαμόρφωση διαφόρων (σ)τάσεων του “χώρου” που παλεύουν όμως με την ίδια λύσσα για να καταστρέψουν το υπάρχον, ή να συνεχίσουμε όλοι μαζί με τις αδυναμίες μας και τα προτερήματα μας, συμβιβαζόμενες με τίποτα λιγότερο από τα πάντα.

Μια πρόταση – πρό(σ)κληση για το τέλος: Στον ελλαδικό χώρο μπορεί όποιος θέλει να συναντήσει εύκολα βίγκαν που ασχολούνται ενεργά με το θέμα της απελευθέρωσης των ζώων. Σε εβδομαδιαία βάση λειτουργούν βίγκαν καφενεία ως τόπος και τρόπος συνεύρεσης στην Αθήνα, ενώ σε άτακτα διαστήματα γίνονται καλέσματα κουζινών και εκδηλώσεων από ανεξάρτητο κόσμο σε όλο και περισσότερες περιοχές. Το καλοκαίρι που πέρασε, διοργανώθηκε για πρώτη φορά τριήμερη Αντισπισιστική Συνάντηση. Αντί λοιπόν διάφοροι καλοθελητές να αναλώνονται σε διαδικτυακές αντιπαραθέσεις τάχα για “τη χάρη του διαλόγου”, θα μπορούσαν, όπως άλλωστε και ο κάθε ένας και η κάθε μια που προβληματίζεται με το συγκεκριμένο ζήτημα, να πάνε και να δουν από πρώτο χέρι πόσο ισχύει αυτή η μονοδιάστατη αντίληψη που υποτίθεται πως επικρατεί στο χώρο της απελευθέρωσης των ζώων. Εξάλλου πολλοί είμαστε ήδη γνωστοί μέσα στο χώρο για αυτές μας τις αντιλήψεις και αν δεν μας ξέρετε ήδη, δεν είναι πολύ δύσκολο να ρωτήσετε και να μας βρείτε. Ιδού η Ρόδος, ιδού και το πήδημα λοιπόν. Μέχρι τότε, επιτρέψτε μας να θεωρούμε αυτές τις κριτικές προβληματικές και να τοποθετούμαστε ανάλογα.
____________________________________________

Σημειώσεις

1 ) Μπορούμε να διακρίνουμε και άλλα δίπολα που παρατίθενται (ή “φωτογραφίζονται” νοηματικά) στα κείμενα και συνειδητά δεν αναφέρονται (ιδεολογίας-ιδεολογημάτων, ελευθερίας-ελευθεριότητας κ.ο.κ.). Είναι πολύ σημαντικό να προσδίδουμε την σωστή νοηματοδότηση σε αυτού του είδους τα δίπολα στην εκάστοτε στιγμή, καθώς δημιουργείται μια περίεργη ταυτοποίηση αλλοτριωμένων ιδεών, με τα απελευθερωτικά εργαλεία ή προτάγματα μας.

2 ) Σκόπιμο εδώ θα ήταν να αναφερθούν 2-3 πράγματα.

Καταρχάς, το πρώτο ζήτημα που εγείρεται έχει να κάνει με την ολοκληρωτική αποίκηση του ανθρώπινου είδους,πραγματικά απ’ άκρο σ’ άκρο με ολοκληρωτικές παράλληλα συνέπειες. Εκτιμάμε πως αυτού του είδους η επιβολή και η μανία στο να αποδειχθεί πως το ανθρώπινο είδος “ευδοκιμεί” και μπορεί να “επιβιώσει” παντού ( για να μην ξεχνάμε και ποιος κάνει κουμάντο στην υδρόγειο) δεν μπορεί να δικαιολογηθεί με λογικές “διασποράς”.

Ένα δεύτερο κομμάτι έχει να κάνει τις λεγόμενες “κυνηγετικές – τροφοσυλλεκτικές” κοινωνίες και στο αν όντως θα έπρεπε να τις αποκαλούμε ως τέτοιες. Ανακαλύπτουμε λοιπόν, στο δοκίμιο του Nick FiddesΟι Κοινωνικές Διαστάσεις της Κρεοφαγίας”, πως στις περισσότερες περιοχές, ακόμα κι εκεί που η κατοίκηση είναι δύσκολα εφικτή χωρίς την κατανάλωση ζώων, στους αυτοαποκαλούμενους “κυνηγούς” δηλαδή (γιατί είναι το ένστικτο της φύσης που μας καλεί….) τα λαχανικά αποτελούν το 80% της διατροφής, όπως ίσως συνέβαινε πάντα. Οι λεγόμενοι “κυνηγοί – συλλέκτες” μάλλον θα έπρεπε να λέγονται “συλλέκτες –  κυνηγοί”, από τη στιγμή που η σάρκα είναι το μικρότερο σε ποσοστό διατροφικό στοιχείο. Μαθαίνουμε επίσης ακόμα, πως τα “πρώτα σαφή στοιχεία του μεγάλης κλίμακας, συστηματικού κυνηγιού… που είναι διαθέσιμα από παλαιοαρχαιολογικούς χώρους είναι μόνο 60.000-80.000 χρονών”, ενώ παράλληλα διακρίνουμε πως “η ανάλυση των σύγχρονων ανθρώπινων πολιτισμών κυνηγών – συλλεκτών δείχνει ότι τα εργαλεία χρησιμοποιούνται επίσης κυρίως για συλλογή φυτών, αυγών, μικρών εντόμων και ζώων και όχι για κυνήγι, ότι τα περισσότερα από τα εργαλεία φτιάχνονται και χρησιμοποιούνται από γυναίκες, και ότι οι γυναίκες συλλέγουν το 60-90% της τροφής.” Έτσι λοιπόν,τείνουμε να συμφωνήσουμε με τον Steve Best στο κείμενο του “Από τον Άνθρωπο Κυνηγό στον Homo X: Επανεξετάζοντας την Ανθρώπινη Φύση”, όπου συμπεραίνει πως “μια πολύ πιο ακριβής άποψη της πρόωρης ανθρώπινης ιστορίας θα επέλεγε όχι τον Άνδρα Κυνηγό αλλά μάλλον τη Γυναίκα Συλλέκτη, γιατί στις πρώτες κοινωνίες οι γυναίκες διαδραματίζουν σημαντικότερο ρόλο στη σίτιση των οικογενειών, στην κοινωνικοποίηση των νεαρών ατόμων και στην απόκτηση και στο μοίρασμα της γνώσης που μεταβιβάζεται στις επόμενες γενεές”. Βλέπουμε λοιπόν, πως η αυτάρεσκη “αυτοεικόνα” που προσπαθούμε να προσδώσουμε στους προγόνους μας, ως εξαιρετικά σαρκοβόρους, είναι απλά μια απάτη,σε όποια κοινωνική περίοδο και να ανατρέξουμε.

Ένα άλλο σημαντικό λάθος που κάνουμε κατά καιρούς είναι να συνδυάζουμε το “ιθαγενικό” (γενικά κι απροσδιόριστα) με κάτι ανέγγιχτο, ένα μη αλλοτριωμένο κοινωνικό συμβάν, προσδίδοντας έτσι ένα ιδιότυπο ύφος επίκλησης στο συναίσθημα, οπού κανένας δεν μπορεί κάνει κριτική στους ιθαγενικούς πληθυσμούς (“ιεροσυλία”…) γιατί προφανώς έχουν “αγιοποιηθεί” στα μάτια μας. Έτσι λοιπόν αναρωτιόμαστε: κατά πόσο “ιθαγενικό” μπορεί να είναι στο σήμερα το κυνήγι φώκιας ή θαλάσσιων ελεφάντων, για την υποτιθέμενη βιωσιμότητα της φυλής των Ινουίτ, όταν αυτό πραγματοποιείται με βενζινοκίνητα διαφόρων ειδών;

3 ) Ο Walter Bond είναι φυλακισμένος αγωνιστής που παλεύει για την Ολική Απελευθέρωση. Βρίσκεται αιχμάλωτος στα κελιά της “ελευθερίας” των Ηνωμένων Πολιτειών εδώ και 1,5 χρόνο και έχει καταδικαστεί σε 12ετή φυλάκιση για εμπρησμούς 2 εργοστασίων παραγωγής προϊόντων δερμάτινων ειδών και ενός εστιατορίου φουά γκρα. Περισσότερες πληροφορίες για την υπόθεση του μπορείτε να βρείτε στον ιστότοπο υποστήριξης του στο: Support Walter Bond

4 ) Κατά την άποψη μας, είναι προβληματικό να αναπαράγουμε στον λόγο μας, σε κάθε χωροχρονική στιγμή του αγώνα μεταξύ των εξουσιαστών και των εξουσιαζόμενων, όρους “νίκης” ή “ήττας”. Με αυτό τον τρόπο οδηγούμαστε σε λανθασμένες ερμηνεύσεις του ισχύοντος κοινωνικού πλαισίου ενώ ο αγώνας μας, αποκτάει πια χαρακτηριστικά “στιγμών” και όχι μιας συνέχειας σε βάθος χρόνου.

5 ) Feral Faun – “Χαοτικά Μανιφέστα

6 ) Στην μπροσούρα “Με αυτό μοιάζει η Ομοφωνία
θίγονται πολλά τέτοια ζητήματα λήψης αποφάσεων μέσα σε αντί-ιεραρχικές συλλογικότητες καθώς και ζητήματα άτυπων αρχηγικών σχέσεων ή αλλιώς “defacto ηγετών”.

7 ) Lawrence Jarach – “Γιατί δεν είμαι Αντί-πριμιτιβιστής

8 ) Nick Fiddes – “Οι κοινωνικές διαστάσεις της κρεοφαγίας

9 ) Στο κείμενο “Στειρωμένα Ζώα – Αποστειρωμένη Ζωή” αναφέρονται χαρακτηριστικές τέτοιου είδους πρακτικές απέναντι στον πληθυσμό των “αδέσποτων” καθώς και η σύνδεση που υπάρχει με το ανθρώπινο γίγνεσθαι.

10 ) Kolovou E. and Karageorgakis, S. (2009), “Free from Nature or Free Nature? An Anarchist Critique of Transhumanism” in New Perspectives on Anarchism,edited by Nathan Jun and Shane Wahl, Rowman & Littlefield: Lexington.

_________________________________________________

ΥΓ (1) : Το κείμενο αποτελεί πολιτική απάντηση στα αντίστοιχα μεταφρασμένα κείμενα από το Contra Info και από το Πρακτορείο Rioters: “Να είσαι βίγκαν, μια μόδα σε καιρούς κρίσης” και “Η ψευδής κριτική της απελευθέρωσης ζώων – A Murder of Crows”, καθώς και ανοίγει διάφορα ζητήματα που αναπτύσσονται στον “χώρο” σε μια λογική ολικής κριτικής. Η αναφορά μέσα στο κείμενο εκφράσεων του τύπου “Το κείμενο από Rioters” ή “Το κείμενο από Contra Info” γίνεται αποκλειστικά για λόγους ευκολίας στην ανάπτυξη του γραπτού λόγου και όχι για να ταυτιστεί μια ολόκληρη συλλογικότητα με την άποψη του τάδε ή του δείνα κειμένου.

Ιανουάριος 2012

Μαυροπράσινα Αγρίμια

Κλισέ και αγκυλώσεις

[από τη μπροσούρα “ΔΙΑΧΥΤΗ ΤΑΞΙΚΗ ΑΝΤΕΠΙΘΕΣΗ”]

Το πολύμορφο σημαίνει έστω νοηματικά σύνθεση. ‘Όσοι εξωστρεφείς πόλοι, τόσα όπλα. Όσες περισσότερες τακτικές παρέμβασης και γλώσσες προπαγάνδας γνωρίζουμε, τόσο καλύτερα. Δεν χρειάζεται ο καθένας να περπατά με την ταμπελίτσα της ειδίκευσης του στο κούτελο, αντιθέτως χρειάζονται πολλαπλές ειδικεύσεις δίχως καμιά από αυτές να ανταγωνίζεται για την πρωτοκαθεδρία. Άλλωστε για τη κατανομή ρόλων και επίπλαστων ταυτοτήτων έχει φροντίσει ο καπιταλισμός.

Τα τελευταία χρόνια έχουν παραχθεί -στο εσωτερικό του χώρου- ιδεολογήματα που μόνο πίσω τον πηγαίνουν. Αν βλέπουμε ορθώς την οριζόντια εξουσία γύρω μας, τις φασίζουσες συμπεριφορές, το διάχυτο ρατσισμό και κανιβαλισμό, εντέλει τη συντηρητικοποίηση της κοινωνίας, αυτό δεν είναι κριτήριο για να βαφτιστούμε αντικοινωνιστές: εξευγενισμένοι επαναστάτες που αποκηρύσσουν τα πρόσφορα πεδία των μαζικών και των ενδιάμεσων αγώνων, κόβοντας έτσι την επαναστατική μας διαθεσιμότητα από το πλαίσιο της συμβολής στην κοινωνική διαδραστικότητα. Αν πάλι ξεπερνώντας την αυτοαναφορικότητα ευελπιστούμε στην ιστορική βάση για την οποία εναποθέτουμε τη συμβολή μας στην κοινωνική ρευστότητα, δεν θα βαφτιστούμε γι’ αυτό κοινωνιστές που εθελοτυφλούν στην εθελοδουλία, τη ρουφιανιά και γενικά την κοινωνική συνυπευθυνότητα. Να καρτερούμε ως άλλοι ιεραπόστολοι τη μεσσιανική επανάσταση και να φιλολογούμε με κηρύγματα για την καταλληλότητα της στιγμής, την πλειοψηφική ισχύ των μαζών και για το μεταφυσικό επαναστατικό υποκείμενο που είναι πιο κοινωνικό, πιο καταπιεσμένο, πιο νομιμοποιημένο να κάνει αυτό πρώτο την αρχή. Μόνο που η περίφημη ιστορική στιγμή είναι η ίδια η διαδικασία και όχι η προϋπόθεση. Η εξωστρεφής διαδικασία είναι σπόρος αντίστασης και διατήρηση της πίστης στο όραμα. Η μόνη προϋπόθεση υπήρξε πάντα η υποκειμενική συνθήκη για να πραγματώνει το ρου της ιστορίας στο συνεχές στο τώρα, παντού και πάντα.

Σε κάθε περίπτωση η δημόσια έγγραφη ‘κριτική’, η εκατέρωθεν ‘κριτική’ πολιτικών τάσεων ή υποκειμένων εντός ή εκτός των τειχών, (που συγχέεται με την απαιτούμενη κριτική της αμοιβαιότητας και της απαιτούμενης διαφωνίας για την διαλεκτική και την βελτίωση του αγώνα) αυτή η ‘κριτική’ που συγκεκριμενοποιεί, που αναφέρεται αλόγιστα κατονομάζοντας πρόσωπα και χώρους, εκθέτοντας πληροφορίες από καταστάσεις και γεγονότα δεν συμβάλει και δεν νοείται να αναφέρεται ως διαλεκτική. Όχι μόνο παράγει έναν ανταγωνισμό και παράλληλους μονολόγους προς τέρψιν του θεάματος, αλλά στην ουσία του, στέκεται αλλότριος, ενάντια στην ηθική και αξιακή μας ταυτότητα. Συμβαίνει να είναι ένας λόγος αντεπαναστατικός, εγωιστικός που τροφοδοτεί με πληροφορίες και δίνει ανέλπιδη χαρά σε μπάτσους και δημοσιογράφους.

Οι πολυεθνικοί προλετάριοι, οι άνεργοι, οι ημιαπασχολούμενοι, οι παραβατικοί, οι έγκλειστοι των φυλακών, δεν διαθέτουν από την καταγωγή τους ή από τη συνειδητοποίηση της ταξικής ανισότητας και του οικονομικού πολέμου, τη θέση ή την τάξη αυτή που θα χαρακτηρίσει και θα ορίσει το επαναστατικό υποκείμενο. Η εργατίστικη αντίληψη που θέλει τον πιο εκμεταλλευόμενο προλετάριο ως τον πιο αρμόδιο επαναστατημένο, όχι μόνο είναι αναχρονιστική αλλά βαρετή για τα οφθαλμοφανή αντεπιχειρήματα. Θα μπορούσαμε όμως ρομαντικά ή μεταμοντέρνα να πιστέψουμε ότι το υποκείμενο μπορεί να είναι διαταξικό, ότι θα εισέλθουν στην τάξη των από κάτω, άτομα που θ’ απαρνηθούν την τάξη τους, τα προνόμια τους, τα εχθρικά σ’ εμάς συμφέροντα τους; Μια λαϊκή παροιμία λέει: αφεντικά και δούλοι ίδια σκατά γίναμε ούλοι. Η αμφισβήτηση των θεσμών είναι πλέον δεδομένη, το ζητούμενο ήταν και τώρα πιο επιτακτικά είναι η υπέρβαση της προς τη συνειδητή αντίσταση για την καθολική ανατροπή του καπιταλισμού. Όπου της γης κολασμένοι, απόκληροι και καταπιεσμένοι δε μπορεί να είναι ταυτόσημοι με τη ριζοσπαστικοποίηση. Όπως και να έχει, μέσα στα κομμάτια των από κάτω, υπάρχει η ροπή, το άμεσο βίωμα, και εκεί βρίσκεται το γόνιμο έδαφος όπου θα προκύψουν και οι συμμαχίες μας. Όμως, οι επιλογές, οι ιδέες και ο τρόπος ζωής αν δεν καθορίζονται και δεν αυτοπροσδιορίζονται μέσα από το σκοπό της κατάργησης των τάξεων, τότε δεν προωθούν προς τον επαναστατικό ορίζοντα. Αν η συνειδητή επιλογή και ατομικότητα είναι η αφετηρία, τότε η συλλογική συνείδηση για την κατάργηση των επιβεβλημένων κοινωνικών και ταξικών ρόλων -μέσα από τη πάλη των τάξεων- είναι ο σκοπός.

