Γυναίκες στην Πυρά: το κυνήγι μαγισσών στην Ευρώπη, οι περιφράξεις και η άνοδος του καπιταλισμού

Κυνήγι μαγισσώνΤο να κατανοήσουμε το κυνήγι των μαγισσών έχει ζωτική σημασία τόσο για την κατανόηση της ανόδου του καπιταλισμού όσο και για την κατανόηση της οικογένειας, του γυναικείου ρόλου και της σχέσης που έχουμε με το σώμα μας. Η μεγάλη σημασία και επιρροή του συχνά αποσιωπάται ακόμα και από τη ριζοσπαστική ιστοριογραφία. Η σύντομη αυτή επισκόπηση εξετάζει τις οικονομικές, κοινωνικές και ιδεολογικές αιτίες και επιπτώσεις της σφαγής των γυναικών κατά την άνοδο του καπιταλισμού.

«Η αναγνώριση της ανώτερης γνώσης που κατείχαν οι μάγισσες διαπιστώνεται από την ευρέως διαδεδομένη πεποίθηση ότι μπορούσαν να κάνουν θαύματα. Η μάγισσα ήταν στην πραγματικότητα ο πιο εμβριθής στοχαστής, ο πιο εξελιγμένος επιστήμονας της εποχής εκείνης… Καθώς η γνώση ήταν πάντοτε δύναμη, η Εκκλησία φοβόταν τη χρήση της από τις γυναίκες και έστρεψε εναντίον τους τα πιο θανατηφόρα της όπλα». Matilda Joslyn Gage, Women, Church and State: The Original Exposé of Male Collaboration Against the Female Sex, 1893.

Πρόλογος της εκδοτικής ομάδας (PDF)

Ολόκληρο το βιβλίο (PDF)

από τις εκδόσεις Κόκκινο Νήμα

Μια συνέντευξη της Mirha-Soleil Ross για τις εργαζόμενες στο χώρο του σεξ και τα μη ανθρώπινα ζώα

Πηγή: http://antispe-gr.blogspot.gr

Η Mirha-Soleil Ross είναι βίγκαν, τρανσέξουαλ και υπέρμαχος της δικαιοσύνης για τις εργαζόμενες στο χώρο του σεξ. Παρακάτω ακολουθούν δύο αποσπάσματα συνεντεύξεων της Ross, όπως παρουσιάστηκαν στο Vegan Ideal.

Vaughan: Οι εργαζόμενοι στο χώρο του σεξ αυτή τη δεκαετία οργανώνονται όλο και περισσότερο απαιτώντας μεταρρυθμίσεις στους νόμους που τιμωρούν το συναινετικό εμπορικό σεξ. Είσαι απογοητευμένη με τη υποκρισία των φεμινιστικών ομάδων που αποφεύγουν το ζήτημα ενώ συνεχίζουν να ασχολούνται με τα δικαιώματα των γυναικών;

Ross: Οι φεμινίστριες της Δύσης αντιμετωπίζουν άνετα την πορνεία ως το ύστατο σύμβολο αρσενικής βίας και της γυναικείας οικονομικής και σεξουαλικής υποταγής. Αλλά τις τελευταίες τρεις δεκαετίες, είχαμε στη Δύση (και για ακόμα περισσότερο από αυτό στις χώρες του αποκαλούμενου «τρίτου κόσμου») ομάδες και δίκτυα εκδιδομένων γυναικών που έχουν αρθρώσει με σαφήνεια ποιες είναι οι πολιτικές μας ανάγκες και τι πρέπει να επιτευχθεί νόμιμα και πολιτιστικά με σκοπό να εργαζόμαστε και να ζούμε πιο ακίνδυνα και με περισσότερη αξιοπρέπεια. Διεθνώς σε αυτό το σημείο, έχουμε συναινέσει σε βασικούς στόχους όπως η ανάγκη να αναγνωριστεί η πορνεία ως νόμιμη εργασία και να αποποινικοποιηθεί. Δεν πιστεύουμε ότι η πορνεία είναι εγγενώς εκμεταλλευτική, υποβαθμιστική ή επίπονη. Αντ’ αυτού σκεφτόμαστε ότι οι διάφοροι νόμοι ενάντια στην πορνεία και η κακοήθης πολιτιστική στάση απέναντι στην πορνεία και τις πόρνες, δημιουργούν ένα πλαίσιο μέσα στο οποίο τα πιο θεμελιώδη ανθρώπινα δικαιώματά μας μπορούν να παραβιαστούν, ένα κλίμα μέσα στο οποίο μερικοί σκέφτονται ότι είναι εντάξει για να μας παρενοχλούν, να μας βιάζουν και να μας σκοτώνουν. Η ανάλυση και οι θέσεις μας ως εργαζόμενες εκδιδόμενες έχουν διαμορφωθεί από χρόνια και χρόνια καθημερινής εμπειρίας άσκησης πορνείας. Δεν είναι τα αποτελέσματα αφηρημένων θεωρητικολογιών που διευθύνονται από φεμινιστές κοινωνικούς επιστήμονες που δεν έχουν επαφή με την πορνεία και που έχουν περάσει το μεγαλύτερο μέρος της ζωής τους θαμμένοι βαθιά κάτω μέσα στα βιβλία της βιβλιοθήκης τους. Δυστυχώς η κοινότητα δικαιωμάτων των ζώων είναι ένα κίνημα κοινωνικής δικαιοσύνης μέσα στο οποίο οι φωνές των εκδιδομένων γυναικών είναι οδυνηρά απούσες, και αυτό εξαιτίας των πολύ δυσφημιστικών και επίπονων τοποθετήσεων και της προπαγάνδας. Συγγραφείς όπως η Carol Adams, ο Gary Francione και ο Jim Mason όλοι αναμασούν παραπληροφορημένες ασυναρτησίες του ριζοσπαστικού φεμινισμού της δεκαετίας του ’70 γύρω από την πορνεία και την πορνογραφία. Κάνουν προσβλητικές και ανουσιώδεις συγκρίσεις μεταξύ ενήλικων γυναικών που εργάζονται στο χώρο του σεξ με τη συγκατάθεσή τους και στα ζώα που δολοφονούνται από τη βιομηχανία κρέατος χωρίς τη συγκατάθεσή τους. Και το κάνουν αυτό χωρίς να μας ρωτήσουν ποτέ. Εάν ο καθένας πρόκειται να αρχίσει να γράφει άρθρα και θεωρίες που συνδέουν το κρέας με την πορνογραφία και την πορνεία και τη λεγόμενη αντικειμενοποίηση των σωμάτων των γυναικών, τότε επιμένω πως εμείς – ως γυναίκες και ως πόρνες και ως εργαζόμενες στο χώρο του σεξ – πρέπει να είμαστε οι πρώτοι που θα ερωτηθούν σχετικά με αυτά τα θέματα!

Vaughan: Στο one woman show σου Yapping Out Loud: Contagious Thought from an Unrepentant Whore, έκανες μια σύνδεση μεταξύ των κογιότ και των πορνών. Πες μας για αυτό σε παρακαλώ.

