πηγή: Μητροπολιτικά συμβούλια αυτόνομων
http://autonomia.gr/autonomia/mitropolitika/panoptiko.html
EIΣAΓΩΓH
H καταγωγή της επιτήρησης όπως την ξέρουμε σήμερα, βρίσκεται πάνω από δύο αιώνες πριν. Στην εποχή που η ανερχόμενη αστική τάξη διαμόρφωνε και επέβαλε τις ιδέες της για τον κόσμο και ανάμεσα στα άλλα για την τιμωρία και τον έλεγχο. Ήταν τότε που ένας γνήσιος εκπρόσωπός της, ο Τζέρεμυ Μπένθαμ, συνέλαβε μία αρχιτεκτονική, αλλά βαθιά πολιτική, ιδέα: το Πανοπτικόν.
Το Πανοπτικόν ήταν κατ’αρχήν μία αρχιτεκτονική μορφή που συμπύκνωνε τις τότε ιδέες για το διαχωρισμό, το σωφρονισμό και τον έλεγχο των μη φυσιολογικών και απείθαρχων κάθε είδους. Πρόκειται για “… ένα δακτυλιοειδές οικοδόμημα· στο κέντρο, ένας πύργος· ο πύργος αυτός έχει μεγάλα παράθυρα που βλέπουν προς το εσωτερικό του δακτυλίου· το περιφερικό οικοδόμημα διαιρείται σε κελιά, που το καθένα τους διαπερνά ολόκληρο το πάχος του οικοδομήματος· τα κελιά έχουν δυο παράθυρα – το ένα τους βλέπει προς τα μέσα και αντιστοιχεί σ’ ένα απ’ τα παράθυρα του πύργου· το άλλο δίνει προς τα έξω, και αφήνει το φως να διαπερνά το κελί πέρα για πέρα”.
Το φαινομενικά απλό αυτό σύστημα διασφάλιζε ότι όχι μόνο οι κρατούμενοι μπορούν να είναι ορατοί όλοι μαζί και ο καθένας χώρια, αλλά κι ότι δεν μπορούν να δουν αν κάποιος βρίσκεται στον κεντρικό πύργο: “Φτάνει έτσι να τοποθετηθεί ένας επιτηρητής στον κεντρικό πύργο και σε κάθε κελί να κλειστεί ένας τρελός, ένας άρρωστος, ένας κατάδικος, ένας εργάτης, ή ένας μαθητής: με την αντιφεγγιά της μέρας μπορείς να διακρίνεις από τον πύργο τους έγκλειστους – μικρές σιλουέτες δέσμιες στα κελιά της περιφέρειας. Το κάθε κλουβί είναι κι ένα μικρό θέατρο, όπου ο ηθοποιός είναι μόνος, τέλεια εξατομικευμένος και μόνιμα ορατός. Το πανοπτικό σύστημα δημιουργεί μονάδες χώρων που επιτρέπουν την αδιάκοπη παρακολούθηση και την άμεση αναγνώριση”.
Η έμπνευση του Μπένθαμ ήταν έτσι κι αλλιώς ριζοσπαστική για την εποχή της. Αξιοποιώντας τις εμπειρίες από νοσοκομεία, άσυλα, στρατόπεδα ή εργοστάσια της εποχής, σηματοδότησε το πέρασμα στους μηχανισμούς πειθάρχησης. Μέχρι τότε, αυτό που περίμενε τους μη φυσιολογικούς ήταν ο αποκλεισμός, είτε με τη μορφή του μαζικού εγκλεισμού, είτε με τη μορφή της εξορίας. Με το Πανοπτικόν οι κρατούμενοι διαχωρίζονται και έρχονται στο φως. Ήδη το γεγονός ότι δεν μπορούν να είναι όλοι μαζί είναι από μόνο του σημαντικό: Εμποδίζει τις όποιες συλλογικές αντιστάσεις, ακόμα και την απλή επικοινωνία. Από την άλλη μεριά οι φύλακες μπορούν να είναι πολύ λιγότεροι, αφού ένας μόνο φύλακας μπορεί να ελέγχει πολλά διαφορετικά κελιά.
Το πιο σημαντικό είναι όμως ότι οι κρατούμενοι βγαίνουν από το σκοτάδι, για να είναι ορατοί. Αυτό είναι το στοιχείο που επιβιώνει μέχρι σήμερα και είναι σχετικό με την επιτήρηση σε κάθε της μορφή: οι επιτηρούμενοι, οι κρατούμενοι στην περίπτωση της φυλακής, και τελικά κάθε είδους επιτηρούμενοι, δεν πρέπει ποτέ να ξέρουν αν πράγματι τους κατασκοπεύουν αλλά πρέπει να είναι βέβαιοι ότι αυτό μπορεί να γίνεται ανά πάσα στιγμή. Στο Πανοπτικόν αυτό γινόταν δυνατό χάρη στην “αντιφεγγιά” που εμπόδιζε τους έγκλειστους να δουν αν υπάρχει κάποιος στον κεντρικό πύργο. Μ’ αυτόν τον τρόπο τα αποτελέσματα της επιτήρησης μονιμοποιούνται, αν και η ίδια μπορεί να ασκείται με ασυνέχειες. Τελικά περνάει σε δεύτερη μοίρα το ποιος, πότε και πως επιτηρεί: η εξουσία αυτοματοποιείται και αποατομικοποιείται.
Το Πανοπτικόν ήταν ένα είδος φυλακής, αλλά όχι μόνο. Ήταν κι ένα γενικό πρότυπο λειτουργίας της εξουσίας γι’αυτό και από την αρχή, αιώνες πριν γίνει κοινοτυπία, αξιοποιήθηκε με παραλλαγές σε διάφορους τομείς: στην πειθάρχηση της εργασίας, στην περίθαλψη των αρρώστων και στην εκπαίδευση. Ο ίδιος ο Μπένθαμ έλεγε ότι ο πανοπτισμός “έχει την ικανότητα να αναμορφώνει την ηθική, να διαφυλάττει την υγεία, να αναζωογονεί τη βιομηχανία, να διαδίδει τη μάθηση, να μετριάζει τις δημόσιες δαπάνες, να σταθεροποιεί την οικονομία – κι όλα αυτά χάρη σε μία απλή αρχιτεκτονική ιδέα”.
Πράγματι, ακόμα κι αν οι κατασκευές αυτού του είδους δεν κυριάρχησαν, ο εφευρέτης δικαιώθηκε. Τα βασικά χαρακτηριστικά παρέμειναν και παραμένουν τα ίδια, ανεξάρτητα με την αρχιτεκτονική παραλλαγή: ο ανεξέλεγκτος (από τον επιτηρούμενο) χαρακτήρας και η αδιάλειπτη λειτουργία. Η σημασία του να είναι διαρκώς ορατή η “μηχανή” της επιτήρησης αλλά από την άλλη μεριά αόρατος ο “αυτουργός” της. Ο περιορισμός αυτών που ασκούν την εξουσία, ταυτόχρονα με τον πολλαπλασιασμό αυτών στους οποίους μπορεί να ασκηθεί. Τέλος, ο προληπτικός αλλά και “θετικός”, παραγωγικός χαρακτήρας.
Tο Πανοπτικόν του Mπένθαμ αποτελεί λοιπόν ένα ιστορικό πρότυπο· θυμίζει όμως και μια αναλογία. Tους τρόπους που οι κοσμικές εξουσίες προσπάθησαν να μεταμορφώσουν για λογαριασμό τους έναν άλλο “πανοπτισμό”, εκείνον του “θεού”. O θεός των μονοθεϊστικών θρησκειών “τα – βλέπει – όλα”· γι’ αυτόν δεν υπάρχει μυστικό ποτέ και πουθενά· οι πάντες, πιστοί και άπιστοι, είναι “διαφανείς” στο σύνολο της ζωής τους· και (αυτό είναι επίσης σημαντικό) δεν είναι υποχρεωμένος να “αποδεικνύει” κάθε φορά, κάθε στιγμή, το πανταχού παρόν διεισδυτικό του βλέμμα· αρκεί οι κοινοί θνητοί, και οπωσδήποτε οι πιστοί, να πιστεύουν πως είναι επιτηρούμενοι.
H υπενθύμιση της (προγενέστερης ιστορικά) “θρησκευτικής επιτήρησης”, η οποία άλλωστε δεν εξαφανίστηκε στον αστικό, καπιταλιστικό κόσμο, είναι χρήσιμη από πολλές απόψεις. Aλλά εδώ την κάνουμε για να τονίσουμε αυτό: οι μορφές της κοσμικής επιτήρησης που προέρχονται από κάποιου είδους “κεντρική εξουσία” δεν ήταν οι μοναδικές τους 2 τελευταίους αιώνες. Στη βάση των κοινωνιών, στην καθημερινή ζωή, υπήρχαν κι άλλες μορφές, πιο διάχυτες, πιο ευέλικτες, λιγότερο “θεαματικές” απ’ τις επίσημες, αλλά συχνά περισσότερο αποτελεσματικές. H οικογένεια, το διευρυμένο σόι, η κοινότητα, η γειτονιά, οι σχέσεις συγγένειας, με τα κάθε φορά δικά τους “κέντρα εξουσίας”, έχουν αποτελέσει ιστορικά ένα (άλλοτε περισσότερο και άλλοτε λιγότερο πυκνό) πλέγμα επιτηρήσεων (αλλά και δραπετεύσεων απ’ τον έλεγχο). Άντρες επιτηρούν γυναίκες; Mεγάλοι επιτηρούν μικρούς; Περίεργοι και αδιάκριτοι γείτονες ή/και συγγενείς επιτηρούν οποιονδήποτε; Όλα αυτά έχουν την δική τους μεγάλη ιστορία. Kαι δικαιούμαστε να μιλάμε για μια δεύτερη επιτήρηση, ένα πλήθος “μικρο-επιτηρήσεων”, που εξελίσσονται στους από κάτω και μεταξύ τους, άλλοτε σε συγχρονισμό με την “μεγα-επιτήρηση” των απο πάνω, άλλοτε σε ασύμβατη τροχιά, και μερικές φορές σε αντίθεση μ’ αυτήν.
Aυτό που έχει σημασία για την ανάλυση που κάνουμε στο σύγχρονο πανοπτικό είναι το εξής: αυτή η “αλληλοεπιτήρηση” των απο κάτω είχε γενικά την δική της μορφολογία και μεθοδολογία, ανεξάρτητα απ’ την επιτήρηση – απ’ – τα – πάνω, εκτός εάν υπήρχε ένας ισχυρός ιδεολογικός παράγοντας που συνέδεε όλα τα επίπεδα εξουσιών. Tέτοιος ισχυρός ιδεολογικός παράγοντας που ρύθμιζε με σχεδόν ενιαίο τρόπο το μενού του ελέγχου σε όλα τα επίπεδα έχει υπάρξει η θρησκεία. Θα δούμε στη συνέχεια ότι ξαναβρίσκουμε στις σύγχρονες καπιταλιστικές κοινωνίες έναν τέτοιο ισχυρό ιδεολογικό (αλλά και τεχνικό πλέον) παράγοντα, που διατρέχει προς όλες τις κατευθύνσεις το ρεπερτόριο των επιτηρήσεων· κι αυτός είναι η τεχνολογία και ο τεχνοφετιχισμός.
H ΣYΓKYPIA
Ξεκινάμε την ιστορική αναδρομή στο σήμερα απ’ τα μέσα χοντρικά του 20ου αιώνα.
Αυτό που χαρακτηρίζει την μετά τον πόλεμο εποχή είναι η εδραίωση μιας νέας συλλογικής ηθικής. Eδραιώνονται δηλαδή νέες συλλογικές ταυτότητες (και φυσικά νέοι αποκλεισμοί), που σχετίζονται με την “ειρηνική ζωή”, την κανονικότητα τόσο των καθημερινών σχέσεων όσο και των σχέσεων ανάμεσα στα κράτη και τους υπηκόους, σύμφωνα με τις ανάγκες του νέου καπιταλιστικού παραδείγματος (οργάνωσης) που έχει δοκιμαστεί, εξελιχθεί και καθιερωθεί μέσα από δύο παγκόσμιους πολέμους. Πάνω σε αυτή τη συλλογική ηθική θα εξασφαλιστεί η κοινωνική συνοχή, και οπωσδήποτε η ομαλή και απρόσκοπτη απόσπαση της υπεραξίας. Μέσα στις νέες αυτές συνθήκες ο κοινωνικός έλεγχός τροποποιείται και αυτός με τη σειρά του. Στην τυπική (από τα πάνω) εκδοχή του, αποκτά σταδιακά ένα όλο και περισσότερο προνοιακό χαρακτήρα. Οι παρεκκλίσεις εξηγούνται ως προϊόντα κοινωνικών συνθηκών που μπορούν να αφομοιωθούν με μια κοινωνική – προνοιακή διαχείριση.
Στην άτυπη εκδοχή του, στην εκδοχή δηλαδή που αφορά τον αλληλοέλεγχο των υπηκόων, ο κοινωνικός έλεγχος θα βασιστεί και πάλι στις παλιές, παραδοσιακές μορφές. Eίτε στις αγροτικές κοινωνίες είτε στις κοινωνίες των πόλεων, ζητούμενο σ’ αυτήν την “αλληλοεπιτήρηση των απο κάτω” είναι σταθερά η δημιουργία (και η επιβεβαίωση) του “σωστού ανθρώπου”. Πρόκειται πάντα για την ηθική συγκρότηση των ατόμων μέσα στην αποδεκτή (και λίγο πολύ παραδοσιακά επιβεβαιωμένη) κλίμακα αξιών. Aυτή η “αλληλοεπιτήρηση” αυτονομιμοποιείται λοιπόν στη βάση της δημιουργίας των σωστών χαρακτήρων· γι’ αυτό έχει το περιθώριο να χαλαρώσει, ή ακόμα και να εξαφανιστεί, όταν γίνει βέβαιο ότι ο “σωστός χαρακτήρας” δημιουργήθηκε, και έχει δώσει τα διαπιστευτήριά του. Aπό εκεί και μετά η επιτήρηση αντικαθίσταται απ’ την εμπιστοσύνη. Για παράδειγμα, η διαπίστωση ότι κάποιος είναι καλός χριστιανός και οικογενειάρχης ήταν αρκετή για να προβλεφθούν και οι επιμέρους συμπεριφορές του, οι οποίες σε κάποιο βαθμό ήταν περιττό να εποπτευθούν.
Eνόσω λοιπόν (βρισκόμαστε πάντα τις πρώτες δεκαετίες των μέσων του 20ου αιώνα) η αλληλοεπιτήρηση των απο κάτω μένει μάλλον στάσιμη σε μορφές, περιεχόμενα και σχέσεις, η απ’ τα πάνω επιτήρηση, ο έλεγχος για λογαριασμό των κεντρικών εξουσιών, συγκροτεί και εξελίσσει νέους θεσμούς, τους θεσμούς της μαζικής κοινωνίας και του κράτους πρόνοιας. Η φυλακή βρίσκεται να χρησιμεύει ως αναλογικό πρότυπο. Τα εργοστάσιο την εποχή του φορντισμού είναι το πλέον χαρακτηριστικό παράδειγμα. Συγκέντρωση, καταμερισμός στο χώρο, οργάνωση του χρόνου, συγκρότηση μέσα στο χώρο – χρόνο μιας παραγωγικής δύναμης, της οποίας το συνολικό αποτέλεσμα θα πρέπει να υπερτερεί του αθροίσματος των επιμέρους δυνάμεων. Ανάλογα όμως συγκροτούνται και οι άλλοι θεσμοί: το σχολείο, ο στρατός, το νοσοκομείο και φυσικά η φυλακή.
Από τη δεκαετία του ‘60 και μετά θα ξεκινήσει μια έκρηξη των ετεροτήτων που συλλογικοποιούνταν ενάντια στην καπιταλιστική συνθήκη. Οι αρνήσεις αυτές των ετεροτήτων εκδηλώθηκαν σε όλο το μήκος και το πλάτος του κοινωνικού εργοστασίου (εργασία, ελεύθερος χρόνος κτλ). Επρόκειτο για μία ευθεία προσβολή και παραβίαση τόσο του τυπικού (από τα πάνω) κοινωνικού ελέγχου, αφού αμφισβητείται η ουδετερότητα και η κοινωνικότητα του κράτους, όσο και του άτυπου (από τα κάτω) κοινωνικού ελέγχου, αφού δέχεται επίθεση η συλλογική ηθική και τα κάθε είδους “καθώς πρέπει” που μέχρι τότε ήταν κοινής αποδοχής. Οι χώροι και οι χρόνοι της κοινωνικής κίνησης διευρύνονται και επαναπροσδιορίζονται από τον πλούτο της κοινωνικής – προλεταριακής άρνησης. Οι σχέσεις και οι συμπεριφορές που προκύπτουν από αυτές, γίνονται πιο σύνθετες και σε κάθε περίπτωση ξεχειλίζουν από τις στενές φόρμες της παλιάς εποχής και μένουν σε κάποιο βαθμό αδέσποτες. Το σύστημα ελέγχου αποδεικνύεται ανεπαρκές. Και καταρρέει.
Από τα τέλη της δεκαετίας του 1970 την πρωτοβουλία παίρνουν και πάλι τα αφεντικά. Απέναντι στην έκρηξη των ετεροτήτων η κυρίαρχη τάξη σταματά να αντιτάσσει την παλιά συλλογική της ηθική. Αντίθετα, η ετερότητα νομιμοποιείται. Από την άλλη προσπαθεί συστηματικά να καταστρέψει το συλλογικό υπόβαθρο αυτών των ετεροτήτων. Οι “επιθυμίες” των ετεροτήτων γίνονται έτσι δυνατές μόνο μέσα από την εμπορευματική διαδικασία. Παράλληλα, μια σειρά αλλαγών συμβαίνουν από την παραγωγή (ρομποτοποίηση – τριτογενοποίηση) έως το κράτος και τη μορφή του (υποχώρηση του κράτους πρόνοιας – κράτος ασφάλειας). Η φτώχεια γίνεται αντικείμενο αστυνομικής – δικαστικής διαχείρισης, εν τέλει ποινικοποιείται… Πρόκειται για την πολιτική διαχείριση που ονομάστηκε νεοφιλελευθερισμός.
Η κυρίαρχη τάξη σώθηκε – καταστρέφοντας ωστόσο τις παλιές μορφές συλλογικότητας, καθεστωτικής ή αντικαθεστωτικής. Είχε διαλύσει το αυτόνομο προλεταριάτο, είχε όμως διαλύσει και τους παραδοσιακούς του συμμάχους, τη μεγάλη μάζα των μικροαστών του απαρχαιωμένου πια “πατρίς θρησκεία οικογένεια”.
Η ενσωμάτωση του πλούτου, της δημιουργικότητας και της συνθετότητας της προλεταριακής – κοινωνικής άρνησης, δημιούργησε έναν αγνώριστο μέχρι τότε κόσμο. Το εμπόρευμα έγινε απείρως πιο πλουραλιστικό και οι σχέσεις που λαχάνιαζαν πίσω από αυτό έγιναν επίσης περισσότερο πλουραλιστικές και σύνθετες. Οι υπήκοοι, υπακούοντας στις επιταγές των επιθυμιών τους, στις επιταγές των πολλαπλών εκδοχών του εμπορεύματος, έγιναν εκ των πραγμάτων πολύ πιο κινητικοί. Το νόημα της ζωής δεν υπαγόταν κάτω από αρχές ζωής αλλά περιόριστηκε στην άνευ όρων και αναστολών (απέναντι σε νόμους και ηθική) ικανοποίηση επιθυμιών. Οι σταθερές κοινωνικές ταυτότητες αντικαταστάθηκαν από τις ad hoc αναγκαίες συμπεριφορές προκειμένου να ικανοποιηθεί η πάντα μεσολαβημένη από το εμπόρευμα επιθυμία. Η ιδιοκτησία, η απόκτηση και διαφύλαξή της, αναγορευόμενες στο κυρίαρχο μοντέλο της εποχής, έθέσαν στο κέντρο της μία νέα συνθήκη: την ανασφάλεια. Ο νέος κόσμος είναι ένας κόσμος γεμάτος άτομα που ανταγωνίζονται μεταξύ τους.