Δεν υπάρχουν ελεύθεροι άνθρωποι όταν ανακαλύπτουν την απουσία της ελευθερίας. Υπάρχουν δούλοι φοβισμένοι ή υποτακτικοί και δούλοι που απελευθερώνονται, κάθε στιγμή που εξεγείρονται στα υλικά και πνευματικά δεσμά τους. Δούλοι που δεν βρίσκουν χαρές στη σκλαβιά τους, που δεν χρωματίζουν τις αλυσίδες τους. Μέσα στην αρρώστια του καπιταλιστικού υπάρχοντος, ο κάθε υγιής αναζητάει, σχεδιάζει την ατομική απόδρασή του, εξελίσσεται ως άλτης για τους καινούριους φράχτες. Αυτό όμως δεν τον κάνει ελεύθερο. Ανασαίνουμε καλύτερα στη «χώρα» του εγκλήματος, στο ποινικό αδίκημα της ζωής, στην έφοδο προς τον ουρανό. Η φυλακή ωστόσο παραμένει για όλους, η σκιά της μας σκεπάζει καθημερινά. Παραμένουμε υπομονετικοί στο αρχικό ένστικτό μας. Ανώνυμοι και ασύδοτοι, χωρίς προσωπικές οπτασίες ή ψευδαισθήσεις, στο πρώτο σχέδιο για το συνολικό της γκρέμισμα και την αναγκαιότητα του συλλογικού ανατρεπτικού σχεδίου και χάραξης της πορείας μας πέρα από τα συντρίμμια.

Αυτή η προοπτική δεν δύναται πλέον να ετεροκαθορίζεται από ιδεολογήματα, εσωτερικές αγκυλώσεις, μηρυκαστικές κλισέ φρασεολογίες και την κριτική σκέψη κολλημένη στη συνθηματολογία. Τα διλήμματα (καλοί-κακοί, αθώοι-ένοχοι) από τα πάνω δεν μας αγγίζουν και ούτε πρέπει να τα αναπαράγουμε. Από εμάς για εμάς, για την τάξη των από κάτω, των καταπιεσμένων, της κοινότητας των εξεγερμένων, το δίλημμα είναι δικό μας: ή θα παραμείνουμε στην πεπατημένη, να λέμε αυτάρεσκα ότι είμαστε τα ευαίσθητα νεύρα του κοινωνικού σώματος, επειδή αντιδράμε κάθε φορά που το χτυπάνε. Ή διεκδικούμε την ακεραιότητά μας και αρχίζουμε να συμπεριφερόμαστε σαν υπαρκτό οργανωμένο επαναστατικό κίνημα. Υπερβαίνοντας τους προδιαγεγραμμένους φαύλους κύκλους, το συναισθηματικό γνώμονα, το «πάμε και βλέπουμε», τη θεολογία του αυθόρμητου, την επαναληπτική συνήθεια, με βασική προσδοκία να περπατήσουμε προς μία σπειροειδή τροχιά.

Η οργάνωση και η συλλογικοποίηση του αγώνα ξεκινάει από την ατομική ανάληψη ευθυνών και δεσμεύσεων και πραγματώνεται με την εξωστρέφεια των συνθέσεων της και της εντατικοποίηση τους. Εν αντιθέσει με το συλλογικό χωνευτήρι, δεν επιζητούμε την κεντρική κομμούνα αλλά κομμούνες παντού. Οι υποδομές δε βρίσκονται στο στεγανό οικοδόμημα. Η ουσία τους βρίσκεται στην κίνηση και την άντληση μέσα απ’ αυτήν εμπειρικών εφεδρειών και στρατηγικής κατεύθυνσης. Η συνοχή δεν έγκειται στην ταύτιση της αιχμής, στην συνυπογραφή και τη συνδιαμόρφωση. Η σφοδρότητα και η ποσότητα από μόνες τους δεν είναι αρκετές. Η νωθρότητα και η επιλεκτικότητα του ποιοτικού καταλύτη είναι άχρηστες. Αν θέλουμε λοιπόν να είμαστε πολιτικά υποκείμενα πρέπει να συμπεριφερθούμε και αναλογικά της εποχής μας ως πιο υπεύθυνα ιστορικά υποκείμενα. Να καλέσουμε, να παρέμβουμε, να συναντηθούμε, να εμπλακούμε, να ρισκάρουμε, να επιτεθούμε. Δεν είμαστε ούτε κοινωνιστές ούτε αντικοινωνιστές, ούτε αθώοι ούτε ένοχοι, ούτε θιασώτες ούτε αντιθιασώτες, ούτε παραγωγοί ούτε θεατές του θεάματος. Ο κόσμος δεν είναι το indymedia και ο αγώνας δεν είναι πασαρέλα. Δεν κάνουν τα όποια μέσα τους επαναστάτες. Οι πράξεις δεν μιλάνε από μόνες τους. Συμβαίνει η φωτιά να κάψει μόνο εσένα και το μελάνι να λιμνάζει μέσα στα χέρια σου. Τα μέσα από μόνα τους δυστυχώς παράγουν και μια εφήμερη εικόνα. Εμείς τους δίνουμε νόημα, προσανατολισμό και υπόσταση. Εμείς τους δίνουμε τη διαχρονικότητα που τους αναλογεί.

Εδώ το κάθε πολιτικό υποκείμενο οφείλει να λειτουργήσει οργανικά. Ο καθένας με την παρέα του, με τους πολιτικά οικείους του, να δημιουργήσει ζωντανές εστίες. Η κάθε μάχη ενδυναμώνει και ενδυναμώνεται από την αλληλοτροφοδοσία, από τη σύνθεση του ετερόκλητου βιτρώ που το κάθε ένα κομμάτι διατηρεί την ιδιαιτερότητα του χρώματος και της αιχμής του. Η ευθύνη μας δεν αυτοϊκανοποίεται στην επιβεβαίωση της ύπαρξης μας άλλα στη συμμετοχή, την αυτενέργεια και την πραγματική επικινδυνότητα που μπορεί να διαθέσει προς την καθολική ανατροπή του συστήματος. Δεν αρκεί το δίκιο μας για να δικαιώσει τις προθέσεις μας.

Βιομηχανικός κομμουνισμός ή αναρχία;

Έχουν περάσει περίπου δύο αιώνες μετά την βιομηχανική επανάσταση. Ένα γεγονός το οποίο ήταν η αιτία για να αλλάξει συνολικά η εικόνα του πλανήτη μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα. Η ζωή των ανθρώπων εκμηχανίστηκε και άλλαξε ριζικά, ενώ τα οικοσυστήματα και πολλά άλλα είδη ζωής καταστρέφονται.

Η βιομηχανική επανάσταση ήταν το αποτέλεσμα μιας μεθοδευμένης επιστημονικής και τεχνικής σύζευξης, που έχει τις ρίζες της σε κάποια ιστορικά γεγονότα και επιλογές της κυριαρχίας (φεουδαρχία και καινοτομίες στη γεωργία στα τέλη του μεσαίωνα, ιδιοκτησία και περιφράξεις, ναυτική τεχνολογία και αποικιοκρατία, έντονη αστικοποίηση).

Η εκβιομηχάνιση της ζωής δεν ήταν ένα φυσικό γεγονός, αλλά ένα μια επιβαλλόμενη διαδικασία από την κυριαρχία. Αυτό αποδεικνύεται από την σθεναρή αντίσταση των εξουσιαζόμενων στις αρχές του 18ου αιώνα απέναντι στις μηχανές και τον βιομηχανικό τρόπο ζωής. Οι άνθρωποι δεν οδηγήθηκαν στην βιομηχανική επανάσταση μέσα από ελεύθερες διαδικασίες, αλλά μέσα από συνθήκες εξουσιαστικές. Όπως και σήμερα η βιοτεχνολογία εφαρμόζεται στην γεωργική παράγωγη χωρίς την συναίνεση έστω της πλειοψηφίας των ανθρώπων.

Η βιομηχανική παραγωγή για να λειτουργήσει απαιτεί εκ των πραγμάτων εξουσιαστικές σχέσεις. Αρχικά, επειδή οι άνθρωποι θα πρέπει να προσαρμοστούν σε ένα αποκλειστικά τεχνητό περιβάλλον που οι κινήσεις τους θα καθορίζονται από τον ρυθμό των μηχανών. Η βιομηχανική παραγωγή απαιτεί έντονο καταμερισμό εργασίας και εξειδίκευση. Με τη σειρά της η εξειδικευμένη εργασία προϋποθέτει ότι θα πρέπει να υπάρχει ένα ολόκληρο εκπαιδευτικό σύστημα και μια μαζική κοινωνία με πολύπλοκες σχέσεις και ρόλους. Βεβαίως ο έντονος καταμερισμός εργασίας και η εξειδίκευση είναι κάθετα αντίθετοι προς την ελευθερία των κινήσεων και την σκέψη των ανθρώπων. Αφού η μονοσήμαντη ενασχόληση αλλοτριώνει τους ανθρώπους από την πραγματικότητα της φυσικής ολότητας. Αυτό όμως που ταυτίζει πλήρως την βιομηχανική παραγωγή με την κυριαρχία είναι το ότι για να λειτουργήσει στρέφεται ενάντια στον φυσικό κόσμο καταστρέφοντας τον. Η ύπαρξη της βιομηχανικής παραγωγής προϋποθέτει ασφαλώς την κατασκευή της άγνοιας και την αλλοτρίωση του κοινωνικού χώρου από την φύση. Για να λειτουργεί η βιομηχανική παραγωγή πρέπει να κατασπαράζεται η γη και να τρυπιέται για να υπάρχουν καύσιμες ύλες. Να μολύνονται τα νερά, να διαλύονται οι βιότοποι και να εξολοθρεύονται μαζικά φυτικοί και ζωικοί οργανισμοί.

Η εκβιομηχάνιση της παραγωγής και η πιο σύγχρονη εφαρμογή της υψηλής τεχνολογίας είχε ως αποτέλεσμα να αλλάξει και να αλλοιώσει καταλυτικά τον τρόπο ζωής των ανθρώπων. Οι σύγχρονες πόλεις και ο τυποποιημένος και πλήρως ελεγχόμενος τρόπος ζωής σε αυτές είναι συνέπεια της τεχνολογικής ανάπτυξης. Η αστικοποίηση, η γιγάντωση των πόλεων, τα πλήθη των πεινασμένων, η κατασκευή παραγκουπόλεων και πολλά άλλα κοινωνικά προβλήματα του σύγχρονου τρόπου ζωής (ναρκωτικές ουσίες, αποξένωση, αυτοκτονίες, διάφορες αρρώστιες) είναι μεγάλα προβλήματα που πηγάζουν από την εξάρτηση των ανθρώπων από το βιο-μηχανικό-τεχνολογικό σύστημα, το κράτος και τις εξουσιαστικές σχέσεις.

Η βιομηχανική παραγωγή δεν είναι μια ουδέτερη διαδικασία, αλλά εφευρέθηκε, εξελίχθηκε και λειτουργεί μέσα από εξαναγκαστικές διαδικασίες και εξουσιαστικές κοινωνικές σχέσεις. Η ύπαρξη του κρατικού μηχανισμού όπως και κάποιου οικονομικού συστήματος είναι απαραίτητοι μηχανισμοί για την ύπαρξη της βιομηχανίας. Το οικονομικό σύστημα είτε ονομάζεται καπιταλισμός, είτε κομμουνισμός είτε οτιδήποτε άλλο δεν έχει διαφορά από τη στιγμή που διαχειρίζεται και εξασφαλίζει την τάξη για την ομαλή λειτουργία της βιομηχανικής παραγωγής και των πόλεων.

Πολλά κομμουνιστικά καθεστώτα τον περασμένο αιώνα, αλλά και σήμερα πήραν την εξουσία σε διάφορες χώρες του κόσμου, με την ΕΣΣΔ να αποτελεί το πιο τρανό παράδειγμα υπαρκτού σοσιαλισμού. Αυτοί οι κομμουνιστές βάλθηκαν να χρησιμοποιήσουν τη βιομηχανική παραγωγή θεωρώντας ότι το πρόβλημα έγκειται στο ποιος κατέχει τα μέσα παραγωγής. Το αποτέλεσμα ήταν να γίνουν ένα και το αυτό με το παγκοσμιοποιημένο σύστημα κυριαρχίας.

Ο αντιεξουσιαστικός ή ελευθεριακός κομμουνισμός διαχωρίζει τη θέση του από τον υπαρκτό σοσιαλισμό στο σημείο που απορρίπτεται ο κρατικός μηχανισμός. Όμως ποια η διαφορά αν την εξουσία την κατέχει κάποιο κομμουνιστικό κόμμα από το να την κατέχει «η εθνική συνομοσπονδία εργατών»; Ποια η διαφορά από το να έχουμε για χρήμα ευρώ, δραχμή ή δολάριο από το να έχουμε κουπόνια; Από τη στιγμή που υπάρχει πρόθεση να αντικατασταθούν οι κρατικές δομές από κάποιες άλλες δομές παρόμοιου τύπου είναι αυτονόητο ότι η πρόθεση αυτή επικεντρώνεται στη μεταρρύθμιση των υπάρχουσων δομών κι όχι στην καταστροφή τους με προοπτική την ολική απελευθέρωση.

Κάθε προσπάθεια που επικεντρώνεται στην αυτοδιαχείριση του βιο-μηχανικό-τεχνολογικού συστήματος κυριαρχίας είναι καταδικασμένη να αναπαράγει τις εξουσιαστικές σχέσεις, τους ρόλους, την αλλοτρίωση, τη συνέχιση της λεηλασίας του φυσικού κόσμου και εν τέλει την αναδόμηση του κρατικού μηχανισμού με άλλο προσωπείο. Ένα κοινωνικό -οικονομικό -πολιτικό σύστημα, είτε το ονομάζουμε εξουσιαστικό, είτε κομμουνιστικό, είτε ελευθεριακό από τη στιγμή που θα επιχειρήσει να διαχειριστεί τη βιομηχανική παραγωγή και την υψηλή τεχνολογία, θα είναι εξ ορισμού ένα σύστημα κυριαρχίας.

Θεωρούμε ότι το ζήτημα της ολικής απελευθέρωσης και της αναρχίας δεν απευθύνεται μόνο στο ανθρώπινο είδος, αλλά αφορά ολόκληρη τη βιόσφαιρα. Επειδή η απελευθέρωση και η αναρχία θα υπάρξουν μόνο όταν καταστραφεί η αλλοτρίωση των ανθρώπων από τη φύση και όταν επιτευχθεί η αρμονική συνύπαρξή τους. Αν επιχειρήσουμε να προσαρμόσουμε ιδεολογικά την αναρχία με βάση τις υπάρχουσες δομές της βιομηχανίας, της υψηλής τεχνολογίας, των καταναλωτικών και διατροφικών προτύπων, στην πόλη και τον πολιτισμό στο σύνολό του, τότε θα έχουμε κατασκευάσει άλλο ένα τεχνητό έκτρωμα στο όνομα της ελευθερίας.

Η αναρχική θεώρηση δεν είναι ένα πολιτικό εργαλείο για να κάνουμε αντιπολίτευση στο καθεστώς, αλλά ούτε και ένα εναλλακτικό μοντέλο για τη διαχείριση της βιομηχανικής αθλιότητας. Είναι η θεώρηση για τη συνολική καταστροφή των δομών της κυριαρχίας, μια θεώρηση για την αρμονία με τον φυσικό κόσμο και την ολική απελευθέρωση.

Ο σύγχρονος βιομηχανικός τρόπος ζωής, κατά το δυτικό μοντέλο, βασίζεται στον αγώνα για την κάλυψη ενός συνόλου από πλαστές υλικές ανάγκες και υπηρεσίες. Για την κάλυψη αυτών των αναγκών, ενός μέρους της ανθρωπότητας, θυσιάζεται ο φυσικός κόσμος, συντηρείται η ανισότητα, η εξαθλίωση όπως και η πείνα στον τρίτο κόσμο. Και όμως, οι άνθρωποι μπορούν να ζήσουν χωρίς τη βιομηχανία, όπως μπορούν και να ζήσουν χωρίς κράτος όπως έκαναν για δεκάδες χιλιάδες χρόνια.

Προς την κατεύθυνση της συνολικής απελευθέρωσης θα πρέπει να επαναπροσδιορίσουμε ως άνθρωποι τι ακριβώς είμαστε πάνω σε αυτόν τον πλανήτη. Είμαστε ένα είδος κυριαρχικό που θέλει να καταστρέφει τον υπόλοιπο κόσμο, απειλώντας τον συνολικά με εξαφάνιση ή ένα είδος που θέλει να απολαύσει τη ζωή αφήνοντας όλους τους ανθρώπους και τα υπόλοιπα είδη ζωής να ζήσουν;

Ο ανθρωποκεντρισμός ήταν πάντα ο βασικός τρόπος σκέψης που καλλιεργούσε η κυριαρχία για να διαιωνίζεται και να αναπτύσσεται ο πολιτισμός. Για να ζήσουμε χωρίς τα δεινά της κυριαρχίας και του πολιτισμού οφείλουμε να αρνηθούμε τη μυωπική οπτική του ανθρωποκεντρισμού και να αποκτήσουμε μια συνολική οικοκεντρική αντίληψη για το πού βρισκόμαστε.

Για να γευτούμε ως άνθρωποι τους καρπούς της αναρχίας είναι προϋπόθεση να καταστρέψουμε το κράτος, όλες τις εξουσιαστικές σχέσεις, αλλά και τις δομές που αναπαράγουν την κυριαρχία, όπως είναι η βιομηχανική παραγωγή και οι πόλεις.

Σύμπραξη για την αναρχία

Πηγή: http://adamasto.squat.gr

Vivir La Utopia (Zώντας την Ουτοπία)

Η ιστορία της ισπανικής επανάστασης όπως τη διηγούνται 30 πρωταγωνιστές και πρωταγωνίστριές της. Το ντοκιμαντέρ ξεκινά από τη διαμόρφωση του εργατικού κινήματος και των ιδεών του ελευθεριακού κομμουνισμού και την παράλληλη άνοδο της δεξιάς και του φασισμού. Στις 16 Ιουλίου του 1936 οι αναρχικοί νικούν τους φασίστες, έρχονται όμως σε ρήξη και με το ίδιο το κράτος και την εξουσία την
οποία και δεν αποδέχονται. Σχηματίζεται η Επιτροπή Αντιφασιστικών πολιτοφυλακών και εγκαθιδρύεται ο ελευθεριακός κομμουνισμός. Κολεκτιβοποίηση αγροτικής και βιομηχανικής παραγωγής, κατάργηση του χρήματος σε πολλές περιοχές. Εξίσωση δικαιωμάτων αντρών και γυναικών, νομιμοποίηση της έκτρωσης στην Καταλονία.
Η κατάσταση με το στρατό του Φράνκο δυσκολεύει. Οι κομμουνιστές αποκτούν δύναμη, ενώ επανεμφανίζονται τα κοινοβουλευτικά κόμματα. Η πρώτη αναρχική επανάσταση χτυπιέται από παντού. Ο Φράνκο είναι ο τελικός νικητής. Όσοι δε θέλουν να φύγουν καταλήγουν σε στρατόπεδα συγκέντρωσης, όπως αυτό στην Albaterra.