Ross: Το 1999, πήρα μια χρηματοδότηση για να γράψω και να παραγάγω την πρώτη ολόκληρη παράστασή μου, μια σειρά βασισμένων-στο-χαρακτήρα και αυτοβιογραφικών μονολόγων που εξετάζει τις διαλέξεις και τις εκστρατείες εναντίον της πορνείας. Ήθελα να απαριθμήσω τον τρόπο που οι διάφορες ομάδες όπως οι φεμινίστριες, οι κοινωνικοί λειτουργοί και οι πράκτορες επιβολής του νόμου δουλεύουν όλοι μαζί για να δημιουργήσουν μαζί μια κοινωνία μέσα στην οποία και η δουλειά μας και οι ζωές μας ως πόρνες υποτιμώνται με συχνά τραγικές συνέπειες. Ήθελα επίσης να επιδείξω πώς η βία που διαπράττεται εναντίον μας καταλήγει να χρησιμοποιείται από όλους αυτούς για να τροφοδοτήσουν την εναντίον-της-πορνείας ιδεολογία τους και να προαγάγουν την ατζέντα τους με απολύτως κανέναν σεβασμό για το τι – ως εργαζόμενες πόρνες – λέμε πως χρειαζόμαστε προκειμένου να βελτιωθεί η εργασία και οι συνθήκες διαβίωσής μας. Έτσι όταν άρχισα να σκέφτομαι σχετικά με αυτό που ήθελα να κάνω, κινήθηκε το ενδιαφέρον μου από μια από τις πιο παλιές οργανώσεις για τα δικαιώματα των πορνών στις Ηνωμένες Πολιτείες. Αυτή η οργάνωση λέγεται COYOTE (Call Off Your Old Tired Ethics) και διάβασα ότι το ακρώνυμο της ΚΟΓΙΟΤ επιλέχτηκε αρχικά από την ιδρύτρια Margot Saint-James επειδή το ζώο στεκόταν σαν μια τέλεια μεταφορά για τον τρόπο που οι πόρνες αντιμετωπίζονταν και μεταχείζονταν – και αυτό ισχύει ακόμα – στον πολιτισμό μας: σαν απειλητικοί εισβολείς, φορείς ασθενειών, και ως παράσιτα που πρέπει να εξαλειφθούν. Έτσι από τη μια πλευρά ραδιουργήθηκα από αυτή τη σύγκριση, αλλά από την άλλη δεν μου άρεσε καθόλου το να χρησιμοποιείται ένα ολόκληρο έθνος ζώων για άλλη μια φορά ως μεταφορά τόσο εύκολα – δηλαδή, χωρίς την οποιαδήποτε κατάλληλη αντιπροσώπευση ή ανταπόδοση. Και αποφάσισα ότι ως πόρνη και ως ακτιβίστρια των δικαιωμάτων των ζώων, ήταν καθήκον μου να προσπαθήσω να ανταποδώσω λίγο στα κογιότ και να παρουσιάσω στους ανθρώπους τη βάρβαρη πραγματικότητα που αντιμετωπίζουν εκατοντάδες χιλιάδες από αυτά κάθε χρόνο στη Βόρεια Αμερική – δηλητηριάζονται, πυροβολούνται και παγιδεύονται ως μέρος των διάφορων διαγωνισμών κυνηγιού και προγραμμάτων «ελέγχου». Έμμεσα, θέλησα επίσης να κάνω μερικές δύσκολες ερωτήσεις σχετικά με τη χρήση  των ζώων από εμάς ως «μεταφορές» για τα ανθρώπινα δεινά. Πόσο πρέπον είναι να συγκρίνουμε τα δικά μας ανθρώπινα βάσανα με αυτά των ζώων όταν τις περισσότερες φορές, ποσοτικά και ποιοτικά, υπάρχει τόσο μεγάλη διαφορά μεταξύ των δύο; Παρουσίασα το σόου εδώ στο Τορόντο το 2001 και θα το εκτελέσω ξανά το Σεπτέμβριο του 2003 στη Νέα Υόρκη ως μέρος του WOW Café’s first National Transgender Theatre Festival.

Lubiw: Αναρωτιέμαι εάν μπορούμε να διευρύνουμε αυτό για το οποίο μιλάμε, όχι μόνο να εστιάζουμε στο σόου αλλά να συζητήσουμε λίγο για την κοινότητα των δικαιωμάτων των ζώων και ειδικά τη φεμινιστική κοινότητα των δικαιωμάτων των ζώων και την πραγματεία τους γύρω από την πορνεία και την πορνογραφία. Ξέρω ότι έχεις πολλές ανησυχίες και πολλά ζητήματα με μερικές από τις θεωρίες που είναι εκεί έξω. Πολλή από τη θεωρία που είναι εκεί έξω με τους όρους της κοινότητας των δικαιωμάτων των ζώων είναι πολύ έντονα εναντίον της πορνογραφίας και της πορνείας. Οι θεωρίες αυτές βασίζονται στις ιδέες των γυναικών ως προϊόντα και των ζώων ως προϊόντα, των ζώων που καταναλώνονται κυριολεκτικά ως κρέας και γυναίκες που καταναλώνονται μεταφορικά ως ερωτικά αντικείμενα. Πες μου λίγα λόγια για το πώς αισθάνεστε για αυτές τις θεωρίες και τι βλέπεις καθώς κάποια από τα προβλήματα με αυτές τις θεωρίες, προέρχονται ειδικά από την προοπτική σου ως κάποια από το χώρο της πορνείας.