ΤΟ ΜΟΝΤΕΛΟ ΤΗΣ ΓΕΝΙΚΕΥΜΕΝΗΣ ΕΠΙΤΗΡΗΣΗΣ
Η νέα κοινωνική συνθήκη θέτει στο σύστημα την ανάγκη ενός νέου μοντέλου επιτήρησης και πειθάρχησης. Το νέο αυτό σύστημα δε μπορεί να είναι εστιασμένο σε μια στατική παρατήρηση και καταγραφή με βάση έναν γενικά στατικό χαρακτήρα ή μια ορισμένη ηθική – αξιακή συγκρότηση, αλλά πρέπει να στοχεύει στο ευρύτατο φάσμα των ποικίλων, διαφορετικών και συχνά αντιφατικών εκφραζόμενων συμπεριφορών, σκέψεων και ιδιαίτερων χαρακτηριστικών, είτε αυτά εκφράζονται ατομικά από τους υπηκόους είτε είναι αποτέλεσμα των αναμεταξύ τους αλληλεπιδράσεων Συνεπώς, θα πρέπει να είναι διαρκής, γενικευμένη και διάχυτη στις ποικίλες πλευρές της κοινωνικής ζωής, να απαντά στο αίτημα για κοινωνική ασφάλεια και ταυτόχρονα να είναι διακριτική ώστε να συγκεντρώνει πάνω της όσο λιγότερες αντιδράσεις είναι δυνατόν.
Ακόμα παραπέρα, οι μορφές της οφείλουν να είναι τέτοιες ώστε να εμφανίζονται ως χρήσιμα και απαραίτητα εργαλεία στη ζωή των υπηκόοων. Στόχος της σύγχρονης επιτήρησης είναι η πλήρης χαρτογράφηση των εκδηλώσεων της κοινωνικής ζωής και εν τέλει η υπαγόρευση και οργάνωση των κανονικοτήτων της. Αντικείμενό της δεν είναι ο παραβάτης αλλά το σύνολο του πληθυσμού. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι το μέγιστο του στόχου της πραγματώνεται όταν οι επιτηρούμενοι συνεργάζονται στην επιτήρησή τους, αυτοπειθαρχούν και αυτοϋπευθυνοποιούνται πάνω σε ένα επιθυμητό και αναγκαίο για το σύστημα μοντέλο κανονικοτήτων, και είναι πρόθυμοι να αλληλοεπιτηρηθούν είτε το αντιλαμβάνονται είτε όχι. Μιλάμε για έναν συμβατό με την εποχή του κοινωνικό έλεγχο.
Με βάση τα όσα είπαμε παραπάνω, διακρίνουμε στη σύγχρονη επιτήρηση δύο μορφές: τη συμμετοχική και την από τα πάνω επιτήρηση.
Αντιλαμβανόμαστε τη συμμετοχική επιτήρηση ως όλους εκείνους τους τρόπους και μορφές μέσω των οποίων ο επιτηρούμενος εκθέτει εθελοντικά τα στοιχεία, τις συνήθειες, τις σκέψεις τις δικές του και των άλλων, με αποτέλεσμα να γίνεται ο ίδιος φορέας επιτήρησης και αλληλοεπιτήρησης. Πώς αλλιώς, αν όχι ως εθελοντικό φακέλωμα θα μπορούσε, για παράδειγμα, να γίνει αντιληπτό το απλόχερο “μοίρασμα” σε ιντερνετικές φόρμες, πιστωτικές κάρτες, προφίλ, καταλόγων προσωπικών στοιχείων, στιγμών, φωτογραφιών, βίντεο; Δεν ισχυριζόμαστε ότι η επιθυμία για γνώση του ενός από τον άλλο και η έκθεση εαυτών εμπεριέχει απαραίτητα την πρόθεση ελέγχου μεταξύ των ατόμων. Δεν παύει όμως να είναι μια εθελοντική προσφορά προς όποιον επιθυμεί να καταγράψει, ελέγξει, αξιοποιήσει αυτά τα στοιχεία. Εξάλλου, η εκπαίδευση στην έκθεση είναι το πλέον πρόσφορο έδαφος για την απρόσκοπτη δουλειά της από τα πάνω επιτήρησης. Ποιός θα αντιδρούσε στο πλήρες φακέλωμά του όταν ο ίδιος εκούσια εκθέτει καθημερινά κάθε πτυχή της ζωής του;
Μιλήσαμε για την αξιοποίηση προσωπικών δεδομένων από τους σύγχρονους επιτηρητές με σκοπό τη διαμόρφωση ενός διαρκώς ανανεούμενου φακέλου συμπεριφορών. Δεν είναι όμως λιγότερο ανησυχητική η εμπορική αξιοποίηση αυτών των στοιχείων από εταιρίες στατιστικών ή υπηρεσίες προτεινόμενων προϊόντων με βάση τα καταναλωτικά προφίλ. Και είναι σ΄αυτό ακριβώς το σημείο που η συμμετοχική επιτήρηση πετυχαίνει ένα διπλό σκοπό. Αφενός βγάζει λεφτά από την συλλογή εθελοντικά αποσπασμένων δεδομένων και από την άλλη, εμφανιζόμενη ως εργαλείο εξυπηρέτησης των καταναλωτών προσανατολίζει τις καταναλωτικές τους συνήθειες.
Έχουμε υποστηρίξει ότι ένα από τα καίρια για τα αφεντικά ζητήματα είναι η χάραξη κανονικοτήτων μέσα στο κοινωνικό σώμα. Ο παλιός κοινωνικός έλεγχος, που αφορούσε στον αξιακό κώδικα των μικροκοινοτήτων ή του συνόλου της κοινωνίας, ήταν λειτουργικός ως προς την υπαγόρευση κανονικοτήτων όχι μόνο επειδή η απόκλιση από τις προβλεπόμενες συμπεριφορές θα επέφερε αποκλεισμό, αλλά επειδή τα άτομα διδάσκονταν, κανονικοποιούνταν πάνω σε συγκεκριμένα πρότυπα. Στη σύγχρονη κοινωνία, ζητούμενο δεν είναι πλέον ο καλός οικογενειάρχης ή ο καλός χριστιανός, αλλά το άτομο ως καταναλωτής εμπορευμάτων, σχέσεων, συμβόλων, εικόνων. Οι κανονικότητες αυτές υπαγορεύονται και ελέγχονται σε μεγάλο βαθμό από τη συμμετοχική επιτήρηση και τις μορφές της.
Με τον όρο “από τα πάνω” αναφερόμαστε στις μορφές εκείνες της επιτήρησης όπου ο επιτηρούμενος δε συμμετέχει άμεσα σε αυτή (παρόλο που όπως υποστηρίξαμε παραπάνω η εκπαίδευση στην εθελοντική έκθεση εαυτών είναι κρίσιμος παράγοντας συναίνεσης σε αυτήν).
Ο στόχος της δεν είναι να καταστείλει παραβατικές συμπεριφορές αλλά, διακηρύσσοντας την ύπαρξή της, να επιτύχει την εσωτερίκευση κανόνων. Κοινώς να “διδάξει” στους επιτηρούμενους να είναι “κόσμιοι”, να γυμνάσει τις συνειδήσεις στο καθεστώς του διαρκώς επιτηρούμενου και να οδηγήσει στον αυτοέλεγχο και την αυτοπειθαρχία. Για μία ακόμα φορά τα στοιχεία που συλλέγονται “πυκνώνουν” το χάρτη των συμπεριφορών των υπηκόων. Η μορφή αυτή της επιτήρησης συχνά συναντά το κοινωνικό αίτημα για ασφάλεια. Χαρακτηριστικό παράδειγμα οι κάμερες, των οποίων η ιδεολογία που τις συνοδεύει κάνει λόγο για προστασία της περιουσίας, αποφυγή εγκλημάτων κλπ.
Συνοψίζοντας: Η σύγχρονη επιτήρηση, μ’ όλα τα είδη και τις μορφές της, έχει στόχο να παρέμβει στις κοινωνικές σχέσεις, να τις ελέγξει και να οργανώσει αδιαπραγμάτευτα (άσχετα με το πώς εμφανίζεται) τις κανονικότητές τους. Είναι ο στόχος αυτός που καθιστά επίκαιρη μια σύγχρονη μορφή του πανοπτικού ελέγχου. Ακολουθώντας την αρχική μορφή του πανοπτικού, προσαρμόζοντάς το στις σύγχρονες κοινωνικές σχέσεις και εκδηλώσεις και κουβαλώντας την ιδεολογία του “είναι για το καλό ή τη βολή μας”, το σύγχρονο πανοπτικό εγκολπώνει μορφές επιτήρησης που διατρέχουν οριζόντια και κάθετα το κοινωνικό σώμα.
Όπως έχει γίνει μέχρι τώρα σαφές, η επιτήρηση είναι μια κοινωνική διαδικασία που βρίσκεται σε άμεση σχέση με το συνολικότερο τρόπο οργάνωσης των κοινωνιών, και (στην ανάλυσή μας) του καπιταλισμού. Η συμμετοχική επιτήρηση υπό την έννοια του κοινωνικού ελέγχου, στην οποία έχουμε αναφερθεί, δεν είναι ασφαλώς κάτι καινούργιο. Η εισαγωγή όμως της τεχνολογίας στην καθημερινή ζωή γενικά και στη διαμόρφωση τρόπων ελέγχου ειδικά δεν αφήνει ανεπηρέαστο το κομμάτι της που μοιάζει να συνδέεται και να κινητοποιείται σε μεγάλο βαθμό από τα κάτω. Στα επόμενα θα προσπαθήσουμε να δούμε κάποιους από τους τρόπους με τους οποίους γίνεται αυτό.
Σε μια εποχή που τα αφεντικά είναι προσανατολισμένα στην αποικιοποίηση των ανεκμετάλλευτων ακόμα κοινωνικών σχέσεων, βρίσκουν αξιόπιστο σύμμαχο στις νέες τεχνολογίες, και εδώ δεν αναφερόμαστε μόνο στην καθαυτή παραγωγή των νέων εμπορευμάτων υπηρεσιών. Αναφερόμαστε στις τεχνικές εκτίμησης των τάσεων του καταναλωτικού κοινού και πρόβλεψης της απορρόφησης των εμπορευμάτων τους, στις μεθόδους ολοένα πιο γρήγορης ανταλλαγής των ερωταποκρίσεων για την υποδοχή των παρεχόμενων υπηρεσιών και τις πιθανές κατευθύνσεις που μπορούν να πάρουν αυτές για όσο το δυνατόν πιο εξασφαλισμένη εμπορική επιτυχία. Όλες αυτές οι μέθοδοι και οι τεχνικές σηματοδοτούν τη δημιουργία ενός πλαισίου τροφοδότησης των αφεντικών με γνώση των χρήσιμων – καπιταλιστικά αξιοποιήσιμων συνηθειών, τάσεων, επιθυμιών του καταναλωτικού κοινού. Κι όσο πιο άμεσα έρχονται οι απαντήσεις από τα κάτω προς το κάθε ενδιαφερόμενο αφεντικό, τόσο πιο αξιόπιστες θα θεωρούνται αυτές, δε θα επιβάλλεται δηλαδή σε κανέναν να απαντά αλλά θα ενθαρρύνεται η δική του πρωτοβουλία να μαρτυρά (πχ. τα διάφορα ερωτηματολόγια, οι έρευνες κλπ.). Έτσι, το προηγούμενο συγκεντρωτικό μοντέλο άντλησης κοινωνικής γνώσης και ρύθμισης των κοινωνικών συμπεριφορών σύμφωνα με το γενικό κι οργανωμένο τρόπο της μεγαμηχανής βγαίνει από το πλάνο: το νέο πλαίσιο άντλησης αυτής της γνώσης οφείλει να συντίθεται διασκορπισμένα και μοριακά στον κοινωνικό χάρτη με βάση τις ανάγκες γνώσης του κάθε ξεχωριστού αφεντικού. Δε θα περιλαμβάνει αξιώσεις για γενικούς τρόπους ρύθμισης της συμπεριφοράς αλλά θα αρκείται σε έναν πληθωρισμό αποσπασματικών μικρορυθμίσεων. Κι αν υπάρχουν σχετικοί κανόνες, αυτοί δε θα έχουν δεοντολογική – ηθική βάση (δε θα λένε δηλαδή πώς πρέπει να σκέφτονται οι υπήκοοι για να πράττουν έννομα) αλλά λειτουργική (θα ορίζουν δηλαδή με ποιον τρόπο επιτυγχάνεται ένα επιθυμητό αποτέλεσμα). Δε μιλάμε δηλαδή παρά για τη δημιουργία ενός πλαισίου επιτήρησης, το οποίο όμως ακριβώς επειδή έχει τα δύο παραπάνω χαρακτηριστικά, δηλαδή δεν είναι συγκεντρωτικό ούτε επιτακτικό, δε γίνεται αρχικά αντιληπτό σαν τέτοιο.
Aπό πολλές απόψεις, η “κεντρική ιδέα” αυτής της επιτήρησης θυμίζει τις μεθοδεύσεις του Ταίηλορ που οδήγησαν στην αναδιοργάνωση της βιομηχανικής παραγωγής στις αρχές του 20ού αιώνα. Tί έκανε ο Tαίηλορ; Προκειμένου να παραδώσει τον έλεγχο της τέχνης των μαστόρων στ’ αφεντικά μελέτησε, ανέλυσε, χρονομέτρησε τις κινήσεις τους, “σπάζοντάς” τες σε όσο το δυνατόν μικρότερα “στοιχεία”. Ύστερα ξανασύνθεσε αυτές τις “στοιχειώδεις κινήσεις” και τις αλληλουχίες τους και πέρασε άλλες μεν σε κατάλληλα σχεδιασμένες μηχανές, και τις υπόλοιπες στους ανειδίκευτους εργάτες / υπηρέτες αυτών των μηχανών. Xωρίς υπερβολή μπορούμε να πούμε ότι ο Tαίηλορ έκανε την πρώτη “ψηφιοποίηση” κινήσεων και ενεργειών, με σκοπό τον έλεγχο και την επιτήρηση των απείθαρχων τεχνιτών. Δεκαετίες μετά τον Tαίηλορ τα αφεντικά σαν τάξη άρχισαν να μελετούν τις κοινωνικές συμπεριφορές και σχέσεις στο σύνολό τους, με ανάλογο τρόπο και με σκοπό τον έλεγχο, αν και έναν πολύ πιο “παραγωγικό” έλεγχο πλέον· προσπάθησαν να τις αναλύσουν σε “στοιχειώδη συστατικά μέρη”, για να θέσουν αυτά τα “στοιχεία” της κοινωνικής ζωής υπό διαρκή καπιταλιστική αξιοποίηση· άρα και επιτήρηση. Έτσι, για παράδειγμα, ένα συγκεκριμένο λογισμικό ή μια συσκευή επικοινωνίας περιλαμβάνει στις λειτουργίες του κι ένα κομμάτι επιτήρησης, ακόμα κι όταν η χρήση του δεν προϊδεάζει καν για κάτι τέτοιο.
Αυτή η σχέση επιτήρησης που συνδέεται με την τεχνολογία δε θα μπορούσε να γίνει πραγματικότητα αν δε συμπορευόταν με μια αλλαγή στη φιλοσοφία της επιτήρησης, αυτήν που έχουμε ήδη περιγράψει σαν μετακίνηση της εστίασης από το άτομο ως αντικείμενο επιτήρησης, στην εξωτερική συμπεριφορά ή καλύτερα, στο γεγονός. Έτσι, κάτω από το φακό τής νέας επιτήρησης βρίσκονται τελικά γεγονότα που παράγονται από αλληλουχίες συμπεριφορών κι όχι οι ατομικές συμπεριφορές καθαυτές: οι τελευταίες είναι απλώς στάδια που καταλήγουν στα πρώτα. Το παράδειγμα των αντικλεπτικών συστημάτων που μπαίνουν στις εισόδους καταστημάτων, βιβλιοθηκών κλπ. είναι χαρακτηριστικό: το ηχητικό σήμα που καταδεικνύει τον “επίδοξο κλέφτη”, μπορεί να ενεργοποιηθεί – κι έτσι να “πέσει η μπάρα” της επιτήρησης – και επειδή ακόμα ο υπάλληλος δεν αφαίρεσε την ειδική σήμανση άρα όχι μόνο επειδή κάποιος δεν πλήρωσε. Δε βρίσκονται δηλαδή ούτε οι προθέσεις, ούτε καν οι πράξεις του ατόμου στο στόχαστρο της νέας επιτήρησης. Το άτομο δεν έρχεται στο πλάνο παρά μόνο εκ των υστέρων. Και θα εντοπιστεί με την αντίστροφη πορεία: αφού πέσει η “μπάρα”, θα γίνει αναδρομή στη στάδιο της αλληλουχίας – συμπεριφορά που ενεργοποίησε την κίνησή της και θα καταλογιστούν οι συνέπειες.
