[από τη μπροσούρα “ΔΙΑΧΥΤΗ ΤΑΞΙΚΗ ΑΝΤΕΠΙΘΕΣΗ”]
Το πολύμορφο σημαίνει έστω νοηματικά σύνθεση. ‘Όσοι εξωστρεφείς πόλοι, τόσα όπλα. Όσες περισσότερες τακτικές παρέμβασης και γλώσσες προπαγάνδας γνωρίζουμε, τόσο καλύτερα. Δεν χρειάζεται ο καθένας να περπατά με την ταμπελίτσα της ειδίκευσης του στο κούτελο, αντιθέτως χρειάζονται πολλαπλές ειδικεύσεις δίχως καμιά από αυτές να ανταγωνίζεται για την πρωτοκαθεδρία. Άλλωστε για τη κατανομή ρόλων και επίπλαστων ταυτοτήτων έχει φροντίσει ο καπιταλισμός.
Τα τελευταία χρόνια έχουν παραχθεί -στο εσωτερικό του χώρου- ιδεολογήματα που μόνο πίσω τον πηγαίνουν. Αν βλέπουμε ορθώς την οριζόντια εξουσία γύρω μας, τις φασίζουσες συμπεριφορές, το διάχυτο ρατσισμό και κανιβαλισμό, εντέλει τη συντηρητικοποίηση της κοινωνίας, αυτό δεν είναι κριτήριο για να βαφτιστούμε αντικοινωνιστές: εξευγενισμένοι επαναστάτες που αποκηρύσσουν τα πρόσφορα πεδία των μαζικών και των ενδιάμεσων αγώνων, κόβοντας έτσι την επαναστατική μας διαθεσιμότητα από το πλαίσιο της συμβολής στην κοινωνική διαδραστικότητα. Αν πάλι ξεπερνώντας την αυτοαναφορικότητα ευελπιστούμε στην ιστορική βάση για την οποία εναποθέτουμε τη συμβολή μας στην κοινωνική ρευστότητα, δεν θα βαφτιστούμε γι’ αυτό κοινωνιστές που εθελοτυφλούν στην εθελοδουλία, τη ρουφιανιά και γενικά την κοινωνική συνυπευθυνότητα. Να καρτερούμε ως άλλοι ιεραπόστολοι τη μεσσιανική επανάσταση και να φιλολογούμε με κηρύγματα για την καταλληλότητα της στιγμής, την πλειοψηφική ισχύ των μαζών και για το μεταφυσικό επαναστατικό υποκείμενο που είναι πιο κοινωνικό, πιο καταπιεσμένο, πιο νομιμοποιημένο να κάνει αυτό πρώτο την αρχή. Μόνο που η περίφημη ιστορική στιγμή είναι η ίδια η διαδικασία και όχι η προϋπόθεση. Η εξωστρεφής διαδικασία είναι σπόρος αντίστασης και διατήρηση της πίστης στο όραμα. Η μόνη προϋπόθεση υπήρξε πάντα η υποκειμενική συνθήκη για να πραγματώνει το ρου της ιστορίας στο συνεχές στο τώρα, παντού και πάντα.
Σε κάθε περίπτωση η δημόσια έγγραφη ‘κριτική’, η εκατέρωθεν ‘κριτική’ πολιτικών τάσεων ή υποκειμένων εντός ή εκτός των τειχών, (που συγχέεται με την απαιτούμενη κριτική της αμοιβαιότητας και της απαιτούμενης διαφωνίας για την διαλεκτική και την βελτίωση του αγώνα) αυτή η ‘κριτική’ που συγκεκριμενοποιεί, που αναφέρεται αλόγιστα κατονομάζοντας πρόσωπα και χώρους, εκθέτοντας πληροφορίες από καταστάσεις και γεγονότα δεν συμβάλει και δεν νοείται να αναφέρεται ως διαλεκτική. Όχι μόνο παράγει έναν ανταγωνισμό και παράλληλους μονολόγους προς τέρψιν του θεάματος, αλλά στην ουσία του, στέκεται αλλότριος, ενάντια στην ηθική και αξιακή μας ταυτότητα. Συμβαίνει να είναι ένας λόγος αντεπαναστατικός, εγωιστικός που τροφοδοτεί με πληροφορίες και δίνει ανέλπιδη χαρά σε μπάτσους και δημοσιογράφους.