Ross: Αρχίζοντας, πρέπει να πω ότι το μεγαλύτερο πρόβλημα πολιτικά αυτή τη στιγμή από την άποψη της φεμινιστικής αντιπροσώπευσης στο κίνημα των δικαιωμάτων των ζώων είναι το ότι υπάρχει μόνο μια ουσιαστικά ομάδα φεμινιστριών που αντιπροσωπεύεται στο κίνημα. Και προέρχονται από ένα κλαδί του φεμινισμού που αποκαλούμε «ριζοσπαστικό φεμινισμό». Παραδοσιακά, αυτό το είδος φεμινισμού θεωρητικά και πολιτικά είναι ενάντια στην πορνεία όπως και ενάντια στην πορνογραφία όπως επίσης και ενάντια στις τρανσέξουαλ. Υπάρχουν ένα σωρό μαλακίες που έρχονται μαζί με αυτό το είδος φεμινισμού. Και φυσικά υπάρχουν πολλοί περισσότεροι φεμινισμοί από το ριζοσπαστικό φεμινισμό στο φεμινιστικό κόσμο αλλά στο κίνημα των δικαιωμάτων των ζώων, ο μόνος φεμινισμός που φαίνεται να είναι ορατός και να έχει φωνή στη συζήτηση ζητημάτων σεξουαλικής αντιπροσώπευσης και εργασίας στο χώρο του σεξ είναι ο ριζοσπαστικός φεμινισμός. Υπάρχουν πολλές, πολλές περισσότερες φεμινίστριες στο κίνημα των δικαιωμάτων των ζώων εκτός από αυτές που υπαγορεύουν την ανάλυση και τις καμπάνιες των Feminists for Animal Rights. Αλλά απλά κάνουν δουλεία που είναι προσανατολισμένη στα δικαιώματα των ζώων ή είναι σιωπηλές και δεν προκαλούν τις Feminists for Animal Rights και συγγραφείς όπως η Carol Adams στις προκαταλήψεις τους ενάντια στο σεξ, την πορνογραφία, την πορνεία, και τις τρανσέξουαλ. Ξέρω άπειρες φεμινίστριες που είναι αναμεμειγμένες στο κίνημα των δικαιωμάτων των ζώων και δεν υποστηρίζουν αυτές τις απόψεις αλλά δεν αρχίζουν οι ίδιες ένα νέο φεμινιστικό κύμα θεωρίας και πολιτικής φεμινιστικής προσέγγισης των δικαιωμάτων των ζώων. Έτσι αυτό είναι ένα από τα μεγαλύτερα πολιτικά προβλήματα αυτή τη στιγμή. Κατόπιν υπάρχουν ένα σωρό προβλήματα με το είδος του φεμινισμού που προωθείται από την Carol Adams, την Marti Kheel, την Batya Bauman και τους ακολούθους τους που κυριαρχούν αυτή την περίοδο την πραγματεία στο φεμινισμό και τα δικαιώματα των ζώων. Πιστεύω ότι ένα από τα μεγαλύτερα προβλήματα που προέρχονται από αυτές είναι ότι συγκρίνουν τη μεταχείριση των γυναικών με τη μεταχείριση των ζώων όπως και μια από τις κύριες θέσεις τους, αυτή όπου προσπάθησαν να καταδείξουν ότι η σύγκριση είναι μέσω των γυναικών στην πορνογραφία και των γυναικών στην πορνεία και των γυναικών που εργάζονται στο χώρο του σεξ. Έτσι η πρώτη αντίδρασή μου, αυτό που έχω πρώτα να πω είναι ότι πρέπει να αναμείξετε τις φωνές των γυναικών που εργάζονται στην πορνογραφία και την πορνεία. Μιλάω για τις γυναίκες που εργάζονται αυτή την περίοδο στο χώρο του σεξ. Τις δύο τελευταίες δεκαετίες είχαμε τις γυναίκες που εργάζονται στο χώρο του σεξ – οι περισσότερες των οποίων επίσης προσδιορίστηκαν ως φεμινίστριες – να αρθρώνουν ακριβώς ποιες είναι οι πολιτικές μας ανάγκες. Και έχουμε μια ανάλυση της πορνείας που φυσικά είναι πολύ διαφορετική από αυτές των φεμινιστικών ομάδων όπως οι Feminists for Animal Rights και αυτό είναι πολύ απειλητικό για αυτούς να συλλογιστούν λαμβάνοντας υπόψιν τις φωνές μας σε αυτές τις συζητήσεις και ομιλίες επειδή δεν συμφωνούμε. Μιλάμε σε πρώτο πρόσωπο για την πραγματική εμπειρία μας στο χώρο του σεξ και για τις πραγματικές καθημερινές εργασιακές μας ανάγκες. Έτσι ενώ θεωρητικολογούν για τη λεγόμενη χρήση και αντικειμενικοποίηση και εμπορευματοποίηση των σωμάτων μας, εμείς ΕΙΜΑΣΤΕ αυτά τα σώματα. Και έχουμε μια πολύ διαφορετική αντίληψη από τη δική τους για το τι συμβαίνει στη βιομηχανία του σεξ. Έτσι έχουμε ομάδες όπως οι Feminists for Animal Rights και τα μέλη τους να βγαίνουν και να κάνουν ομιλίες εξ ονόματός μας, να δίνουν διαλέξεις, να κάνουν παρουσιάσεις και να τρέχουν καμπάνιες που μας βλάπτουν αποκλείοντάς μας από τις συζητήσεις τους. Και πάντα προσβαλλόμουν από το γεγονός ότι γυναίκες που είναι πόρνες ή απασχολούνται στην πορνογραφία μπορούν να συγκριθούν με τα ζώα σε βιομηχανικές φάρμες και σφαγεία. Ειλικρινά μιλάμε για δύο διαφορετικά πράγματα. Ναι υπάρχει αυτή η εικόνα που εμφανίστηκε σε ένα περιοδικό μια ή δυο δεκαετίες παλιότερα με το σώμα μιας γυναίκας να περνάει μέσα από μια μηχανή κοπής κιμά αλλά αυτό ήταν μια εικόνα, σιγά το πράμα! Υπάρχουν αληθινά ζώα που περνούν μέσα από αυτό το μύλο! Τι υπομένουν τα ζώα στις βιομηχανικές φάρμες, κατά τη διάρκεια της μεταφοράς στο σφαγείο και κατά τη διάρκεια της διαδικασίας σφαγής είναι εντελώς ασύγκριτα με την εμπειρία μας ως γυναίκες που δίνουν την συγκατάθεσή τους να πληρωθούν – και αρκετά καλά μάλιστα, ευχαριστώ – για την παροχή σεξουαλικών υπηρεσιών. Οι γυναίκες που εργάζονται στη βιομηχανία του σεξ δεν σκέφτονται τους εαυτούς τους ως κομμάτια κρέατος και ειλικρινά εάν κάποια το κάνει, χρειάζεται μια σοβαρή αντιμετώπιση της πραγματικότητας. Θα πρέπει να συρθεί σε ένα υπόστεγο όπου οι εκατοντάδες χιλιάδες κότες στριμώχνονται και σαπίζουν στις συστοιχίες κλουβιών. Θα πρέπει να μυρίσει και να ακούσει και να αισθανθεί το αίμα και το φόβο και την αγωνία που συνεχίζεται 24 ώρες την ημέρα, 7 ημέρες την εβδομάδα, 12 μήνες το χρόνο για δισεκατομμύρια ζώα σε χιλιάδες σφαγεία σε αυτή την ήπειρο. Έτσι πάντα έβρισκα ότι η σύγκριση ήταν προσβλητική και πραγματικά ελαχιστοποιούσε το τι περνάνε αυτά τα ζώα. Και τόσο μεγάλο μέρος της θεωρητικολογίας τους περιστράφηκε γύρω από αυτή τη σύγκριση που δεν πρέπει να αποτελεί έκπληξη σε κανέναν το ότι κρατιόμαστε έξω από τη συζήτηση επειδή εάν συμμετάσχουμε σε αυτή, ένα τεράστιο κομμάτι της φεμινιστικής θεωρητικολογίας των δικαιωμάτων των ζώων που αναπτύχθηκε κατά τη διάρκεια των τελευταίων δεκαπέντε ετών θα καταρρεύσει και θα πρέπει να αναγνωριστεί ως συμβαλλόμενο στο να καταστήσει αδύνατο για εργαζομένους στο χώρο του σεξ να κερδίσουν τα βασικά ανθρώπινα δικαιώματα.

Lubiw: Μιλάμε για τα προβλήματα που έχει φέρει ο φεμινισμός στο κίνημα των δικαιωμάτων των ζώων και τις ανησυχίες σας με τις Feminists for Animal Rights. Από την άποψη του σόου Yapping Out Loud, ξέρω ότι υπάρχουν πολλοί διάλογοι που έβαλες εκεί οι οποίοι είναι επικριτικοί στο φεμινιστικό κίνημα. Τι πιστεύεις ότι μπορεί να φέρει ο φεμινισμός στο κίνημα των δικαιωμάτων των ζώων και πώς βλέπεις εσύ την καταπίεση των ζώων να συνδέεται με την καταπίεση των γυναικών;

Ross: Δεν είμαι σίγουρη. Δεν είμαι κάποια που προσπαθεί πραγματικά να αναγκάσει συνδέσεις. Είμαι κάποια που λέει: «Αυτό είναι το τι περνάω εγώ. Τι περνάς εσύ; Ας δούμε πως μπορούμε να βοηθήσουμε ο ένας τον άλλο. Και εντάξει ναι, εάν υπάρχουν κάποιες συνδέσεις που συνειδητοποιούμε πως συνεχίζονται κατά μήκος του δρόμου, τότε να τις αναγνωρίσουμε.» Ένα από τα πράγματα που κάνω με το σόου μου είναι να τονίζω ότι ναι με κάποιο τρόπο οι πόρνες μεταχειρίζονται όπως τα ζώα, όπως τα κογιότ. Αλλά αυτή η μεταχείριση δεν είναι έμφυτη στην πορνεία και δεν προέρχεται από τους πελάτες των πορνών. Προέρχεται από ομάδες κατοίκων, από τους μπάτσους, από τους κοινωνικούς λειτουργούς και προέρχεται και από τις φεμινίστριες. Βρίσκω πως οι φεμινίστριες είναι αυτές που μας αντικειμενοποιούν. Αντιπροσωπεύω τη μεταχείριση των πορνών στα χέρια των φεμινιστριών στο σόου μου με τη χρησιμοποίηση τριών φουσκωτών κούκλων. Όταν ένας άντρας γαμάει μια φουσκωτή κούκλα, ξέρει ότι δεν γαμάει μια πραγματική γυναίκα. Όταν αυτές οι φεμινίστριες μιλούν για εμάς, πραγματικά μας βλέπουν και μας αντιλαμβάνονται ως αυτές τις φουσκωτές κούκλες. Διαπιστώνω ότι αυτές, οι φεμινίστριες, είναι αυτές που μας αντικειμενοποιούν. Εάν δεν ήμουν η Mirha-Soleil με την προσωπικότητα και το πρόσωπο και τη γοητεία και το πνεύμα μου και τα πάντα που με κάνουν τη Μirha-Soleil, οι πελάτες μου δεν θα με έβλεπαν. Με βλέπουν επειδή υπάρχει μια συγκεκριμένη προσωπικότητα και ένα ιδιαίτερο sex appeal που είναι μέρος ολόκληρου του πακέτου μου. Δεν έρχονται για να δουν δυο βυζιά ή μια ρόγα ή ένα κωλομάγουλο για όνομα του Χριστού. Είναι οι φεμινίστριες οι οποίες είναι ενάντια στην πορνεία που μας αντικειμενοποιούν και μας μειώνουν σε βυζιά και κώλους με το να μας αντιλαμβάνονται με αυτό τον τρόπο και με τη διάδοση του μύθου ότι στην πορνεία αυτό είναι που είμαστε ως πόρνες: χυδαία στόμια, και ότι αυτό είναι αυτό που αξίζουμε πραγματικά. Έτσι αυτό που κάνω είναι να γυρίζω τους πίνακες ανάποδα και να λέω «Πιστεύετε ότι οι πελάτες μας ή οι άνδρες που βλέπουν πορνό μας μεταχειρίζονται σαν ζώα και κομμάτια κρέας; Γιατί τότε εάν αυτό πιστεύετε, ΕΣΕΊΣ είστε αυτές που δεν μπορούν να δουν πέρα από βυζιά και κώλους και τρύπες για γαμήσι. Είστε αυτοί που μας μεταχειρίζονται σαν ζώα και τα κομμάτια κρέας και οι ομιλίες σας, οι καμπάνιες σας, η θεωρητικολογία σας μας βλάπτουν και βοηθούν να δημιουργηθεί ένα πλαίσιο όπου η πορνεία βλέπεται ως κοινωνικό κακό που πρέπει να αποβληθεί, ένα πλαίσιο που καθιστά πιθανό σε ανθρώπους να σκοτώσουν πόρνες και να πιστεύουν πως προσφέρουν υπηρεσίες στην κοινωνία.