Ας προχωρήσουμε όμως σε ένα παράδειγμα που δείχνει πιο καθαρά με ποιον τρόπο συμμετέχουν οι “από κάτω” σ’ αυτού του είδους την επιτήρηση: έναν σύγχρονο μηχανισμό αντιμετώπισης των σεξουαλικά μεταδιδόμενων νοσημάτων (στο εξής ΣΜΝ) και του AIDS. Αυτός περιλαμβάνει τρία μέρη, το γιατρό, το μικροβιολογικό εργαστήριο και την αρμόδια τοπική (κρατική – δημοτική) υπηρεσία υγείας. Ο μηχανισμός είναι σχεδιασμένος έτσι ώστε σε περίπτωση που βρεθεί κάποιος θετικός σε ΣΜΝ/AIDS να ενημερώνονται οι σεξουαλικοί του σύντροφοι του παρελθόντος ώστε να προσέρχονται κι αυτοί για εξετάσεις και να ελέγχεται η μετάδοση της ασθένειας. Κάτι που εξασφαλίζεται με τον εξής τρόπο: ο γιατρός στέλνει το δείγμα του εξεταζόμενου στο μικροβιολογικό εργαστήριο κι αυτό με τη σειρά του, αν τα αποτελέσματα είναι θετικά, τα ανακοινώνει όχι μόνο στο γιατρό αλλά και στην υπηρεσία υγείας. Η ανάμιξη της υπηρεσίας υγείας δε γνωστοποιείται στον ασθενή. Στη συνέχεια η συνήθης-ομαλή διαδικασία (δηλαδή η ομαλή αλληλουχία γεγονότων/συμπεριφορών) πάει ως εξής: ο γιατρός λέει τα αποτελέσματα στον ασθενή και ξεκινάει τη θεραπεία. Παράλληλα του ζητάει να επικοινωνήσει με τους σεξουαλικούς του συντρόφους και να τους ενημερώσει για την κατάσταση ώστε να προσέλθουν κι αυτοί για εξέταση. Η διαδικασία όμως μπορεί να στραβώσει σε κάποιο σημείο (μη ομαλή αλληλουχία): ο γιατρός μπορεί να ξεχάσει να συμπληρώσει μια φόρμα αναφοράς της υπηρεσίας, να μη μπορεί να βρει τον ασθενή για να τον ενημερώσει για τα αποτελέσματα, ο ενήμερος ασθενής να μην ειδοποιεί τους σεξουαλικούς του συντρόφους ή να μην προσέρχεται για θεραπεία. Στην ομαλή αλληλουχία γεγονότων ο ασθενής δε θα μάθει ποτέ για την ανάμιξη της υπηρεσίας υγείας. Το ίδιο ισχύει και για την πρώτη “στραβή” περίπτωση (φόρμα αναφοράς), καθώς το ζήτημα θα επιλυθεί στο εσωτερικό του μηχανισμού (μεταξύ γιατρού-υπηρεσίας). Στις άλλες περιπτώσεις μη ομαλής αλληλουχίας ο ασθενής θα λάβει γνώση του μηχανισμού επιτήρησης, καθώς αν δε μπορεί να τον εντοπίσει ο γιατρός, θα κινηθεί από την υπηρεσία υγείας διαδικασία εντοπισμού του, αν δεν ενημερώνει τους παρτενέρ του θα του το ζητήσει με το δικό της κύρος η υπηρεσία, κι αν πάλι δε γίνει, ή δεν προσέρχεται ο ασθενής για θεραπεία, το πράγμα θα ξεφύγει παραπέρα αφού μπορεί να του επιβληθούν πρόστιμα και ποινές. Αυτές είναι δηλαδή οι περιπτώσεις που η μπάρα της επιτήρησης πέφτει και αποκαλύπτεται ο μηχανισμός της, όχι όμως στο σύνολό του αλλά κάθε φορά αναλόγως της αναγκαίας διορθωτικής επέμβασης. Στην πραγματικότητα όμως αυτή η εκδοχή σπάνια ενεργοποιείται καθώς οι περισσότεροι αντιλαμβάνονται σαν χρέος τους προς τη δημόσια υγεία την κατά γράμμα τήρηση των όρων της εξέτασης και θεραπείας και μεταξύ αυτών και το “δόσιμο” των σεξουαλικών τους συντρόφων. Κι αυτοί οι τελευταίοι μπαίνουν με τη σειρά τους στην ίδια διαδικασία με τους πρώτους ώστε ένα πυκνό δίκτυο συνεχώς πολλαπλασιαζόμενων σχέσεων να γεμίζει τους φακέλους της αρμόδιας υπηρεσίας υγείας, το οποίο δίκτυο καταγράφει από μόνο του και με δική του πρωτοβουλία τον εαυτό του.
Το ίδιο πλαίσιο, η διακύβευση της δημόσιας υγείας, μας φέρνει στο νου και πιο κοντινά και σύγχρονα παραδείγματα, όπως οι “πανδημίες” γρίπης: μετά από αρκετή ιδεολογική δουλειά στη σπορά φόβου και στην ανάγκη ατομικής υπευθυνότητας πολλοί γίνονται πρόθυμοι να περάσουν μπροστά από θερμικές κάμερες, να εξεταστούν, κλπ.. Χωρίς όμως να γνωρίζουν θετικά και εκ των προτέρων ούτε όλες τις φάσεις που ακολουθούν στη διαδικασία στην οποία με την εξέταση ή το θερμικό σκανάρισμα εισάγονται, ούτε τι θα συνεπαχθεί η ενδεχόμενη μη συμμόρφωσή τους σε κάποια επόμενη φάση της απροσδιόριστης διαδικασίας. Και για να αναφέρουμε κι ένα πιο “τεχνολογικό” παράδειγμα, κάποιος για να γίνει μέλος σε ένα κοινωνικό δίκτυο τύπου facebook δηλώνει αρχικά ότι αποδέχεται κάποιους όρους. Είναι όμως σχεδόν αδύνατο να έχει πλήρη γνώση αυτών των όρων, αφού συνήθως καταγράφονται σε πολυάριθμες σελίδες, με τεχνική ορολογία και αλλάζουν – επεκτείνονται πολύ τακτικά. Έτσι, στην ουσία, πολύ δύσκολα θα έχει πλήρη γνώση για τους τρόπους με τους οποίους αξιοποιείται στη βάση της επιτήρησης η συμμετοχή του στο κοινωνικό δίκτυο.
Στα παραπάνω παραδείγματα η συμμετοχή του ατόμου στην επιτήρηση είναι απαραίτητη, χρειάζεται σαφής ενεργητική στάση από τη μεριά του. Από την άλλη πλευρά η επιτήρηση στο σύνολό της είναι λιγότερο ορατή. Ναι μεν κάποιος αντιλαμβάνεται ότι εξετάζεται, δίνει απαντήσεις σε ερωτηματολόγια και φακελώνεται, αλλά δε γνωρίζει μέχρι ποιο σημείο φτάνουν οι απαντήσεις του, ούτε επίσης γνωρίζει τι είδους μηχανισμός μπορεί να κινητοποιηθεί σε περίπτωση που δεν συνεργαστεί πρόθυμα και σε όλο το εύρος της διαδικασίας. Η άγνοια της συνολικής μορφής της επιτήρησης που καλύπτει ένα περιβάλλον ή μια σχέση είναι κομβική στη νέα μορφή της: όσο πιο συμμετοχικό είναι ένα σύστημα επιτήρησης, τόσο πιο αόρατη – απρόβλεπτη είναι όχι η ίδια η ύπαρξή της αλλά η διεισδυτικότητά της και το τέρμα, το όριο στο οποίο μπορεί να καταλήξουν οι συνέπειές της. Κι αν θέλαμε να μιλήσουμε με όρους κανόνων, το παραπάνω παράδειγμα δείχνει ότι ο κανόνας υπάρχει, είναι εκείνος που ορίζει όλο αυτό το πλαίσιο λειτουργίας, κατανέμει τις αρμοδιότητες και ορίζει τις πιθανές συνέπειες (κι έχει στο τελευταίο στάδιο την παλιά γνώριμη δημόσια τάξη). Δε χρειάζεται όμως να είναι γνωστός εκ των προτέρων σε εκείνους στους οποίους αφορά. Το αντίθετο, γνωστοποιείται μόνο όταν κάτι δεν πηγαίνει καλά και μόνο στο βαθμό που θα εξασφαλίσει την ολοκλήρωση της διαδικασίας. Το σημαντικό είναι να μη χρειάζεται να επικαλεστεί κάποιος τον κανόνα, γιατί τότε θα μιλάμε για μια ανωμαλία, αλλά να του επιφυλάσσεται μόνο ο ρόλος back-up.
Η άγνοια βέβαια δεν είναι μια κατάσταση που μπορεί να διαρκεί για καιρό. Επίσης τα άτομα δε μπαίνουν σε μια διαδικασία επειδή απλώς αγνοούν μια αρνητική επίπτωση που κρύβεται σ’ αυτήν. Χρειάζεται και κάτι θετικό, τέτοιο θα μπορούσε να είναι η παροχή κάποιου είδους ανταλλάγματος. Ανατρέχουμε στο παράδειγμα της διαχείρισης των ΣMN: είναι γνωστό ότι στο παρελθόν τα ΣMN/AIDS θεωρούνταν παθογένειες συγκεκριμένων πληθυσμών, των εκδιδόμενων και των ομοφυλόφιλων κι ο συγκεντρωτικός τρόπος διαχείρισής τους κουβάλαγε μαζί του μεταξύ άλλων στιγματισμό και απομόνωση. Σε σχέση μ’ αυτήν την αντιμετώπιση, η κατοπινή πρόσβαση σε θεσμούς που δεν εστιάζουν στο άτομο παρά σαν φορέα μιας νόσου κι όχι σαν μέλος ενός παθογενούς πληθυσμού, μοιάζει να σφραγίζει την ελευθερία της σεξουαλικής ταυτότητας, την ελευθερία από το στιγματισμό. Αυτήν την (φαινομενική) ελευθερία θα μπορούσαμε να δούμε σαν αντάλλαγμα ώστε να επιτευχθεί το καθεστώς συναίνεσης που οφείλει να περιβάλλει το θεσμό για να ομαλοποιεί τη διαδικασία. Το ίδιο συμπέρασμα μπορούμε να βγάλουμε ακόμα και από το αντικλεπτικό σύστημα: αντάλλαγμα για να ανεχτεί κάποιος την υπονοούμενη μομφή “όλοι είστε ύποπτοι κλοπής” και να εισέλθει στο κατάστημα είναι η απαλλαγή του από την ενοχλητική συνοδεία ενός άγρυπνου υπαλλήλου, η απόλυτη ελευθερία του να χαζεύει και να περιεργάζεται τα εμπορεύματα όπως και για όσο θέλει, εντός τους καταστήματος. Και στο παράδειγμα των διαδικτυακών συνομιλιών (κοινώς chatting), η φαινομενική ευκολία ή η φτήνια της επικοινωνίας με κάποιον μακριά, μοιάζει επαρκές αντίβαρο για να αδιαφορούν οι συνομιλούντες για το εάν τα λεγόμενά τους καταγράφονται και σε ποιες συνέπειες μπορεί να καταλήξει η καταγραφή τους. Η συμμετοχικότητα της νέας επιτήρησης, το γεγονός δηλαδή ότι τα ίδια τα άτομα μπαίνουν εθελοντικά κάτω από τα σκόπευτρα της κάθε μορφής της, βασίζεται σε ένα ιδεολογικό σύστημα που παραμένει σε γενικές γραμμές το ίδιο, όποια μορφή νέας επιτήρησης κι αν συζητάμε, είτε αυτή είναι τα κινητά, το πλαστικό χρήμα ή τα ιντερνετικά δίκτυα φίλων. Είναι η εικόνα κάποιας ελευθερίας, κάποιου ανοίγματος μιας ως τότε ανύπαρκτης ή απλησίαστης για τους πολλούς δυνατότητας σαν ένα ικανό αντάλλαγμα για την εξασφάλιση της ένταξής του ατόμου στο επιτηρούμενο περιβάλλον/σχέση παρά τη επίγνωση της επιτήρησης. Μάλιστα, όσο η αρχική άγνοια μετατρέπεται σταδιακά – δηλαδή μετά από επανειλημμένη πτώση της μπάρας της επιτήρησης και αποκάλυψής της καθ’ ολοκληρίαν – σε γνώση, τόσο το αντάλλαγμα αναβαθμίζεται. Κι όσο το αναβαθμισμένο αντάλλαγμα εξασφαλίζει εκ νέου συναίνεση, τόσο η γνωστή με την προηγούμενη μορφή της επιτήρηση υπογείως εξελίσσεται, γίνεται διεισδυτικότερη και επισύρει νέες και ξανά άγνωστες συνέπειες. Ώστε να έχει η ίδια νόημα σαν τεχνολογία αντίληψης των αξιοποιήσιμων κοινωνικών σχέσεων και των δυνατοτήτων τους, του “αύριό τους” δηλαδή κι όχι του “σήμερα” ή του “χθες τους””.
Είναι χρήσιμο να δούμε ότι η επιτυχής ανταλλαγή της επιτήρησης περιλαμβάνει στον πυρήνα της τη συναίνεση για κάποια διακινδύνευση. Στο παράδειγμα του αντικλεπτικού, κάποιος εισερχόμενος στο κατάστημα συναινεί στην ύπαρξη ενός κινδύνου κλοπής των εμπορευμάτων· στη διαχείριση των ΣMN ο πρόθυμα εξεταζόμενος συναινεί μεταξύ άλλων στον κίνδυνο για τη δημόσια υγεία και στη δική του ευθύνη προς αυτήν. Αντίστοιχα, με την αποδοχή της παρακολούθησης των με πλαστικό χρήμα συναλλαγών του, συναινεί μεταξύ άλλων στον κίνδυνο λαθραίας χρήσης των στοιχείων της κάρτας για ξένες συναλλαγές ενώ στα κινητά και στα κοινωνικά δίκτυα τα πλαίσια συναίνεσης είναι ακόμα πιο διευρυμένα και μπορεί να αφορούν μέχρι και τον κίνδυνο από την τρομοκρατία. Όσο πιο συμμετοχικό είναι το σύστημα επιτήρησης, όσο πιο πολύ από τον εαυτό του βάζει το άτομο υπό το φως της επιτήρησης, τόσο πιο πλατιά χαράζονται τα όρια της συναίνεσης, μπορεί να αφορούν δηλαδή και το σύνολο σχεδόν των τρεχουσών ιδεολογιών μιας κοινωνίας. Ταυτόχρονα, η νέα τεχνολογική επιτήρηση είναι μεν μοριακή και εντοπίζεται στα σημεία όπου τα αφεντικά εκμεταλλεύονται μια προϋπάρχουσα ανεκμετάλλευτη κοινωνική σχέση ή περιβάλλον, αλλά επειδή αυτά τα σημεία είναι μυριάδες πλέον στον κοινωνικό χάρτη, δημιουργείται η εικόνα ενός πολύ πυκνού πλέγματος επιτήρησης. Αν συνδυάσουμε τις δύο παραπάνω σκέψεις, ότι η κάθε ξεχωριστή μορφή επιτήρησης αντιστοιχεί σε μια συναίνεση για κάποια διακινδύνευση και ότι το κοινωνικό πεδίο είναι διάσπαρτο από θύλακες επιτήρησης σχεδόν σαν ένα συνεχές, τότε γίνεται αντιληπτό ότι κάποιος σε κάθε του βήμα στο κοινωνικό πεδίο και ανά πάσα στιγμή μπορεί να περνάει από το ένα καθεστώς συναίνεσης στο άλλο, με τον ίδιο τρόπο που περνάει από το ένα περιβάλλον επιτήρησης στο άλλο. Κάποιος δηλαδή μπορεί να είναι διαδοχικά ύποπτος για κλοπή εμπορευμάτων, τρομοκρατία, οικονομικό έγκλημα μέσω καρτών, κατασκοπεία μέσω κινητού τηλεφώνου, διασπορά ψευδών φημών μέσω κοινωνικών δικτύων κ.ο.κ. και το ίδιο ύποπτος μπορεί να είναι ασφαλώς κι ο διπλανός του. Αυτά, σαν ένας ακόμα τρόπος προσέγγισης της μεταμοντέρνας κατάστασης διαρκούς ανασφάλειας μέσα από την οδό της νέας τεχνολογικής επιτήρησης, μπορεί να μας διαφωτίσουν για την ακραία μορφή συμμετοχικής επιτήρησης, που ονομάζουμε αλληλοεπιτήρηση. Σ’ αυτήν οι από κάτω όχι μόνο συναινούν στη νέα επιτήρηση, αλλά χρησιμοποιούν για λογαριασμό τους τις δυνατότητες επιτήρησης που βρίσκονται ενσωματωμένες στις νέες τεχνολογίες, στο βαθμό που τους είναι τεχνικά εφικτό. Δρέπουν δηλαδή κάποιους από τους καρπούς που έχουν ευδοκιμήσει και συγκεντρωθεί από τη συμμετοχή τους στην ίδια τους την επιτήρηση. Παραδείγματα το γκουγκλάρισμα του ονόματος κάποιας νέας γνωριμίας στον υλικό κόσμο για να δούμε τι κουμάσι είναι, η αποθήκευση μιας συνομιλίας στο κινητό γιατί πού ξέρεις τι θα ξεστομίσει ο άλλος και πού θα χρειαστεί, η αναζήτηση κι αξιολόγηση των στατιστικών του διαδικτυακού προφίλ κάποιου κοινωνικά δικτυωμένου κ.ο.κ. Ακόμα και το “Πού είσαι;” σαν πρώτη ερώτηση σε μια τηλεφωνική συνδιάλεξη μέσω κινητού μοιάζει σε κάποιο βαθμό να επιβεβαιώνει αυτό το πράγμα, αυτήν την καθολική καχυποψία: “Συνάδουν όλα όσα μου λες με το περιβάλλον όπου δηλώνεις ότι βρίσκεσαι;”. Κι ο άλλος για περαιτέρω επιβεβαίωση μπορεί να ενεργοποιήσει τη βίντεοκλήση ή να τραβήξει μια φωτογραφία με την ενσωματωμένη ψηφιακή: “Ναι ήμουν όντως εκεί” – “Ναι, το είδα με τα μάτια μου”. Τα αφεντικά μαθαίνοντας μέσω της νέας επιτήρησης τις νέες ανάγκες των από κάτω, μπορούν πλέον να παρέχουν την επαγγελματική συνδρομή τους και σ’ αυτό το επίπεδο: εδώ και καιρό διαθέτουν τα στοιχεία που μαζεύουν από την αξιοποίηση της νέας επιτήρησης και στη λιανική.
Aυτά που είπαμε ως εδώ συνιστούν την γενική ανάλυση εκείνου που ονομάζουμε “νέο πανοπτικό”. Nα θυμίσουμε πως η βασική άποψή μας είναι ότι οι “απ’ τα πάνω επιτηρήσεις” και η “αλληλοεπιτήρηση” στην καθημερινή ζωή έχουν ενοποιηθεί σε μια ενιαία κωδικοποίηση, σε ένα ενιαίο τεχνικό και λειτουργικό καθεστώς, και πώς αυτό τελικά είναι ένα μεγάλο κέρδος για τα αφεντικά.
Στη συνέχεια θα δείξουμε πιο αναλυτικά, μέσα από 4 παραδείγματα, τι ακριβώς συμβαίνει με το “νέο πανοπτικό”.
ΠAPAΔEIΓMATA
κινητά
Ιστορία
Το κινητό είναι μια ηλεκτρονική συσκευή που χρησιμοποιείται για ασύρματη, κινητή επικοινωνία πάνω σε ένα κυψελωτό δίκτυο από διασυνδεδεμένους σταθμούς βάσης γνωστούς ως κύτταρα. Το κινητό έχει την δυνατότητα να πραγματοποιεί και να δέχεται τηλεφωνικές κλήσεις σε/ από όλο το τηλεφωνικό δίκτυο (σταθερό ή ασύρματο) μιας χώρας. Για να λειτουργήσει χρειάζεται : 1) Mια κάρτα SIM που επιτρέπει πρόσβαση σε ένα συγκεκριμένο δίκτυο που έχει συνδρομή ο χρήστης. 2) Mια συσκευή που επιτρέπει την είσοδο αριθμών γραμμάτων, οθόνη, ακουστικό και μπαταρία.
Η πρώτη εφαρμογή κινητής επικοινωνίας ήταν το ασύρματο τηλέφωνο σε αυτοκίνητο. Το 1960 το MTA (Mobile System A) κυκλοφορεί στην Σουηδία. Τα τηλέφωνα MTA αποτελούμενα από λυχνίες είχαν βάρος 40 kg. Το 1971 κυκλοφορεί η έκδοση MTD, με εξοπλισμό από διαφορετικές εταιρείες, που είχε κάποια εμπορική επιτυχία.
Με την δημιουργία του πρώτου κινητού τηλεφώνου χειρός το 1973 από έναν ερευνητή της Motorola ξεκινάνε οι πρώτες εμπορικές εφαρμογές για δίκτυα κινητής τηλεφωνίας. Μιλάμε για δίκτυα περιορισμένης χρήσης, όχι ψηφιακά, όπου στους συνδρομητές περιλαμβάνονταν η αστυνομία και ειδικού σκοπού πελάτες. Ο χρόνος αναμονής ενός υποψηφίου συνδρομητή ήταν μερικά χρόνια. Ενδεικτικά, στις ηπα το 1983, υπήρχαν μόνο 140.000 συνδρομητές. Πρώτη εμπορική εφαρμογή ξεκίνησε, αρχικά, στην μητροπολιτική περιοχή του Tόκιο το 1979, για να ακολουθήσουν δανία, νορβηγία, σουηδία, φινλανδία, ήπα, καναδάς και άλλες χώρες.