Vivir La Utopia (Zώντας την Ουτοπία)

Η μεταγλώτιση στα ελληνικά πραγματοποιήθηκε από συντρόφους στο Ηράκλειο Κρήτης το 1998.

ΚΑΤΙ ΓΙΑ ΤΟΝ ΑΝΑΡΧΙΣΜΟ…

Πηγή: http://eleftheriahtipota.blogspot.gr

Παρακάτω παρατίθενται αποσπάσματα από δύο βιβλία του Μάρεϊ Μπούκτσιν.

Θέλησή μου είναι να προβληματιστούμε ξανά πάνω σε κάποια θέματα, που άπτονται άμεσα του Αναρχισμού και της πρακτικής του.

Μπορεί κάποιος να μην συμφωνεί απόλυτα με τους προβληματισμούς που καταθέτει ο Μπούκτσιν ή έστω με τον οξύ τρόπο που το κάνει (είμαι ένας από αυτούς), αλλά κατά τη γνώμη μου, η προσπάθεια οξείας αυτοκριτικής καθίσταται σπουδαιότερη από την οποιαδήποτε κριτική στους ιδεολογικούς μας αντιπάλους.

 Κοινωνικός Αναρχισμός ή Lifestyle Αναρχισμός:

Ένα αγεφύρωτο Χάσμα

Εκδόσεις Ισνάφι (πρώτη Έκδοση 1995)

Κοινωνικός Αναρχισμός ή LifestyleΑναρχισμός: Ένα αγεφύρωτο Χάσμα

Εδώ και δύο αιώνες, ο αναρχισμός -ως ένα οικουμενικό σώμα αντι-αυταρχικών ιδεών- αναπτύχθηκε μέσα από την αντίθεση δύο τάσεων: μια “περσοναλιστική” αφοσίωση στην ατομική αυτονομία και μια κολεκτιβιστική αφοσίωση στην κοινωνική ελευθερία.

Αυτές οι τάσεις δεν έχουν με κανέναν τρόπο συμφιλιωθεί στην ιστορία της ελευθεριακής σκέψης.

{…} Η αποτυχία του αναρχισμού να γεφυρώσει αυτό το χάσμα, να αρθρώσει τη σχέση μεταξύ ατομικού και συλλογικού και να εξαγγείλει τις ιστορικές περιστάσεις που θα έκαναν εφικτή μια α-κρατική κοινωνία δημιούργησε προβλήματα στην αναρχική σκέψη που παραμένουν άλυτα μέχρι σήμερα.

{…} Η προτίμηση του Γκόντγουιν για την “εξουσία της δικής μου νόησης και συνείδησης”, όπως και η καταδίκη, από τη μεριά του Προυντόν, του “χεριού” που απειλεί να περιορίσει την ελευθερία του, έδωσε στον αναρχισμό μια τεράστια ατομικιστική ώθηση.

Συναρπαστικές καθώς μπορεί να είναι κάτι τέτοιες διακηρύξεις- και στις Η.Π.Α. έχουν κερδίσει υπολογίσιμο θαυμασμό από την λεγόμενη ελευθεριακή (για την ακρίβεια, την “ευπρεπή”) δεξιά, με τους ομολόγους της, της “ελεύθερης” επιχείρησης- αποκαλύπτουν έναν αναρχισμό που έρχεται σε αντίθεση με τις ίδιες τους τις ιδέες. Αντιθέτως ο Μιχαήλ Μπακούνιν και ο Πιοτρ Κροπότκιν στήριξαν βασικά κολεκτιβιστικές απόψεις- στην περίπτωση του Κροπότκιν, ξεκάθαρα κομμουνιστικές.

{…} Συχνά ο Μπακούνιν εξέφρασε με σθένος την αντίθεσή του στην ατομικιστική τάση που υπάρχει στον φιλελευθερισμό και τον αναρχισμό. Αν και η κοινωνία είναι “υποχρεωμένη στα άτομα” έγραψε σε μια σχετική ήπια δήλωση, η συγκρότηση του ατόμου είναι κοινωνική: “ακόμη και το πιο άθλιο άτομο της παρούσας κοινωνίας μας δεν θα μπορούσε να υπάρξει και να αναπτυχθεί χωρίς τις σωρευτικές κοινωνικές προσπάθειες αμέτρητων γενεών.

Έτσι, το άτομο, η ελευθερία του και η λογική του, είναι τα προϊόντα της κοινωνίας, και όχι το αντίστροφο: η κοινωνία δεν αποτελεί το προϊόν των ατόμων που τη συνιστούν· και την υψηλότερη, την πιο πλήρη ανάπτυξη να έχει ένα άτομο, τη μεγαλύτερη ελευθερία- κι όσο περισσότερο είναι προϊόν της κοινωνίας, τόσο περισσότερο λαμβάνει από την κοινωνία και τόσο μεγαλύτερο θα είναι το χρέος του προς αυτήν”.  

{…} Ο Κροπότκιν, από την πλευρά του, παρέμεινε συνεπής υπέρμαχος του κολεκτιβισμού. Σε ένα από τα πιο γνωστά του κείμενα, το άρθρο του για τον “Αναρχισμό” στην Εγκυκλοπαίδεια Britannica, ο Κροπότκιν τοποθετεί τις οικονομικές αντιλήψεις του αναρχισμού στην “αριστερή πτέρυγα όλων των σοσιαλισμών” καλώντας σε μια ριζική κατάργηση της ατομικής ιδιοκτησίας και του Κράτους “στο πνεύμα των τοπικών και προσωπικών πρωτοβουλιών και της ελεύθερης ομοσπονδίας από το απλό στο σύνθετο, αντί της σύγχρονης ιεραρχίας από το κέντρο στην περιφέρεια”.

{…} Σε μια εποχή με θυελλώδεις κοινωνικές ανακατατάξεις, σημαδεμένη από την άνοδο του μαζικού κινήματος της εργατικής τάξης που κορυφώθηκε στη δεκαετία του ’30 και την Ισπανική Επανάσταση, οι αναρχοσυνδικαλιστές και οι αναρχοκομμουνιστές, όχι λιγότερο απ’ ότι οι μαρξιστές, θεώρησαν τον αναρχο-ατομικισμό ως εξωτικό μικροαστισμό. Συχνά του επιτέθηκαν αρκετά άμεσα θεωρώντας τον ως μια τρυφηλότητα της μεσαίας τάξης, ριζωμένη περισσότερο στον φιλελευθερισμό παρά στον αναρχισμό.

 

Ατομικιστικός Αναρχισμός Και Αντίδραση

{…} Δύσκολα οι οποιοδήποτε αναρχο-ατομικιστές άσκησαν επίδραση στην αναδυόμενη εργατική τάξη. Εξέφρασαν την αντίθεσή τους με εντελώς προσωπικό τρόπο, κυρίως μέσα από παράφορες χειρονομίες, εκκεντρικές συμπεριφορές και αποκλίνοντες τρόπους ζωής στα πολιτισμικά γκέτο του τέλους του αιώνα στη Νέα Υόρκη, το Παρίσι και το Λονδίνο. Ως πιστεύω, ο ατομικιστικός αναρχισμός υπήρξε κυρίως ένας μποέμικος τρόπος ζωής, πιο πολύ αισθητός στα αιτήματα για σεξουαλική ελευθερία (“ελεύθερος έρωτας”) και βαθιά συνδεδεμένος με τις καινοτομίες στην τέχνη, την συμπεριφορά και το ντύσιμο.

Οι ατομικιστές αναρχικοί ήλθαν στο προσκήνιο της ελευθεριακής δράσης κυρίως σε εποχές αυξημένης κοινωνικής καταστολής και ύφεσης του μαζικού κινήματος- και τότε έδρασαν κυρίως ως τρομοκράτες. Στη Γαλλία, την Ισπανία και τις Η.Π.Α. οι ατομικιστές αναρχικοί έδρασαν με τρομοκρατικές πράξεις που έδωσαν στον αναρχισμό τη φήμη μιας βίαιης, απειλητικής συνωμοσίας. Αυτοί που στράφηκαν στην τρομοκρατία δεν ήταν τόσο οι ελευθεριακοί σοσιαλιστές, όσο απεγνωσμένοι άντρες και γυναίκες που χρησιμοποιούσαν όπλα και εκρηκτικά ως μέσο πάλης ενάντια στις αδικίες και το φιλισταϊσμό της εποχής τους, θεωρώντας ότι δρουν στο όνομα της “προπαγάνδας με δράση”. Ωστόσο τις περισσότερες φορές ο ατομικιστικός αναρχισμός εκφραζόταν μέσα από μορφές πολιτιστικής παρέκκλισης και ανυπακοής.

Όσο οι αναρχικοί έχαναν την επαφή τους με το δημόσιο χώρο, τόσο αναδυόταν μέσα στο αναρχικό κίνημα ο ατομικισμός. 

{…} Στις παραδοσιακά ατομικιστικές-φιλελεύθερες Η.Π.Α. και Βρετανία, η δεκαετία του ’90 πλημμυρίζεται από εγωκεντρικούς αναρχικούς που- πέρα από τη φανταχτερή ριζοσπαστική ρητορική τους- καλλιεργούν έναν όψιμο αναρχο-ατομικισμό, που θα ονομάσω lifestyle αναρχισμό.

{…} εξειδικευμένος τυχοδιωκτισμός, προσωπική καταξίωση, μια αποστροφή στη θεωρία παράξενα συναφής με τις αντι-ορθολογικές τάσεις του μεταμοντερνισμού, ύμνοι στην έλλειψη θεωρητικής συνοχής (πλουραλισμός), μια βασική απολίτικη και αντι-οργανωτική αφοσίωση στη φαντασία, την επιθυμία και την έκσταση και μια όλο και πιο εσωστρεφής εμμονή με την καθημερινότητα, αντανακλούν το επαχθές τίμημα που η κοινωνική αντίδραση έχει στοιχίσει στον ευρω-αμερικάνικο αναρχισμό τις τελευταίες δύο δεκαετίες.

{…} Η ψυχοθεραπεία σε όλες τις εκφάνσεις καλλιεργεί έναν εσωστρεφή “εαυτό” που γυρεύει την αυτονομία σε μια εφησυχασμένη ψυχολογική συνθήκη συναισθηματικής αυτάρκειας- όχι τον κοινωνικά προσανατολισμένο εαυτό που αναπτύσσεται σε συνθήκες ελευθερίας.

Στον lifestyleαναρχισμό ως ψυχοθεραπεία, το εγώ είναι τοποθετημένο απέναντι στο συλλογικό. Ο εαυτός απέναντι στην κοινωνία. Το προσωπικό απέναντι στο κοινοτικό.

{…}Σήμερα αυτό που περνάει για αναρχισμός στην Αμερική και όλο και περισσότερο στην Ευρώπη είναι περίπου ένας ενδοσκοπικός περσοναλισμός που υποτιμά την υπεύθυνη κοινωνική στράτευση· Μια ομάδα συνάντησης με διάφορα ψευδώνυμα όπως “κολλεκτίβα” και “affinity group”· ένας ψυχισμός που αλαζονικά χλευάζει τη δομή, την οργάνωση και την ανάμιξη στη δημόσια σφαίρα· και μια παιδική χαρά για νεανικά ενθύμια.

Συνειδητά ή μη, πολλοί lifestyle αναρχικοί εκφράζουν περισσότερο την προσέγγιση του Μισέλ Φουκό για την “προσωπική ανταρσία”, παρά την κοινωνική επανάσταση, ταγμένοι καθώς είναι σε μια αντιφατική και κοσμική κριτική της εξουσίας ως τέτοιας, παρά σε ένα αίτημα για τη θεσμισμένη ενδυνάμωση των καταπιεσμένων μέσα από λαϊκές συνελεύσεις, συμβούλια ή και συνομοσπονδίες.

{…} Ο lifestyle, όπως και ο ατομικιστικός, αναρχισμός απαξιώνει τη θεωρία, με τις μυστικές και πρωτογονιστικές καταβολές του που συνήθως είναι πολύ αόριστες, διαισθητικές και ακόμη και ανορθολογικές για να αναλυθούν άμεσα. Αποτελούν περισσότερο συμπτώματα παρά αιτίες της γενικής κίνησης προς μία καθαγίαση του εαυτού ως ένα καταφύγιο από την υπάρχουσα κοινωνική δυσφορία. Ωστόσο, οι κατά κύριο λόγο περσοναλιστικοί αναρχισμοί έχουν ακόμη ορισμένα συγκεχυμένα θεωρητικά προτάγματα που επιδέχονται κριτικής εξέτασης.

Η ιδεολογική τους γενεαλογία είναι βασικά φιλελεύθερη, θεμελιωμένη πάνω στο μύθο του απόλυτα αυτόνομου ατόμου του οποίου τα αιτήματα για αυτοκαθορισμό κυρώνονται από αξιωματικά “φυσικά δικαιώματα”, μια “εγγενή αξία” ή σε ένα πιο εκλεπτυσμένο επίπεδο, από ένα διαισθητικό καντιανό ιδεαλιστικό εγώ που παράγει όλη την πραγματικότητα που είναι δυνατόν να γνωρίζουμε.

Αυτές οι παραδοσιακές απόψεις επιπλέουν πάνω στο “Εγώ” του Μαξ Στίρνερ, το οποίο μοιράζεται με τον υπαρξισμό μια τάση να απορροφά όλη την πραγματικότητα μέσα του, λες και το σύμπαν κινήθηκε από τις επιλογές του αυτό-προσδιοριζόμενου ατόμου.

 

Αυτονομία ή Ελευθερία;

{…} Όταν, λοιπόν, lifestyle αναρχικοί ζητούν αυτονομία παρά ελευθερία, χάνουν τους πλούσιους κοινωνικούς συνειρμούς της ελευθερίας. Στην πραγματικότητα, η σημερινή σταθερή αναρχική τυμπανοκρουσία για την αυτονομία παρά για την κοινωνική ελευθερία (freedom) δεν μπορεί να αγνοηθεί ως κάτι το τυχαίο, συγκεκριμένα στις Αγλλο-Αμερικάνικες ποικιλίες της ελευθεριακής σκέψης, όπου η ιδέα της αυτονομίας αντιστοιχεί πιο στενά στην προσωπική ελευθερία (liberty).

{…} Χαρακτηριστικά, ο Paul Goodman, ένας βασικά ατομικιστής αναρχικός, διακηρύσσει ότι “για μένα η κύρια αρχή του αναρχισμού δεν είναι η ελευθερία αλλά η αυτονομία, η ικανότητα να αρχίζεις μια δραστηριότητα και να την διεκπεραιώνεις με τον δικό σου μοναδικό τρόπο”- μια άποψη που αντιπροσωπεύει έναν εστέτ αλλά όχι έναν κοινωνικό επαναστάτη.

Ενώ η αυτονομία σχετίζεται προφανώς με το αυτεξούσιο άτομο, η ελευθερία συνυφαίνει το ατομικό με το συλλογικό.

{…} Στην “ελευθερία” ο ατομικός εαυτός δε στέκεται απέναντι ή μακριά από τη συλλογικότητα αλλά συγκροτείται σε σημαντικό βαθμό- και σε μια ορθολογική κοινωνία, αυτό θα πραγματωνόταν- από τη δική του κοινωνική ύπαρξη. Η ελευθερία έτσι δεν υπάγεται στην ελευθερία του ατόμου αλλά υποδηλώνει την πραγμάτωσή της.

{…} Αν ο lifestyle αναρχισμός χρειάζεται ένα ακαδημαϊκό γενεαλογικό δέντρο, θα το βρει στην προσπάθεια του να συγχωνεύσει τον Μπακούνιν και τον Κροπότκιν με τον Τζον Στιούαρτ Μιλ. Αλίμονο, εδώ υπάρχει ένα πρόβλημα που είναι κάτι παραπάνω από ακαδημαϊκό.

{…} Παραμένει αληθές ότι τα άτομα ποτέ δεν συγκροτούν απλές “συλλογές μονάδων”- πέρα ίσως από το κυβερνο-διάστημα· αντίθετα, ακόμη κι όταν μοιάζουν ότι ζουν εξατομικευμένα και ερμητικά, προσδιορίζονται μέσα από τις σχέσεις που συνάπτουν ή είναι υποχρεωμένα να συνάπτουν μεταξύ τους, χάρη στην ίδια την πραγματική τους ύπαρξη ως κοινωνικά όντα.

Η ιδέα ότι μια συλλογικότητα- και άρα μια κοινωνία- είναι απλά μια “συλλογή ατόμων, τίποτα περισσότερο και τίποτα λιγότερο”, αναπαριστά μια “διορατικότητα” μέσα στη φύση των ανθρώπινων συναναστροφών που δεν θα χαρακτηρίζαμε ως φιλελεύθερη, αλλά ειδικά σήμερα, δυναμικά αντιδραστική.

{…} Χωρίς την πλούσια συνάρθρωση των κοινωνικών σχέσεων με τις οποίες οι άνθρωποι εντρυφούν από τη γέννησή τους μέσω της ωριμότητας στη μεγάλη τους ηλικία, μια “συλλογή ατόμων” όπως το θέτει η Brown (Σημ: εδώ αναφέρεται στο έργο της L.Susan Brown “The Politics of Individualism-POI) για να το θέσουμε ωμά, δεν θα ήταν καθόλου κοινωνία. Θα ήταν κυριολεκτικά μια συλλογή, με την έννοια της Θάτσερ, εγωιστικών μονάδων, που θα επικεντρώνονταν γύρω από τον εαυτό τους και τα οφέλη τους. Άτομα εντελώς απορροφημένα με τον εαυτό τους, είναι, με μια διαλεκτική αντιστροφή, σε τεράστιο βαθμό από-εξατομικευμένα σε σχέση με τη θέλησή τους για οποιονδήποτε σκοπό πέρα από την ικανοποίηση των δικών τους αναγκών και επιθυμιών- οι οποίες σήμερα είναι συχνά κοινωνικά χαλκευμένες σε κάθε περίπτωση.

{…} Υποτιμώντας {η Brown} τις ορθολογικές, διαμεσολαβημένες από το λόγο και αμεσο-δημοκρατικές διαδικασίες για τη συλλογική λήψη αποφάσεων ως “επιβολή” και “διακυβέρνηση”, επιβραβεύει το δικαίωμα μιας μειοψηφίας ενός ηγεμονικού εγώ να απορρίπτει την απόφαση της πλειοψηφίας.