Αρχικό κείμενο στο Vegan Ideal

Facts of life

«Αλήθειες μέσα από τη ζωή» ή ερωτικοποίηση της καταπίεσης των γυναικών; H επιστήμη της σεξολογίας και η κοινωνική κατασκευή της ετεροσεξουαλικότητας

(της Margaret Jackson, από τη συλλογή δοκιμίων The cultural construction of sexuality)

πηγή: http://ek-fyles.blogspot.gr

Προσπερνώντας την απλοϊκή αντίληψη ότι στη δεκαετία του 1960 συντελέστηκε μια «σεξουαλική επανάσταση» –ονομασία που συσκοτίζει το γεγονός ότι το εν λόγω φαινόμενο εξυπηρέτησε αποκλειστικά τη διευκόλυνση και νομιμοποίηση του ανδρικού δικαιώματος για σεξουαλική πρόσβαση στις γυναίκες– και ανατρέχοντας πίσω στο χρόνο, με τη διερεύνηση του ρόλου της επιστήμης της σεξολογίας στην επικύρωση των κυρίαρχων μύθων για την ανδρική σεξουαλικότητα, διαπιστώνεται ότι η σεξολογία κατά κύριο λόγο κατασκεύασε ένα μοντέλο σεξουαλικότητας που διατεινόταν ότι είναι αντικειμενικό και επιστημονικό, αλλά στην πραγματικότητα αντικαθρέφτιζε και προωθούσε τα συμφέροντα των ανδρών μέσα στην πατριαρχική κοινωνία, διασπείροντας βαθιά αντιφεμινιστικό λόγο.

Θεμελιωτής της σύγχρονης σεξολογικής έρευνας από τα τέλη του 19ου αι. ως τη δεκαετία του ’30 υπήρξε ο Havelock Ellis. Εμφανίζεται σε μια εποχή που ανθεί η ανθρωπολογική έρευνα γύρω από την προέλευση της πατριαρχίας, την οικογένεια κ.λπ., με κεντρικό το ζήτημα του «φυσικού» και υπό τη σκιά της δαρβινικής θεωρίας του εξελικτισμού. Την ίδια εποχή (από το 1860 ως το 1920) υπάρχει πλούσια φεμινιστική δραστηριότητα με αιτήματα οικονομικά και πολιτικά, καθώς και καμπάνιες ενάντια στην ανδρική βία. Παράλληλα, εμφανίζεται και το θέμα της σεξουαλικότητας, με αφορμή την ανδρική σεξουαλικοποιημένη1 βία και εκμετάλλευση των γυναικών. Οι φεμινίστριες προσπάθησαν να καταρρίψουν το μύθο ότι οι άνδρες είναι κυριευμένοι από ανεξέλεγκτες ορμές και να καταδείξουν ότι η σεξουαλικότητα κάθε άλλο παρά φυσική είναι, και μάλιστα αποτελεί όπλο της ανδρικής εξουσίας. Μέσα στους αγώνες για σεξουαλική χειραφέτηση, κομμάτι του κινήματος κάνει λόγο για μη αναγκαία ετεροσεξουαλικότητα και προτείνει τη δημιουργία εναλλακτικών μοντέλων σεξουαλικότητας και σχέσεων, βάσει επαναπροσδιορισμού της γυναικείας και ανδρικής σεξουαλικότητας. Η άνοδος του λόγου της σεξολογίας υπονόμευσε αυτές τις προσπάθειες, διακηρύσσοντας ότι αυτές οι πλευρές της ανδρικής σεξουαλικότητας, καθώς και η ετεροσεξουαλικότητα, είναι φαινόμενα φυσικά και όχι κοινωνικές και πολιτικές κατασκευές. Με την αποπολιτικοποίηση της σεξουαλικότητας και τη μεταφορά της στη σφαίρα της «φύσης» –το αποκλειστικό πεδίο έρευνας του (άνδρα) επιστήμονα– τη διέσωσαν από τη φεμινιστική επιρροή.

Ο Havellock Ellis και το ζωικό βασίλειο

Πρόκειται για άτομο με ρητά αντιφεμινιστική στάση, που εξέφρασε τους φόβους του για την τάση απομάκρυνσης των γυναικών από τη μητρική τους λειτουργία και τους νόμους της φύσης και κατηγόρησε για τούτο τις φεμινίστριες. Οι απόψεις του για το σεξ λειτουργούσαν βάσει στερεοτύπων για τους ρόλους των φύλων κατά το παράδειγμα του ζωικού βασιλείου: η σεξουαλική πράξη ορίζεται ως το κυνήγι και η κατάκτηση του θηλυκού από το αρσενικό. Ο ρόλος του θηλυκού στη διαδικασία είναι να αντισταθεί, όχι με πρόθεση να διαφύγει, αλλά να παραδοθεί τελικά στον κατακτητή, ο οποίος οφείλει να κάμψει την αντίσταση ακόμη και με τη βία, αν είναι αναγκαίο. Η αντίσταση του θηλυκού θεωρείται πλαστή, μέρος του παιχνιδιού, και προορισμένη να πυροδοτήσει την ανδρική διέγερση. Η «φυσιολογική θηλυκή σεμνότητα» έχει την προέλευσή της σ’ αυτόν τον πρωτόγονο φόβο του κυνηγημένου ζώου και «η γυναίκα που δεν έχει αυτό το χαρακτηριστικό δεν είναι ελκυστική και σεξουαλικά επιθυμητή για τον μέσο άνδρα». Περιγράφοντας τη γυναικεία σεξουαλική ικανοποίηση σε στενή σχέση και εξάρτηση με τον πόνο, έδωσε «στοιχεία» για την ευχαρίστηση που αντλούν οι γυναίκες όταν τις βιάζουν, τις χτυπούν και τις ταπεινώνουν σεξουαλικά. Με λίγα λόγια, η ανδρική ενόρμηση είναι να κατακτά και η θηλυκή να κατακτιέται: με τη βιολογικοποίηση του θέματος ο Havelock Ellis έδωσε επιστημονικοφανή νομιμοποίηση της ανδρικής κυριαρχίας και βίας και την έκανε άτρωτη στις φεμινιστικές επιθέσεις. Αν η σεξουαλικότητα είναι φυσική, δεν έχει τίποτα το κακό. Η ειρωνεία είναι ότι ο Ellis έκανε λόγο και για «ερωτικά δικαιώματα των γυναικών», που συνίστανται στο να μάθουν να απολαμβάνουν την υποταγή τους στον άνδρα συναινώντας στο ερωτικό παιχνίδι. Όλα αυτά απλώς συσκότισαν τις σχέσεις εξουσίας μεταξύ των φύλων και ερωτικοποίησαν την καταπίεση των γυναικών.

«Αλήθειες μέσα από τη ζωή»: τα εγχειρίδια γάμου στο μεσοπόλεμο

Οι επιστημονικές ανακαλύψεις της σεξολογίας εκλαϊκεύτηκαν και διαχύθηκαν στις μάζες μέσω των εγχειριδίων γάμου. Το νέο είδος «ειδικών» μπορούσε να παρέμβει στη ζωή του μέσου ανθρώπου, μεταφράζοντας τις αφηρημένες θεωρίες σε συγκεκριμένες πρακτικές συμβουλές. Δεδομένου ότι οι ειδικοί αυτοί προέρχονταν κυρίως από το χώρο της γυναικολογίας και το κίνημα ελέγχου των γεννήσεων, η εισβολή τους ως ιατρών στο πεδίο των σεξουαλικών σχέσεων αποτελεί τη συνέχιση της ιατρικοποίησης της αναπαραγωγής και της μητρότητας που είχε ξεκινήσει ήδη από τις αρχές του 20ού αι.