Από το 1970 έως το 1990, λοιπόν, λειτούργησαν τα συστήματα κινητής τηλεφωνίας πρώτης γενιάς τα οποία βασίστηκαν στη κυψελωτή δομή και τα οποία είχαν αναλογικά ηλεκτρικά χαρακτηριστικά. Από το 1990 έως το 2000 αναβαθμίστηκε η τεχνολογία των συστημάτων της πρώτης γενιάς σε δεύτερης, με σκοπό να μπορούν να εξυπηρετούνται πολύ περισσότεροι χρήστες από πριν. Αυτό έγινε εφικτό μέσω της ψηφιοποίησης των υπηρεσιών, δηλαδή της αύξησης του ρυθμού μετάδοσης δεδομένων (σε φωνή και δεδομένα). Από το 2000 και μετά, υπάρχει η προσπάθεια να δημιουργηθούν οι κατάλληλες τεχνικές προδιαγραφές ώστε τα συστήματα κινητής τηλεφωνίας να διαχειρίζονται αξιόπιστα και σε πραγματικό χρόνο τις υπηρεσίες των πολυμέσων.
Σήμερα οι χρήστες υπολογίζονται σε 4 δισεκατομμύρια. Αυτός ο αριθμός αναμένεται να αυξηθεί καθώς οι αναπτυσσόμενες χώρες (κίνα, βραζιλία, ινδία) ακόμα δεν έχουν δει την μεγίστη ανάπτυξη της εκεί αγοράς όπως έχει συμβεί στις αναπτυγμένες χώρες.
Παρακάτω αναφέρονται κάποιες βασικές λειτουργιές και τεχνικά χαρακτηριστικά που υλοποιεί κάθε σύστημα κινητής τηλεφωνίας και επιτρέπουν είτε τον εντοπισμό είτε την συλλογή δεδομένων εκείνων που χρησιμοποιούν τα κινητά :
α) κυψελωτή δομή
Για την ηλεκτρομαγνητική κάλυψη συγκεκριμένων γεωγραφικών περιοχών τα συστήματα κινητής επικοινωνίας χρησιμοποιούν την ιδέα της κυψέλης (cellular concept). Η ηλεκτρομαγνητική κάλυψη επιτυγχάνεται με τμηματοποίηση μιας συγκεκριμένης γεωγραφικής περιοχής με μικρές ζώνες ή κυψέλες, όπου υπάρχει η δυνατότητα επαναχρησιμοποίησης των ιδίων συχνοτήτων. Σχηματικά, αυτό επιτυγχάνεται καλύπτοντας μια περιοχή με κυψέλες (σαν εξάγωνα). Αν υπάρχει αυξημένη κίνηση σε μια κυψέλη, τότε αυτή τεμαχίζεται εκ νέου σε μικρότερες κυψέλες -κελιά, διατηρώντας μια πολυϊεραρχική δομή που αυξάνει την χωρητικότητα του συστήματος από την πλευρά της προσφερόμενης τηλεπικοινωνιακής κίνησης.
Κάθε κυψέλη υπάγεται σε ένα σταθμό βάσης κάθε στιγμή. Αν το σήμα μετακινείται από τον ένα σταθμό στον άλλον, αλλάζει και η κυψέλη, η συνομιλία δεν διακόπτεται αλλά μεταφέρεται ο έλεγχος της εκπομπής και της λήψης από ένα σταθμό βάσης σε έναν άλλο, χωρίς να “πέφτει η γραμμή”.
Μέσω της δομής αυτής, υπάρχει διαδικασία εντοπισμού που ακολουθείται για τον βέλτιστο προσδιορισμό του κατάλληλου σταθμού βάσης. Μετά το πέρας του εντοπισμού, πραγματοποιείται η μεταφορά του έλεγχου, της εκπομπής και της λήψης από τον αρχικό σταθμό βάσης στον νέο. Μέσω αυτής της διαδικασίας που αφόρα την βελτιστοποίηση της επικοινωνιακής σύνδεσης, μπορεί να προσδιορισθεί η γεωγραφική θέση του κινητού τηλεφώνου, χρησιμοποιώντας μια τεχνική (γνωστή ως multilateration) για να υπολογίζει τις διαφορές στο χρόνο που κάνει ένα ηλ/μαγνητικό σήμα για να ταξιδέψει από το κινητό στις διάφορες κοντινές κεραίες (σταθμούς βάσης).
β) sim κάρτα
H μονάδα ταυτότητας συνδρομητή σε μια αφαιρούμενη SIM κάρτα περιέχει το δικό της μοναδικό σειριακό αριθμό, τον διεθνή μοναδικό αριθμό του κινητού χρήστη (IMSI), πληροφορίες ασφαλούς ταυτοποίησης και κρυπτογράφησης, προσωρινές πληροφορίες σχετικά με το τοπικό δίκτυο, μια λίστα από τις υπηρεσίες που ο χρήστης έχει πρόσβαση και δυο κωδικούς (pin και puk).
γ) βάσεις δεδομένων που αποθηκεύουν προσωπικά στοιχεία
Όλα τα δίκτυα κινητής τηλεφωνίας, με όποιο σύστημα και αν υλοποιούνται (gsm, gprs, 3g, 4g), διαθέτουν την υποδομή για να επεξεργάζονται μια κλήση αλλά και ό,τι έχει να κάνει με λειτουργίες που σχετίζονται με τον συνδρομητή. Έτσι υπάρχουν εκείνες οι διαδικασίες που επιτρέπουν την αποθήκευση και την γρήγορη ανάκτηση πληροφοριών που έχουν να κάνουν με τους συνδρομητές, τον εξοπλισμό που χρησιμοποιούν και τις υπηρεσίες που είναι εγγεγραμμένοι. Γι’ αυτό το σκοπό χρησιμοποιούνται διάφορες βάσεις δεδομένων που περιέχουν αναγνωριστικούς αριθμούς, διευθύνσεις, παραμέτρους αυθεντικοποίησης, τους μοναδικούς αριθμούς των καταχωρημένων μονάδων εξοπλισμού (ποια κινητά είναι σε λειτουργία, ποια έχουν κλαπεί, κτλ.). Οι βάσεις δεδομένων, με τα στοιχεία που περιέχουν, πετυχαίνουν ανά πάσα στιγμή την απολυτή ταυτοποίηση των συνδρομητών που βρίσκονται ενεργοί στο σύστημα κινητής τηλεφωνίας. Η διαδικασία αυτή πραγματοποιείται κάθε φορά που ανοίγει το κινητό και αλλάζει κύτταρο.
Όπως αναφέρθηκε και παραπάνω, τα συστήματα κινητής τηλεφωνίας, με την μεθοδικότητα που αντιστοιχεί στον υπερτεχνολογικό κόσμο που ζούμε, έχουν τις (τεχνικές) δυνατότητες για πλήρη καταγραφή των στοιχείων αυτών που χρησιμοποιούν τα κινητά και των κινήσεων τους σε όλες τις γεωγραφικές περιοχές που καλύπτουν. Από εκεί και περά τα πληθωρικά δεδομένα που έχουν δημιουργηθεί απ’ τους χρήστες κινητών έχουν μπει σα συνιστώσα στην κεντρική καταγραφή που κάνουν οι “μεγάλες εξουσίες”. Και η επίκληση για τα προσωπικά δεδομένα και τα δικαιώματα που παραβιάζονται μόνο θέση ανάσχεσης δεν μπορεί να είναι, στο βαθμό που αυτοί που έχουν κάνει την ζωή τους “διάφανη και συνεχώς εντοπίσιμη/ προσβάσιμη” στρώνουν το χαλί στο σύμπλεγμα της ασφάλειας.
Επιτήρηση από τα πάνω
Στα μέσα του καλοκαιριού του 2005, λοιπόν, οι τότε 25 υπουργοί δημοσίας τάξης και εσωτερικών της Ε.Ε. σε σύνοδό τους στις βρυξέλλες αποφασίζουν να συντάξουν μια Οδηγία (Data Retention Directive), που υιοθετήθηκε αργότερα από το ευρ. κοινοβούλιο, για την καταγραφή “όλων των δεδομένων που δημιουργήθηκαν ή επεξεργάστηκαν κατά την διάρκεια σύνδεσης με την παροχή διαθέσιμων δημοσίων ηλεκτρονικών τηλεπικοινωνιακών υπηρεσιών ή δημοσίων τηλεπικοινωνιακών δικτύων”. Η οδηγία απαιτεί όλοι οι πάροχοι internet και τηλεπικοινωνιακών υπηρεσιών να καταγράφουν όλη την κίνηση των μετα-δεδομένων (ποιός τηλεφώνησε σε ποιόν, ποτέ, από πού, ποιός επισκέφτηκε ποιά site κ.τ.λ.) στην ευρώπη για 6 έως 24 μήνες (υπάρχει πρόβλεψη να επιμηκύνεται ο χρόνος) και να παραδίδουν στην αστυνομία, στις μυστικές υπηρεσίες και σε άλλους νόμιμους κρατικούς οργανισμούς, μετά από αίτηση με δικαστική εντολή, για να έχουν πρόσβαση στις πληροφορίες αυτές. Η οδηγία επίσης περιλαμβάνει την υποχρέωση υποβολής στατιστικών κάθε χρόνο από τους παρόχους στα κράτη και στην ευρ. επιτροπή για τις περιπτώσεις που παραδόθηκαν στοιχεία στις αρχές συμφώνα με τον νόμο και τον χρόνο από την κράτηση των δεδομένων μέχρι την παράδοση και τις περιπτώσεις που ο χρόνος κράτησης ξεπεράστηκε και οι αιτήσεις δεν ικανοποιήθηκαν. Επίσης, προβλέπει ότι τα δεδομένα που κρατούνται από τους παρόχους θα καταστρέφονται μετά το πέρας του χρόνου κράτησης αλλά όχι τα δεδομένα που έχουν παραλάβει οι αρχές: αυτές θα μπορούν να τα κρατούν, ουσιαστικά, για πάντα. Το Σεπτέμβρη του 2010, με βάση αυτά τα στοιχεία, η οδηγία θα επανεξεταστεί.
Η ελλάδα, όπως και άλλες χώρες της ε.ε. , δεν έχει ενσωματώσει σε κάποιο νόμο την οδηγία και έχει καταδικαστεί το 2009 από το ευρωπαϊκό δικαστήριο γι’ αυτό. Όμως και οι εταιρείες κρατούν αυτά τα δεδομένα και οι αρχές τα παραλαμβάνουν μετά από αίτηση που συνοδεύεται από δικαστική εντολή. Επίσης, το καρτοκινητό τηλέφωνο, που κάποτε διαφημίζονταν για την ανωνυμία του, απενεργοποιείται σύμφωνα με τον νόμο άπαξ και δεν δηλωθούν τα στοιχεία ταυτότητας του κατόχου του.
“Νόμιμη Υποκλοπή” (lawful interception)
Οι εταιρείες κινητής τηλεφωνίας είναι υποχρεωμένες δια του νόμου να έχουν λογισμικά που μπορούν να υποκλέψουν τις συνομιλίες, ενσωματωμένα στα κύρια συστήματα τους. Έτσι, με αίτηση από κάποια αρμόδια αρχή, είναι δυνατή η επιλογή ενός κινητού – στόχου όπου θα καταγράφονται χωρίς να γίνεται αντιληπτό όλες οι συνδιαλέξεις και τα sms. Τέτοια πρωτόκολλα που επιτρέπουν στις αρχές να διεξάγουν ηλεκτρονική παρακολούθηση υπάρχουν και στις ηπα (calea) και στην ευρώπη (Lawful Interception of Telecommunications (Official Journal C 329)).
Εξάλλου, με την ψηφιοποίηση των δεδομένων, την εύκολη αποθήκευσή τους και την τεχνολογική ικανότητα επιτήρησης, δεν είναι αναγκαία η σε “πραγματικό χρόνο” ακρόαση των συνομιλιών. Δεν είναι εφικτή άλλωστε για όλα τα κινητά. Στις περιπτώσεις που θεωρηθεί κάποιος ύποπτος, απλά θα μπορεί να γίνει αναζήτηση στα αποθηκευμένα αρχεία όπου και έχουν αποτυπωθεί όλες οι τηλεφωνικές (άρα κοινωνικές) κινήσεις. Γενικότερα, τα διάφορα λογισμικά όπως τα analyst’s notebook, sentinel visualize, arc gis κλπ (το πρώτο βρίσκεται στη διάθεση της ελ.ασ.) κάνουν την επεξεργασία ψηφιακών δεδομένων γρήγορη διαδικασία.
Πέρα από την επίσημη διαδικασία υποκλοπής, υπάρχει και η δυνατότητα εγκατάστασης προγραμμάτων στο κινητό (τα οποία πωλούνται και στο εμπόριο) που θα κάνουν αυτή την δουλειά. Ο πρώην υπεύθυνος ασφάλειας του ο.τ.ε. σε συνέδριο για το “ηλεκτρονικό έγκλημα” εξηγεί πόσο απλά και ανέξοδα οι εταιρείες κινητής τηλεφωνίας όχι μόνο μπορούν να υποκλέψουν συνομιλίες, αλλά και να διαβάσουν οτιδήποτε υπάρχει μέσα στο τηλέφωνο (sms, mms, ραντεβού στην ατζέντα, φωτογραφίες, βίντεο, τηλεφωνικούς καταλόγους, κλπ) (Kαθημερινή 19/11/06). Αρκεί η αποστολή ενός sms ή mms από την εταιρεία (πχ “η cosmote σας εύχεται καλά χριστούγεννα”) για να εγκατασταθεί ένα ειδικό λογισμικό (κάτι σαν ιός).
Γνωστή είναι επίσης η χρήση του κινητού ως μικρόφωνο. Αρκεί πάλι η αποστολή ενός sms / mms ώστε να εγκατασταθεί λογισμικό που μετατρέπει το τηλέφωνο σε κοριό. Ακόμα και όταν η συσκευή είναι απενεργοποιημένη μπορεί να ακούγονται οι συνομιλίες που γίνονται στον γύρω χώρο.
Υποκλοπή μπορεί να γίνει γνωρίζοντας το σειριακό αριθμό της sim. Ο σειριακός αριθμός είναι η ταυτότητα του κινητού τηλεφώνου. Αν, για παράδειγμα, χαθεί / κλαπεί το τηλέφωνο μπορεί να ζητηθεί από την εταιρεία που του παρείχε τη σύνδεση η απενεργοποίηση της χαμένης sim και η έκδοση καινούριας με τον ίδιο αριθμό (κατ’ επέκταση τον ίδιο σειριακό αριθμό). Όποιος έχει, λοιπόν, γνώση του σειριακού, εύκολα δημιουργεί ένα παράλληλης λειτουργίας κινητό που μπορεί να δέχεται ταυτόχρονα τις ίδιες κλήσεις, sms, mms, αρχεία κλπ με το κινητό που έχει ουσιαστικά κλωνοποιήσει. Γίνεται, δηλαδή, η σκιά του…
Μυστικές υπηρεσίες και ελ.ασ.
Στην κατοχή των μυστικών υπηρεσιών στην ελλάδα βρίσκονται οι λεγόμενες βαλίτσες. Αυτές λειτουργούν ως ενδιάμεση κεραία ανάμεσα στη συσκευή που κάνει την κλήση και στην κεραία που δίνει το σήμα στη συσκευή. Έτσι υποκλέπτει το σήμα, το αποκωδικοποιεί και αποθηκεύει την συνομιλία. Με αυτόν τον τρόπο ο κάτοχος της βαλίτσας μπορεί να ακούσει όλες τις συνομιλίες και να διαβάσει τα δεδομένα εκεί όπου έχει τοποθετηθεί.
Εν τω μεταξύ, οι διάφορες νομικές διαδικασίες για την άρση απορρήτου παρακάμπτονται εύκολα με πρόσχημα την εθνική ασφάλεια. Κάτι που αποκαλύφθηκε στις 10/5/2010 (Eλευθεροτυπία), όπου με την παραπάνω αφορμή η ε.υ.π. είχε προβεί σε μαζικές άρσεις απορρήτου σε γεωγραφικές περιοχές της Aθήνας επειδή στις συγκεκριμένες υπήρχαν στόχοι της οργάνωσης “επαναστατικός αγώνας” πριν χρόνια. Συνεπώς καθένας που τυχαίνει να βρίσκεται σε αυτούς τους γεωγραφικούς τόπους μπαίνει στο στόχαστρο της αντιτρομοκρατικής.
Η ευπ έχει στην κατοχή της σύστημα που μπορεί να σαρώσει επιλεγμένες περιοχές προς εξερεύνηση, παρακολουθώντας τους πάντες σε αυτήν την περιοχή, με απόλυτη ακρίβεια των κινήσεων του υπόπτου, αρκεί να είναι γνωστό το νούμερο του κινητού τηλεφώνου. Ακόμα μπορεί και υποκλέπτει συνομιλίες από 700 κινητά τηλέφωνα, νούμερα καλούμενου, sms, mms καθώς και 100 συνδέσεις internet.
Μάλιστα, στις ηπα – παραμονές πρωτοχρονιάς του 2006 – το Kογκρέσο συζητούσε ώστε οι παρακολουθήσεις να γίνονται με το νόμο, χωρίς γραφειοκρατικές καθυστερήσεις. Παρακάμπτονται οι διαδικασίες για άρση απορρήτου από εισαγγελείς αφού η πάταξη της τρομοκρατίας και η εθνική ασφάλεια μπαίνει σαν προτεραιότητα. Δεν είναι αναγκαίες οι αποδείξεις πως κάποιος ίσως είναι ένοχος οπότε πρέπει να παρακολουθείται. Αρκεί να είναι μελαμψός…
Smartphones
Με τις εφαρμογές που αναπτύσσονται για τα κινητά νέας γενιάς, η ανωνυμία έχει χαθεί. Οι διαδικτυακές και οι χερσαίες επισκέψεις θα καταγράφονται. Κάπως έτσι θα δημιουργείται μία ψηφιακή ταυτότητα, προτιμήσεων του χρήστη. Αν επιλέξει κανείς να μείνει μακριά από όλα αυτά θα είναι δύσκολο. Το γερμανικό ομοσπονδιακό συνταγματικό δικαστήριο το 2008 ενέκρινε διάταξη που επιτρέπει την αποθήκευση δεδομένων κίνησης των χρηστών στην τηλεφωνία και στο διαδίκτυο, επικαλούμενο λόγους ανάπτυξης υπηρεσιών αλλά και (φυσικά) ασφαλείας. Πλέον θα καταγράφονται οι ακριβείς κινήσεις όποιου κουβαλάει smartphone. Μια εφαρμογή θέλει τους χρήστες κινητών νέας γενιάς να δίνουν στοιχεία ιατρικού ιστορικού και τυχόν συμπτωμάτων που αντιμετωπίζουν, έτσι ώστε οι επιστήμονες να μπορέσουν να έχουν γεωγραφική επιτήρηση των μη υγιών. Στοιχεία σαν κι αυτά θα είναι διαθέσιμα σε κάθε ενδιαφερόμενο επιστήμονα.