{…} Στην ίδια την υπαρξιακή κατάσταση, αν θέλετε, μιας αναρχικής κοινωνίας- μια άμεση ελευθεριακή δημοκρατία- οι αποφάσεις θα παίρνονταν σίγουρα ακολουθώντας μια ανοιχτή συζήτηση. Έπειτα η μειοψηφία που θα καταψηφιζόταν- ακόμη κι η μειοψηφία του ενός- θα είχε όσες ευκαιρίες ήθελε να αντιπαραθέσει επιχειρήματα για να προσπαθήσει να αλλάξει αυτήν την απόφαση. Η λήψη αποφάσεων με την ομοφωνία, από την άλλη μεριά, καθιστά αδύνατο ένα συνεχιζόμενο διάλογο- την πολύ σημαντική διαδικασία της συνεχούς ανταλλαγής απόψεων, χωρίς τις οποίες η κοινωνική καθώς και η ατομική δημιουργικότητα θα ήταν αδύνατες. 

{…} Με το “υπαρξιακό άτομο”, από τη μία μεριά, και μια κοινωνία που συνιστά “συλλογή ατόμων” και τίποτα παραπάνω, από την άλλη, το χάσμα μεταξύ αυτονομίας και ελευθερίας καθίσταται αγεφύρωτο     

 

Ο Αναρχισμός ως Χάος

Στο παρακάτω απόσπασμα ο Μπούκτσιν αναφέρεται στο Τ.Α.Ζ. του Χακίμ Μπέη (Hakim Bey, δηλαδή του Peter Lamborn Wilson), το οποίο θεωρεί ένα από τα πιο άνοστα παραδείγματα lifestyle αναρχισμού.

{…} Το κράτος είμαι εγώ; Μαζί με τους μπέηδες, μπορώ να σκεφτώ τουλάχιστον δύο ανθρώπους σε αυτό τον αιώνα που απόλαυσαν αυτά τα σαρωτικά προνόμια: Τον Ιωσήφ Στάλιν και τον Αδόλφο Χίτλερ. Οι πιο πολλοί από τους υπόλοιπους θνητούς, οι πλούσιοι και οι φτωχοί το ίδιο,μοιραζόμαστε, όπως το έθεσε κάποτε ο Ανατόλ Φράνς την απαγόρευση να κοιμηθούμε κάτω από τις γέφυρες του Σηκουάνα.

Πράγματι, αν ο Φρειδερίκος Ένγκελς στο “On Authority” (Περί Κύρους) με την υπεράσπιση της ιεραρχίας, αναπαριστά μια αστική μορφή σοσιαλισμού, το Τ.Α.Ζ. και τα παρακλάδια του αναπαριστούν μια αστική μορφή αναρχισμού. “Δεν υπάρχει προσήκον” μας λέει ο Μπέης “ούτε επανάσταση, ούτε αγώνας, ούτε μονοπάτι [αν] είσαι ήδη μονάρχης του δικού σου τομαριού- η απαραβίαστη ελευθερία σου περιμένει να ολοκληρωθεί μόνο από την αγάπη άλλων μοναρχών: μια πολιτική του ονείρου, επίμονη όπως η γαλανότητα του ουρανού”- λέξεις που θα μπορούσαν να υπάρχουν ως επιγραφές έξω από το Χρηματιστήριο της Νέας Υόρκης ως διακηρύξεις πίστης στον εγωισμό και την κοινωνική απάθεια.

{…} Η αστική τάξη δεν έχει να φοβηθεί τίποτε από τέτοιες lifestyleδημηγορίες. Με την αποστροφή του για τους θεσμούς, τις οργανώσεις της μαζικής βάσης, τον κύριο προσανατολισμό του προς την υποκουλτούρα, την ηθική της παρακμής, τον ύμνο του για το εφήμερο και την απόρριψη των προγραμμάτων, αυτό το είδος ναρκισσιστικού αναρχισμού είναι κοινωνικά ακίνδυνο, συχνά δε, αποτελεί μια βαλβίδα εκτόνωσης της κοινωνικής δυσφορίας απέναντι στην κυρίαρχη τάξη.

Με τον Μπέη, ο lifestyle αναρχισμός απομακρύνεται από έναν, μεστό νοήματος, κοινωνικό ακτιβισμό και προσηλωμένη αφοσίωση σε διαρκή και δημιουργικά προτάγματα με το να αυτοκαταργείται μέσα στις απολαύσεις, ένα μεταμοντέρνο μηδενισμό και μια εν συγχύσει νιτσεϊκή αίσθηση ελιτιστικής ανωτερότητας.

Το τίμημα που θα κληθεί να πληρώσει το αναρχικό κίνημα αν επιτρέψει σε αυτόν τον πολτό να εκτοπίσει τα ελευθεριακά ιδανικά μιας προηγούμενης περιόδου θα μπορούσε να είναι τεράστιο. Ο εγωκεντρικός αναρχισμός του Μπέη, με τη μεταμοντέρνα αναδίπλωση στην ατομικιστική “αυτονομία”, οι φουκοϊκές “οριακές εμπειρίες” και η νέο-καταστασιακή “έκσταση” απειλούν να καταστήσουν την ίδια τη λέξη “αναρχισμός” πολιτικά και κοινωνικά ακίνδυνη- ένα απλό καπρίτσιο που θα σκανδαλίζει διασκεδαστικά τους μικροαστούς όλων των εποχών.

 

Μυστικός και Ανορθολογικός Αναρχισμός

{…} Φίλοι που πρόσφατα επισκέφτηκαν τη Νέα Υόρκη με ενημερώνουν, όντως, ότι ένα εστιατόριο με αρκετά ακριβά μενού, λινά τραπεζομάντιλα και γιάπικη πελατεία, στο St. Mark;s Place στην Lower East Side- ένα πεδίο μάχης της δεκαετίας του ’60- ονομάζεται “Αναρχία”.

Αυτό το εκτροφείο για τους μικροαστούς της πόλης διατηρεί ένα αντίγραφο Ιταλικής τοιχογραφίας The Fourth Estate, που δείχνει τους εξεγερμένους εργάτες του τέλους του 19ου αιώνα να βηματίζουν εναντίον ενός, μη απεικονισμένου στο έργο, αφεντικού ή πιθανόν ενός αστυνομικού τμήματος.

Ο lifestyle αναρχισμός μπορεί εύκολα να γίνει μια επιλογή για την καταναλωτική αβρότητα.

Το εστιατόριο, μου έχουν πει, έχει επίσης σεκιουριτάδες, μάλλον για να κρατάνε απ’ έξω τον ντόπιο όχλο που απεικονίζει η τοιχογραφία.

 

Εναντίον της Τεχνολογίας και του Πολιτισμού

{…} Ας το θέσουμε ωμά: η σημερινή ύφεση δεν υφίσταται λόγω των μηχανών αλλά λόγω των αχόρταγων αστών που χρησιμοποιούν τις μηχανές για να αντικαταστήσουν την εργασία ή να την εκμεταλλευτούν πιο εντατικά. Πράγματι, οι ίδιες οι μηχανές που ο αστός απασχολεί για να μειώσει το “κόστος παραγωγής” θα μπορούσαν σε μια ορθολογική κοινωνία, να χρησιμοποιηθούν για να ελευθερώσουν τα ανθρώπινα όντα από το μόχθο που δεν απαιτεί νοητικές ικανότητες με πιο δημιουργικές και προσωπικά ανταποδοτικές δραστηριότητες.

{…} η αποκήρυξη της τεχνολογίας και του πολιτισμού ως εγγενώς καταπιεστικών επί της ανθρωπότητας, στην ουσία, υπηρετεί τη συσκότιση των συγκεκριμένων κοινωνικών σχέσεων που απονέμουν προνόμια στους εκμεταλλευτές ενάντια στους εκμεταλλευόμενους και στους ιεραρχικά ανώτερους ενάντια στους ιεραρχικά κατώτερους.

{…} Αυτό δεν σημαίνει ότι πρέπει να αρνηθούμε ότι πολλές τεχνολογίες είναι καθαυτές κυριαρχικές και οικολογικά επικίνδυνες, ή ότι πρέπει να επιβεβαιώσουμε ότι ο πολιτισμός ήταν μια ολοκληρωτική ευλογία. Οι πυρηνικοί αντιδραστήρες, τα τεράστια φράγματα, τα υπερ-συγκεντροποιημένα βιομηχανικά συγκροτήματα, το εργοστασιακό σύστημα και η στρατιωτική βιομηχανία- όπως και η γραφειοκρατία, η αστική μάστιγα και τα σύγχρονα Μ.Μ.Ε.- έχουν γίνει ολέθρια σχεδόν από τις απαρχές τους.

Αλλά ο 18ος και ο 19ος αιώνας δεν απαίτησαν τις ατμομηχανές, τη μαζική παραγωγή, ή, ανεξαιρέτως, τις γιγαντιαίες πόλεις και τις ατέλειωτες γραφειοκρατίες, μόνο και μόνο για να αποδασώσουν τεράστιες περιοχές της Βόρειας Αμερικής και να εξολοθρεύσουν κατ’ ουσίαν τους ιθαγενείς, ή για να αποσαθρώσουν το έδαφος από ολόκληρες περιοχές. Αντίθετα, ακόμη και πριν οι σιδηρόδρομοι φθάσουν σε όλα τα μέρη της περιοχής, μεγάλο κομμάτι αυτής της καταστροφής είχε ήδη διαμορφωθεί με τη χρήση απλών τσεκουριών, μουσκέτων με μπαρούτι, αμαξών και οργωμάτων με τη λεπίδα του αλετριού.

{…} Ο Κροπότκιν, εν πρώτοις, ενδεικτικά έδωσε έμφαση “στην πρόοδο της σύγχρονης τεχνικής, η οποία απλοποιεί με θαυμαστό τρόπο την παραγωγή όλων των απαραίτητων για ζωή”.

 

Μυστικοποιώντας το Πρωτόγονο

{…} Σήμερα, το να ψευτο-ανακατεύεσαι στον πρωτογονισμό είναι ακριβώς το προνόμιο των πλούσιων κατοίκων του άστεως που μπορούν να ξοδέψουν το χρόνο τους για να παίζουν με φαντασίες που αρνούνται όχι μόνο την πείνα και τη φτώχεια, τους “νομάδες” οι οποίοι από ανάγκη κατοικούν στους δρόμους του άστεως, αλλά και τους ξεθεωμένους εργαζομένους. Οι σύγχρονες εργαζόμενες γυναίκες με παιδιά δύσκολα θα έκαναν χωρίς την ανακούφιση, αν και ελάχιστη, που τους προσφέρει το πλυντήριο στις καθημερινές τους οικιακές εργασίες- πριν να πάνε να δουλέψουν για να κερδίσουν αυτό που συχνά είναι το μεγαλύτερο μέρος του εισοδήματος των νοικοκυριών τους.

{…} Η αποκήρυξη μιας προηγμένης τεχνολογίας ενώ τη χρησιμοποιείς για να παράγεις αντι-τεχνολογική φιλολογία δεν είναι μόνο υποκριτική, αλλά έχει και φαρισαϊκές διαστάσεις: Τέτοιο “μίσος” για τους υπολογιστές μοιάζει πιο πολύ σαν το ρέψιμο των προνομιούχων, οι οποίοι, αφού έχουν χορτάσει οι ίδιοι με τις λιχουδιές τους, εξυμνούν τις αρετές της φτώχειας κατά τη διάρκεια των κυριακάτικων τους προσευχών.

 

Αποτιμώντας τον Lifestyle Αναρχισμό

{…} Όπως το μικροαστικό Στιρνερικό Εγώ, ο lifestyle αναρχισμός του πρωτογονισμού δε χωρά τους κοινωνικούς θεσμούς, τις πολιτικές οργανώσεις και τα ριζοσπαστικά προγράμματα, ακόμη λιγότερο μια δημόσια σφαίρα, την οποία όλοι οι συγγραφείς, που εξετάσαμε, ταυτίζουν με το Κράτος.

Το σποραδικό, το α-συστηματικό, το μη συνεκτικό, το α-συνεχές και η διαισθητική παραμερίζουν το συνεπές, το έχον σκοπό, το οργανωμένο και ορθολογικό, πράγματι κάθε μορφή δραστηριότητας που εστιάζει και εμμένει σε ένα σκοπό, εκτός βέβαια από το να βγάζεις μια φυλλάδα- ή να καις ένα σκουπιδοτενεκέ.

Η φαντασία αντιπαρατίθεται με τη λογική και η επιθυμία με τη θεωρητική συνοχή, λες και αυτά τα δύο βρίσκονται σε ριζική αντίφαση μεταξύ τους.

{…} Το πρώτο πολιτικό σύνθημα για την Πρώτη Διεθνή- την οποία ο αναρχο-συνδικαλισμός και ο αναρχο-κομμουνισμός επαναπροσέγγισαν αφού ο Μαρξ και οι υποστηρικτές του την εγκατέλειψαν- ήταν το αίτημα: “όχι δικαιώματα χωρίς καθήκοντα, όχι καθήκοντα χωρίς δικαιώματα”.

Για γενιές, αυτό το σύνθημα κόσμησε τις προμετωπίδες αυτών που πρέπει τώρα αναδρομικά να ονομάσουμε κοινωνικά αναρχικά περιοδικά. Σήμερα, στέκει ριζικά αντίθετο με το βασικά εγωκεντρικό αίτημα για “οπλισμένη επιθυμία” καθώς και με τον ταοϊστικό διαλογισμό και τις βουδιστικές νιρβάνες.

Όπου ο κοινωνικός αναρχισμός καλεί το λαό για επανάσταση και γυρεύει την ανακατασκευή της κοινωνίας, οι εξοργισμένοι μικροαστοί που στελεχώνουν τον κόσμο της υποκουλτούρας του lifestyle αναρχισμού καλούν για περιστασιακές εξεγέρσεις και την ικανοποίηση των “επιθυμητικών τους μηχανών”, για να χρησιμοποιήσουμε τη φρασεολογία των Ντελέζ και Γκουαταρί.  

 

Προς έναν Δημοκρατικό Κομμουναλισμό

{…} Ο Κοινωνικός Αναρχισμός, κατά την οπτική μου, είναι φτιαγμένος από θεμελιωδώς διαφορετικά υλικά, την πίστη στην παράδοση του Διαφωτισμού, με τον αντίστοιχο σεβασμό στο ότι αυτή η παράδοση έμεινε ανολοκλήρωτη και έχει κάποια όρια. Εξαρτώμενος από το πώς θα προσδιορίσει το λόγο, ο κοινωνικός αναρχισμός υμνεί τον ανθρώπινο νου που στοχάζεται χωρίς να αρνείται με οποιοδήποτε τρόπο το πάθος, την έκσταση, τη φαντασία, το παιχνίδι, την τέχνη. Ωστόσο, αντί να τα πραγματοποιήσει κατατάσσοντας τα σε ασαφείς κατηγορίες, προσπαθεί να τα ενσωματώσει στην καθημερινή ζωή. Είναι ολόψυχα αφοσιωμένος στην ορθολογικότητα ενώ αντιτίθεται στον εξορθολογισμό της εμπειρίας· ταγμένος με την τεχνολογία, ενώ αντιτίθεται στη “μεγα-μηχανή”· ταγμένος με την κοινωνική θέσμιση, ενώ αντιτίθεται στην ταξική κυριαρχία και ιεραρχία· αφοσιωμένος σε μια αυθεντική πολιτική βασισμένη στο συνομοσπονδιακό συντονισμό των κοινοτήτων ή των κομμούνων από τους ανθρώπους σε άμεση πρόσωπο-με-πρόσωπο δημοκρατία, ενώ αντιτίθεται στον κοινοβουλευτισμό και το κράτος.

{…} Αν ένα αριστερό-ελευθεριακό όραμα μιας μελλοντικής κοινωνίας δεν εξαφανιστεί σε έναν μποέμικο και λούμπεν ημίκοσμο, πρέπει να προσφέρει μια λύση στα κοινωνικά προβλήματα, όχι να περνά φευγαλέα και αλαζονικά από σύνθημα σε σύνθημα, οχυρώνοντας τον εαυτό του από την ορθολογικότητα με κακή ποίηση και φανταχτερή αισθητική.

Η δημοκρατία δεν είναι αντιθετική στον αναρχισμό, ούτε είναι η κυριαρχία της πλειοψηφίας και οι μη ομόφωνες αποφάσεις ασύμβατες σε μια ελευθεριακή κοινωνία.

{…} Το να διαφωνήσεις ότι δημοκρατία και αναρχισμός είναι ασύμβατοι επειδή οποιοδήποτε εμπόδιο ακόμη και “της μειοψηφίας του ενός” συνιστά παραβίαση της ατομικής αυτονομίας σημαίνει να προωθείς όχι μια ελεύθερη κοινωνία αλλά τη “συλλογή ατόμων” της Brown- με λίγα λόγια, μια αγέλη.

Η εξουσία, που πάντοτε υπάρχει, θα ανήκει είτε στο “συλλογικό” σε μια πρόσωπο-με πρόσωπο και ξεκάθαρα θεσμισμένη δημοκρατία, είτε στα εγώ ολίγων ολιγαρχικών που θα παράγουν την “τυραννία της απουσίας δομών”.

{…} Το πιο δημιουργικό στοιχείο του παραδοσιακού αναρχισμού είναι η αφοσίωσή του σε τέσσερις βασικές αρχές:

μια συνομοσπονδία των αποκεντρωμένων κοινοτήτων·
μια σταθερή αντίσταση στον κρατισμό·
μια πίστη στην άμεση δημοκρατία·
και ένα όραμα μιας ελευθεριακής κομμουνιστικής κοινωνίας.

{…} Θα ήμουν ο τελευταίος που θα ισχυριζόταν ότι οι αναρχικοί δε θα έπρεπε να ζουν τον αναρχισμό τους όσο το δυνατόν περισσότερο σε μια καθημερινή βάση- προσωπικά καθώς και κοινωνικά, αισθητικά καθώς και πραγματικά. Αλλά δε θα έπρεπε να ζουν έναν αναρχισμό που υποτιμά, στην πράξη εξαλείφει τα πιο σημαντικά χαρακτηριστικά που ξεχώρισαν τον αναρχισμό, ως κίνημα, πρακτική και πρόγραμμα, από τον κρατικό σοσιαλισμό.

Ο αναρχισμός σήμερα πρέπει αποφασιστικά να επανακτήσει το χαρακτήρα του ως κοινωνικού κινήματος- ως προγραμματικού και ακτιβιστικού- ενός κινήματος που συνθέτει το ετοιμοπόλεμο όραμά του για μια ελευθεριακή κομμουνιστική κοινωνία με την ευθεία κριτική του καπιταλισμού, όχι πλέον θολού με ονόματα όπως “βιομηχανική κοινωνία”.