Κύριος στόχος αυτών των βιβλίων ήταν η πρόληψη και η θεραπεία των σεξουαλικών προβλημάτων, που με τη δυσφορία, δυστυχία και αστάθεια που προκαλούσαν αποτελούσαν απειλή στο θεσμό του γάμου και στην κοινωνική ευταξία. Πάνω σ’ αυτό το υπόβαθρο η (ετερο)σεξουαλική πράξη εξαίρεται ως μυσταγωγία που θα συσφίξει τους επικίνδυνα χαλαρωμένους συζυγικούς δεσμούς.

Μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο, οι «ειδικοί» έκριναν ότι η γυναικεία χειραφέτηση είχε ήδη πραγματοποιηθεί και το μόνο εμπόδιο στη σεξουαλική ισότητα υπήρχε όσον αφορά τη σεξουαλική πληρότητα: τα εγχειρίδια παρείχαν στις μάζες κανόνες για επιτυχία στο σεξ και οδηγίες προς τους άνδρες για δασκάλεμα των γυναικών τους πάνω στο πώς να συμμετέχουν ενεργά και ενθουσιωδώς στη σεξουαλική τους σκλαβιά, βάσει του σχήματος «κυνηγός – θήραμα»: «Ο άνδρας είναι κυνηγός από τη φύση του. Ευχαριστιέται με τη διαδικασία της καταδίωξης. Αιχμαλωτίζοντας και κατέχοντας μπορεί να χάσει το ενδιαφέρον του. Η έξυπνη γυναίκα, λοιπόν, σε τέτοιες παθιασμένες στιγμές οφείλει να τον κρατά σε αναμονή». Για τον οργασμό: «Η κλειδαριά δεν χρειάζεται απλώς το κλειδί που να της ταιριάζει, αλλά και την είσοδό του την κατάλληλη στιγμή. Για την ακρίβεια, προσαρμόζεται στο κλειδί μόνο με τους κατάλληλους χειρισμούς». Σε άλλα σημεία η γυναίκα περιγράφεται ως άρπα ή άλλο ντελικάτο όργανο που, αν ο άνδρας της μελετήσει τους κανόνες, θα ανταμειφθεί με τη μελωδία της.

Στο βιβλίο «Ideal marriage» ο Ολλανδός σεξολόγος Van de Velde απευθύνεται σε άνδρες συμβουλεύοντάς τους πώς να μεταχειρίζονται τις γυναίκες τους με ευαισθησία, δεδομένης της επιθυμίας υποταγής που τις διακρίνει βιολογικά, υπογραμμίζοντας ότι οι γυναίκες θέλουν να δεχτούν βαθιά και ενίοτε άγρια διείσδυση και κάποιες απ’ αυτές δεν μπορούν να έχουν οργασμό αν δεν τους φερθούν βίαια. Σημασία δίνεται επίσης στην περιγραφή στάσεων που θα φέρουν τα επιθυμητά αποτελέσματα, κάποιες από τις οποίες δίνουν την πρωτοβουλία στη γυναίκα, εφόσον αυτή αναγνωρίζεται πια ως σεξουαλικά ενεργό ον, υπογραμμίζοντας όμως ότι οι στάσεις που θα πρέπει να ακολουθούνται τακτικά είναι αυτές που αφήνουν τον έλεγχο στον άνδρα, καθώς «η ανδρική παθητικότητα είναι αντίθετη στη φύση των φύλων και μπορεί να επιφέρει ανεπιθύμητες συνέπειες αν γίνει συνήθεια».

Ενδιαφέρον είναι ότι παρόμοια εγχειρίδια έχουν γραφτεί και από γυναίκες συγγραφείς που άκριτα υιοθετούσαν και προωθούσαν την ανδρικά καθορισμένη ιδεολογία περί σεξουαλικότητας και ενίοτε στρέφονταν και κατά των φεμινιστριών απορρίπτοντάς τις ως «σεξουαλικά ανίκανες και στερημένες γυναίκες, που δεν έχουν επαφή με την πραγματικότητα και τη λογική και έχουν βαθιά άγνοια της ζωής».

Η Mary Stopes, για παράδειγμα, αν και κατήγγειλε την πρακτική και ιδεολογία της ανδρικής σεξουαλικότητας ως εργαλείο άσκησης ελέγχου πάνω στις γυναίκες και υποστήριξε τη γυναικεία σεξουαλική αυτονομία, χωρίς να καταφέρει να θίξει τα θεμέλια που στηρίζουν την ανδρική εξουσία, ενσωμάτωσε πολύ αντιδραστικές απόψεις, προσπαθώντας έμμονα να αποδείξει τη «φυσικότητα» της ετεροσεξουαλικότητας και της διείσδυσης ακόμα και με βιολογιστικές εξηγήσεις. Αυτά δείχνουν πόσο κυρίαρχος ήταν τόσο ο ανδρικός λόγος όσο και ο επιστημονικός, καθώς και τις αντιφάσεις και τους κινδύνους που ενέχουν οι προσπάθειες γυναικών να αποκτήσουν πρόσβαση σε ανδρικά προνόμια και κάστρα, χωρίς όμως να ασκήσουν κριτική στις θεμελιώδεις δομές πάνω στις οποίες οικοδομείται η ανδρική εξουσία. Για παράδειγμα, οι γυναίκες δεν θα μπορούσαν να επιτύχουν ισότητα με τους άνδρες μέσα στην επιστημονική και ιατρική κοινότητα χωρίς να ενσωματώσουν τις ανδρικές αξίες που κατακλύζουν τους θεσμούς.

Γυναίκες και «ψυχρότητα»: αντίσταση στη φύση ή στην ανδρική εξουσία;

Το ζήτημα της «ψυχρότητας» των γυναικών, δηλαδή της «αποτυχίας» του κόλπου να ανταποκριθεί στις ανδρικές επιταγές της σεξουαλικής πράξης, αναλύθηκε εκτενώς στα σεξουαλικά εγχειρίδια, υπογραμμίζοντας συχνά ότι οι γυναίκες, αν και ήταν όπως και οι άνδρες προικισμένες με σεξουαλικό ένστικτο, αυτό στην περίπτωσή τους δεν ενεργοποιούνταν αυθόρμητα, αλλά έπρεπε «να το ξυπνήσει» ο άνδρας. Για να γίνει αυτό εφικτό, δεν απαιτούνταν μόνο οι τεχνικές και η υπομονή του άνδρα, αλλά και η θέληση της γυναίκας. Απόρροια της αντίστασης της γυναίκας στη διέγερση του ενστίκτου της θεωρήθηκε η «ψυχρότητα». Στα έργα του Walter Gallichan που φέρουν τίτλους όπως «Η σύγχρονη γυναίκα και πώς να την καταφέρετε», «Το δηλητήριο της σεμνοτυφίας», «Σεξουαλική απάθεια και ψυχρότητα στη γυναίκα», γίνεται σαφής σύνδεση της «ψυχρότητας» με τον φεμινισμό, ο οποίος περιγράφεται ως μια φάση της γυναίκας στον αγώνα της για ίσα δικαιώματα και εκφράζονται ανησυχίες για τη διάδοση του φαινομένου της «σεξουαλικής φοβίας», που έχει τη λύση του ως εξής: «Η υστερική ψυχρή πρέπει να δασκαλευτεί να αντιμετωπίζει την πραγματικότητα της Φύσης και να εγκαταλείψει τις ψευδείς αντιλήψεις περί απεχθούς σεξουαλικότητας». Επίσης, η «ξεροκεφαλιά» αυτών των γυναικών χαρακτηρίστηκε και επικίνδυνη, ενώ εξάρθηκαν γι’ άλλη μια φορά τα δήθεν ερωτικά δικαιώματα των γυναικών, οι «ισορροπημένες γυναίκες που καταλαβαίνουν την ομορφιά και ιερότητα του σεξ», οι πραγματικά «χειραφετημένες» που διακήρυτταν τις χαρές του ετεροσεξουαλικού σεξ, αντίθετα με εκείνες που αρνούνταν ότι τα πράγματα είναι έτσι και επομένως απαξιώνονταν ως νευρωτικές, υστερικές, λεσβίες, σεμνότυφες, γεροντοκόρες κ.ο.κ.