Συμμετοχική επιτήρηση
Στο βαθμό που στις ανεπτυγμένες δυτικές χώρες κάθε κάτοικος έχει κι ένα κινητό και περίπου το 60% στις λεγόμενες αναπτυσσόμενες χώρες, θα μπορούσε να πει κανείς πως αυτό είναι ένα φαινόμενο που συμβαίνει σχεδόν ολοκληρωτικά. Σαν τέτοιο λοιπόν αξίζει να μελετηθεί. Όχι απλά σαν ένα τεχνολογικό φαινόμενο μεγάλης κλίμακας αλλά σαν ένα σύνολο σχέσεων που αλλάζουν καθημερινά (σε συνεργασία, όμως, και με άλλα μέσα, σαν το internet)· των σχέσεων επικοινωνίας εν προκειμένω. Επικοινωνία που ταυτίζεται με την δικτύωση.
Όταν τα 4 δισεκατομμύρια των γήινων έχουν τηλέφωνα συνεχώς μαζί τους, η δικτύωση επιτυγχάνεται μέσω του κινητού τηλεφώνου. Η λογική του ότι κουβαλάει κάποιος ένα τηλέφωνο παντού μαζί του, τον καθιστά συνεχώς προσβάσιμο. Σαν αποτέλεσμα, οι κλήσεις, sms, mms δε μπορούν να αγνοηθούν. Όταν κάποιος θέλει να βρει κάποιον, αρκεί να τον καλέσει. Αυτή η αμεσότητα, η ευκολία της επικοινωνίας δημιουργεί σχέσεις αλληλοεπιτήρησης. Η αλληλοεπιτήρηση στις κοινωνικές σχέσεις έχει γιγαντωθεί με το κινητό τηλέφωνο. Ενδεικτικη αυτής της κατάστασης είναι η κοινότυπη πια ερώτηση “που είσαι;”. Το πώς αλλάζει όμως η επικοινωνία επηρεάζει, με αντίστοιχο τρόπο, και τις υπόλοιπες σχέσεις στην καθημερινότητά μας. Εκεί που για παράδειγμα σε μια σχέση (φιλική, συγγενική) στηριζόταν κανείς στην εμπιστοσύνη με τον άλλο, σήμερα κεντρικά μπαίνει ο έλεγχος – με την ευκολία που παρέχει το μέσο. Έχουν εκφυλιστεί δηλαδή οι δεσμοί στο “πού είσαι;” “τι ώρα θα ‘ρθεις” κ.λ.π. Επίσης, η απευθείας αφήγηση της κάθε έντονης ή ανιαρής στιγμής με το κινητό να φλερτάρει με το αφτί κάθε λίγο και λιγάκι, είναι χαρακτηριστική της ποιότητας των σχέσεων που έχουν διαμορφωθεί από αυτά. Τρανό παράδειγμα είναι οι ερωτικές σχέσεις. Το ζευγάρι επιβεβαιώνει τη θέση στο χώρο που βρίσκεται τακτικότατα. Επιπλέον το κινητό έχει υπάρξει αιτία για πολλούς καβγάδες. Όταν π.χ. ο ένας ρίξει μια ματιά στα μηνύματα του άλλου. Άλλο παράδειγμα είναι όταν κάποιος από το ζεύγος δεχτεί κλήση από μη κοινό γνωστό τους. Αφού στήνει αφτί, με το που τερματίζει η κλήση ξεκινάει η ανάκριση: “Ποιός ήτανε;”, “τί θέλει τέτοια ώρα;” κλπ.
Εκεί όπου βασιλεύει η καχυποψία, οι κλήσεις αυξάνονται. Όπως και στην εργασία. Τα αφεντικά θέλουν να αξιοποιούν το κάθε εργατολεπτό. Όταν το αφεντικό δε μπορεί να επιβλέψει, ένα τηλεφώνημα στο κινητό θα είναι αρκετό για να φορτώσει παραπάνω δουλειά. Παρακολουθείται η διαθεσιμότητα του εργάτη και του προστίθενται καθήκοντα. (Kαθημερινή 27/9/9)
Η δίψα για την πληροφορία έχει φτάσει σε ξέφρενα επίπεδα. Στην αγγλία, αποκαλύφθηκε πως ιδιωτικοί ντέντεκτιβ υπέκλεπταν συνομιλίες από 3000 άτομα (διασημότητες, πολιτικούς, αθλητές), για λογαριασμό του Ρούμπερτ Μέρντοχ, εκδότη δύο μεγάλης κυκλοφορίας ταμπλόιντ (“The sun”, “News of the world”) και ανώτατου στελέχους του συντηρητικού κόμματος της αγγλίας. Πολλά πρωτοσέλιδα είχαν εμπλουτιστεί με τα σκανδαλώδη μυστικά των επωνύμων (Kαθημερινή 10-07-09).
Άλλο παράδειγμα της διαρκούς αλληλοεπιτήρησης είναι μία ισραηλινή εταιρεία κινητών. Η συγκεκριμένη δίνει την δυνατότητα καταγραφής όλων των συνομιλιών με τα μοντέλα της. Η κάθε κουβέντα θα υπάρχει για να ανατρέξει κανείς για οποιονδήποτε λόγο. (Κάτι αντίστοιχο με τα πρακτικά των δικαστηρίων.) Από το να μοιραστεί με τα φιλαράκια του τις ομιλίες που κάνει, μέχρι το να τις έχει σαν πειστήρια σε διαφωνίες. Η ουσία είναι να κρατούνται τα πάντα. Το scripta manent (τα γραπτά μένουν) μετατράπηκε σε verba manent (τα λόγια μένουν).
Μια άλλη μορφή συμμετοχικής επιτήρησης αποτελούν οι εφαρμογές μέσω bluetooth. Αρχεία στέλνονται σε κινητά τηλέφωνα ανυποψίαστων, τα δέχονται, και μέσω αυτών εγκαθίστανται λογισμικά (ιοί) μέσω των οποίων οι αποστολείς των εφαρμογών αυτών μπορούν να πάρουν όλα τα δεδομένα, να χρησιμοποιήσουν το κινητό, να υποκλέψουν συνομιλίες. Τέτοια προγράμματα είναι προσιτά στον καθένα με ένα ψάξιμο στο διαδίκτυο.
Στην οικογένεια, οι γονείς δίνουν στα παιδιά κινητά ώστε να τα εντοπίζουν ανά πάσα στιγμή. Με αυτόν τον τρόπο, τα παιδιά δεν αποκόπτονται ποτέ από τους γονείς. Είναι σε διαρκή επικοινωνία μαζί τους, με την παραμικρή δυσκολία. Δεν παίρνουν ρίσκα. Όταν λείπει η φυσική παρουσία του γονιού, η φωνή του από το κινητό αναλαμβάνει. Από την άλλη, αυτή η πιεστικά στενή αναφορά που δίνουν τα παιδιά, συμβαδίζει με την ελευθερία τους, αφού όταν τους στερείται η έξοδος, για παράδειγμα, αυτά μπορούν να επικοινωνήσουν με τον έξω κόσμο. Να έχουνε μια εποπτεία της δημόσιας ζωής από το σπίτι τους. Πρόκειται, όμως, για φαινομενική ελευθερία μιας και παλιότερα οι νεαροί και οι νεαρές είτε το σκάγανε είτε αναμετρούνταν με τους καταπιεστικούς γονείς τους.
Η κοινωνική ύπαρξη πάει χέρι χέρι με το κινητό τηλέφωνο. Όταν κάποιος δεν είναι κάτοχος ενός τηλεφώνου (σε αντίθεση με όλους τους υπόλοιπους) αμέσως αποκλείεται από τα εγκόσμια επειδή είναι δύσκολα προσβάσιμος, καθώς και επειδή η επικοινωνία γίνεται μέσω των κινητών. Το εργαλείο αυτό είναι τόσο ισχυρό για την δικτύωση με τα άτομα, που ακόμα και φτωχός να είναι κάποιος, κινητό θα έχει για να μιλήσει. Στις ηπα, οι νεαρές κοπέλες στέλνουν – κατά μέσο όρο – 100 sms την ημέρα. Μέσα σε 100 sms τη μέρα, η κάθε στιγμή παύει να είναι προσωπική, παύει να είναι μία αφήγηση, ένα σχόλιο για την στιγμή που δύο άνθρωποι θα συναντηθούν άμεσα. Σε 100 sms τη μέρα περιγράφονται οι κινήσεις του καθενός βήμα βήμα. Γεννιέται μια φλυαρία άσκοπη, επαναπροσδιορίζεται η σημαντικότητα της στιγμής.
Οι σχέσεις στα σχολεία άλλαξαν επίσης. Οι νταήδες πια πειράζουν τα θύματά τους ακόμα και μετά από το σχολείο. Οποιαδήποτε ώρα στέλνουν απειλητικά sms. Ή ακόμα χειρότερα μέσω ντροπιαστικών φωτογραφιών που αποθανάτισαν με τα κινητά τους. Η σχέση δασκάλου – μαθητή διαφέρει και αυτή σε σύγκριση με το παρελθόν. Οι μαθητές, για να σπάσουν τη μονοτονία του μαθήματος, παίζουν με το κινητό. Μέσα σ’ όλα, τραβάνε βίντεο παιδιών που παίρνουν έναν υπνάκο στα θρανία, που κατουράνε στις τουαλέτες, τα θέματα των εξετάσεων κλπ. Οι δάσκαλοι είναι ανήμποροι να αντιδράσουν αφού οι μαθητές χρησιμοποιούν επιχειρήματα του στυλ “δεν ενοχλώ το μάθημα”. Τα κινητά τηλέφωνα καταργήθηκαν (τυπικά) στα σχολεία με αφορμή την γνωστή υπόθεση στην Aμάρυνθο.
Eν τέλει, γίνεται αδύνατο να μην καταγράφονται οι πάντες, ακόμα κι εκείνοι που δεν θέλουν. Όλοι κουβαλάνε μια κάμερα μαζί τους, ενσωματωμένη στο κινητό τους. Ανά πάσα στιγμή ο καθένας γίνεται θέαμα. Ο φετιχισμός της εικόνας επιβάλλει ό,τι τραβάει την προσοχή να μαγνητοσκοπείται. Εξασφαλίζεται η αποτύπωση της “αλήθειας”. Έπειτα το βίντεο μοιράζεται μέσω bluetooth, mms, υπέρυθρων κλπ και, μερικές φορές, δημοσιεύεται. Sites σαν το youtube, κάνουν τη δουλειά της δημοσιοποίησης. Η κάθε στιγμή είναι σημαντική οπότε και πρέπει, καταρχάς, το κινητό τηλέφωνο να έχει κάμερα και με καλή ανάλυση. Πρέπει να τραβήξει κανείς την σκηνή, για να μπορέσει να την “ζήσει” μετά, στην αναπαράστασή της – αλλιώς είναι σαν να μην έγινε. Οι σύγχρονοι υπήκοοι όχι μόνο ζούνε μ’ έναν τρόπο που τους διαφεύγει αλλά με αυτά τα τεχνικά μέσα έχουν οι ίδιοι την δυνατότητα να αναπαράγουν συνεχώς διακεκομμένες (σαν σκετσάκια) και άρα ψευδείς πραγματικότητες και να επιλέγουν με αυτό τον τρόπο να ζουν μέσα σ’ αυτές, παραμερίζοντας την καθημερινή πραγματικότητα, με ό,τι μπορεί να περιλαμβάνει. Η εξιστόρηση μιας στιγμής αντικαθίσταται από ένα βίντεο, μια φωτογραφία. Ο λεκτικός πλούτος αναπληρώνεται από την ευκολία του οπτικού πανδαιμόνιου, πάντα στην τσέπη, έτοιμο να τέρψει το μάτι. Για παράδειγμα, πληθώρα ατόμων βλέπουν τις συναυλίες από τα κινητά τους τηλέφωνα ενώ ο αρτίστας βρίσκεται μπροστά τους με σάρκα και οστά. Ακόμα και οι προσωπικές στιγμές ενός ζευγαριού “ανεβαίνουν” στο διαδίκτυο (τσοντοsite σαν το youporn, xvideos κλπ). Έχει παρατηρηθεί το φαινόμενο κάποιος να τραβάει τη φίλη του σε διάφορες πόζες ή την ώρα του σεξ, και όταν χωρίζουν το βίντεο να δημοσιοποιείται σαν διαπόμπευση. Σημασία έχει το οπτικό υλικό από την εξιστόρηση της στιγμής. Αν δεν υπάρχει αυτό, είναι σα να μην υπάρχει κουβέντα. Στέκεται κιόλας σαν αποδεικτικό στοιχείο της εμπειρίας σου. Ένδειξη της ανδρείας πολλών αρσενικών αποτελούν τα νούμερα, τα sms, οι κλήσεις, τυχόν φωτογραφίες από γυναίκες που είναι αποθηκευμένα στη μνήμη του κινητού.
Χαρακτηριστικά, η συγκεκριμένη τεχνολογία έχει μεταλλάξει ριζικά το τι εννοούμε σαν επικοινωνία σε βαθμό που αυτή έχει ταυτιστεί με το μέσο (δηλαδή τα κινητά). Η τεχνολογία – τεχνική, το επίτευγμα δηλαδή, για τους περισσότερους σήμερα έχει ξεπεράσει σε σημασία την σχέση που ονομάζουμε επικοινωνία, με ό,τι μπορεί αυτό να χωράει. Ακόμη και πράγματα που μπορεί να μην αναπαρίστανται στον ήχο του ραδιοφώνου ή στην οθόνη. Όπως οι μυρωδιές ή το κρύο ή η ζέστη που μπορεί να έχει κάπου. Αυτό που έχει σημασία είναι αν έχεις καλό σήμα, αν είχε κι ο άλλος, και αν τελικά το σήκωσε και είπατε και οι δύο, που είσαστε και το τι θα κάνετε μετά. Οι διαφορετικές παραλλαγές αυτής της διαδικασίας έχουν φτάσει σήμερα να θεωρούνται σαν επικοινωνία. Εκπαιδευόμαστε μάλιστα σ’ αυτήν σε τέτοιο βαθμό που δυσκολευόμαστε (στο μέλλον μπορεί ακόμα και να εκλείψει εντελώς) να επικοινωνήσουμε με τρόπο και να παράγουμε τρόπους που θα ξεπερνούν το “έλα-που-είσαι;” του κινητού, ακόμη κι αν μιλάμε πρόσωπο με πρόσωπο με κάποιον. Ίσως στο μέλλον (ή ακόμη και τώρα) να ακούγεται ρομαντικό ή εξωπραγματικό το να θεωρεί κανείς επικοινωνία να κάθεσαι με κάποιον και να τον κοιτάς στα μάτια όταν μιλάτε ή να τον αγγίζεις. Κι αυτό γιατί θα έχουμε προετοιμαστεί από την καθημερινότητά μας για κάτι άλλο, για επικοινωνία που φέρνει πιο πολύ στο ναι ή όχι του υπολογιστή.
Νομιμοποιημένη είναι η λογική του κινητού – δημοσιογράφου. Πολλοί εκθειάζουν το κινητό τηλέφωνο ως αναγκαίο για τη σφαιρική κάλυψη των δρώμενων. Παράδειγμα το Aμπού Γκράιμπ όπου αμερικάνοι στρατιώτες βασάνιζαν σεξουαλικά ιρακινούς κρατούμενους αποθανατίζοντας τα βασανιστήρια με τα κινητά τους. Τα βίντεο διαδόθηκαν και έφτασαν στα χέρια των μμε. Θεωρήθηκε πως η λήψη τους και η κυκλοφορία τους, έστω κι αν έγινε από τους βασανιστές, ήταν θετικό γεγονός μιας και αποκαλύφθηκε το συμβάν. Εν τω μεταξύ, η άρνηση συμμετοχής στο θέαμα εκλαμβάνεται ως ύποπτη συμπεριφορά, στην καλύτερη ως κομπλεξισμός.
Βάσει των κινητών νέας γενιάς που έχουν ενσωματωμένο gps, sites σαν το facebook και το twitter προσάρμοσαν τις ιστοσελίδες τους. Με τις νέες ικανότητες των συσκευών θα είναι δυνατό να ανανεώνεται το προφίλ του χρήστη δίνοντας την ακριβή τοποθεσία του σημείου που βρίσκεται (geolocation). Sites σαν το gowalla, το brightkite, το loopt κλπ ήδη έχουν αξιοποιήσει τα κινητά νέας γενιάς. Παρέχουν την ακριβή θέση του χρήστη σε όσους σερφάρουν στα παραπάνω site. Κάποια παρέχουν, μάλιστα, εκπτώσεις σε καταστήματα που συνεργάζονται με site γεωεντοπισμού. Αρκεί το “έξυπνο κινητό” να επισκεφτεί ορισμένες τοποθεσίες που του ζητάει / προτείνει το site κερδίζοντας, έτσι, πόντους (αυτό εφαρμόζεται και στην ελλάδα). Κάποια sites όπως το twitter αποθηκεύουν αυτά τα γεωγραφικά δεδομένα για κάποιον καιρό (τουλάχιστον). Τα i-phone προσφέρουν την παρακολούθηση της κάθε κίνησης σε τρίτους. Η εισαγωγή των gps στα κινητά κάνει τις σχέσεις να περνάνε από το μικροσκόπιο. Η γνώση της ακριβούς τοποθεσίας των παιδιών από τους γονείς ή της συζύγου από τον σύζυγο δε θα αφήνει χώρο και χρόνο στις προσωπικές στιγμές. Το ίδιο θα συμβεί με τα αφεντικά, ειδικά σε εξωτερικές δουλειές. Ο κούριερ θα μπορεί να επιτηρείται από το αφεντικό. Η κίνηση των ανθρώπων αποτελεί μια κουκίδα σε μία οθόνη για τον κάθε ενδιαφερόμενο. Για πολλές περιπτώσεις στην περίπτωση “μη γίνει κάτι”.
Σε πολλές χώρες είναι διαδεδομένη η τεχνολογία της “επαυξημένης πραγματικότητας” (augmented reality) – τεχνολογία που εφαρμόζεται στα κράνη των πιλότων από τη δεκαετία του ‘80. Το σύστημα περιλαμβάνει το gps που δίνει τις γεωγραφικές συντεταγμένες, μια ενσωματωμένη πυξίδα που καταλαβαίνει το που στρέφεται ο φακός της κάμερας και ένα επιταχυνσιόμετρο που δίνει τη γωνία λήψης. Με την κάμερα στραμμένη σε κάποιο σημείο, εμφανίζονται πληροφορίες για το εν λόγω σημείο. Έτσι, όταν στραφεί η κάμερα σε ένα κτίριο για παράδειγμα, θα προβάλλονται πληροφορίες για το κτίριο (αν νοικιάζεται κάποιο διαμέρισμα, την ιστορία του κλπ.). Πληροφορίες οι οποίες έχουν καταχωρηθεί μαζί με τις γεωγραφικές συντεταγμένες σε μια βάση δεδομένων. Τέτοια δεδομένα μπορούν να δοθούν από οποιονδήποτε. Είτε από εταιρείες που διαφημίζουν ένα κατάστημα είτε από κάποιον που θέλει να μάθει όλος ο κόσμος ότι το τάδε διαμέρισμα του ανήκει. Στα σκαριά βρίσκεται, επίσης, το λογισμικό augmented id που θα “αναγνωρίζει” το άτομο που σημαδεύει κάποιος με την κάμερα μέσω του i-phone και, στη συνέχεια, θα εμφανίζει τα προφίλ που έχει καταχωρήσει ο “στόχος” στα διάφορα “κοινωνικά” site. Για να ξέρεις γρήγορα και απλά με τι κουμάσι έχεις να κάνεις… Αρκεί να τον στοχεύσεις επιτηρώντας τον.