{…} Τουλάχιστον, ο κοινωνικός αναρχισμός είναι ριζικά αντίθετος με τον αναρχισμό που επικεντρώνει στον τρόπο ζωής (lifestyle), τους νέο-καταστασιακούς παιάνες στην έκσταση και τον ηγεμονισμό του πάντοτε μαραμένου μικρο-αστικού εγώ. Οι δύο τους διαφέρουν εντελώς στις αρχές των διακηρύξεών τους- σοσιαλισμός ή ατομικισμός. Ανάμεσα σε ένα στρατευμένο επαναστατικό σώμα ιδεών και πρακτικής, από τη μια μεριά, και έναν περιπλανώμενο βαθύ πόθο για ιδιωτική έκσταση και αυτό-πραγμάτωση από την άλλη, δεν μπορεί να υπάρχει κοινότητα. Η απλή αντίθεση στο Κράτος μπορεί να ενώσει εξίσου καλά και τους λούμπεν φασίστες με τους στιρνερικούς λούμπεν, ένα φαινόμενο που έχει το ιστορικό του προηγούμενο  

 

Οι Ισπανοί Αναρχικοί

(Τα Ηρωικά Χρόνια 1868-1936)

Εκδόσεις Βιβλιοπέλαγος (πρώτη έκδοση 1977)

{…} Σε αντίθεση με τα μαρξιστικά κινήματα, ο ισπανικός αναρχισμός έδινε μεγάλη σημασία στον τρόπο ζωής, στην πλήρη αναδόμηση του ατόμου σύμφωνα με τις ελευθεριακές κατευθύνσεις. Έδινε ιδιαίτερη αξία στον αυθορμητισμό, στο πάθος και στην πρωτοβουλία της βάσης. Απεχθανόταν κάθε μορφή εξουσίας και ιεραρχίας.

Παρά το αυστηρό, ηθικό του περίβλημα ο ισπανικός αναρχισμός εναντιώθηκε στο θεσμό του γάμου χαρακτηρίζοντας τον αστική υποκρισία και προπαγάνδισε την ελεύθερη ένωση του άντρα και της γυναίκας. Θεωρούσε την σεξουαλική πρακτική ως ιδιωτική υπόθεση με μοναδικό της περιορισμό το σεβασμό για τα δικαιώματα της γυναίκας. Πρέπει κάποιος να γνωρίζει την Ισπανία της δεκαετίας του 1930 με τις ισχυρές πατριαρχικές και καθολικές της παραδόσεις για να καταλάβει πόσο τολμηρή ήταν η απόκλιση του αναρχισμού από τους κανόνες ακόμη και των πιο φτωχών, των πιο αγνοημένων τάξεων της χώρας.

Πάνω από όλα, ο ισπανικός αναρχισμός ήταν κυρίως πειραματικός. Τα σύγχρονα σχολεία τύπου Σάμερχιλ είναι οι άμεσοι απόγονοι των πειραματισμών στην ελευθεριακή εκπαίδευση που εμπνεύστηκαν οι γαλουχημένοι με αναρχικές ιδέες Ισπανοί διανοούμενοι. Η αντίληψη της ζωής στη φύση χάρισε στον ισπανικό αναρχισμό κάποια από τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του: τη χορτοφαγική διατροφή που συχνά βασιζόταν σε ωμές τροφές, τις οικολογικές καλλιέργειες, το απλό ντύσιμο, το πάθος για τη φύση, ακόμη και το γυμνισμό. Ωστόσο αυτές οι εκφράσεις “νατουραλισμού” συχνά γελοιοποιήθηκαν από τον ισπανικό τύπο της εποχής και αντιμετωπίστηκαν με συγκαταβατική περιφρόνηση από πολλούς σύγχρονους ακαδημαϊκούς. Το κίνημα το απασχολούσαν όλες οι όψεις της μελλοντικής ελευθεριακής κοινωνίας.

Οι ισπανοί αναρχικοί συζητούσαν με πάθος και τις παραμικρές αλλαγές που θα έφερνε η επανάσταση στον καθημερινό τρόπο ζωής τους και πολλοί από αυτούς εφάρμοζαν, όσο ήταν δυνατόν, αυτές τις αρχές άμεσα στην πράξη. Χιλιάδες ισπανοί αναρχικοί άλλαξαν τις διατροφικές τους συνήθειες και εγκατέλειψαν εθιστικά “βίτσια” όπως το κάπνισμα και το ποτό.

{…} Το ενδιαφέρον μου δεν ήταν απλά και μόνο ιστορικό.

Είχε κεντριστεί από πρακτικά ζητήματα που είχαν ανακύψει στην αριστερά της δεκαετίας του ’60, η οποία συχνά διακήρυσσε τις αναρχικές θέσεις της.

Πολλοί νεαροί ριζοσπάστες της δεκαετίας του ’60 χρησιμοποιούσαν τον όρο “αναρχία” για να αναφερθούν κυρίως σε προσωπικούς στόχους: μια εγωκεντρική και συχνά αποδιοργανωμένη έκφραση της ατομικής επαναστατικότητας χωρίς μόνιμα αποτελέσματα σε ένα κίνημα το οποίο χρειαζόταν απεγνωσμένα σοβαρή ιδεολογία και ελευθεριακές μορφές οργάνωσης.

Στο ιδεολογικό και οργανωτικό κενό της Νέας Αριστεράς, και ενώ οι αυτοαποκαλούμενοι αναρχικοί διασκέδαζαν διοργανώνοντας θεατρικά “δρώμενα”, οι μαρξιστές και- ακόμη χειρότερα- οι μαοϊκοί άρχισαν να αναλαμβάνουν την καθοδήγηση του κινήματος.

Τελικά, οι αναρχικοί εγκατέλειψαν την ευρεία λαϊκή και αναρχική Νέα Αριστερά στους εξουσιαστές, οι οποίοι έπαιξαν ένα σημαντικό ρόλο στην καταστροφή της.

Άρχισα να γράφω το βιβλίο “Οι Ισπανοί Αναρχικοί” στα τέλη της δεκαετίας του ’60 γιατί ήθελα να αποκαταστήσω στα μάτια της νέας γενιάς αυτό το μεγαλειώδες επαναστατικό και εξεγερσιακό κύμα που οι φιλελεύθεροι και οι σταλινικοί παραμόρφωσαν με τόσο χονδροειδή τρόπο.

Ήθελα να παρουσιάσω το παράδειγμα ενός αυτοπειθαρχημένου αναρχικού κινήματος στο πλαίσιο του οποίου απλοί, συνηθισμένοι εργάτες και αγρότες είχαν προσπαθήσει να υποδαυλίσουν μια επανάσταση.

Επαναστάτες που γνώριζαν πώς να δομήσουν τις δραστηριότητες τους και λαχταρούσαν πραγματικά να αλλάξουν τον κόσμο και όχι απλά να τον μετατρέψουν σε παιδική χαρά για τις δικές τους πολιτιστικές δραστηριότητες.

Προσπάθησα να δείξω ότι στην Ισπανία οι αναρχικοί είχαν επιχειρήσει να εμπλουτίσουν το δικό τους αυθορμητισμό με τη θεωρία, τη δομή, τη συνειδητή δραστηριότητα και, ναι, με την προγραμματική δέσμευση στις επαναστατικές αρχές.

Ήλπιζα ότι ένα βιβλίο που θα αφορούσε στην ιστορία τους μπορούσε να εκφράσει τη ζωηρή αντίθεση με τις “απερισκεψίες” και τις παρεκτροπές στις οποίες τόσοι πολλοί νεαροί αμερικάνοι αναρχικοί τη δεκαετία του ’60 είχαν υποβιβάσει την ελευθεριακή τους δέσμευση- συχνά για να επιστρέψουν αργότερα σταδιακά στην ίδια εκείνη κοινωνία που καταδίκαζαν στα νιάτα τους.

{…} Δεν θέλω να ισχυριστώ ότι η προσωπική εκδοχή μου για τον αναρχισμό εξαντλεί το σύνολο της ελευθεριακής παράδοσης, ωστόσο μού φαίνεται παράδοξο ότι τόσοι πολλοί αναρχικοί σήμερα φαίνονται να αντιμετωπίζουν την έκκλησή μου για ιδεολογική συνοχή, συνέπεια και μια συνολικά επαναστατική άποψη σαν “ελιτίστικη”, “αντιπαραθετική” ακόμη και “εξουσιαστική” μόνο και μόνο γιατί διαφωνώ όταν τίθενται ολοφάνερα ασύμφωνες και αντιφατικές απόψεις κάτω από το ίδιο ιδεολογικό ψευδώνυμο.

Από αυτήν την άποψη, παραμένω σταθερά ριζωμένος στο επαναστατικό κίνημα που προσπάθησαν να δημιουργήσουν οι ισπανοί αναρχικοί.

{…} Ελάχιστα είναι τα οράματα μιας ελεύθερης κοινωνίας που έχουν παρερμηνευθεί τόσο πολύ όσο ο αναρχισμός. Για να μιλήσουμε κυριολεκτικά, αναρχία σημαίνει χωρίς εξουσία, χωρίς κυβέρνηση, δηλαδή μια κοινωνία χωρίς κράτος, που βασίζεται στην αυτοδιαχείριση.

Στο μυαλό των πολλών η λέξη ταυτίζεται με το χάος, την αταξία και τις βόμβες των τεροριστών. Τίποτα δεν θα μπορούσε να είναι πιο εσφαλμένο.

Η βία και ο τρόμος δεν είναι εγγενή χαρακτηριστικά του αναρχισμού.
Υπάρχουν κάποιοι αναρχικοί που έχουν στραφεί σε πράξεις τερορισμού όπως υπάρχουν και άλλοι που αντιτίθενται στη χρήση βίας από θέση αρχής.

{…}Ο Μπακούνιν αρνείται κατηγορηματικά πως τα άτομα μπορούν να ζήσουν σαν ακοινώνητα “εγώ”.

Υποστηρίζει πως οι άνθρωποι θέλουν να είναι ελεύθεροι για να ολοκληρώσουν τους εαυτούς τους και για να ολοκληρώσουν τους εαυτούς τους πρέπει να ζουν με άλλους σε κοινότητες.

Στο βαθμό που αυτές οι κοινότητες δεν παραμορφώνονται από την ιδιοκτησία, την εκμετάλλευση και την εξουσία τείνουν να προσεγγίζουν μια συνεργατική και ανθρωπιστική ισορροπία που πηγάζει από το κοινό συμφέρον.

Οι μελλοντικές κοινωνίες δεν μπορούν παρά να είναι Αναρχικές και πλήρως συμφιλιωμένες με τη Φύση

Πηγή: http://futura-blog.blogspot.gr/2009/01/blog-post.html

[Το κείμενο αυτό γράφτηκε πριν από τις εξεγέρσεις του Δεκέμβρη, μέσα στον Νοέμβρη του 2008, και το διόρθωσα χωρίς να τις λάβω υπόψη μου. Αν και σε μια πρώτη ματιά φαίνεται ανεπίκαιρο, αποκαλύπτει τα ιδεολογικά κίνητρα της συμμετοχής μου στα γεγονότα των ημερών. Πρόκειται για την συντομευμένη εκδοχή ενός δοκιμίου που επεξεργάζομαι. Στην τελική μορφή του το δοκίμιο αυτό φιλοδοξεί να είναι τόσο ένα μανιφέστο όσο και μια απόπειρα διερεύνησης των προοπτικών του ελευθεριακού σοσιαλισμού, εμπλουτισμένου με τις ιδέες μιας αναρχικής οικολογίας και την θεωρητική επεξεργασία των νέων εμπειρικών δεδομένων που διαμορφώνει η τρέχουσα πραγματικότητα. Μ.Π.]

Η άρνησή μας να συνεχίσουμε να στηρίζουμε το απάνθρωπο, άδικο και οικολογικά καταστροφικό καπιταλιστικό σύστημα είναι δεδομένη και απαρέγκλιτα δεσμευτική. Εξίσου δεσμευτική και η απόφασή μας να εργαστούμε ώστε να δώσουμε συγκεκριμένη (όχι πάγια) μορφή στον κόσμο που οραματιζόμαστε. Επιθυμία μας είναι να διασώσουμε τη φύση και να ξεπεράσουμε τις συνθήκες και τις λογικές της ανισότητας, της κυριαρχίας, του διαχωρισμού και της εκμετάλλευσης, να δημιουργήσουμε πολύμορφες, αυτόνομες και ελεύθερες κοινωνίες, πέρα από τα φύλα, τις φυλές, τα έθνη, τα γένη και τις τάξεις – το «βασίλειο της ελευθερίας» που δεν γνωρίζει αντινομίες (αν και ως ανθρώπινο δημιούργημα κάθε κοινωνία θα γνωρίζει αναπόφευκτα διαφωνίες, αντιπαραθέσεις και συγκρούσεις).

Σε αυτή την αναζήτηση των μονοπατιών της υπέρβασης, της επαναστατικής κοινωνικής αλλαγής ένα από τα ερωτήματα που τίθενται επιτακτικά και επιζητούν τη συνδρομή μας στην απάντησή του είναι το εάν αυτές οι κοινωνίες θα είναι συγκεντρωτικές, κάθετα δομημένες κοινωνίες του ετεροπροσδιορισμού ή αν θα είναι αποκεντρωμένες, οριζόντια δομημένες κοινωνίες του αυτοπροσδιορισμού. Με άλλα λόγια, αν θα επιμείνουμε να θεωρούμε μοναδική επιλογή την με κάθε κόστος συνεχή οικονομική ανάπτυξη μέσα από την πρόοδο που υπόσχεται ότι διασφαλίζει το κράτος και η εξέλιξη της τεχνοεπιστήμης ή αν θα πρέπει να σκεφτούμε διαφορετικά, πιθανώς με όρους μιας δυνατότητας απο-ανάπτυξης της οικονομίας και πραγματικής ανάπτυξης της κοινωνίας χωρίς κράτος. Η όποια απάντηση επιλέξουμε να δώσουμε στο παραπάνω ερώτημα θα προσανατολίσει, χωρίς άλλο, τη θεωρητική κατεύθυνση, τις πολιτικές πρακτικές και τον τρόπο δράσης μας τώρα αλλά και για όσο θα χρειαστεί στο άμεσο μέλλον.

Το συγκεκριμένο ερώτημα καθαυτό μας οδηγεί στο μάλλον ήδη προφανές συμπέρασμα ότι τόσο η παραγωγική διαδικασία όσο και η διανομή και η κατανάλωση των πάσης φύσεως αγαθών, υλικών ή άυλων, που χρειάζεται και απαιτεί μια κοινωνία ανθρώπων για την επιβίωση, την αναπαραγωγή και την ανάπτυξή της, είναι πρωτίστως κοινωνικό ζήτημα και όχι απλώς ένα ζήτημα πολιτικής οικονομίας. Αφορά τη συγκρότηση της κοινωνίας και τις παραγωγικές της δυνατότητες, τις συνεπαγόμενες κοινωνικές και παραγωγικές σχέσεις των ατόμων μέσα σε αυτήν. Αφορά δηλαδή στην κατανομή της εξουσίας, στη νομή των πόρων, στον καταμερισμό και την εκμετάλλευση της εργασίας, στην ιδιοποίηση των παραγωγικών μέσων και της γνώσης από συγκεκριμένες κοινωνικές τάξεις, κ.ο.κ. Σε καμία περίπτωση πάντως δεν πρόκειται για ένα τεχνοκρατικό πρόβλημα «ορθής διαχείρισης» των «κοινών», που η «οικονομική επιστήμη» θα επιλύσει με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, οπωσδήποτε με «αντικειμενικά» κριτήρια και με «ρεαλισμό», και που η «πολιτική», μέσω του κράτους, θα εγγυηθεί ότι, βαδίζοντας στο στέρεο έδαφος της «επιστημονικής αλήθειας», θα υλοποιήσει στην πράξη ως το μοναδικά εφικτό πρόγραμμα «ορθής οργάνωσης» της κοινωνίας, επικαλούμενη αφηρημένα το «γενικό συμφέρον» και την «ανθρώπινη πρόοδο».

Μπορεί υπό τις παρούσες συνθήκες να μοιάζει φυσικό, όμως η σχεδόν ολοκληρωτική καθυπόταξη της κοινωνίας στην οικονομία απηχεί την υποκινούμενη από την εγγενή λογική του καπιταλιστικού συστήματος υπερτροφία του ατομικού συμφέροντος έναντι του γενικού, αλλά καταδεικνύει συνάμα πώς οι άνθρωποι, όταν αναγνωρίζουν (συγγνωστά ή όχι) την πρωτοκαθεδρία του ατομικού συμφέροντος έναντι του κοινωνικού και πράττουν αναλόγως, δημιουργούν κοινωνικές σχέσεις που τους εγκλωβίζουν και τους δεσμεύουν αντί να τους απελευθερώνουν και να τους επιτρέπουν να αναπτυχθούν σύμφωνα με τις ιδιαίτερες δυνατότητές τους. Η εξατομίκευση και η αλλοτρίωση των ανθρώπων στο πλαίσιο της επέκτασης των καπιταλιστικών παραγωγικών σχέσεων και του αστικού πολιτισμού προκάλεσε σταδιακά την αποσάθρωση των θεμελίων της συνοχής των κοινωνιών, και ευνόησε την υπερτροφία του αστικού κράτους, που αναπτύχθηκε εξ αρχής ως απαραίτητος διαμεσολαβητικός θεσμός για την εύρυθμη λειτουργία της καπιταλιστικής οικονομίας της αγοράς.

Παρά όμως τις όποιες ποικίλες συζητήσεις που προφανώς εγείρει ένα τέτοιο ζήτημα, πιστεύω ότι θα πρέπει να επιμείνουμε στο αρχικό μας ερώτημα. Στις συνδηλώσεις του ερωτήματος αυτού, και συνεπώς και στα συνεπαγόμενα της όποιας απάντησης πιθανώς θα δοθεί, διακυβεύονται πολλά. Πρωτίστως, η δυνατότητα διαμόρφωσης μιας εφικτής εναλλακτικής λύσης, που θα μπορούσε να αποτελέσει ένα «μοντέλο» κοινωνικής οργάνωσης το οποίο θα ήταν μια πειστική αντιπρόταση στα πολύπλοκα ζητήματα που αφορούν τις κοινωνίες στην ιστορική φάση που βρισκόμαστε σήμερα.