Απ’ όλα αυτά βλέπουμε ότι οι προτάσεις για «σεξουαλική μεταρρύθμιση» σε καμία περίπτωση δεν εξυπηρετούσαν τα συμφέροντα των γυναικών. Τους επιτρεπόταν να έχουν ερωτική διάθεση και ικανοποίηση, αλλά με ανδρικούς όρους. Η σεξουαλικότητά τους παρουσιάζεται πλήρως εξαρτημένη και παθητική: η γυναίκα όχι απλώς είναι «αργή» στη διέγερση, όχι απλώς πρέπει να «προετοιμαστεί» για τη διείσδυση ή να της «δώσουν» οργασμούς, αλλά και γενικότερα η σεξουαλικότητά της δεν έχει ανεξάρτητη ύπαρξη, εφόσον το ένστικτό της πρέπει να ξυπνήσει και να ικανοποιηθεί από τον άνδρα, καθιστώντας τη γυναίκα σεξουαλικά εξαρτημένη απ’ αυτόν, σε μια εποχή που αρχίζει να κατακτά κάποιο βαθμό πολιτικής και οικονομικής ανεξαρτησίας. Δεν είναι ν’ απορεί κανείς λοιπόν με τη μανία των «ειδικών» για την ψυχρότητα. Για τις λεσβίες υπάρχει η βολική εξήγηση ότι ανήκουν στο τρίτο φύλο, άρα είναι αρσενικές και δεν μετρούν ως γυναίκες, επομένως δεν αποτελούν σοβαρή απειλή στην ανδρική εξουσία. Ενώ οι επονομαζόμενες «ψυχρές» είναι αληθινές γυναίκες που αρνούνται να αποδεχτούν τις «αλήθειες της ζωής» και να υποταχθούν στον κύριό τους. Αντιστεκόμενες στη διάβρωση της αυτονομίας τους και τις προσπάθειες ερωτικοποίησης της υποταγής τους, αποτελούν απειλή για την ανδρική υπεροχή. Δεν είναι ν’ απορεί κανείς για τις μανιώδεις προσπάθειες των ειδικών να τις… θεραπεύσουν.

Και κάτι ακόμη: Δεν μας εξήγησαν γιατί η γυναικεία σεξουαλικότητα έπρεπε να ξυπνήσει από τον άνδρα. Οι ειδικοί κάνουν λόγο για την «πάντα σε ετοιμότητα» φύση του άνδρα να προβεί στη σεξουαλική πράξη, προκειμένου να διασφαλιστεί η συνέχιση του είδους. Αποδεχόμενοι ότι και οι γυναίκες έχουν μια παρόμοια φύση, καθόλου δεν θεώρησαν πρόβλημα ή παράλειψη της θεωρίας τους το ερώτημα γιατί πρέπει να γίνει εκμάθηση αυτού του ενστίκτου: όλοι οι σεξολόγοι συμφωνούσαν ότι οι γυναίκες έπρεπε να μάθουν ν’ απολαμβάνουν και να επιθυμούν την ετεροσεξουαλική επαφή. Κανένας δεν αναρωτιέται: Αν η ετεροσεξουαλική επαφή, και ιδίως η διείσδυση, είναι φυσική και ενστικτώδης, γιατί πρέπει να διδαχτεί; Και γιατί μόνο στις γυναίκες; Μήπως γιατί, όπως λέει ο Stekel στο εγχειρίδιό του του 1926, «μια γυναίκα που διεγείρεται από τον άνδρα αναγνωρίζει ότι εκείνος την έχει πια κατακτήσει»;

Freud: ο πατέρας του «κολπικού οργασμού»
Ο Sigmund Freud, ο επονομαζόμενος «πατέρας της ψυχανάλυσης» στις αρχές του 20ού αιώνα, ισχυρίστηκε ότι ο κλειτοριδικός οργασμός ήταν εφηβικό φαινόμενο και ότι, από τη στιγμή που οι γυναίκες ξεκινούσαν να έχουν επαφές με άνδρες, θα έπρεπε να μεταφέρουν το κέντρο του οργασμού στον κόλπο. Ο κόλπος υποτίθεται πως ήταν ικανός να παράγει έναν παράλληλο αλλά πιο ώριμο οργασμό από την κλειτορίδα. Έγινε πολλή δουλειά για να αναλυθεί αυτή η θεωρία, λίγα όμως έγιναν για να αμφισβητηθούν οι βασικές παραδοχές της.

Για να εκτιμηθεί συνολικά αυτή η απίστευτη ανακάλυψη, ίσως θα έπρεπε κατ’ αρχήν να θυμηθούμε τη συνολική συμπεριφορά του Freud απέναντι στις γυναίκες. Η Μary Εllman (Thinking about women) τη συνόψισε ως εξής:

«Τα πάντα στην πατερναλιστική και φοβισμένη στάση του Freud απέναντι στις γυναίκες πηγάζουν από την έλλειψη πέους τους, αλλά μόνο στο δοκίμιό του “Η ψυχολογία της γυναίκας” φανερώνει ρητά πόσο απαξιώνει τις γυναίκες, κάτι που κάνει υπόρρητα και στο υπόλοιπο έργο του, καθορίζοντας μάλιστα γι’ αυτές την παραίτηση από μια πνευματική ζωή που θα παρεμπόδιζε τη σεξουαλική λειτουργία τους. Όταν ο ασθενής που ψυχαναλύεται είναι άνδρας, ο αναλυτής αναλαμβάνει να συμβάλει στην καλλιέργεια των ικανοτήτων του. Αλλά με τις γυναίκες ασθενείς, η δουλειά του είναι να τις υποτάξει στα όρια της σεξουαλικότητάς τους. Σύμφωνα με τον Freud, η ψυχανάλυση δεν μπορεί να ενθαρρύνει τις γυναίκες για προσωπική εξέλιξη και κατορθώματα, παρά μονάχα να τις διδάξει το μάθημα της παραίτησής τους από τον Λόγο». Βάση των θεωριών του Freud για τη γυναικεία σεξουαλικότητα ήταν λοιπόν οι αντιλήψεις του για την κατωτερότητα της γυναίκας σε σχέση με τον άνδρα.

Από τη στιγμή που διατύπωσε το νόμο για τη φύση της σεξουαλικότητάς μας, ο Freud ανακάλυψε –καθόλου παράδοξα– ένα τεράστιο πρόβλημα «ψυχρότητας» στις γυναίκες. Η θεραπεία που συνιστούσε για μια «ψυχρή» γυναίκα ήταν η ψυχιατρική παρακολούθηση, καθώς η ασθένεια από την οποία υπέφερε ήταν η αποτυχία της να προσαρμοστεί διανοητικά στον φυσικό της ρόλο ως γυναίκα.

Ο Frank Caprio, ένας σύγχρονος οπαδός αυτών των ιδεών, δηλώνει: «…κάθε φορά που μια γυναίκα είναι ανίκανη να επιτύχει οργασμό κατά τη συνουσία, δεδομένου ότι ο σύζυγος είναι επαρκής ερωτικός σύντροφος, και εκείνη προτιμά την κλειτοριδική διέγερση από οποιαδήποτε άλλη μορφή σεξουαλικής δραστηριότητας, μπορεί να θεωρηθεί ότι υποφέρει από ψυχρότητα και χρήζει ψυχιατρικής βοήθειας». Η εξήγηση που δόθηκε ήταν ότι οι γυναίκες φθονούσαν τους άνδρες – δηλαδή ότι επρόκειτο για απάρνηση της θηλυκότητάς τους. Έτσι διαγνώστηκε ως ένα φαινόμενο αντι-αρσενικού μένους.

Είναι σημαντικό να υπογραμμιστεί το γεγονός ότι ο Freud δεν θεμελίωσε τη θεωρία του πάνω σε μια μελέτη της γυναικείας ανατομίας, αλλά πρώτιστα πάνω στις υποθέσεις του ότι η γυναίκα είναι ένα κατώτερο προσάρτημα του άνδρα και στον συνακόλουθο κοινωνικό και ψυχολογικό της ρόλο. Στις προσπάθειές τους να αντιμετωπίσουν το παρεπόμενο πρόβλημα της μαζικής ψυχρότητας, οι φροϋδικοί κατέφυγαν σε περίτεχνες διανοητικές ασκήσεις. Η Marie Bonaparte στο «Female Sexuality» εξωθεί αυτή τη λογική στα άκρα, ώστε φτάνει να προτείνει χειρουργική επέμβαση για να βοηθήσει τις γυναίκες να επανέλθουν στον σωστό δρόμο. Έχοντας ανακαλύψει μια παράξενη σύνδεση ανάμεσα στη «μη ψυχρή» γυναίκα και την τοποθεσία της κλειτορίδας κοντά στον κόλπο, γράφει: «…Σκέφτηκα τότε ότι αν σε κάποιες γυναίκες η απόσταση αυτή ήταν μεγάλη και η κλειτοριδική διέγερση ανεπαρκής, θα μπορούσε με χειρουργικά μέσα να επιτευχθεί μια συμφιλίωση κλειτορίδας-κόλπου, που θα ωφελούσε τη φυσιολογική ερωτική λειτουργία. Ο Δρ. Halban από τη Βιέννη, βιολόγος και χειρούργος, ενδιαφέρθηκε για το ζήτημα και επεξεργάστηκε μια απλή χειρουργική τεχνική».