Οι πολυεθνικοί προλετάριοι, οι άνεργοι, οι ημιαπασχολούμενοι, οι παραβατικοί, οι έγκλειστοι των φυλακών, δεν διαθέτουν από την καταγωγή τους ή από τη συνειδητοποίηση της ταξικής ανισότητας και του οικονομικού πολέμου, τη θέση ή την τάξη αυτή που θα χαρακτηρίσει και θα ορίσει το επαναστατικό υποκείμενο. Η εργατίστικη αντίληψη που θέλει τον πιο εκμεταλλευόμενο προλετάριο ως τον πιο αρμόδιο επαναστατημένο, όχι μόνο είναι αναχρονιστική αλλά βαρετή για τα οφθαλμοφανή αντεπιχειρήματα. Θα μπορούσαμε όμως ρομαντικά ή μεταμοντέρνα να πιστέψουμε ότι το υποκείμενο μπορεί να είναι διαταξικό, ότι θα εισέλθουν στην τάξη των από κάτω, άτομα που θ’ απαρνηθούν την τάξη τους, τα προνόμια τους, τα εχθρικά σ’ εμάς συμφέροντα τους; Μια λαϊκή παροιμία λέει: αφεντικά και δούλοι ίδια σκατά γίναμε ούλοι. Η αμφισβήτηση των θεσμών είναι πλέον δεδομένη, το ζητούμενο ήταν και τώρα πιο επιτακτικά είναι η υπέρβαση της προς τη συνειδητή αντίσταση για την καθολική ανατροπή του καπιταλισμού. Όπου της γης κολασμένοι, απόκληροι και καταπιεσμένοι δε μπορεί να είναι ταυτόσημοι με τη ριζοσπαστικοποίηση. Όπως και να έχει, μέσα στα κομμάτια των από κάτω, υπάρχει η ροπή, το άμεσο βίωμα, και εκεί βρίσκεται το γόνιμο έδαφος όπου θα προκύψουν και οι συμμαχίες μας. Όμως, οι επιλογές, οι ιδέες και ο τρόπος ζωής αν δεν καθορίζονται και δεν αυτοπροσδιορίζονται μέσα από το σκοπό της κατάργησης των τάξεων, τότε δεν προωθούν προς τον επαναστατικό ορίζοντα. Αν η συνειδητή επιλογή και ατομικότητα είναι η αφετηρία, τότε η συλλογική συνείδηση για την κατάργηση των επιβεβλημένων κοινωνικών και ταξικών ρόλων -μέσα από τη πάλη των τάξεων- είναι ο σκοπός.
Δεν υπάρχουν ελεύθεροι άνθρωποι όταν ανακαλύπτουν την απουσία της ελευθερίας. Υπάρχουν δούλοι φοβισμένοι ή υποτακτικοί και δούλοι που απελευθερώνονται, κάθε στιγμή που εξεγείρονται στα υλικά και πνευματικά δεσμά τους. Δούλοι που δεν βρίσκουν χαρές στη σκλαβιά τους, που δεν χρωματίζουν τις αλυσίδες τους. Μέσα στην αρρώστια του καπιταλιστικού υπάρχοντος, ο κάθε υγιής αναζητάει, σχεδιάζει την ατομική απόδρασή του, εξελίσσεται ως άλτης για τους καινούριους φράχτες. Αυτό όμως δεν τον κάνει ελεύθερο. Ανασαίνουμε καλύτερα στη «χώρα» του εγκλήματος, στο ποινικό αδίκημα της ζωής, στην έφοδο προς τον ουρανό. Η φυλακή ωστόσο παραμένει για όλους, η σκιά της μας σκεπάζει καθημερινά. Παραμένουμε υπομονετικοί στο αρχικό ένστικτό μας. Ανώνυμοι και ασύδοτοι, χωρίς προσωπικές οπτασίες ή ψευδαισθήσεις, στο πρώτο σχέδιο για το συνολικό της γκρέμισμα και την αναγκαιότητα του συλλογικού ανατρεπτικού σχεδίου και χάραξης της πορείας μας πέρα από τα συντρίμμια.