Κάθε ανάλογη πρόταση δεν πιστεύουμε ότι πρέπει να διατυπωθεί ως πρόγραμμα ενός πολιτικού κόμματος (που ως πολιτικός σχηματισμός δεν μπορεί παρά να είναι κατάλοιπο του παλαιού που πρέπει να ξεπεραστεί), αλλά μέσα από ένα μαζικό κοινωνικό κίνημα των κινημάτων με ελευθεριακό προσανατολισμό, που θα οικοδομήσει μέσα από την ίδια την ανάπτυξή του διαφορετικές, μη καπιταλιστικές, μη εξουσιαστικές, αυτόνομες και ελεύθερες σοσιαλιστικές κοινωνίες, όχι καταλαμβάνοντας την εξουσία, αλλά εξαλείφοντάς την στην πράξη, εκριζώνοντας ταυτοχρόνως τις προϋποθέσεις ύπαρξης και αναπαραγωγής της σε ολόκληρο το φάσμα των κοινωνικών σχέσεων και ελέγχοντας αποτελεσματικά τις απαραίτητες να διατηρηθούν μορφές της.

Δεν φτάνει, όμως, μόνον αυτό: ένα τέτοιο κίνημα πρέπει να αναλάβει επίσης την ευθύνη να απελευθερώσει τη φύση από το «αντικείμενο φύση» το οποίο, ακριβώς ως αντικείμενο, υποτάσσεται σε μια διπλή κυρίευση στον αστικό πολιτισμό, οδηγούμενη με βήμα ταχύ στον πλήρη αφανισμό. Η κυριαρχία αυτή επί της φύσης επιβάλλεται, αφενός, ως εννοιοποίηση, δηλαδή ως «επιστημονική γνώση», αναπαράσταση της ολότητας ή της μερικής όψης του έκαστου είναι ή του εκάστοτε γίγνεσθαι, με αιτιώδη συνάφεια και σύμφωνα με έλλογα σχηματισμένες γενεαλογικές αλυσίδες, ταξινόμηση σε κατηγορίες, είδη και γένη, που την καθιστούν ελέγξιμη και χειραγωγήσιμη, και, αφετέρου, ως κυριολεκτική υπόταξη της ίδιας της υλικότητας της φύσης, την οποία εκμεταλλεύεται με κάθε τρόπο η τεχνολογία και η τεχνική στο ρυθμό που υπαγορεύουν πρωτίστως όχι οι ανθρώπινες ανάγκες, οι επιθυμίες και τα ενδιαφέροντα, αλλά σύμφωνα με την αδηφάγο, καταστρεπτική λογική του κεφαλαίου και του κέρδους.

Η ανάπτυξη της γνώσης, της επιστήμης και της τεχνολογίας, στο πλαίσιο του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, στρέφεται, παρά τις όποιες διακηρυγμένες προθέσεις της, στον εργαλειακό ορθολογισμό των μέσων• επιδιώκοντας την αποτελεσματικότητα, τη λειτουργικότητα και την αποδοτικότητα, εξυπηρετώντας δηλαδή το κεφάλαιο, εγκαταλείπει στη λήθη της αοριστίας τους σκοπούς. Πραγματιστική και θετικιστική, μακριά δήθεν από απατηλά και υποκειμενικά ηθικά κριτήρια, άσπιλη τάχατες από ιδεολογίες, η απατηλά ουδέτερη δραστηριότητα της τεχνοεπιστήμης αποκτά έναν αυτόνομο γνωσιολογικό προσδιορισμό που δεν λαμβάνει ουσιαστικά υπόψη του καμία άλλη αρχή πέρα από την ίδια την εξέλιξή της, μακριά από κάθε κοινωνικό έλεγχο και ηθική δέσμευση. Ήδη από τα πρώιμα στάδιά τους στις απαρχές της νεωτερικής εποχής, τεχνοεπιστήμη, κεφάλαιο και κράτος είναι άρρηκτα συνδεδεμένα, σε μια συμβιωτική σχέση που αλληλοτροφοδοτεί την ανάπτυξή τους σε βάρος, όπως αποδεικνύεται εν τέλει, της φύσης και της κοινωνίας. Παρά τις όποιες, και είναι σίγουρα πολλές, ορατές βελτιώσεις στην καθημερινή ζωή των ανθρώπων, δεν μπορούμε να είμαστε βέβαιοι για το θετικό ισοζύγιο της υλικής ανάπτυξης αν δεν προσμετρήσουμε τις σοβαρές απώλειες κυρίως σε αυτό που αποκαλούμε «περιβάλλον», στον ίδιο δηλαδή τον κόσμο μας. Μια υπ’ αυτούς τους όρους ανασκόπηση των δεδομένων προκαλεί αναμφίβολα βαθύ σκεπτικισμό.

Αν κάθε επιστημονική και τεχνολογική ανακάλυψη είναι «πρόοδος», μια ακόμα «κατάκτηση του πνεύματος», είναι, ταυτοχρόνως, και μια κοινωνική επιταγή με ισχυρότατη δύναμη αναπροσδιορισμού των οικονομικών, πολιτικών και κοινωνικών σχέσεων: αυξάνοντας την πολυπλοκότητα της διαχείρισης και τη διαμεσολάβηση ολοένα και πιο αδιαφανών στρωμάτων εξειδικευμένης γνώσης, αποξενώνονται όλο και περισσότερο οι άνθρωποι από τον εαυτό τους, την εργασία τους, τα αντικείμενα, την κοινωνία και τον κόσμο γύρω τους.

Πολιτισμός σήμαινε ανέκαθεν υποταγή της φύσης. Οι άνθρωποι δεν έχουν άλλον τρόπο να συντηρήσουν και να αναπαράγουν την ύπαρξή τους παρά μόνο μεταβολίζοντας τη φύση με την εργασία τους, αποσπώντας από αυτήν αξίες χρήσεις με την οποία παράγουν τη ζωή τους, επινοούν και αναπτύσσουν τις δυνατότητές τους. Η ποιοτική αλλαγή σε αυτή τη σχέση που επέφερε η ανάπτυξη των παραγωγικών δυνατοτήτων των ανθρώπων (αιτία και αποτέλεσμα ταυτοχρόνως ποικίλων παραγόντων και συγκεκριμένων ιστορικών συνθηκών), και η οποία έλαβε τη μορφή του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, κυρίως από τη δεύτερη, τη βιομηχανική φάση και ύστερα, οδήγησε στην εντατική υπερεκμετάλλευση κάθε δυνατότητας που μπορεί να αποφέρει κέρδος. Η ραγδαία εξάπλωση των καπιταλιστικών σχέσεων διατάραξε μέσα σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα την ισορροπία που διατηρούσε σχεδόν αμετάβλητες τις περιβαλλοντικές συνθήκες επί πολλούς αιώνες, πιθανώς κατά ανεπανόρθωτο τρόπο.

Είναι νομίζω πρόδηλο ότι η κριτική ανάλυση είναι απαραίτητη προκειμένου να κατανοήσουμε σαφέστερα τις ενδεχόμενες δυνατότητες που παρουσιάζονται στην παρούσα φάση, και τους πιθανούς όρους ανατροπής του καπιταλιστικού συστήματος, με στόχο την απελευθέρωση της φύσης, της κοινωνίας και των ανθρώπων. Μια τέτοια ανάλυση έχει νόημα φυσικά μόνο σε σχέση με αυτόν τον επαναστατικό σκοπό, όταν γίνεται δηλαδή από μια ενσυνείδητη θέση για την εκ θεμελίων αλλαγή της κοινωνίας, ειδάλλως εκπίπτει σε ακόμη μία θετικιστική επιστημονική εποπτεία, δηλαδή σε γνώση που μπορεί να συσσωρεύεται και να αναπαράγεται όπως το οικονομικό κεφάλαιο, έτοιμη ανά πάσα στιγμή προς χρήση αναλόγως το ζητούμενο, ιδεολογικοποιημένη αλλά χωρίς ηθική στάση, ο ιδιότυπος φετιχισμός μιας εξουσιαστικής «αλήθειας» που εύκολα μετατρέπεται σε εμπόρευμα. Αυτή η «γνώση» είναι προφανές ότι δεν μπορεί με κανέναν τρόπο να φωτίσει το δρόμο μας για τον αυτοπροσδιορισμό και την αυτοπραγμάτωση, να οδηγήσει δηλαδή στην επινόηση των δυνατοτήτων μας ως μορφών ανάπτυξης της ύπαρξής μας, των ατόμων και της κοινωνίας, καθώς πραγμοποιεί τον ζωντανό κόσμο, επιβάλλοντας την εργαλειακή ορθολογικότητα του ωφελιμισμού και του πραγματισμού και μας βαστάει δέσμιους στο κάτεργο της ανάγκης, στη φυλακή του κεφαλαίου και της ανταλλακτικής αξίας, σ’ έναν κόσμο-βασίλειο του εμπορεύματος. Ο φετιχισμός του εμπορεύματος παγιώνει τη διαδικασία (τη ζωντανή εργασία και τις κοινωνικές σχέσεις που τη μετατρέπουν σε νεκρή εργασία, σε συσσωρευμένο κεφάλαιο) σε μορφή που εξωτερικεύεται και αποκτά υπόσταση ως ανταλλακτική αξία, γίνεται δηλαδή εμπόρευμα που δεν είναι πλέον απλώς προϊόν με χρηστική αξία. Εμπόρευμα που συνάπτει αξιακές «σχέσεις» με άλλα εμπορεύματα-υποστάσεις, δημιουργώντας έναν μεταφυσικό κόσμο των εμπορευμάτων και των ανταλλακτικών αξιών. Όμως, ο φετιχισμός αυτός δεν είναι μόνο συνεπακόλουθο της ιδεολογίας που συγκαλύπτει τις πραγματικές κοινωνικές σχέσεις που παράγουν την αξία, τις σχέσεις εκμετάλλευσης που αποσπούν την υπεραξία της εργατικής δύναμης (της παραγωγικής ικανότητας των ατόμων, είτε αυτή είναι χειρωνακτική είτε διανοητική) που εκμισθώνεται για την παραγωγή κάθε λογής εμπορευμάτων, υλικών ή άυλων, όντας εμπόρευμα η ίδια• είναι η αντανάκλαση στο συμβολικό επίπεδο των ίδιων αυτών των σχέσεων υπεξαίρεσης της υπεραξίας, δηλαδή των σχέσεων ανισότητας ως προς την ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής και της ίσης πρόσβασης σε αυτά, της εκμετάλλευσης αλλά και της γενικότερης άνισης κατανομής της εξουσίας σε κάθε επίπεδο της κοινωνίας.

Η ανταλλακτική αξία, εκφρασμένη ως «τιμή» (που είναι κυμαινόμενη συγκριτικά, και όχι σταθερή και άπαξ), εμπλέκει τα άτομα σε ένα «αντικειμενικό» σύστημα συγκρίσιμων αξιών, που το ίδιο γίνεται μέτρο για ολόκληρο τον υπόλοιπο κόσμο, όπως γίνεται και για το κάθε άτομο, που μπορεί πια να προσαρμόζει την «ανορθολογική» βιωματική εμπειρία του σε ένα «ορθολογικό», εξωτερικό και «αντικειμενικό», σύστημα τιμών. Σε έναν τέτοιο κόσμο, όπου το «κάθε πράγμα έχει την τιμή του», όπου κάθε τι είναι «εμπόρευμα», η κατοχή του μέσου-χρήματος που μπορεί να ανταλλαχτεί με κάθε εμπόρευμα ως αφηρημένο γενικό ισοδύναμο, ο «πλούτος» με άλλα λόγια, γίνεται δυνάμει σκοπός για τον καθένα: το κλειδί για έναν υλικό παράδεισο, που δεν κείται στο επέκεινα, αλλά είναι εδώ, και ασκεί μια ακατανίκητη γοητεία σε όλους. Αν και δεν έχουν περάσει όλοι τις πύλες του, είναι πολλοί εκείνοι που το έχουν κάνει και ακόμα περισσότεροι εκείνοι που έχουν κρυφοκοιτάξει πίσω απ’ αυτές, αποδεικνύοντας ότι πρόκειται για απτή πραγματικότητα και όχι απλώς για χίμαιρα. Όλοι μπορεί να βρουν τη θέση τους εκεί ή, τουλάχιστον, έτσι ελπίζουν… Και είναι αναμφίβολα πολλοί εκείνοι που θα υπερασπίζονταν ακόμα και με τη ζωή τους το δικαίωμά τους στην ελπίδα αυτή.

Πώς, λοιπόν, μπορεί να οργανωθεί και να πραγματοποιηθεί η συνολική ρήξη (η ανατροπή του καπιταλισμού δηλαδή) στο πλαίσιο ενός τέτοιου συστήματος, που υπόσχεται τον επί γης παράδεισο και που, αν και σε αρκετά περιορισμένο βαθμό προς το παρόν, καταφέρνει να υλοποιήσει αυτήν την υπόσχεση έστω για κάποιους, ενώ παράλληλα καλλιεργεί επιμελώς την προσδοκία ότι θα έρθει κάποτε η ώρα που αυτή η ευημερία θα μας αφορά πραγματικά όλους; Πώς πείθεις τους ανθρώπους να καταπνίξουν την επιθυμία τους για εκείνο που είναι απτό, που αν και απόμακρο μοιάζει να είναι εφικτό, προς χάρη της περιπέτειας στο αχαρτογράφητο άγνωστο, στο μη εμπειρικά βιωμένο; Πώς νομιμοποιείται ένα συλλογικό πρόταγμα ριζικής κοινωνικής αλλαγής, όταν στις μέρες μας φαντάζει, αν μη τι άλλο, τουλάχιστον ανέφικτο, μη συναφές με τις τάσεις εξέλιξης της κατακερματισμένης πραγματικότητας που βιώνουμε σχεδόν όλοι στις κοινωνίες που ζούμε;

Όσο οι άνθρωποι καταφέρνουν, έστω και δύσκολα, να «φέρνουν βόλτα» τα ζητήματα της καθημερινής επιβίωσης και των (διαφορετικών κατά περίσταση), άμεσων κυρίως, αναγκών τους, οι σχέσεις τους αναπαράγονται λίγο πολύ εντός των ορίων της σχετικής «συναίνεσης», εντός της ιδεολογίας του συστήματος. Βαρυγκωμούν, αντιδρούν σποραδικά, αλλά σε γενικές γραμμές εντάσσονται και υποτάσσονται στην ανάγκη, στη συνήθεια και στις συνθήκες. Δεν αναζητούν, σε πρώτο λόγο, παρά τη βελτίωση εκείνων των δυνατοτήτων που θεωρούν απαραίτητες για τη ζωή και την ευημερία τους, προβάλλοντας τις επιθυμίες τους μέσα στην κοινωνία της αφθονίας που τους περιβάλλει ολοκληρωτικά σχεδόν, στιλπνή εικόνα που υπόσχεται ευμάρεια και πλέρια ευτυχία. Αυτή η εικόνα είναι αυθύπαρκτη, μια αυτοτελής «πραγματικότητα», καίρια διαμεσολάβηση μεταξύ γίγνεσθαι και είναι, μεταξύ ζωντανής και νεκρής εργασίας. Η αλήθεια ωστόσο είναι ότι η εικόνα αυτή έχει αμαυρωθεί ανεξίτηλα και δεν ανταποκρίνεται πια στον ιδεολογικό της ρόλο, δεν αντανακλά καθαρά πια την «συλλογική επιθυμία». Το χαριστικό δε πλήγμα στην λάμψη της το έδωσε η τρέχουσα «οικονομική κρίση», που, κατά τα φαινόμενα, σύντομα θα μεταβληθεί σε κοινωνική, φέρνοντας στην επιφάνεια την από καιρό σοβούσα δυσαρέσκεια που προκαλεί σε όλο και περισσότερους ανθρώπους το χάσμα προσδοκιών, υποσχέσεων και πραγματικότητας. Ο ταξικός πόλεμος αναπόφευκτα θα κορυφωθεί, αφού τα αδιέξοδα πολλαπλασιάζονται όσο το κοινωνικό χάσμα διευρύνεται. Όμως, στα ρήγματα που προκαλούν οι συγκρούσεις είναι που φυτρώνει ο σπόρος της ελπίδας για τη ριζική κοινωνική αλλαγή.

Για να καρποφορήσει, ωστόσο, η όποια ελπίδα μιας τόσο μεγάλης αλλαγής πρέπει, πρώτα απ’ όλα, να εδραιωθεί η συνείδηση του γεγονότος ότι οι άνθρωποι είναι δημιουργοί της ιστορίας τους, και ότι καμία άλλη εξωτερική, μεταφυσική ή ό,τι άλλο δύναμη, πέρα από τις ίδιες τις υλικές προϋποθέσεις ύπαρξής τους, που αποτελούν σε κάθε περίπτωση το όριο, δεν παρεμβαίνει για να τους επιβάλει τη θέλησή της και να τους υποδείξει τις επιλογές τους. Ότι μπορούν, υποκείμενοι πάντοτε σε περιορισμούς, να αλλάξουν τις συνθήκες της κοινωνίας τους με τη δράση τους και να διαμορφώσουν οι ίδιοι τη ζωή τους.