Αλλά η σοβαρότερη ζημιά δεν έγινε στον τομέα της χειρουργικής, όπου οι φροϋδικοί βλακωδώς αναμίχθηκαν για να αλλάξουν τη γυναικεία ανατομία προκειμένου να ταιριάζει με τη θεωρία τους. Η χειρότερη ζημιά έγινε στη διανοητική υγεία των γυναικών, που είτε υπέφεραν σιωπηρά μεμφόμενες τους εαυτούς τους είτε συνωστίζονταν στους ψυχιάτρους, αναζητώντας απεγνωσμένα το υποτιθέμενο κρυμμένο και τρομερό τραύμα που τις στέρησε το κολπικό τους πεπρωμένο.

Έτσι ο Freud καθιερώνει έναν επιστημονικό λόγο που επικυρώνει τη δήθεν οντολογική βάση των πατριαρχικών φαντασιακών της εποχής του, τα οποία χρωματίζουν όλη τη θεωρία του και παραμένουν ανέγγιχτα.

Το επιστημονικό μοντέλο της σεξουαλικότητας: Οικουμενικότητα της ανδρικής σεξουαλικότητας

Η επιστημονικοφάνεια αυτών των απόψεων, που οδηγούσαν σε σεξουαλική εξάρτηση, κατάφερε να χτυπήσει τον φεμινισμό εκείνης της ιστορικής περιόδου, παράλληλα με τη νέα έμφαση που δόθηκε στη μητρότητα ως αποστολή της γυναίκας και τις προτροπές να εγκαταλείψει τη μισθωτή εργασία και να αφοσιωθεί στα οικιακά, γεγονός που συνεπαγόταν οικονομική εξάρτηση.

Στο δεύτερο μισό του 20ού αιώνα, συνεχίζουν να εκδίδονται εγχειρίδια σεξουαλικών συμβουλών, βασισμένα στις ίδιες νατουραλιστικές και ουσιοκρατικές απόψεις. Η έρευνα των Masters&Johnson και του Kinsey, αν και προέκυψε από διαφορετική μεθοδολογία, οδήγησε σε περαιτέρω τροποποιήσεις του ίδιου μοντέλου, διατηρώντας τα ουσιαστικά χαρακτηριστικά του.

Περιληπτικά, η θεωρία τους προωθεί την αντίληψη ότι η ερωτική επιθυμία είναι βιολογικό ένστικτο που απαιτεί ικανοποίηση, και στους άνδρες η ορμή αυτή είναι ισχυρότερη. Αν η ανδρική ορμή δεν βρει θεμιτή διέξοδο, θα αναγκαστεί να βρει αθέμιτη. Αυτό, κατά τη γνώμη τους, επαρκεί ως εξήγηση για φαινόμενα όπως ο βιασμός, η σεξουαλική εκμετάλλευση μικρών κοριτσιών και άλλα «σεξουαλικά εγκλήματα και παρεκκλίσεις». Η καταπίεση της ερωτικής επιθυμίας μπορεί να επιφέρει σωματική και πνευματική ασθένεια και ιδίως νευρώσεις στις γυναίκες (η συμβολή της ψυχανάλυσης στη διάδοση της εκλαϊκευμένης ή μη εκδοχής αυτού του συμπεράσματος είναι έκδηλη). Η ανάγκη για σεξ περιγράφεται ως βασική, όσο και η ανάγκη για φαγητό. Οι συνέπειες της σεξουαλικής πείνας είναι επιβλαβείς. Τέλος, μας ανακοινώνουν ότι το σεξ που χρειαζόμαστε είναι η ερωτική πράξη που περιλαμβάνει διείσδυση. Δεν είναι τυχαίο ότι η έκφραση «κάνω σεξ» είναι συνώνυμη της διείσδυσης.

Όλα τα παραπάνω υποστηρίζουν το μύθο που διασπείρει η ανδρική κυριαρχία: ότι η ανδρική σεξουαλική ορμή πρέπει να ικανοποιηθεί. Μάλιστα ορίζει και το περιεχόμενο του «σεξ» με ανδρικούς όρους. Αν και οι γυναίκες τώρα (υποτίθεται πως) θεωρούνται αυθύπαρκτα σεξουαλικά όντα, η σεξουαλικότητά τους διαμορφώνεται σύμφωνα με αυτό το ανδροκεντρικό μοντέλο. Η ανδρική σεξουαλικότητα γίνεται οικουμενική και παρουσιάζεται ως ανθρώπινη σεξουαλικότητα, η σεξουαλική πράξη νοείται μόνο ως διείσδυση και το «σεξ» εγκλωβίζεται στην αναπαραγωγική του λειτουργία με τη σαφή υπόνοια ότι η μόνη «φυσική» μορφή σεξουαλικής σχέσης είναι η ετεροσεξουαλική.

Η προτεραιότητα του πέους

Σε όλα τα εγχειρίδια του σεξ είναι αυτονόητο πως η καθεαυτό σεξουαλική πράξη είναι η διείσδυση και οτιδήποτε άλλο συμβαίνει γίνεται αντιληπτό ως προκαταρκτικά, προαιρετικά επιπλέον στοιχεία, ή υποκατάστατα για το real thing. Το πέος θεωρείται το πρωταρχικό όργανο ηδονής και για τα δύο φύλα (!) καθώς ο ρόλος του είναι «να παρέχει σωματική και ψυχολογική εκτόνωση της σεξουαλικής έντασης και των δύο συντρόφων». Αν αναλογιστούμε ότι «ψυχρότητα» θεωρείται η αποτυχία της γυναίκας να επιτύχει οργασμό με τη διείσδυση, και «ανικανότητα» θεωρείται αντίστοιχα η ανδρική αποτυχία ικανοποιητικής στύσης για πλήρη και διαρκή διείσδυση, τότε μιλάμε για προτεραιότητα του πέους σ’ αυτό το μοντέλο σεξουαλικότητας.

Παρεμπιπτόντως, η χρήση της λέξης «ανικανότητα» υπονοεί απουσία δύναμης, και επομένως ο άνδρας που δεν καταφέρνει να διεισδύσει σε μια γυναίκα δεν μπορεί να ασκήσει εξουσία πάνω της. Το πέος του είναι, ή θα έπρεπε να είναι, εργαλείο εξουσίας (tool, δηλ. εργαλείο, σημαίνει πέος στην αμερικάνικη αργκό) και η αποτυχία του να το χρησιμοποιήσει ως τέτοιο μέσα στο καθεστώς της ανδρικής κυριαρχίας αποτελεί διπλή ατίμωση, εφόσον όχι μόνο χάνει το κύρος του απέναντι σε μια γυναίκα, αλλά ντροπιάζει και τον ανδρισμό γενικότερα.

Πολλές φεμινίστριες ξεκαθάρισαν το εξής: Είτε το πέος είναι απαραίτητο για την ανδρική σεξουαλική ικανοποίηση είτε όχι, σίγουρα πάντως δεν είναι απαραίτητο για τη γυναικεία. Για την ακρίβεια, πολύ συχνά την παρεμποδίζει. Η συζήτηση για τη φύση του γυναικείου οργασμού που έγινε τη δεκαετία του ’70 βασίστηκε κατά πολύ στις κλινικές έρευνες των Masters&Johnson που ξεκαθάρισαν ότι ο γυναικείος οργασμός έχει την προέλευσή του μόνο στην κλειτορίδα και ότι πολλές γυναίκες είναι πιθανότερο να έχουν οργασμό με τον αυνανισμό παρά με τη διείσδυση. Παρ’ όλ’ αυτά οι συγκεκριμένοι ερευνητές επέμειναν στο ρόλο του πέους και πρότειναν τεχνικές ώστε οι γυναίκες να έχουν οργασμό κατά τη σεξουαλική πράξη με διείσδυση.