Γενικότερα, η εισαγωγή τόσο των νέων τεχνολογιών (internet, gps) όσο και των εφαρμογών που τις ακολουθούν σε μία συσκευή, που ήδη είναι ταυτισμένη με την καθημερινή επικοινωνιακή πραγματικότητα χιλιάδων ανθρώπων, και άρα τόσο οικεία, μπορεί να προσδώσει μια αίσθηση απόλυτου στο σχετίζεσθαι όπου η ατομική δικτύωση στην (εικονική;) “κοινωνική” πραγματικότητα θα συμπυκνώνεται μέσα από αυτή την συσκευή. Το κινητό τηλέφωνο τείνει να γίνει η προέκταση του “εγώ”. “Ανύπαρκτος” χωρίς αυτό, On line με αυτό, μετατρέποντας το σε απόλυτο χειριστήριο. Ένα μέσο συνεχούς αυτοπροβολής στη δικτυωμένη πραγματικότητα.
διαδίκτυο
Ιστορικά
“Το Internet συνιστά μια τεχνολογική πλατφόρμα στην οποία πολλές και διαφορετικές υλικές υποδομές (hardware) συναντώνται και συνεργάζονται με εφαρμογές λογισμικού (software), με στόχο την επικοινωνία και τη μεταφορά δεδομένων. Υπολογιστές, διακομιστές, συσκευές επικοινωνίας και βοηθητικές συσκευές, πρωτόκολλα επικοινωνίας και μεταφοράς δεδομένων, προγράμματα πλοήγησης και λειτουργικά συστήματα δικτύωσης, χάλκινα καλώδια και οπτικές ίνες, συνθέτουν την αρχιτεκτονική του Διαδικτύου.”
Η σύλληψη της ιδέας του διαδικτύου και η πραγματοποίηση του οφείλεται στην DARPA (Defense Advanced Research Projects Agency), ερευνητική υπηρεσία του στρατού των ηπα. Προέκυψε κατά τη διάρκεια του ψυχρού πολέμου και ο σκοπός τους ήταν να δημιουργηθεί ένα δίκτυο επικοινωνίας που να μπορεί να επιβιώσει σε περίπτωση πυρηνικής επίθεσης. Το 1969 λοιπόν, εν μέσω κοινωνικού αναβρασμού, λειτούργησε το πρώτο είδος διαδικτύου που συνέδεε καλωδιακά με ταχύτητα 50 Kbps τα πανεπιστήμια, της Καλιφόρνια στο Λος Άντζελες, SRI (στο Στάνφορντ), της Καλιφόρνια στη Σάντα Μπάρμπαρα και της Γιούτα. Αρχικά επρόκειτο για μεταφορά πληροφοριακών πακέτων (packet switching), όπου τα δεδομένα που μεταδίδονται κόβονται σε πακέτα και πολλοί χρήστες μπορούν να μοιραστούν την ίδια επικοινωνιακή γραμμή. Ο σκοπός ήταν η δημιουργία ενός δικτύου που θα συνέδεε απομακρυσμένους κόμβους, ακόμα και αν κάποια από τα ενδιάμεσα συστήματα βρίσκονταν προσωρινά εκτός λειτουργίας. Κάθε πακέτο θα είχε την πληροφορία που χρειάζονταν για να φτάσει στον προορισμό του, όπου θα γινόταν η επανασύνθεσή του σε δεδομένα τα οποία θα μπορούσε να διαβάσει ο τελικός αποδέκτης.
Το 1972 δημιουργήθηκαν τα e-mail, που αποδείχτηκαν ιδιαίτερα δημοφιλή. Στις αρχές της δεκαετίας του ’70 αναπτύχθηκε το πρωτόκολλο επικοινωνίας TCP/IP, που αντικατέστησε το ΝCP (Network Control Protocol), αρχικό πρωτόκολλο του ARPAnet. Το TCP/IP έδινε μεγάλη σημασία στη δυνατότητα διασύνδεσης επί μέρους τοπικών δικτύων. Σύντομα, το πρωτόκολλο αυτό έγινε το μοναδικό πρωτόκολλο επικοινωνίας του ARPAnet. Την ίδια χρονιά (1970) χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά η λέξη Internet.
Το 1974 εγκαινιάστηκε το telnet, η πρώτη εμπορική εκδοχή του ARPAnet. Η εξέλιξή του, όπως και η αύξηση των χρηστών ήταν ραγδαία τα τελευταία 20 χρόνια, ειδικά μετά τη δημιουργία του internet explorer (1995), καθώς και τη γέννηση των δημοφιλών μηχανών αναζήτησης google (1996), yahoo (1994), κλπ. Στην ελλάδα το internet ήρθε το 1991 μέσω του δικτύου NSFNET.
Σήμερα το internet θεωρείται από τους περισσότερους κοινωνική αναγκαιότητα, καθώς το αναγνωρίζουν ως το καλύτερο μέσο για να κοινωνικοποιηθούν, να δουλέψουν, να πολιτικοποιηθούν, να ενημερωθούν, να ψάξουν για πληροφορίες, να παίξουν παιχνίδια, να μιλήσουν με τους φίλους τους, να γκομενίσουν, να ψωνίσουν προϊόντα, να ακούσουν μουσική, να δούν τηλεόραση, να κατεβάσουν ταινίες, προγράμματα ή άλλα δεδομένα κλπ. Η λίστα μοιάζει ατελείωτη. Αυτή η παράλληλη ψηφιακή πραγματικότητα, που έχει διαδοθεί με εκπληκτικούς ρυθμούς, δε θα μπορούσε παρά να αποκτήσει αρκετά γρήγορα και τους επιτηρητές της.
Επιτήρηση από πάνω
Η επιτήρηση αυτή του διαδικτύου είναι μια συνθήκη που δεν κρύβεται από τα αφεντικά, αντίθετα υπερπροβάλλεται ως μια από τις δυνατότητες του νέου τεχνολογικού θαύματος. Οι επιτηρούμενοι του νέου πανοπτικού ξέρουν ότι παρακολουθούνται και ακολούθως προσαρμόζονται στις κανονικότητες / κανόνες του παιχνιδιού, αυτοεπιτηρούμενοι ή επιτηρώντας με τη σειρά τους άλλους. Η αίσθηση ότι οι κινήσεις του καθενός στο internet είναι εν δυνάμει παρακολουθήσιμες ανα πάσα στιγμή είναι πλέον εγγενής στη λειτουργία του.
Το κέντρο βάρους της κριτικής στην παραβίαση των προσωπικών δεδομένων στο internet, δείχνει να εστιάζεται στη δημόσια τάξη και πάλι – που όμως είναι ένα μικρό μόνο μέρος της επιτήρησης, αν και σίγουρα όχι αμελητέο.
Τον τελευταίο καιρό ετοιμάζεται να μπεί σε γενική εφαρμογή ένα νέο πρωτόκολλο, το IPv6 που θα αντικαταστήσει το προηγούμενο IPv4 που χρησιμοποιείται σήμερα. Το νέο πρωτόκολλο παρουσιάζεται ως φιλικότερο στο χρήστη και με ακόμη μεγαλύτερες ταχύτητες, και προορίζεται να καλύψει τις αυξημένες πληθυσμιακές ανάγκες για δικτύωση, παρέχοντας περισσότερες και πιο εξατομικευμένες διευθύνσεις χρηστών (IP). Μ’ αυτόν τον τρόπο η χαρτογράφηση των χρηστών θα είναι ακόμη πιο αποτελεσματική, καθώς ο καθένας θα έχει την προσωπική του ταυτότητα χρήστη, ακόμη κι αν χρησιμοποιεί τον ίδιο υπολογιστή με άλλους.
Οι δυνατότητες της δημόσιας τάξης να επιτηρεί το internet είναι ήδη πολύ μεγάλες. Οι μηχανές αναζήτησης υποχρεούνται να φυλάσσουν τα δεδομένα της ηλεκτρονικής αλληλογραφίας των χρηστών από 6 μήνες εως 2 χρόνια για λόγους δημόσιας ασφαλείας. Η άρση του ιδιωτικού απορρήτου για τις επαφές των χρηστών είναι ιδιαίτερα εύκολη, και ενδεικτικά αναφέρουμε ότι ήδη από το 2009 ο πρόεδρος των ηπα διατηρεί το δικαίωμα να απαγορεύσει την πρόσβαση σε ιστοσελίδες που θεωρούνται επικίνδυνες για τη δημόσια ασφάλεια. Ακόμα, ενθαρρύνεται η αποθήκευση μεγαλύτερων αρχείων δεδομένων σε “αποθήκες” στο internet (με το επιχείρημα ότι τα μεγάλα αρχεία καταλαμβάνουν πολύ χώρο από το σκληρό δίσκο των χρηστών) που διευκολύνει ακόμα περισσότερο την πρόσβαση και τον έλεγχο των αρχών σε αυτές.
Η διαδικτυακή επιτήρηση όμως, είναι ιδιαίτερα διαδεδομένη και στο πεδίο της κατανάλωσης. Ήδη, από τις αρχές της δεκαετίας του 90 οι καταναλωτικές ιστοσελίδες τύπου amazon (και χιλιάδες παρόμοιες) εκμεταλλεύονται προσωπικές πληροφορίες των χρηστών προς εμπορική αξιοποίηση, φτιάχνοντας τα προσωπικά προφίλ του κάθε καταναλωτή. Αυτά τα προφίλ δεν φτιάχνονται μόνο βάσει στοιχείων που έχει δώσει ο καθένας, αλλά και βάσει των ιστορικών περιήγησης, δηλαδή του ποιές σελίδες επισκέπτεται κανείς, ποιά άλλα παρόμοια καταναλωτικά είδη ενδέχεται να τον ενδιαφέρουν ώστε να υπάρχουν παραπομπές σε παρόμοιες σελίδες. Επίσης πόσες φορές συνάντησε ο χρήστης τη χ ή την ψ διαφήμιση, αν ανταποκρίθηκε σε αυτήν ή όχι, κλπ. Με αυτόν τον τρόπο χαρτογραφούν όλο και πιο εξατομικευμένα καταναλωτικά προφίλ και αγοραστικές συμπεριφορές, χωρίς να καταφεύγουν στις παλιές, αμφίβολης αποτελεσματικότητας μεθόδους όπως τα γκάλοπ. Το e-mail marketing και τα spam έχουν γίνει βασικά εργαλεία προώθησης προϊόντων για τις εταιρίες, με χαμηλό συγκριτικά κόστος και με καλύτερη στόχευση σε εξειδικευμένες ομάδες πελατών. Παρόμοια με τις εμπορικές ιστοσελίδες λειτουργούν και οι μηχανές αναζήτησης, ή κόμβοι βίντεο τύπου youtube. Όλες οι σελιδες στο internet τείνουν να προτείνουν παρόμοιες σελίδες, προϊόντα ή υπηρεσίες βάσει του ατομικού προφίλ του κάθε χρήστη.
Κάποια από τα προσωπικά δεδομένα των χρηστών δίνονται εκούσια και άλλα ακούσια. Ένα μέρος τους εντοπίζεται μέσω cookies ή άλλων παρόμοιων εφαρμογών που εγκαθίστανται στο σκληρό δίσκο του υπολογιστή του χρήστη όταν πρωτοεπισκέπτεται μια ιστοσελίδα και παρακολουθούν το ιστορικό περιήγησής του. Άλλα προσωπικά δεδομένα δίνονται οικειοθελώς από τους χρήστες όταν συμπληρώνουν φόρμες για να αγοράσουν προϊόντα, να εγγραφούν σε οποιαδήποτε σελίδα που θα τους παρέχει περισσότερες πληροφορίες αν είναι μέλη, σε on line συζητήσεις σε chat rooms κλπ.
Σε πολλές περιπτώσεις τα στοιχεία αυτά πωλούνται από εταιρείες σε άλλες εταιρίες για παραπέρα αξιοποίηση.
Αξιοσημείωτο είναι ότι η αξιοποίηση αυτή των προσωπικών δεδομένων και οι παραπομπές των ιστοσελίδων σε άλλες παρεμφερείς ιστοσελίδες με τη μορφή προτάσεων, δεν γίνονται αντιληπτές ως επιτήρηση, δεν έχουν αρνητική χροιά, αντίθετα εκλαμβάνονται από την πλειοψηφία των χρηστών ως προνόμιο και διευκόλυνση, απλοποίηση του χάους των πληροφοριών. Παραδείγματα υπάρχουν πολλά. Σελίδες που υπενθυμίζουν στους χρήστες τις γιορτές και τα γενέθλια των φίλων τους και που προτείνουν επίσης πιθανά δώρα για αυτούς, εκδηλώσεις που μπορεί να τους ενδιαφέρουν βάσει των περιηγήσεών τους στον παγκόσμιο ιστό, εμπορικές ιστοσελίδες με wish list, δώρα δηλαδή που συστήνει ο χρήστης – μέλος στους φίλους του να του πάρουν κλπ.
Οι αντιδράσεις περί παραβίασης της ιδιωτικότητας παραμένουν χλιαρές. Για πολλούς γίνεται αντιληπτή ως αναγκαίο κακό (δίνεις πληροφορίες για σένα – χάνεις σε ιδιωτικότητα – κερδίζεις σε υπηρεσίες). Άλλοι ψάχνουν για προγράμματα που θα διασφαλίζουν την ανωνυμία τους καθώς σερφάρουν στο internet. Προσπαθώντας να μετριάσουν κατ’ αυτό τον τρόπο την ακούσια παραβίαση των προσωπικών τους δεδομένων. Αυτό βέβαια σημαίνει παράλληλα ότι για τις περισσότερες από αυτές τις υπηρεσίες προστασίας της ανωνυμίας υποχρεούνται να δώσουν ένα λεπτομερειακό προσωπικό προφίλ στη συγκεκριμένη υπηρεσία.
Άλλος τομέας όπου εμφανίζεται έντονη η ιντερνετική επιτήρηση είναι ο εργασιακός. Από τα τέλη της δεκαετίας του ‘90 ακόμα, κυκλοφορούν προγράμματα που επιτρέπουν την παρακολούθηση των υπολογιστών των υπαλλήλων των επιχειρήσεων από τα αφεντικά. Τους δίνεται η δυνατότητα να βλέπουν ποιές ιστοσελίδες επισκέπτονται οι υπάλληλοί τους, μέχρι και το περιεχόμενο των mail τους. Μπορούν να ειδοποιούνται από τη χρήση συγκεκριμένων λέξεων – κλειδιών για το αν οι υπάλληλοι ασχολούνται με εξωεργασιακές δραστηριότητες και μπορούν, αν το θέλουν, να μεταφέρουν το περιεχόμενο της οθόνης των υπαλλήλων τους στην οθόνη του δικού τους υπολογιστή. Ακόμη και για την ταχύτητα πληκτρολόγησης των εργαζομένων υπάρχει δυνατότητα ενημέρωσης. Παράλληλα, τα ατομικά προφίλ σε σελίδες τύπου facebook τείνουν πλέον να θεωρούνται πιο έγκυρα στην αγορά εργασίας από τα κλασικά βιογραφικά.
Ανάλογους τρόπους επιτήρησης εφαρμόζουν και διάφορα πανεπιστήμια που ελέγχουν τα ιστορικά περιήγησης των φοιτητών τους αν και όχι πάντα εν γνώσει τους, με αντάλλαγμα φτηνό ή δωρεάν internet. Εξέχοντα ρόλο σ’ αυτό το γαϊτανάκι επιτήρησης παίζουν και οι άκρως δημοφιλείς μηχανές αναζήτησης τύπου google και yahoo, όπως προαναφέραμε καθώς επίσης και οι ιστοσελίδες κοινωνικής δικτύωσης (social networks).
Ενδεικτικό είναι το ότι μετά από κατηγορίες για παραβίαση προσωπικών δεδομένων, ο πρόεδρος της google δήλωσε ότι “οι υπηρεσίες της εταιρείας του είναι εστιασμένες στην καλύτερη δυνατή εξυπηρέτηση των χρηστών και γι αυτό το λόγο αποθηκεύονται κάποιες πληροφορίες βάσει της επισκεψιμότητας των σελίδων. Αν κάποιος ντρέπεται για το περιεχόμενο των σελίδων που επισκέπτεται, μπορεί να σταματήσει να το κάνει.”
Επίσης, στην αυστραλία ξέσπασε σκάνδαλο όταν αποδείχθηκε ότι τα κινητά συνεργεία της υπηρεσίας Street View της google, που φωτογραφίζουν κάθε γειτονιά σε δεκάδες πόλεις σε όλο τον κόσμο, συνέλεγαν ταυτόχρονα δεδομένα από ξεκλείδωτα ασύρματα δίκτυα, e-mails και λίστες με τα sites που επισκέπτονταν χρήστες. H απάντηση που δόθηκε, ήταν ότι τα προσωπικά δεδομένα συλλέχθηκαν κατά λάθος(!) και δεν είναι στην πολιτική της εταιρείας να συλλέγει προσωπικά δεδομένα. Δεσμεύτηκε ότι θα διαγράψει τα επίμαχα στοιχεία και δήλωσε ότι δεν τα έχει χρησιμοποιήσει πουθενά.
Και για τις υπόλοιπες εταιρίες πάντως, υπάρχουν πλήθος καταγγελιών για αντίστοιχες παραβιάσεις, ειδικά για το facebook, που θεωρείται αυτή τη στιγμή από τις μεγαλύτερες βάσεις φωτογραφικού υλικού των χρηστών του στον κόσμο. Tέλος πολλά έχουν ειπωθεί κατά καιρούς για τη συνεργασία των εταιρειών μηχανών αναζήτησης και κοινωνικής δικτύωσης με την αστυνομία.
Συμμετοχική επιτήρηση
Δεν είναι όμως μόνο η επιτήρηση από τα αφεντικά και η οικειοθελής παραχώρηση των προσωπικών στοιχείων των χρηστών που δημιουργούν τα τόσο πλήρη εξατομικευμένα ιστορικά του καθενός, αλλά και η αλληλοεπιτήρησή τους. Ειπώθηκε και πριν: η επιτήρηση δεν είναι μόνο κάθετη από πάνω προς τα κάτω. Οι οριζόντιες μορφές της αποδεικνύονται εξίσου επικίνδυνες. Καταφέρνουν να κλείσουν τις τρύπες στα κυκλώματα επιτήρησης, απέναντι στις οποίες τα αφεντικά από μόνα τους δεν θα μπορούσαν να είναι τόσο αποτελεσματικά.. Ο όγκος των πληροφοριών που διατίθενται και η εύκολη προσβασιμότητα σε αυτές κάνουν τις φαινομενικά ακίνδυνες πληροφορίες επικίνδυνες, συνθέτοντας ακόμη πιο ακριβή ατομικά προφίλ.
Ακόμη και οι πρακτικές peer to peer που είναι στη βάση τους παραβατικές, υπήρξαν πρόδρομος της αλληλοεπιτήρησης, από τη στιγμή που μπορούσε να έχει ο καθένας πρόσβαση στα αρχεία των υπολογιστών των άλλων. Πλέον υπάρχουν και ειδικά προγράμματα, με τα οποία μπορεί κανείς να εισχωρήσει στους σκληρούς δίσκους άλλων και να υποκλέψει αρχεία και πληροφορίες.
Το facebook, το twitter, το myspace, το chat roulette, το hi5, το friendster, αυτοί οι ιστότοποι κοινωνικής δικτύωσης θεωρούνται ως η νέα μορφή επικοινωνίας. Έρευνα που πραγματοποιήθηκε σε αμερικανικά πανεπιστήμια έδειξε πως το facebook κρίνεται, απ’ τους χρήστες του, σαν ένα απ’ τα τρία σημαντικότερα πράγματα στη ζωή, μαζί με το σεξ και το αλκοόλ. Καθημερινά εγγράφονται εκατοντάδες χιλιάδες νέα μέλη παγκοσμίως στην υπηρεσία του facebook. Κάθε χρήστης “ανεβάζει” κατά μέσο όρο 50 φωτογραφίες συνδεδεμένες με το προφίλ του. Το facebook έφτασε μέσα στον Aπρίλιο του 2010 να είναι για μια εβδομάδα ο δημοφιλέστερος δικτυακός τόπος στο internet, αφήνοντας πίσω του yahoo και google.