Μήπως, λοιπόν, η επανάσταση δεν είναι πλέον εφικτή γιατί δεν τη θεωρούμε εμείς εφικτή ή, εν τέλει, είναι οι αντικειμενικές συνθήκες εκείνες που πραγματικά προδιαγράφουν όχι μόνο το ανέφικτο αλλά και την αποτυχία της; Αντίστροφα, δεν οφείλουμε κατά λογική συνέπεια να παραδεχτούμε ότι μπορούμε να αναθεωρήσουμε τις αντιλήψεις μας για το εφικτό ή όχι της επανάστασης, και ότι, αν υπάρχουν πράγματι αντικειμενικές αντεπαναστατικές συνθήκες, υπάρχουν και αντικειμενικές επαναστατικές συνθήκες;

Στον αντίποδα αυτής της επαναστατικής ρητορικής, που στα μάτια των σκεπτικιστών αντιπάλων της εμφανίζεται να καλύπτει κάτω από τον μανδύα της απελευθέρωσης τις πληγές του ολοκληρωτισμού, της ανελευθερίας και της καταπίεσης του ατόμου, αφού μια επανάσταση δεν μπορεί ποτέ να γίνει εξ ονόματος όλων ούτε να ικανοποιεί τις ετερόκλητες επιθυμίες τους ή τα συγκρουόμενα ατομικά συμφέροντά τους, η άποψη που προκρίνει τη σταδιακή μετάβαση σ’ έναν καλύτερο κόσμο, με ήπια μέσα και όσο το δυνατόν πιο «ορθολογικές» (με άλλα λόγια «ασφαλείς» και «σίγουρες») επιλογές μέσα στα όρια του «εφικτού», πείθει πιο εύκολα, επικαλούμενη την «κοινή λογική» και εκμεταλλευόμενη τον κομφορμισμό, την ανασφάλεια και τους βαθιά ριζωμένους φόβους των ανθρώπων. Το κύριο επιχείρημα αυτής της θέσης είναι ότι αλλάζοντας σιγά-σιγά τα πράγματα, με διορθωτικές παρεμβάσεις και επί μέρους μεταρρυθμίσεις, μπορούμε να δημιουργήσουμε καλύτερες συνθήκες ζωής, και να χτίσουμε σταδιακά μια πιο δίκαιη κοινωνία στο μέλλον. Εν τω μεταξύ, αυτή η παραδοχή υπονοεί ότι το υπάρχον είναι ό,τι καλύτερο δυνατόν στις δεδομένες συνθήκες, αφού κάθε φάση της εξέλιξης είναι αναβαθμός που μας φέρνει ολοένα και πιο κοντά στην «αγαθή κοινωνία».

Αν στην πρώτη προσέγγιση ο κίνδυνος που εγκυμονεί η σωτηριολογική-λυτρωτική παρέμβαση μοιάζει να προεξοφλεί ότι κάθε απόπειρα επαναστατικής αλλαγής θα καταλήξει, νομοτελειακά σχεδόν, στην αποτυχία και πιθανότατα σε μια ολοκληρωτική κοινωνία, που θα δημιουργήσει πολύ περισσότερα και κρισιμότερα προβλήματα απ’ όσα ενδεχομένως θα καταφέρει να επιλύσει, στη δεύτερη, ο κίνδυνος παίρνει τη μορφή μιας μάλλον τραγελαφικής αέναης σκιαμαχίας με τα χιλιάδες επί μέρους προβλήματα που ανακύπτουν συνεχώς από την εγγενή δυναμική του ίδιου του καπιταλιστικού συστήματος, και τα οποία, όσο και αν είναι αλληλένδετα, αποσπώνται και αποκτούν τη δική τους οντότητα, μέσα από την αντίφαση και τη συνεχή τριβή του «ιδιωτικού» με το «δημόσιο», ζητώντας επιτακτικά την αδύνατη να επιτευχθεί υπό τις παρούσες συνθήκες οριστική λύση τους, βυθίζοντας έτσι το σύστημα σε παρατεταμένη πολύμορφη κρίση (κοινωνική, οικονομική, περιβαλλοντική) και τους ανθρώπους στη «σχιζοφρένεια».

Με δεδομένες τις υλικοτεχνικές συνθήκες της εποχής μας και το πλαίσιο της «παγκοσμιοποίησης» που επιβάλλεται από τον κυρίαρχο τρόπο παραγωγής, τον καπιταλιστικό καταμερισμό της εργασίας και την αγορά, αλλά ακόμα και από την εξίσου «παγκοσμιοποιημένη» σθεναρή αντίσταση που εκδηλώνεται ποικιλοτρόπως, η συνάφεια των προβλημάτων που εγείρονται σε διαφορετικές «χωροχρονικές ζώνες» του πλανήτη τείνουν να ομογενοποιηθούν ως προς συγκεκριμένα χαρακτηριστικά τους, όπως είναι η οργάνωση της παραγωγής και της κατανάλωσης, ο βαθμός δυνατότητας παρέμβασης του κράτους, η κίνηση του κεφαλαίου, η ρυθμιστική παρέμβαση των διεθνικών πολιτικοοικονομικών οργανισμών και των ΜΚΟ, και φυσικά η «μηντιόσφαιρα». Ποτέ άλλοτε η ολοκληρωτική μορφή δεν είχε τόσο συγκεκριμένα χαρακτηριστικά όσο σήμερα, στην εποχή που το διαδίκτυο, οι τηλεπικοινωνίες, η μαζική κουλτούρα σε κάθε της έκφανση, τα μεταφορικά μέσα και οι πολυεθνικές επιχειρήσεις αποτελούν τις καίριες εκείνες συνιστώσες που επηρεάζουν και διαμορφώνουν τόσο την παραγωγική βάση όσο και το πολιτιστικό εποικοδόμημα των κοινωνιών, εξυφαίνοντας ένα ιστό ολοένα και πιο πυκνό, που τείνει να αγκαλιάσει τα πάντα. Από την άλλη, ο κόσμος γίνεται εμφανώς όλο και πιο πολύπλοκος και είναι κάτι παραπάνω από κοινή συνείδηση πλέον ότι υπάρχουν πολλές διαφορετικές «κοσμοαντιλήψεις» και «οπτικές γωνίες» (όπως υπάρχουν πολλά και διαφορετικά γούστα, απόψεις, επιθυμίες, προσδοκίες, τρόποι ζωής, κ.λπ. κ.λπ.), που όσο κι αν δεν μας αρέσουν ή τις θεωρούμε απατηλές και επικίνδυνες ή ακόμα και αν προκαλούν το μένος μας, διεκδικούν εξίσου επίμονα μ’ εμάς μερίδιο στην «Αλήθεια» που υποχρεωτικά γίνεται, υπ’ αυτό το πρίσμα, σχετική: «η αλήθεια μας», «η αλήθεια τους» κ.λπ. Αυτός ο αναπόφευκτος λόγω των εξελισσόμενων συνθηκών επιμερισμός των αντιλήψεων, που μετατρέπονται πολύ εύκολα σε ιδεολογία κάθε είδους, επιφέρει αφενός την ένταση του ανταγωνισμού με τους «άλλους» αφετέρου την απομάκρυνση από τους «άλλους» και την εσωστρέφεια σε κοινωνικό αλλά και σε ατομικό επίπεδο. Διαπλάθονται έτσι παράλληλα σύμπαντα που ενώ γενεαλογικά και γενετικά κατάγονται ως επί το πλείστον από την ίδια χωροχρονική στιγμή και την πρωταρχική ύλη της Μεγάλης Έκρηξης του cogito, του νεωτερικού υποκειμένου, απέχουν έτη φωτός μεταξύ τους και συνεχώς απομακρύνονται. Οι αυτόνομες συνομαδώσεις ή τα μεμονωμένα άτομα τείνουν να αποδίδουν μεγαλύτερη σημασία στο άμεσο κοινωνικοπνευματικό περιβάλλον τους που τους προσδίδει την ταυτότητά τους και να παραβλέπουν την συνάρτηση και την αλληλεπίδραση των παραγόντων και των διαδικασιών εκείνων που επηρεάζουν ριζικά τόσο τη δική τους θέση μέσα στο γενικότερο πλαίσιο όσο και την ίδια την αντίληψή τους περί της θέσης αυτής.

Αν εισάγουμε τώρα σε αυτή τη σχέση και τον παράγοντα του κεφαλαίου, δηλαδή του δρώντα παράγοντα ο οποίος συναρθρώνει το πλαίσιο και τους όρους ύπαρξης της κοινωνικής πραγματικότητας που δημιουργεί και αναπαράγει στην κίνησή του και στην αντίσταση που συναντά στην τάση του για απόλυτη κυριαρχία, θα αρχίσουμε να σχηματίζουμε ένα πιο σαφές περίγραμμα της προβληματικής μας. Το κεφάλαιο εμπεριέχει μια ριζική αντίφαση που εκφράζεται στην ίδια τη ροπή του και αποτελεί θεμελιώδη προϋπόθεση της ανάπτυξής του: ενώ τείνει να δημιουργεί, να συμπεριλαμβάνει και να ομογενοποιεί ολοένα και ευρύτερα πεδία του κοινωνικού πεδίου ταυτοχρόνως καταστρέφει, απονεκρώνει, αποκλείει και διαχωρίζει. Το κυρίαρχο σύστημα, ο καπιταλισμός, επιβάλει καταναγκαστικά τη συνάφεια του τρόπου, διαχωρίζει ωστόσο κάθε ανθρώπινο πράττειν από την αντικειμενική παραγωγική διαδικασία, πραγμοποιεί τις ανθρώπινες σχέσεις και αποδίδει στην αξία (αφηρημένη μορφή) και στο εμπόρευμα (φετιχοποιημένη μορφή) την πρωτοκαθεδρία του ορισμού της πραγματικότητας και της διαμεσολάβησης με την ύπαρξη και τον κόσμο. Αποξενώνει τους πάντες από τα πάντα καταλύοντας κάθε πραγματική σχέση ενώ οικειοποιείται πάσα πτυχή και έκφανση της βούλησης για δράση ανάγοντας καθετί στην υπερβατική γλώσσα του «ατομικού συμφέροντος», της αξίας και του κέρδους. Διακρίνουμε σε αυτήν την αφαίρεση τον πυρήνα της ιδεολογίας μιας «υπερβατολογικής» ολοποιητικής αρχής, αυτού δηλαδή του συστήματος που επιβάλλεται ως ο κυρίαρχος τρόπος παραγωγής και των συνακόλουθων κοινωνικών σχέσεων που προσιδιάζουν στην τάση του για ολοκληρωτική κυριαρχία και στην αναπαραγωγική του ορμή.

Οι πολιτικές ιδεολογίες και θεωρίες αντιμάχονται σφοδρά, υπερασπίζοντας την ορθότητα του δικού τους προτάγματος, της δικιάς τους άποψης για την πολιτική και τον προσανατολισμό της κοινωνίας. Φυσικά, εδώ δεν υπονοούμε μόνο ότι όλες οι πολιτικές ιδεολογίες είναι, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, ουτοπικές, αλλά και ότι είναι, εκ συκροτήσεως εξουσιαστικές. Κύρια επιδίωξη και βλέψη τους είναι η επιβολή του δόγματός τους και της κοσμοθεωρίας τους και η αναμόρφωση των κοινωνικών δομών και των συμβολικών συστημάτων σύμφωνα με αυτά. Χρησιμοποιούν την εξουσία ως μέσον για να επιβάλουν τον σκοπό τους, δηλαδή την ηγεμονία τους. Μοναδική εξαίρεση αποτελεί ο αναρχισμός, που αρνείται ριζικά την κυριαρχία, ενώ αποδέχεται μόνον τις απαραίτητες για τις κοινωνικές λειτουργίες μορφές εξουσίας, φιλτραρισμένες από ένα πυκνό πλέγμα κοινωνικού ελέγχου με αμεσοδημοκρατική δομή. Η εξουσία σε μια αναρχική κοινωνία δεν θεσμοποιείται με «ουσιοκρατικά» κριτήρια. Δεν παγιώνεται, δεν αποκτά «ουσία» που να ριζώνει σε κοινωνικές δομές και να αποτελεί προνόμιο μιας (ταξικής, δια-ταξικής ή υπέρ-ταξικής λίγο ενδιαφέρει) ελίτ που με κάθε τρόπο και μέσο θα επιδιώξει να τη διατηρήσει, να την αναπαράγει και να τη διευρύνει. Η βούληση για δύναμη του αναρχικού υποκειμένου δεν το ωθεί να καλλιεργεί βλέψεις εξουσίας επί των άλλων, εκλαμβάνεται ως μη μεταβιβάσιμη ατομική βούληση για τη διατήρηση της ίδιας της ατομικής ελευθερίας του υποκειμένου ως αυτονομίας. Αν αυτή η βούληση ελευθερίας αναγνωριστεί στον καθένα, όλοι βρίσκονται σε μια κατάσταση απόλυτης ισότητας απέναντι στους υπόλοιπους και ο καθένας απέναντι στον άλλον, αφού κανείς δεν αναγνωρίζει σε κανέναν άλλον (άτομο ή ομάδα) το δικαίωμα να επικαλεστεί αυθαίρετα την εξουσία του για να επιβάλει την θέληση ή την άποψή του πάνω του.
Το ασυμβίβαστο του αναρχισμού με την εξουσία δεν τον απαλλάσσει από την ανάγκη θεμελίωσης των αρχών του σε μια νεωτερική αντίληψη του υποκειμένου, ένα συγκροτημένο σημείο «συνείδησης» που αντιπαρατίθεται σε έναν περιβάλλοντα κόσμο και ανασυγκροτείται συνεχώς σε αλληλεπίδραση με αυτό το περιβάλλον σε μια σχέση αλληλοδιαμόρφωσης, ενώ παραμένει σε μια ιδιότυπη κατάσταση αυτοκαθορισμού που του επιτρέπει να αποφασίζει ελεύθερα, να ασκεί τη βούλησή του. Το ζήτημα πάντα είναι κατά πόσο ο ετεροκαθορισμός ή η αυτονομία είναι σε θέση να κάνουν την πλάστιγγα να φαίνεται πως έχει γείρει προς τη μεριά τους. Όμως όλες οι ενδείξεις μας οδηγούν στο συμπέρασμα ότι τα πράγματα δεν είναι και τόσο απλά. Και ότι η ατομική βούληση δεν είναι μια άχρονη κατηγορία αλλά διαμορφώνεται ιστορικά, το περιεχόμενο της εκδήλωσή της δεν είναι αυταπόδεικτα η εκφορά της «βαθύτερης» προσωπικής επιθυμίας αλλά πιθανώς είναι εκδήλωση μιας κοινωνικά κατασκευασμένης επιθυμίας. Το κατά πόσο μπορούμε να διαυγάσουμε τα σκοτεινά σημεία της βουλητικής παρόρμησης ως ψυχικού μηχανισμού και να ορθολογικοποιηθούν συγκροτούμενα ως «γνωστικό πεδίο» είναι παντελώς αδιάφορο, καθώς η ίδια η βουλητική παρόρμηση παραμένει εν πολλοίς ασταθής και απρόβλεπτη, και μόνο όταν εκδηλωθεί εμπράγματα μας αποκαλύπτει, εκ των υστέρων πάντοτε, τα πιθανά κίνητρά της. Το να γνωρίζουμε τους μηχανισμούς λειτουργίας της βουλητικής παρόρμησης, σε καμιά περίπτωση δεν μας εξασφαλίζει τη δυνατότητα πρόβλεψης των μορφών και των τρόπων εκδήλωσής της.

Ας ξαναγυρίσουμε όμως στην αρχή του συλλογισμού μας, προκειμένου να επανασυνδέσουμε το σπασμένο νήμα της πρώτης μας σκέψης και να δούμε πού μπορεί να μας οδηγήσει η απόπειρα περαιτέρω διερεύνησής της, σε σχέση πάντα με τον σκοπό μας, ο οποίος, δεν πρέπει να ξεχνάμε, είναι η ριζική αλλαγή της κοινωνίας. Και η ανάλυσή μας, μια ακόμη προσπάθεια να επεξεργαστούμε τις προϋποθέσεις, τις δυνατότητες και τους όρους που θα καταστήσουν εφικτό το ξεπέρασμα του καπιταλισμού, αποδιαρθρώνοντας και απενεργοποιώντας τις διαδικασίες ανάπτυξης και αναπαραγωγής του με κάθε τρόπο, είτε θετικό είτε αρνητικό, σε συνάφεια ωστόσο πάντα με τον σκοπό, εκτρέποντας τη δυναμική του προς όφελος ενός ανοίκειου για τον ίδιο στόχου: την ολοσχερή καταστροφή του.
Σε κάθε ανάλογη συζήτηση ανακύπτει το ζήτημα της μετάβασης, αλλά και του τι είδους κοινωνία μπορεί να προκύψει στη θέση της σημερινής, και κατά πόσο κάτι τέτοιο είναι εφικτό να γίνει από τη μια στιγμή στην άλλη, ως ρήξη σε μια συνεχή αν και τεθλασμένη πορεία, δηλαδή ως επανάσταση που θα εκτρέψει προς άλλη κατεύθυνση τον ρου της ιστορίας.