Φεμινισμός, νατουραλισμός και ετεροσεξουαλικότητα

Το επιστημονικό μοντέλο της σεξουαλικότητας που κατασκευάστηκε από τους σεξολόγους αντανακλά τις αξίες της ανδρικής κυριαρχίας και προωθεί τα συμφέροντα των ανδρών, καθορίζοντας το σεξ με ανδρικούς όρους και διευκολύνοντας τον σεξουαλικό και πολιτικό έλεγχο των ανδρών επί των γυναικών μέσα στη θεσμοποιημένη ετεροσεξουαλικότητα και μέσω συγκεκριμένων ετεροσεξουαλικών πρακτικών. Η αυξανόμενη αναγνώριση των δυτικών γυναικών ως σεξουαλικών όντων από τον 19ο αι. και ύστερα, δεν θα ’πρεπε να θεωρηθεί απελευθερωτική, αλλά μάλλον ως προσπάθεια ερωτικοποίησης της καταπίεσης των γυναικών, καθώς αποκρύπτει τις πραγματικές σχέσεις εξουσίας ανάμεσα στα φύλα και συντελεί στη διατήρηση και αναπαραγωγή της ανδρικής κυριαρχίας.

Οι νατουραλιστικές και ουσιοκρατικές παραδοχές, στις οποίες βασίζεται η σεξολογία, έχουν (καθόλου συμπτωματικά) αντιφεμινιστικές συνέπειες, καθώς ο φεμινισμός αποτέλεσε απειλή εκείνη την ιστορική περίοδο για την εύρυθμη λειτουργία του συστήματος ανδρικής κυριαρχίας. Δεν πρόκειται για μια θεωρία συνωμοσίας του τύπου «οι σεξολόγοι κάθονται γύρω από ένα τραπέζι και αποφασίζουν να χτυπήσουν τον φεμινισμό». Για την ανάλυση όμως ενός αποσιωπημένου τομέα του ευρύτερου ζητήματος των σχέσεων εξουσίας ανάμεσα στα φύλα, αυτού της σεξουαλικότητας, πρέπει να τονιστεί ότι, κατονομάζοντας κάποιες σεξουαλικές πρακτικές και θεσμούς ως φυσικά φαινόμενα, αντί για κοινωνικά και πολιτικά, σημαίνει πως εκτοπίζουμε τη σεξουαλικότητα από το πολιτικό πεδίο και την τοποθετούμε υπό την προστασία της επιστήμης.

Ο νατουραλισμός υπήρξε πάντοτε εξαιρετικό αντιφεμινιστικό όπλο. Ακόμη και σήμερα, που αμέτρητες, δήθεν φυσικές, διαφορές μεταξύ των φύλων έχουν αποδειχθεί κοινωνικά κατασκευασμένες, η υιοθέτηση νατουραλιστικών πεποιθήσεων αφορά κάθε άλλο παρά αμελητέο αριθμό ανθρώπων. Ένα παράδειγμα αποτελεί η αντίληψη ότι η πορνεία θα υπάρχει πάντα, προκειμένου να παρέχει στους άνδρες τη σεξουαλική ανακούφιση που δεν μπορούν να έχουν στο γάμο ή τη σχέση – ούτως ή άλλως πρόκειται για «ανθρώπινη φύση», έτσι δεν είναι;

Ένας άλλος κεντρικός μύθος που αποσκοπεί στη διατήρηση της ανδρικής εξουσίας είναι η πεποίθηση ότι η ετεροσεξουαλικότητα είναι φυσική. Παρά την ελαφρά ελευθεριακότητα με την οποία αντιμετωπίζονται σήμερα οι ομοφυλόφιλοι/ες, όποιος τολμήσει να αμφισβητήσει τη φυσικότητα της ετεροσεξουαλικότητας αντιμετωπίζεται με καχυποψία και εχθρικότητα – αν δεν ήταν φυσική, το ανθρώπινο είδος θα εξαφανιζόταν, έτσι δεν είναι;

Όπως ισχυρίζεται η Adrienne Rich, μεγάλο μέρος της κατά τ’ άλλα εξαιρετικής φεμινιστικής θεωρίας πάσχει στο ότι απέτυχε να αναγνωρίσει τη θέσμιση της ετεροσεξουαλικότητας και την επιβολή της ως μέσο διασφάλισης του ανδρικού δικαιώματος για σωματική, οικονομική και συναισθηματική πρόσβαση στις γυναίκες. Κάθε έρευνα και θεωρία που παίρνει ως δεδομένο τον «φυσικό» χαρακτήρα της ετεροσεξουαλικότητας, συμβάλλει στη διατήρηση του καθεστώτος ανδρικής κυριαρχίας. Παρ’ όλο που οι περισσότερες γυναίκες αντιλαμβάνονται την ετεροσεξουαλικότητα ως φυσική, ή ως μια θετική επιλογή, δεν παύει να ισχύει από την άλλη ότι οι γυναίκες διαρκώς και παντού γίνονται αντικείμενο εκμετάλλευσης και ελέγχου, στο γάμο, την οικογένεια, την αγορά εργασίας, από το κράτος και μέσω της ανδρικής βίας, πράγμα που οδηγεί στο συμπέρασμα ότι πρόκειται για τον θεσμό-κλειδί, για ένα σύστημα κοινωνικών σχέσεων στο οποίο η ανδρική κυριαρχία και η γυναικεία υποταγή θεσμίζονται και ερωτικοποιούνται.

Κάποιες φεμινίστριες κάνουν διάκριση μεταξύ καταπιεστικής και μη καταπιεστικής ετεροσεξουαλικότητας, θεωρώντας ότι η ετεροσεξουαλικότητα καθεαυτή δεν είναι εγγενώς καταπιεστική για τις γυναίκες. Δεδομένου όμως ότι καμία ανθρώπινη σεξουαλική συμπεριφορά ή πρακτική δεν μπορεί να θεωρηθεί διαχωρισμένη από τα κοινωνικοπολιτικά συμφραζόμενα όπου λαμβάνει χώρα και το σύστημα κοινωνικών σχέσεων στο οποίο είναι ενσωματωμένη, και με το ερώτημα κατά πόσο μπορεί ένας θεσμός να μεταμορφωθεί εκ των έσω να παραμένει ανοιχτό, στην παραγωγή και αναπαραγωγή της ανδρικής κυριαρχίας είναι απολύτως απαραίτητη η συμμετοχή της συντριπτικής πλειοψηφίας των γυναικών σε ένα σύστημα ετεροσεξουαλικών σχέσεων που συγκροτεί το θεμέλιο αυτής της κυριαρχίας.

Τα μέσα που συντελούν στην κοινωνική δόμηση της ετεροσεξουαλικότητας είναι πολλά και διάφορα, περιλαμβάνοντας άμεση σωματική επιβολή και οικονομικές πιέσεις και κυρώσεις, καθώς και πιο εκλεπτυσμένες και συγκαλυμμένες μορφές ιδεολογικών εξαναγκασμών. Προφανώς, ο ακριβής συνδυασμός των μέσων που χρησιμοποιούνται ποικίλλει ιστορικά, πολιτισμικά και σε σχέση με άλλους ιδιάζοντες κοινωνικούς παράγοντες. Η έρευνα για τη σεξολογία αποτελεί απλώς μία από τις όψεις αυτής της διαδικασίας, σε έναν πολιτισμό και σε μία συγκεκριμένη ιστορική περίοδο.

—————————————————

1 Χρησιμοποιούμε συνειδητά τον όρο «σεξουαλικοποιημένη» αντί «σεξουαλική» βία, γιατί ο δεύτερος εντάσσει αυτό το είδος βίας στο πεδίο της σεξουαλικότητας όπου δικαιολογείται πιο εύκολα βάσει μιας πατριαρχικής αντίληψης και θεωρίας για τη σεξουαλικότητα, όπως π.χ. του Freud (που αναλύεται λίγο πιο κάτω σ’ αυτό το κείμενο), και δίνει έμφαση στο πρόσχημα της βίαιης δράσης του θύτη, ενώ ο όρος «σεξουαλικοποιημένη βία» δηλώνει πως για το θύμα η πράξη αυτή δεν είναι τίποτα άλλο παρά βία. (Σ.τ.μ.)