Τι είναι όμως αυτά τα κοινωνικά δίκτυα, που έγιναν τόσο δημοφιλή σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα; Τα social networks όπως λέγονται, είναι οι απόγονοι των ανοιχτών chatrooms της προηγούμενης δεκαετίας. Από τα μέσα της δεκαετίας του ‘90 ως τις αρχές του 2000 είχαν αρχίσει να εμφανίζονται κοινωνικές υπηρεσίες επικοινωνίας στο internet με κάποια από τα χαρακτηριστικά των social networks, όπως το Geocities, Globe.com, Planet out/gay.com, εστιασμένα όμως κυρίως στην on line επικοινωνία, του είδους του msn, που απευθύνονταν σε ομάδες ανθρώπων πιο εξειδικευμένου ενδιαφέροντος. Ακολούθησε το friendster, δικτυακός τόπος όπου έφτιαχνε το κάθε μέλος σελίδα με το προφίλ του προκειμένου να βρει φίλους ή ερωτικούς συντρόφους παρόμοιων ενδιαφερόντων. Από το 2000 και μετά, ακολούθησαν τα πλέον δημοφιλή σήμερα social networks, με πιο γνωστό το facebook.
Το facebook δημιουργήθηκε το 2004 από 3 φοιτητές του Χάρβαρντ, τους Mark Zuckerberg, Andrew McCollum και Eduardo Saverin. Αρχικά απευθυνόταν στους φοιτητές του πανεπιστημίου, ζητώντας τους το αληθινό τους όνομα, φωτογραφία και τα στοιχεία τους, ώστε να μπορούν ανά πάσα στιγμή να επικοινωνήσουν διαδικτυακά με τους συμφοιτητές τους. Σύντομα το πρότζεκτ άνοιξε και περιέλαβε και άλλα πανεπιστήμια με αποτέλεσμα το 2005 να αριθμεί 11 εκατομμύρια χρήστες. Το 2006 άνοιξε και στο κοινό, διατηρώντας τα βασικά του χαρακτηριστικά, όπως πχ τα αληθινά ονοματεπώνυμα των χρηστών, που συνεχίζουν να αποτελούν τη συντριπτική πλειοψηφία των εγγεγραμμένων μελών, ακόμα και σήμερα. Πέρα από την κοινωνική δικτύωση με τους εκατοντάδες φανταστικούς φίλους, το facebook προσφέρει και τη δυνατότητα συμμετοχής σε ένα πλήθος διαδραστικών εφαρμογών, που για να λειτουργήσουν, πρέπει ο χρήστης να προσκαλέσει και άλλους να παίξουν ή να συγκριθούν μαζί του.
Δεν είναι όμως μόνο που η πλήρης προβολή των στοιχείων των περισσότερων χρηστών δίνει απεριόριστες δυνατότητες ελέγχου στις αρχές. Είναι που και οι χρήστες αυτών των δικτύων επιτηρούν διαρκώς ο ένας τον άλλον, Είτε από περιέργεια, είτε εξαιτίας της πολύ διαδεδομένης στις μέρες μας κουλτούρας της κλειδαρότρυπας.
Δυνατότητες υπάρχουν πολλές και οι ιστοσελίδες κοινωνικής δικτύωσης ωθούν τα μέλη τους σε αυτήν την κατεύθυνση κι οι χρήστες πρόθυμα ανταποκρίνονται. Ακόμη και να μην επιλέξει να το ψάξει κανείς, πληροφορείται για το ποιος φίλος του επισκέφθηκε το προφίλ ποιού, ποιος έγινε φίλος με ποιον, ποια είναι η ψυχολογική διάθεση του καθενός, ποιανού φωτογραφία αναρτήθηκε σε κάποιων το προφίλ, για σχολιασμούς και κόντρα σχολιασμούς, τέστ που συγκρίνουν προσωπικότητες μεταξύ φίλων, κλπ. Πολιτικά ντιμπέιτς και ιντερνετικές διαμαρτυρίες φιλοζωικού, οικολογικού ή κάθε τύπου, μοστράρονται, συγκρίνονται καθημερινά μεταξύ εκατομμυρίων ανθρώπων, δίνοντας έτσι τόσα πολύπλευρα στοιχεία για το ποιον του καθενός, και φτιάχνοντας τόσο πλήρεις και εξατομικευμένες βάσεις δεδομένων, που κανένα κράτος δεν διανοήθηκε ως τώρα ότι θα μπορούσε να αποκτήσει, ειδικά μέσα σε ένα τέτοιο κλίμα εθελοντισμού. Οι πολιτικές ταυτότητες και οι σεξουαλικές προτιμήσεις, οι συνήθειες διασκέδασης και τα τεστ IQ συμπληρώνουν τα υπόλοιπα ιστορικά από άλλους ιντερνετικούς τόπους κι όχι μόνο.
Οι κανονικότητες που επιβάλλονται μέσα από τέτοια sites είναι εντυπωσιακές. Επιβάλλεται να προσθέσει κανείς το αφεντικό του στους ιντερνετικούς του φίλους, βομβαρδίζεται με προσκλήσεις για να συμμετέχει σε γκρουπ που προπαγανδίζουν τα επίκαιρα αιτήματα των μήντια (από οικολογικά γκρουπ μέχρι γκρουπ εθνικής ενότητας) και όποιος απέχει επιδεικτικά είναι ύποπτος. Ύποπτος για την έλλειψη συμμετοχής, ύποπτος γιατί δεν κάνει αυτό που κάνουν όλοι οι άλλοι. Η δήλωση πολιτικής ταυτότητας επίσης επισύρει πλήθος κινδύνων για τον αφελή χρήστη, κι όχι μόνο από πιθανή δίωξη των αρχών. Αποτελεί έναν εύκολο τρόπο να τον εντοπίσουν οι εχθροί του.
Άλλη περίπτωση αλληλοεπιτήρησης, ιδιαίτερα δημοφιλής στο διαδίκτυο, είναι η καταγγελία ιστοσελίδων. Αν υποπέσει στην αντίληψη κάποιου χρήστη site με ακραίο περιεχόμενο (που μπορεί να έχει σχέση με βία, σεξ, ρατσισμό ή ό,τι άλλο) μπορεί να το καταγγείλει στη μηχανή αναζήτησης, διευκολύνοντας έτσι το έργο της. Αυτού του είδους οι καταγγελίες έχουν και μια άλλη επικίνδυνη διάσταση. Είναι η χαρά της συμμετοχής των χρηστών ότι μπορούν να επηρεάσουν, να γευτούν τις δυνατότητες της επιτήρησης με το πάτημα του κουμπιού report.
Οι οικογένειες επίσης έχουν την τιμητική τους: υπάρχουν ειδικά προγράμματα για γονείς που τους βοηθούν να παρακολουθούν πιο εύκολα τα ιστορικά περιήγησης των παιδιών τους και να τα ελέγχουν έτσι καλύτερα. Η φιλολογία περί προστασίας των παιδιών έχει εξελιχθεί σε πολύ καλό σύμμαχο της επιτήρησης και με άλλους τρόπους. Διάφορα sites για να διαπιστώσουν αν ο χρήστης που ζητά πρόσβαση στο περιχόμενό τους είναι παιδί ή ενήλικος, ζητούν αριθμό πιστωτικής κάρτας ή σκαναρισμένη άδεια οδήγησης.
gps
ιστορικά
Tο gps (global positioning system – σύστημα παγκόσμιου εντοπισμού) είναι ένα σύστημα δορυφορικής επιτήρησης που εξακριβώνει την θέση και τον χρόνο κάτω από οποιεσδήποτε καιρικές ή άλλες συνθήκες, υπό τον όρο ότι η εξεταζόμενη θέση (“στίγμα”) είναι “ορατή” από 3 τουλάχιστον δορυφόρους.
Πρόκειται για ένα σύστημα που βρίσκεται υπό τον έλεγχο της αμερικανικής κυβέρνησης.
Άλλα κράτη έχουν αναπτύξει και εγκαταστήσει παρόμοια τεχνολογία, ή βρίσκονται καθ’ οδόν τα δικά τους παρόμοια συστήματα.
Συγκεκριμένα:
– H ευρωπαϊκή ένωση προωθεί το σύστημα Galileo.
– H κίνα έχει εγκαταστήσει ήδη το σύστημα Beidou, που καλύπτει την ασία και τον δυτικό ειρηνικό, ενώ ετοιμάζει το σύστημα Compass, που θα έχει παγκόσμια εμβέλεια, και αναμένεται να λειτουργήσει μετά το 2015.
– H ρωσία έχει σχεδόν εγκαταστήσει το σύστημα Glonass.
– H ινδία προωθεί το σύστημα Irnss.
– H ιαπωνία προωθεί το σύστημα Qzss.
Tο gps αναπτύχθηκε απ’ το αμερικανικό υπουργείο άμυνας, και βασίζεται σε 24 δορυφόρους σε διαρκή περιστροφή γύρω απ’ την γη σε διάφορες τροχιές. O σχεδιασμός του άρχισε το 1973. O πρώτος δορυφόρος εκτοξεύτηκε το 1989 και ο 24ος και τελευταίος του συστήματος τον Γενάρη του 1994. Aπό τον Δεκέμβριο του 1993 πάντως το gps ήταν επιχειρησιακά έτοιμο.
Tο σύστημα αποτελείται απ’ τον διαστημικό εξοπλισμό (δορυφόρους), τον μηχανισμό ελέγχου, και τον εξοπλισμό του χρήστη. H αμερικανική αεροπορία ελέγχει τα δύο πρώτα. Oι δορυφόροι εκπέμπουν διαρκώς σήματα, τα οποία λαμβάνουν οι δέκτες, και εφόσον λαμβάνουν σήματα από 3 τουλάχιστον δορυφόρους που βρίσκονται σε διαφορετικές θέσεις, οι δέκτες υπολογίζουν τις 3 διαστάσεις της θέσης τους (γεωγραφικό πλάτος, μήκος, ύψος απ’ την επιφάνεια της θάλασσας) καθώς και την χρονική τους θέση.
Tο gps σχεδιάστηκε πάνω στην εμπειρία προηγούμενων χερσαίων δικτύων ραδιο-εντοπισμού, όπως το Loran και το Decca Navigator που αναπτύχθηκαν στις αρχές της δεκαετίας του 1940 και χρησιμοποιήθηκαν στον B παγκόσμιο πόλεμο. Aν και κάποιες έρευνες είχαν γίνει νωρίτερα, η σχετική τεχνολογία απ’ την μεριά των αμερικάνων προχώρησε γρήγορα μετά την εκτόξευση απ’ την εσσδ του δορυφόρου Sputnik στο διάστημα, το 1957 – κάτι που γινόταν για πρώτη φορά. Προσπαθώντας να παρακολουθούν την θέση του σοβιετικού δορυφόρου μέσω των ραδιοσημάτων που εξέπεμπε, οι αμερικάνοι τεχνικοί ανέπτυξαν μια τεχνολογία “εντοπισμού θέσης κινούμενου πομπού”.
Παρ’ όλη την διάθεση των τεχνο-επιστημόνων να εξελίξουν την τεχνολογία για στρατιωτική κατ’ αρχήν χρήση, δεν ήταν καθόλου εύκολο να βρουν τέτοιες δικαιολογίες ώστε να πείσουν το αμερικανικό Kογκρέσσο να εκταμιεύσει τα εκατομμύρια δολάρια που θα χρειαζόταν η κατασκευή, η εγκατάσταση και η λειτουργία ενός τέτοιου συστήματος, και μάλιστα παγκόσμιας κάλυψης. Tελικά, ο διαρκής μιλιταρισμός του “Ψυχρού πολέμου”, με τα πυρηνικά να είναι η “απειλή” αλλά και η βασική “υπεροπλία” των ηπα, επέτρεψαν να χρηματοδοτηθεί επαρκώς η ανάπτυξη ενός δορυφορικού συστήματος παγκόσμιου εντοπισμού θέσης. H αγία πυρηνική τριάδα των ηπα απαρτιζόταν απ’ τους βαλλιστικούς πυραύλους με εκτόξευση από υποβρύχια· τα στρατηγικά βομβαρδιστικά· και τους διηπειρωτικούς πυραύλους. Aπ’ αυτά τα τρία όπλα, τα υποβρύχια ήταν εκείνα των οποίων η θέση ήταν γενικά αβέβαιη, αλλά κατά την στιγμή της εκτόξευσης θα έπρεπε να είναι ακριβώς υπολογισμένη. Kαι προφανώς αυτή η θέση θα μπορούσε να προσδιοριστεί μόνο μέσω “επικοινωνίας” των υποβρυχίων με το διάστημα. H αμερικανική αεροπορία και το ναυτικό έκαναν παράλληλα έρευνες για το θέμα, και τον Mάιο του 1973 σε μια συνάντηση 12 αξιωματικών στο Πεντάγωνο ολοκληρώθηκαν οι προδιαγραφές για την δημιουργία ενός “αμυντικού δορυφορικού συστήματος πλοήγησης” (defence navigation satellite system, DNSS). Tο πρόγραμμα αρχικά ονομάστηκε navstar, ύστερα navstar-gps και τελικά σκέτο gps.
Mετά την κατάρριψη του κορεατικού επιβατηγού τζάμπο, το 1983, απ’ την ρωσική αεροπορία (παραβίασε τον ρωσικό εναέριο χώρο – 269 νεκροί) ο αμερικάνος πρόεδρος Pήγκαν υπέγραψε νόμο σύμφωνα με τον οποίο το gps θα είχε και πολιτικές χρήσεις μόλις γινόταν επιχειρησιακά έτοιμο. Aλλά οι ακριβέστερες από άποψη σήματος εκπομπές των δορυφόρων παρέμειναν στην αποκλειστική χρήση του στρατού. Aυτό άλλαξε σε κάποιο βαθμό το 2000, όταν τέθηκε σε εφαρμογή νόμος του Kλίντον (απ’ το 1996) για την βελτίωση της ακρίβειας στον προσδιορισμό θέσης για την πολιτική χρήση των δεκτών του gps απ’ τα 1000 πόδια (απόκλιση) που ήταν ως τότε, στα 65 πόδια.
Eν τούτοις η αμερικανική κυβέρνηση εξακολουθεί να ελέγχει ως σήμερα τις τεχνικές δυνατότητες των δεκτών gps που κυκλοφορούν στο εμπόριο. Όλοι οι δέκτες που μπορούν να δουλέψουν σε υψόμετρο άνω των 18 χιλιομέτρων και είναι ακριβείς σε ταχύτητες (δικής τους κίνησης) μεγαλύτερης των 515 μέτρων το δευτερόλεπτο θεωρούνται όπλα, και χρειάζεται η έγκριση του αμερικανικού κράτους για να εξαχθούν. Aυτά τα όρια έχουν στόχο την προστασία της πλοήγησης των βαλλιστικών πυραύλων.
Oι πρώτες φορητές συσκευές με αξιόπιστη λειτουργία gps είχαν αναπτυχθεί απ’ τα τέλη της δεκαετίας του ‘90, και ήταν διαθέσιμες για ευρύτερη χρήση μέσω δικτύων όπως αυτά που “έτρεχαν” εταιρείες σαν την Nextel, την Sprint και την Verizon, ειδικά μετά το 2002, λόγω οδηγιών της αμερικανικής κυβέρνησης για τέτοιου είδους φορητές συσκευές εντοπισμού θέσης σε περίπτωση κινδύνου. Tον Nοέμβριο του 2004 η εταιρεία Qualcomm ανακοίνωσε την πετυχημένη ολοκλήρωση δεκτών gps για κινητά τηλέφωνα. Eν τω μεταξύ συνέχισαν οι εκτοξεύσεις βελτιωμένων τεχνολογικά δορυφόρων (τον Mάρτιο του 2008 υπήρχαν 31 συνολικά σε λειτουργία για λογαριασμό του gps, και 2 παλιότεροι των οποίων η λειτουργία είχε διακοπεί), καθώς και οι προσθήκες νέων συχνοτήτων στις εκπομπές τους. Mε την διαρρύθμιση των τροχιών τους, κάθε σημείο της επιφάνειας του πλανήτη, σε ξηρά, θάλασσα ή αέρα “βλέπει” (ή “βλέπεται” από) 7 ή 8 δορυφόρους ταυτόχρονα.
Aν και θεωρητικά χρειάζονται τα σήματα μόνο 3 δορυφόρων για να υπολογίσει ο δέκτης την θέση του (με βάση πάντα 3 (+1 διάσταση, αυτή του χρόνου) τις συντεταγμένες των θέσεων των δορυφόρων, οι οποίες μεταφέρονται διαρκώς σαν πληροφορίες μέσα απ’ τα σήματα που εκπέμπουν), η ταχύτητα περιστροφής των δορυφόρων επηρεάζει τον “συγχρονισμό” των σημάτων, πράγμα που σημαίνει ότι μια μόνο μικρή χρονική απόκλιση ενός απ’ τα σήματα μπορεί να οδηγήσει τον αλγόριθμο υπολογισμού θέσης σε μεγάλα λάθη. Γι’ αυτό ο ασφαλής εντοπισμός γίνεται με την λήψη σημάτων από 4 ή και περισσότερους δορυφόρους.
Aξίζει εδώ να επισημανθεί ότι είναι διαφορετικό πράγμα ο “εντοπισμός θέσης” που επιτυγχάνεται μέσω συσκευών με το κατάλληλο λογισμικό αξιοποιώντας τα σήματα των δορυφόρων, και εντελώς διαφορετικό η “μετάδοση των συντεταγμένων της θέσης” σε άλλες συσκευές. Aυτό το τελευταίο γίνεται είτε μέσω πιο “παραδοσιακών” χερσαίων τεχνολογιών εντοπισμού θέσης (και, πλέον, “πληροφοριών για την θέση”) όπως η εκπομπή (απ’ την συσκευή του gps) ραδιοκυμάτων, είτε, ακόμα καλύτερα, με την τεχνολογία των κινητών τηλεφώνων. H συσκευή, σ’ αυτήν την τελευταία εκδοχή, εκπέμπει σήμα (με τις πληροφορίες για την θέση όπως αυτή προσδιορίστηκε μέσω gps) όπως τα κινητά – ερήμην του κατόχου / χρήστη της συσκευής gps. Aυτή είναι η περίπτωση, για παράδειγμα, των συσκευών gps για τον εντοπισμό (χαμένων) κατοικίδιων ζώων: η συσκευή στερεώνεται στο κολάρο του σκύλου, και μέσω του δικτύου κινητής τηλεφωνίας ή του ασύρματου internet, “μαρτυράει” διαρκώς την θέση της.
H τεχνολογία Bluetooth αναπτύχθηκε αρχικά σαν πρωτόκολλο επικοινωνίας για να διασυνδέονται μεταξύ τους εξωτερικές συσκευές gps.
Eν τω μεταξύ οι δορυφόροι του gps είναι πάντα μέρος της αμερικανικής αντιβαλλιστικής “άμυνας” (σύστημα έγκαιρης προειδοποίησης βαλλιστικών πυραύλων): μέσω θερμικών ανιχνευτών “βλέπουν” τις υψηλές θερμοκρασίες εκτόξευσης ενός βαλλιστικού πυραύλου.