Η νομοτελειακή μετάβαση σε μια κοινωνία μετασπάνης μέσω της επιστημονικής και της τεχνολογικής εξέλιξης που θα έλυνε αν όχι όλα τουλάχιστον τα περισσότερα υλικά ζητήματα όταν ο έλεγχος των μέσων παραγωγής θα περνούσε στα χέρια των εργατών, καλλιέργησε φρούδες ελπίδες σε γενιές μαρξιστών σοσιαλιστών. (Οι αναρχικοί, από την άλλη, πέρα από την κατηγορηματική απόρριψη κάθε μορφή κράτους, δεν ενέδωσαν ποτέ σε τέτοιου είδους «επιστημονικές» αντιλήψεις για την αναπότρεπτη, νομοτελειακή έλευση της σοσιαλιστικής κοινωνίας, ειδικότερα μέσα από εκείνη την εξελικτική σκοπιά που θεωρούσε την αστική επανάσταση και τον βιομηχανικό καπιταλισμό πρώιμα στάδια στην πορεία προς τον σοσιαλισμό, αν και για άλλους λόγους υποστήριξαν την «επιστημονικότητα» της εξελικτικής θεωρίας, και ενέδιδαν μέχρι και πρόσφατα σε ορισμένες περιπτώσεις μερικώς σε αυτή την αντίληψη – τόσο ο Μπακούνιν όσο και ο Κροπότκιν, για να αναφερθούμε μόνο σε δύο εμβληματικούς θεωρητικούς του αναρχισμού, υποστήριξαν, ο καθένας με τον τρόπο του, τη διαδεδομένη στην εποχή τους εξελικτική θεωρία αλλά και την πίστη τους στην πρόοδο μέσω της επιστήμης.)
Αυτή η προσέγγιση των μαρξιστών, παραβλέπει την αρνητική εξέλιξη της ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων, που μας οδήγησε στη σημερινή οικολογική κρίση. Δεν έχει σημασία αν η ανάπτυξη που προκαλεί την κρίση είναι «σοσιαλιστική» ή καπιταλιστική, σημασία έχει ότι η εκμετάλλευση του πλανήτη έχει συγκεκριμένα όρια. Κατανοούμε τώρα, με οδυνηρό μάλλον τρόπο, ότι προκειμένου να αποφύγουμε τα χειρότερα, που ήδη ορθώνονται απειλητικά μπροστά μας, οι επιλογές που διαθέτουμε είναι περιορισμένες και, μάλλον, αμφιβόλου αποτελεσματικότητας. Οι επιλογές αυτές (που εμφανίζονται ως εναλλακτικές λύσεις ενώ στην πραγματικότητα δεν είναι παρά διαφορετικοί τρόποι για να πειστούμε ότι πρέπει να ακολουθήσουμε έναν και τον αυτό μονόδρομο) βασίζονται στην προσδοκία ότι η τεχνοεπιστήμη θα επιφέρει μια σημαντική ποιοτική μεταλλαγή στις υλικές συνθήκες της ανάπτυξης, με νέες τεχνολογίες και μεθόδους παραγωγής που δεν θα επιβαρύνουν το περιβάλλον, και θα μας καταστήσουν ικανούς για μια πιο λογική διαχείριση και χρήση των φυσικών πόρων (οικοκαπιταλισμός). Είναι όμως προφανές ότι οι επιλογές αυτές μας κατευθύνουν ολοταχώς στην εκ νέου υποταγή σε μια επισφαλή εξάρτηση από την τεχνοεπιστήμη, η οποία υποτίθεται θα ισοσκελίσει το ισοζύγιο αρνητικών-θετικών επιδράσεων της ανεξέλεγκτης παραγωγικής και καταναλωτικής δραστηριότητας αν βαφτεί «πράσινη», κι αν αυτό αφορά σε μια ελεύθερη, σε μια σχεδιασμένη ή σε μια μεικτή οικονομία δεν έχει ιδιαίτερη σημασία.
Προφανώς, οι επιλογές αυτές υπαγορεύονται από ιδεολογήματα που συγκαλύπτουν τον ψευδή χαρακτήρα των διακηρύξεών τους, αφού οι διαφορετικές φάσεις ανάπτυξης των χωρών και η ανισότητα στην οικονομική ισχύ μεταξύ των κρατών δεν επιτρέπουν την ελεύθερη κατανομή της τεχνολογικής γνώσης, μιας γνώσης που και η ίδια αποτελεί σημαντική μορφή αξίας και υπόκειται από κάθε άποψη στους κανόνες της αγοράς ως εμπόρευμα στο πλαίσιο του διεθνούς ανταγωνισμού.
Αυτή η προσέγγιση θέλει να μας φέρνει αντιμέτωπους με το ψευτοδίλημμα «ανάπτυξη ή οπισθοδρόμηση», που ασκεί εκφοβιστικό ρόλο επισείοντας την απειλή της βαρβαρότητας, της γενικευμένης ένδειας και της σπάνης για να μας σύρει πίσω από το τεχνοεπιστημονικό άρμα της «προόδου», που δήθεν θα μας οδηγήσει, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, στη λύση, στην αποτροπή της επικείμενης καταστροφής. Οι υποστηρικτές της «τεχνοεπιστημονικής λύσης» αποφεύγουν να μας πουν, ωστόσο, ότι η τεχνοεπιστήμη είναι πλήρως υποταγμένη στο κεφάλαιο, αποτελεί συστατικό στοιχείο στην αναπαραγωγή του, και ότι ένα νέο, «φιλικό προς το περιβάλλον» αναπτυξιακό μοντέλο δεν μπορεί να προκύψει ως αποτέλεσμα των δεδομένων παραγωγικών σχέσεων που επιβάλουν τον οικονομικό ανταγωνισμό σε κάθε επίπεδο, άρα με τους ίδιους τούς όρους του προβλήματος. Ακόμα κι αν η επιστήμη έφτανε (κι αυτό θα πρέπει να γίνει πολύ σύντομα!) σε εφικτές και οικονομικά αποδοτικές τεχνολογικές λύσεις στον ενεργειακό τομέα, με την πλήρη αξιοποίηση ενός φθηνού και «καθαρού» ενεργειακού πόρου (π.χ. ηλιακή ενέργεια), η ανάγκη του καπιταλιστικού συστήματος για ανάπτυξη θα συνεχίσει να καταναλώνει ολοένα και περισσότερους άλλους φυσικούς πόρους για να διευρύνει την παραγωγή και την κατανάλωση που είναι απαραίτητες προκειμένου να παραχθεί κέρδος για το κεφάλαιο. Η αδυναμία της τεχνοεπιστήμης να μας βγάλει από την πολλαπλή κρίση είναι προφανής και γι’ αυτό κάθε υπόσχεσή της περί του αντιθέτου είναι εκ προοιμίου ψευδής.

Υπάρχει, όμως, και μια άλλη επιλογή, μια πρόταση που μας παροτρύνει να εγκαταλείψουμε τελείως αυτό το προοδευτικό μοντέλο συνεχούς ανάπτυξης, τόσο στην καπιταλιστική όσο και στη «σοσιαλιστική» εκδοχή του. Να διαμορφώσουμε μια πιο άμεση σχέση με την παραγωγή και τη συλλογική αυτοδιεύθυνση της εργασίας, σε ένα είδος αποκεντρωμένης συνεργατικής παραγωγικής και καταναλωτικής σχετικής αυτονομίας, που εναρμονίζεται με το περιβάλλον και τις πραγματικές (διαφορετικές ανά περίπτωση) ανάγκες των τοπικών κοινοτήτων. Να μειώσουμε το ρυθμό της συνολικής παραγωγής, κοινωνικοποιώντας πλήρως τα μέσα της και τους σκοπούς της. Να επανακτήσουμε τον έλεγχο, να αποαποικιοποιήσουμε την καθημερινότητα, να επαναφέρουμε δηλαδή το ανθρώπινο μέτρο στους ρυθμούς της ζωής μας. Να αναστυλώσουμε, σε ένα ανώτερο επίπεδο, την πολύμορφη κοινωνία των ελεύθερων ανθρώπων.
Όπως είναι αυτονόητο, συντασσόμαστε με αυτήν την απολύτως εφικτή δυνατότητα• με την αποκέντρωση και την αυτονομία, με τον ελευθεριακό σοσιαλισμό και τη συμφιλιωμένη με τη φύση κοινωνία, με τους ανθρώπους και όχι με τα εμπορεύματα. Ο άλλος δρόμος, της συνεχούς ανάπτυξης, που είναι υποτίθεται εξελικτικά αναπόδραστη και φέρνει την πρόοδο μαζί με την οικονομική ευημερία, είναι, από κάθε άποψη, καταστροφικός, όπως αποδεικνύεται με πολλαπλούς τρόπους σήμερα από την οικολογική, την ενεργειακή και την κοινωνική κρίση που απειλεί τον πλανήτη.
Στις δεδομένες συνθήκες επιβάλλεται να στραφούμε σε ένα μοντέλο από-ανάπτυξης, που δεν είναι καθόλου ένα εξελικτικό μοντέλο, αντιθέτως, θα έλεγε κανείς, μας παροτρύνει να «επιστρέψουμε» σε μια κατά πολύ πιο συνετή οικονομική διαχείριση των διαθέσιμων πόρων, στην απελευθέρωση από την εντατική εργασία και στην αλλαγή του κυρίαρχου μοντέλου «πλούτος = συσσώρευση», που όταν εξατομικεύεται, μετατρεπόμενο σε (υπονοείται «φυσικό») «ανθρώπινο δικαίωμα» της ελευθερίας στην ιδιοκτησία, αποτελεί θεμελιώδες αίτιο για την κοινωνική ανισότητα. Όμως, το ότι η από-ανάπτυξη δεν είναι ένα εξελικτικό μοντέλο δεν σημαίνει ότι είναι ένα συντηρητικό μοντέλο ή ότι φανερώνει απλώς μια ρομαντική νοσταλγία για ένα ειδυλλιακό παρελθόν, μια απελπισμένη έκφραση «νεοπρωτογονισμού». Αν θεωρούμε ότι η ριζική κοινωνική αλλαγή είναι αναγκαία για την επίτευξη ενός ποικιλόμορφου, καλύτερου και ευτυχέστερου τρόπου ζωής για όλους, τότε η από-ανάπτυξη είναι επαναστατική και όχι συντηρητική, καθώς μπορεί να μας οδηγήσει σταδιακά σε μια συμφιλίωση με τη φύση και άρα, ως μια εκ θεμελίων αλλαγή των επιλογών μας και του τρόπου παραγωγής και κατανάλωσης που θα υιοθετήσουμε, σε μια ριζική μεταβολή της στάσης μας απέναντι στον κόσμο και, κατά συνέπεια, στο άτομο και στην κοινωνία.

Ο τρόπος μετάβασης σε έναν νέο κοινωνικό τρόπο οργάνωσης παραμένει εν προκειμένω απροσδιόριστος – και, στο κείμενο ετούτο, θα τον αφήσουμε αναπόφευκτα έτσι. Παρόλα αυτά, νομίζω ότι μια κοινωνία απαλλαγμένη από το χρήμα και από το προϊόν-εμπόρευμα, μια κοινωνία που θα ελέγχει συλλογικά τα παραγωγικά μέσα, την τεχνολογία και τους σκοπούς της, δεν έχει σημασία αν θα είναι κοινωνία της «αφθονίας και της ανάπτυξης» ή κοινωνία «ολιγαρκής και αντι-αναπτυξιακή» –γιατί εξαρτάται πώς θα ορίσουμε αυτές τις έννοιες, κάτι που παραμένει εν προκειμένω ρευστό και πρέπει να τεθεί υπό συζήτηση–, θα πρέπει όμως να είναι οπωσδήποτε μια κοινωνία που θα μπορεί να εγγυάται την πραγματική ατομική ανάπτυξη όλων, αφού θα εξασφαλίζει σε όλους τουλάχιστον τα απαραίτητα μέσα διαβίωσής τους, και θα εξασφαλίζει επίσης την εξάλειψη κάθε μορφής εκμετάλλευσης και διαχωρισμών, χωρίς να χρειάζεται να καταφύγει στο οργανωμένο κράτος ως εγγυητή της ασφάλειας, των οικονομικών συναλλαγών και των «ατομικών δικαιωμάτων» (βλ. ατομική ιδιοκτησία = ατομική ελευθερία) ή ως οργανωτή της παραγωγικής διαδικασίας και διαχειριστή του συλλογικού προϊόντος και της συλλογικής γνώσης προκειμένου να συντηρηθεί και να διασφαλίσει την επιβίωση και αναπαραγωγή της κοινωνίας. Μέσα από έναν ριζικά διαφορετικό τρόπο οργάνωσης της παραγωγής, της διανομής και της κατανάλωσης που θα βασίζεται στην αρμονία μέσων και σκοπών, στην αποκέντρωση και στην ισότητα, όχι ως συγκριτικό «μέτρο» που εξισώνει συλλήβδην τις ανάγκες και τις επιθυμίες των ξεχωριστών ατόμων και των κοινοτήτων τους, απαιτώντας την πλήρη στοίχισή τους σε μια νόρμα η οποία δεν λαμβάνει υπόψη τις διαφορές τους, αλλά ως διασφάλιση της ελευθερίας για αυτοανάπτυξη μέσα από την ελεύθερη δράση που ερείδεται στο κοινό δικαίωμα όλων στη διαφορά, οι άνθρωποι θα πάρουν στα χέρια τους τον έλεγχο της ζωής τους, θα καταστούν αυτόνομοι και θα ανασυγκροτήσουν τις σχέσεις τους μέσα στο κοινωνικό πλαίσιο που θα αποφασίζουν κάθε φορά οι ίδιοι. Θα πρέπει να είναι η βούληση και οι επιθυμίες των ανθρώπων, στις δικές τους τοπικές κοινωνίες, αστικές ή όχι, που θα τους κάνουν να διαχειρίζονται με συλλογικές διαδικασίες, συμμετοχικά, τις πάσης φύσεως ανάγκες τους, τι είναι εκείνα που χρειάζονται πραγματικά ανά περίσταση, και να φροντίζουν για την παραγωγή τους ή την εξασφάλισή τους μέσω ανταλλαγής με άλλες κοινότητες, την επάρκειά τους και τη δίκαιη κατανομή τους με την απαρέγκλιτη εφαρμογή της αρχής: «από τον καθένα σύμφωνα με τις δυνατότητές του, στον καθένα σύμφωνα με τις ανάγκες του». Αυτή είναι η πραγματική κοινωνική ισότητα που λαμβάνει υπόψη της τις φυσικές διαφορές των ανθρώπων και σέβεται τις διαφορετικές επιθυμίες και ανάγκες τους. Που συνδέει την ατομική απελευθέρωση με την κοινωνική ολοκλήρωση.

Οι ευσεβείς πόθοι, ωστόσο, όσο κι αν μπορεί να μας δίνουν προσωπικό κίνητρο και ώθηση για προσανατολισμένη προς την απελευθέρωση δράση, δεν αρκούν σε καμία περίπτωση από μόνοι τους για να μετατρέψουν, με οποιονδήποτε τρόπο, την σημερινή καπιταλιστική κοινωνία σε αυτόνομες και πραγματικά ελεύθερες σοσιαλιστικές κοινωνίες. Κάθε δράση που στοχεύει στην ανατροπή των κυρίαρχων συνθηκών είναι θεμιτή και αναγκαία, αρκεί να συνάδει με τους σκοπούς• δεν πρέπει να ξεχνάμε, ωστόσο, ότι είναι απαραίτητες επίσης οι αντικειμενικές εκείνες προϋποθέσεις που θα καταστήσουν επιβεβλημένες κατά κάποιο τρόπο τις όποιες εναλλακτικές λύσεις και θα οδηγήσουν στην εκ θεμελίων αλλαγή της κοινωνίας από τη βάση, μέσα από την ανατρεπτική δυναμική ενός μαζικού, αν και όχι απαραιτήτως μονοδιάστατα οργανωμένου, κινήματος.
Θα πρέπει να ερμηνεύσουμε τις εξελίξεις υπό το πρίσμα της δυνατότητας ανασυγκρότησης ενός πολυδιάστατου «συλλογικού υποκειμένου», ενός υποκειμένου που θα πάρει τη θέση του μονοδιάστατου «προλεταριάτου» που πρωταγωνιστεί στην παραδοσιακή μαρξιστική ανάλυση. Αν και ο κατακερματισμένος από τον ύστερο καπιταλισμό χωροχρόνος και η σχεδόν πλήρης αποικιοποίηση (εμπορευματοποίηση) της καθημερινής ζωής δεν ευνοεί την ανασυγκρότηση μιας «μετα-αφήγησης» που θα συνέδεε ένα συλλογικό πρόταγμα απελευθέρωσης με ένα κοινωνικό συλλογικό «υποκείμενο», με μια κοινωνική τάξη, τίποτα δεν μπορεί να εμποδίσει την αναπαραγωγή και την κορύφωση της σύγκρουσης που προδιαγράφεται από τον χωρίς καμιά έγκυρη νομιμοποίηση, πέρα από τη βία, διαχωρισμό των ανθρώπων σε «κυρίους» και «δούλους», με κάθε μορφή που μπορεί να πάρει αυτή η σχέση (εξουσιαστής-εξουσιαζόμενος, κυρίαρχος-κυριαρχούμενος, εκμεταλλευτής-εκμεταλλευόμενος, καταπιεστής-καταπιεζόμενος, διευθυντής-διευθυνόμενος, πνευματική εργασία-χειρωνακτική εργασία, κ.λπ), και όχι μόνο στο οικονομικό επίπεδο. Η πόλωση και η κοινωνική ένταση είναι οι διαφαινόμενες συνέπειες των εξελίξεων, και δεν θα ήταν παράτολμο να υποθέσουμε ότι η κορύφωσή τους θα προκαλέσει έκρηξη.

Γίνεται έτσι ξεκάθαρο από πολλές απόψεις ότι όσοι από εμάς θέλουμε να συμμετέχουμε στη συγκρότηση ενός συλλογικού επαναστατικού σχεδίου ριζικής κοινωνικής ανατροπής πρέπει, και οφείλουμε, να γνωρίζουμε τις συνιστάμενες του προβλήματος και να προσπαθήσουμε να τις απαλείψουμε ολοκληρωτικά από κάθε πρόταγμα ριζικής αλλαγής με το οποίο δεσμευόμαστε οι ίδιοι. Δεν μπορούμε να χτίσουμε έναν νέο κόσμο με τα φθαρμένα υλικά του παλιού• σε άλλη περίπτωση θα τον αναπαράγουμε ως κακέκτυπο. Όμως χρειαζόμαστε τα υλικά για να χτίσουμε. Θα πρέπει να ξεδιαλέξουμε με υπομονή και προσοχή τα γερά εκείνα κομμάτια του τωρινού, του παλιού (ακόμα και του παλαιότερου ή του αρχαίου κ.λπ.) που μπορούν να αποτελέσουν ένα γερό θεμέλιο για να χτιστεί σε στέρεες βάσεις το νέο. Όλα τα υπόλοιπα θα πρέπει, χωρίς ενδοιασμούς, να απορριφθούν και να πεταχτούν. Δεν χρειαζόμαστε τον θεό, την ατομική ιδιοκτησία, την καταναγκαστική εργασία, το χρήμα, το κράτος, το έθνος, την εξ-ουσία κι ένα σωρό άλλα σαθρά υπολείμματα ενός γκρεμισμένου κόσμου.
Αυτό που είναι επιτακτικά απαραίτητο εάν θέλουμε να ευδοκιμήσει οποιαδήποτε απόπειρα ανατροπής, είναι να δημιουργήσουμε οργανώσεις-“κοινωνικά κύτταρα” με σκοπό να διαμορφώσουμε έναν πολύπλοκο κοινωνικό ιστό, που θα αποδειχτεί το πλέον κατάλληλο έδαφος για να καρποφορήσει το νέο.
Ετούτη η επίκληση για το «νέο» δεν είναι μια «μοντερνιστική» αναλαμπή που προκαλεί η λατρεία του νέου αυτού καθαυτού σαν σύμβολο της προοδευτικής κυριαρχίας του ανθρώπου επί της φύσης, των ρυθμών της και της υλικής της υπόστασης ως πολύμορφου γίγνεσθαι χωρίς εγγενή αιτιότητα και σκοπό. Είναι η έκφραση της επιτακτικής λόγω των περιστάσεων ανάγκης, αλλά και η επιθυμία λύτρωσης από την ιστορική επιταγή που βαραίνει στους ώμους μας, να συμβάλλουμε με όλες μας τις δυνάμεις καθεμία και καθένας προσωπικά, μέσα από συλλογικές απαραίτητα προσπάθειες, στην απελευθέρωση όλων και στο ξεπέρασμα κάθε είδους σχέσεων ανισότητας και κυριαρχίας. Να ζήσουμε τη ζωή μας όπως θέλουμε να τη ζήσουμε: σαν πραγματικά ελεύθεροι άνθρωποι, συμφιλιωμένοι με τον εαυτό μας, τον άλλο και τη φύση. Όχι στο μέλλον, αλλά εδώ και τώρα.