Αυτή η προοπτική δεν δύναται πλέον να ετεροκαθορίζεται από ιδεολογήματα, εσωτερικές αγκυλώσεις, μηρυκαστικές κλισέ φρασεολογίες και την κριτική σκέψη κολλημένη στη συνθηματολογία. Τα διλήμματα (καλοί-κακοί, αθώοι-ένοχοι) από τα πάνω δεν μας αγγίζουν και ούτε πρέπει να τα αναπαράγουμε. Από εμάς για εμάς, για την τάξη των από κάτω, των καταπιεσμένων, της κοινότητας των εξεγερμένων, το δίλημμα είναι δικό μας: ή θα παραμείνουμε στην πεπατημένη, να λέμε αυτάρεσκα ότι είμαστε τα ευαίσθητα νεύρα του κοινωνικού σώματος, επειδή αντιδράμε κάθε φορά που το χτυπάνε. Ή διεκδικούμε την ακεραιότητά μας και αρχίζουμε να συμπεριφερόμαστε σαν υπαρκτό οργανωμένο επαναστατικό κίνημα. Υπερβαίνοντας τους προδιαγεγραμμένους φαύλους κύκλους, το συναισθηματικό γνώμονα, το «πάμε και βλέπουμε», τη θεολογία του αυθόρμητου, την επαναληπτική συνήθεια, με βασική προσδοκία να περπατήσουμε προς μία σπειροειδή τροχιά.
Η οργάνωση και η συλλογικοποίηση του αγώνα ξεκινάει από την ατομική ανάληψη ευθυνών και δεσμεύσεων και πραγματώνεται με την εξωστρέφεια των συνθέσεων της και της εντατικοποίηση τους. Εν αντιθέσει με το συλλογικό χωνευτήρι, δεν επιζητούμε την κεντρική κομμούνα αλλά κομμούνες παντού. Οι υποδομές δε βρίσκονται στο στεγανό οικοδόμημα. Η ουσία τους βρίσκεται στην κίνηση και την άντληση μέσα απ’ αυτήν εμπειρικών εφεδρειών και στρατηγικής κατεύθυνσης. Η συνοχή δεν έγκειται στην ταύτιση της αιχμής, στην συνυπογραφή και τη συνδιαμόρφωση. Η σφοδρότητα και η ποσότητα από μόνες τους δεν είναι αρκετές. Η νωθρότητα και η επιλεκτικότητα του ποιοτικού καταλύτη είναι άχρηστες. Αν θέλουμε λοιπόν να είμαστε πολιτικά υποκείμενα πρέπει να συμπεριφερθούμε και αναλογικά της εποχής μας ως πιο υπεύθυνα ιστορικά υποκείμενα. Να καλέσουμε, να παρέμβουμε, να συναντηθούμε, να εμπλακούμε, να ρισκάρουμε, να επιτεθούμε. Δεν είμαστε ούτε κοινωνιστές ούτε αντικοινωνιστές, ούτε αθώοι ούτε ένοχοι, ούτε θιασώτες ούτε αντιθιασώτες, ούτε παραγωγοί ούτε θεατές του θεάματος. Ο κόσμος δεν είναι το indymedia και ο αγώνας δεν είναι πασαρέλα. Δεν κάνουν τα όποια μέσα τους επαναστάτες. Οι πράξεις δεν μιλάνε από μόνες τους. Συμβαίνει η φωτιά να κάψει μόνο εσένα και το μελάνι να λιμνάζει μέσα στα χέρια σου. Τα μέσα από μόνα τους δυστυχώς παράγουν και μια εφήμερη εικόνα. Εμείς τους δίνουμε νόημα, προσανατολισμό και υπόσταση. Εμείς τους δίνουμε τη διαχρονικότητα που τους αναλογεί.
Εδώ το κάθε πολιτικό υποκείμενο οφείλει να λειτουργήσει οργανικά. Ο καθένας με την παρέα του, με τους πολιτικά οικείους του, να δημιουργήσει ζωντανές εστίες. Η κάθε μάχη ενδυναμώνει και ενδυναμώνεται από την αλληλοτροφοδοσία, από τη σύνθεση του ετερόκλητου βιτρώ που το κάθε ένα κομμάτι διατηρεί την ιδιαιτερότητα του χρώματος και της αιχμής του. Η ευθύνη μας δεν αυτοϊκανοποίεται στην επιβεβαίωση της ύπαρξης μας άλλα στη συμμετοχή, την αυτενέργεια και την πραγματική επικινδυνότητα που μπορεί να διαθέσει προς την καθολική ανατροπή του συστήματος. Δεν αρκεί το δίκιο μας για να δικαιώσει τις προθέσεις μας.