Eπιτήρηση απ’ τα πάνω: το gps στην υπηρεσία των κρατών και των αφεντικών
Τα συστήματα προσδιορισμού θέσης έχουν λαμπρό μέλλον σαν συστήματα επιτήρησης από κρατικές υπηρεσίες “σωφρονισμού” ή αφεντικά των μεταφορικών εταιρειών. Στοχεύουν κυρίως σε κρατούμενους (με αναστολή) και μετανάστες (υπό απέλαση) καθώς και εργαζόμενους / οδηγούς φορτηγών, αυτοκινήτων, κούριερ, κ.α. Ένα τέτοιο σύστημα, με τη βοήθεια του κατάλληλου λογισμικού, μπορεί να αποτυπώσει πάνω σ’ ένα χάρτη, τόσο την ημερήσια διαδρομή π.χ. ενός υπόδικου για σεξουαλικά εγκλήματα, όσο και να προσδιορίσει την ακριβή χρονική στιγμή, που πέρασε από συγκεκριμένα σημεία. Με τον ίδιο τρόπο το αφεντικό της μεταφορικής μπορεί, θεωρητικά, να παρατηρήσει την παραγωγικότητα σ’ ένα οχτάωρο, κάποιου απ’ τους οδηγούς του: ελέγχοντας τους χρόνους μετάβασης του οδηγού, από ένα σημείο της πόλης (ή της χώρας) στο άλλο και συγκρίνοντάς το με τους “βέλτιστους χρόνους μετάβασης”, επιβάλλει μια νόρμα αποστάσεων / χρόνου στους εργάτες του.
το gps σαν “δεξί χέρι” του νόμου
Όπως είπαμε, οι νέες τεχνολογίες προσδιορισμού θέσης (και επιτήρησης) εφαρμόζονται σε υπόδικους (σε η.π.α. και αγγλία) με σχετικά “χαμηλές” καταδικαστικές ποινές και μετανάστες που, είτε περιμένουν να εκδικαστεί η αίτηση ασύλου που έχουν καταθέσει, είτε έχει προγραμματιστεί η απελασή τους. Ήδη από το 2002 στις η.π.α. και από το 2004 στην αγγλία, εφαρμόζονται προγράμματα των υπηρεσιών “ελέγχου” της μετανάστευσης, στα πλαίσια της “αποσυμφόρησης” των φυλακών από μετανάστες που περιμένουν να δικαστούν. Έτσι χιλιάδες μετανάστες / στριες, υποχρεώνονται να φορούν στο ένα τους πόδι υπερτεχνολογικούς “χαλκάδες”/ κολλάρα με ενσωματωμένο δέκτη gps. Αυτά τα κολλάρα δεν μπορούν ν’ αφαιρεθούν από τους μετανάστες (τα φοράνε ακόμα και κάνοντας μπάνιο ή στο κρεβάτι τους!) και πάντως, αν αφαιρεθούν είναι εφικτό τεχνολογικά να γίνει αντιληπτή η αφαίρεση από τις “σωφρονιστικές” υπηρεσίες. Επίσης, σε πολλούς απ’ αυτούς τους ανθρώπους, οι “σωφρονιστικοί κανόνες” απαγορεύουν να εξέρχονται από το σπίτι τους, εκτός από ένα χρονικό “παράθυρο” από το πρωί μέχρι νωρίς το απόγευμα, χρονικό διάστημα ενός τυπικού ωραρίου εργασίας. Έτσι για να εμπεδώσουν όλοι τί ακριβώς σημαίνει μετανάστης – εργάτης σήμερα και πολύ περισσότερο αύριο…
Οι “πρακτικοί” αμερικανοί υπολογίζουν πως ένα κολλάρο στο πόδι του μετανάστη έρχεται πολύ πιο φτηνά ετησίως για τον κρατικό προϋπολογισμό, από τα έξοδα στέγης και σίτησης στη φυλακή. Κατά τους ίδιους “πρακτικούς” ανθρώπους, ένα κολλάρο με δέκτη gps, είναι “ανθρωπιστικότερο” από το να κλείνεται στη φυλακή μια μητέρα μετανάστρια με ανήλικα παιδιά. Έτσι, από το 2002 μέχρι σήμερα, είναι αλματώδης η αύξηση του προϋπολογισμού τέτοιων προγραμμάτων από τις αστυνομικές και αντιμεταναστευτικές υπηρεσίες, πολλών πολιτειών στις ηπα. Ενδεικτικά, για ένα ομοσπονδιακό πρόγραμμα “εναλλακτικών του εγκλεισμού (μεθόδων)” η χρηματοδότηση ανέβηκε από 3 εκατομμύρια δολλάρια το 2002, σε 70 το 2010. Αυτά τα προγράμματα αφορούν έναν όλο και μεγαλύτερο αριθμό μεταναστών – προς – απέλαση ή σε – αναμονή – της -δίκης, σε 165 πόλεις στις ηπα. Ήδη τον Ιούλιο του 2009, 5.700 μετανάστες ήταν υποχρεωμένοι να φορούν στο πόδι τους, κολλάρο -δέκτη gps. Η (άμεση) προοπτική είναι παρόμοια συστήματα επιτήρησης να εφαρμοστούν σε 27.000 (και πλέον) μετανάστες, σ’ ένα πρόγραμμα αξίας εκατοντάδων εκατομμυρίων δολλαρίων.
Στην άλλη μεριά, υπάρχει το παράδειγμα των υπόδικων για “σεξουαλικής φύσης αδικήματα”, όπου οι ποινές που έχουν επιβληθεί θεωρούνται “ελαφριές” και ως εκ τούτου δεν οδηγούν στον εγκλεισμό. Ήδη 23 πολιτείες στις πρωτοπόρες ηπα εφαρμόζουν τέτοια προγράμματα σε υπόδικους, αναγκάζοντάς τους να φορούν κολλάρα με δέκτες gps. Εκεί η επιτήρηση εκτός όλων των προαναφερθέντων περιορισμών, έχει κι άλλους. Οι κινήσεις του υπόδικου ελέγχονται σε 24ωρη βάση για να είναι σίγουροι οι ανθρωποφύλακες πως ο συγκεκριμένος “στόχος” περνάει σε απόσταση “ασφαλείας” (αρκετών εκατοντάδων μέτρων) από σχολεία και παιδικές χαρές: έτσι, υποτίθεται πως, αποκλείεται η περίπτωση ο υπόδικος να “υποτροπιάσει” και να παρενοχλήσει ανήλικους. Εννοείται πως τα σημεία “απαγόρευσης διέλευσης” μπορεί να είναι τόσα πολλά που ν’ απαγορεύουν ουσιαστικά στον υπόδικο την πρόσβαση σε ολόκληρους τομείς μιας πόλης.
Συνοψίζοντας: οι τεχνολογίες προσδιορισμού θέσης στην υπηρεσία του νόμου, ουσιαστικά διευρύνουν και επεκτείνουν το νόημα του (πάλαι ποτέ) κατ’ οίκον περιορισμού. Έχοντας το “πλεονέκτημα” να φαντάζουν “ανθρωπιστικότερες του εγκλεισμού”, για το μέσο όρο του σύγχρονου τεχνο-φετιχιστή υπήκοου, παράγουν έναν ολόκληρο νέο ορίζοντα χωρο/χρονικών απαγορεύσεων. Με το “οικονομικό/ανθρωπιστικό” πρόσχημα πως “έτσι αδειάζουν οι φυλακές”, ουσιαστικά αυτές βγαίνουν έξω από τα όρια του σωφρονιστικού ιδρύματος, στις πόλεις. Με ατμομηχανές την “λαθρο”μετανάστευση και την παιδεραστία, παράγονται νέες τεχικές κρατικής τιμωρίας. Αλλά όχι μόνο αυτές: στις ηπα ήδη ακούγονται (φασιστικές) φωνές υπέρ της διεύρυνσης παρόμοιων μεθόδων προς όποιους/όποιες θα μπορούσαν δυνητικά ν’ αποτελούν κίνδυνο εθνικής ασφάλειας. Για παράδειγμα τους / τις μουσουλμάνους/ες που ζουν στη “χώρα της ελευθερίας”. Οι νέες τεχνολογίες επιτήρησης έχουν ανοίξει την όρεξη πολλών και όχι μόνο στις ηπα.
Συμμετοχική επιτήρηση
Eνώ οι “ανάγκες” προσδιορισμού θέσης για λογαριασμό των απο-πάνω (οποιουδήποτε είδους) μοιάζουν λογική συνέπεια των (προσδιορισμένων!) θέσεων εξουσίας που κατέχουν, είναι – θα έπρεπε να είναι – ένα ερώτημα σε τι χρειάζονται αυτήν την τεχνολογία οι απο-κάτω. Παράδοξο ή όχι, είναι αποδεδειγμένο ήδη ότι βρίσκουν λόγους – για – να – την – χρειάζονται, και μάλιστα σε όλο και μεγαλύτερα κοινωνικά σύνολα.
Mια κατηγορία διαφημίσεων που στόχευαν στη δημιουργία κοινού “χρηστών” του gps αφορούσε το να ξέρει κανείς που βρίσκεται ο (χαμένος) σκύλος του ή ο (χαμένος λόγω αλτσχάιμερ) συγγενής του! Tο να βάλει κανείς στο κολλάρο του σκύλου την όχι και πανάλαφρη συσκευή μπορεί να θεωρείται εύκολο· είναι το ίδιο το να φορέσει το αντίστοιχο βραχιόλι στον “γέρο” ή στο παιδί; Δεν ξέρουμε τι πρακτική / εμπορική επιτυχία έχει ως τώρα αυτή η κατηγορία “ανάγκης για gps” στις ηπα ή όπου αλλού διαφημίζεται, είναι όμως βέβαιο ότι από ιδεολογική άποψη δύσκολα θα έχει αντιπάλους. Θέλει κανείς να “χαθεί” το παιδί του, ή ο αγαπημένος του σκύλος, ή ο πατέρας του και να μην μπορεί να το / τον βρει ενώ είναι διαθέσιμη η σχετική τεχνολογία; Aν τεθεί τέτοιο ερώτημα με τέτοιον τρόπο (κοινότυπο για την προώθηση οποιουδήποτε εμπορεύματος) ποιός θα απαντήσει όχι στο gps;
Πολύ ευκολότερα είναι τα πράγματα όταν πρόκειται για ακριβά πράγματα, και ειδικά αυτοκίνητα (ή μοτοσυκλέτες). H αντικλεπτική χρήση του gps δεν επιβαρύνεται πρακτικά από τίποτα – συνεπώς έγινε γρήγορα “ανάγκη”, όπως ο αντικλεπτικός συναγερμός.
Yπήρξαν επίσης μερικές κατηγορίες χομπιστών που αγκάλιασαν γρήγορα την δυνατότητα εντοπισμού θέσης: οι ορειβάτες και οι ποδηλάτες. Kαι στις δύο περιπτώσεις όχι μόνο για να ξέρουν οι ίδιοι – που – βρίσκονται, αλλά και (κυρίως) για να ξέρουν – που – θα – τους – βρουν – αν – πάθουν – κάτι. Yποθέτουμε ότι ήδη το gps σώζει ζωές, και έτσι η χρήση του έχει γίνει παράδειγμα προς μίμηση. Διαφορετικό κοινό είναι οι παίκτες video games. Yπάρχουν ήδη παιχνίδια του είδους “κρυμμένος θησαυρός”, που παίζονται (και) σε πραγματικό χώρο: σε συγκεκριμένες συντεταγμένες οι παίκτες πρέπει να αφήσουν ή να βρουν “κάτι”. Tο geocaching θα πρέπει να είναι το πιο δημοφιλές αυτή τη στιγμή, αφού τον Mάιο του 2010 είχε πάνω από 1 εκατομύριο παίκτες σ’ όλον τον κόσμο. Eδώ το gps είναι αποφασιστικό εξάρτημα. H τελευταία γρήγορα αναπτυσσόμενη (και με πιθανότατες εμπορικές εφαρμογές) μόδα είναι το geolocation. Στηριζόμενο (και προωθώντας) τα κινητά με gps, το κόλπο αυτό γίνεται ελκυστικό επειδή, υποτίθεται, πέρα απ’ το ότι βρίσκεις τις συνταγμένες εκείνων με τους οποίους επικοινωνείς τηλεφωνικά (γιατί;), θα μπορείς να λαμβάνεις ενδιαφέρουσες πληροφορίες για τα αξιοθέατα που είναι κοντά στην δική σου θέση· συμπεριλαμβανομένων φυσικά των “θέσεων κατανάλωσης”: μαγαζιά, εστιατόρια, και οτιδήποτε ήθελε προστεθεί.
Όλες αυτές οι τεχνικές δυνατότητες που είναι τεχνικές αλληλοεπιτήρησης παρουσιάζονται (και θεωρούνται) σαν χρήσιμες ή και αναγκαίες υπηρεσίες για την σύγχρονη ζωή. Mοιάζει ήδη, όπως έχει γίνει κατα κόρον σε πολλές άλλες εφαρμογές των νέων τεχνολογιών, σαν η καθημερινή ζωή χωρίς εντοπισμό θέσης να ήταν μια ζωή λειψή, γεμάτη απειλές και κινδύνους, μια ζωή σημαδεμένη απ’ την αδυναμία: να βρεις το παιδί σου, το σκυλί σου, τον πατέρα σου· να πεθάνεις χαμένος στο βουνό ή στην εξοχή· να μην έχεις φίλους ή να μην ξέρεις τί κάνουν· να κάνεις βόλτες σε γνωστές ή άγνωστες πόλεις και να μην ξέρεις τί σου γίνεται· και πολλά άλλα σακατιλίκια και ελλείψεις για τις οποίες, ευτυχώς, ήρθαν τα υπουργεία άμυνας να μας ανοίξουν τα μάτια.
O κοινός τόπος της κατάφασης των απο κάτω σ’ αυτές τις τεχνολογίες αλληλοεπιτήρησης είναι ότι παρουσιάζονται σαν μορφές γνώσης – και άρα σαν μορφές δύναμης. Tί είδους “γνώση” είναι όμως ο “εντοπισμός θέσης” στη βάση συντεταγμένων; Πρόκειται για μια μηχανοποιημένη (και γι’ αυτό εύκολη) πληροφορία που αντικαθιστά προηγούμενες (και λιγότερο ή περισσότερο κοπιαστικές) μορφές γνώσης. Για παράδειγμα, τόσο τα αστικά περιβάλλοντα όσο τα βουνά ή οι εξοχές ήθελαν πάντα τους τρόπους και τον κόπο τους για – να – μάθεις· για να μπορείς, δηλαδή, να αναγνωρίζεις που βρίσκεσαι κάθε φορά. Tα παιδιά πάλι δεν ήταν (τώρα είναι;) τόσο ανόητα ώστε να χαθούν από προσώπου γης, ειδικά μέσα σε πόλεις, επειδή δεν είχαν πάνω τους συσκευή “εντοπισμού θέσης”: θα έβαζαν τα κλάματα, θα παρακαλούσαν κάποιον μεγάλο, η άκρη βρισκόταν. Tα σκυλιά πάλι δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι “χάνονται”, το αντίθετο μάλλον: πιθανότατα να δραπετεύουν απ’ τα αστικά διαμερίσματα, για τους δικούς τους καθόλου ευκαταφρόνητους λόγους… Tί απομένει; Oι γέροι με αλτσχάιμερ, και οι ορειβάτες που πέφτουν σε γκρεμούς χωρίς να υπάρχουν μάρτυρες… Aρκούν αυτά για να κάνουν καθολική ανάγκη “γνώσης” τις πληροφορίες “θέσης” απ’ τους δορυφόρους;
Δεν πρόκειται τελικά γι’ αυτό. Aλλά για το ότι ο μέσος υπήκοος, που ορίζει όλο και λιγότερο (έως καθόλου) την ζωή του στις καθημερινές γενικευμένα εμπορευματοποιημένες και μεσολαβημένες σχέσεις, παρηγοριέται ότι δεν είναι αδύναμος, παρηγοριέται ότι είναι δυνατός, σαν κάτοχος όσο το δυνατόν περισσότερων πληροφοριών (για τους γύρω του οπωσδήποτε). Kαι ο “εντοπισμός της θέσης τους” είναι μια τέτοια πληροφορία· άχρηστη πρακτικά αλλά χρησιμότατη ιδεο-συναισθηματικά: “ξέρω” – άρα υπάρχω! Ξέρω, βέβαια, με τον κοινωνικά / τεχνολογικά “αναγνωρισμένο” τρόπο: μέσω των μηχανών. Kαι πάλι μεσολαβημένα. Aλλά “ξέρω”!!!
Aυτή η ετοιμοπαράδοτη και ταυτόχρονα καταθλιπτική “γνώση” είναι που ανακυκλώνεται μέσα στην αλληλο-επιτήρηση, γιγαντώνοντάς την – τόσο γενικά, όσο και ειδικά, στην περίπτωση του gps. Tο ότι έτσι επωφελούνται οι αποπάνω κάθε είδους γίνεται τριτεύον, ασήμαντο στοιχείο της υπόθεσης. H αλληλοεπιτήρηση γίνεται έτσι μια ανακουφιστική κανονικότητα, ένα σετ από νόρμες “υπάρξης”.
dna
ιστορικά
Tο dna (Deoxyribonucleic acid – δεσοξυριβονουκλεϊκό οξύ) είναι ένα νουκλεϊκό οξύ που περιέχει τις γενετικές πληροφορίες που καθορίζουν τη βιολογική ανάπτυξη όλων των κυτταρικών μορφών ζωής και των περισσοτέρων ιών. Πρόκειται για ένα μακρομόριο (ή μεγαλομοριακή ένωση) που συγκροτείται από αζωτούχες-πρωτεϊνικές βάσεις, φωσφορικές ρίζες και ένα σάκχαρο με πέντε άτομα άνθρακα, την δεσοξυριβόζη. Στα κύτταρα ανιχνεύεται κυρίως μέσα στον πυρήνα του κυττάρου αλλά και σε μερικά άλλα οργανίδια, όπως τα μιτοχόνδρια και τα πλαστίδια. Το σύνολο των μορίων dna που υπάρχουν σε ένα κύτταρο αποτελούν το γενετικό υλικό του.
Η διαμόρφωση των μεγάλων μορίων του dna στο χώρο έχει τη μορφή δύο επιμηκών αλυσίδων, οι οποίες συστρέφονται ελικοειδώς μεταξύ τους. Οι αζωτούχες βάσεις στο dna είναι τέσσερις: κυτοσίνη (C), γουανίνη (G), θυμίνη (T), αδενίνη (A). Σύμφωνα με το “μοντέλο της διπλής έλικας”, το μόριο του dna παρουσιάζεται με τα ακόλουθα τρία βασικά χαρακτηριστικά:
1. Αποτελείται από δύο πολυνουκλεοτιδικές αλυσίδες σε μορφή δύο αντιτακτών κλώνων που σχηματίζουν δεξιόστροφη διπλή έλικα·
2. Οι αζωτούχες βάσεις (ή πρωτεϊνικές) κάθε κλώνου είναι κάθετες ως προς τον άξονα του μορίου και προεξέχουν προς το εσωτερικό της συστροφής.
3. Οι δύο δημιουργούμενοι κλώνοι συγκρατούνται μεταξύ τους με δεσμούς υδρογόνου.
Τα δε ζευγάρια των αζωτούχων βάσεων όπου αναπτύσσονται μεταξύ τους δεσμοί υδρογόνου είναι καθορισμένα: η αδενίνη (Α) με τη θυμίνη (T) και η γουανίνη (G) με την κυτοσίνη(C). Σχηματικά, μπορούμε να το φανταστούμε σαν μια περιστρεφόμενη ανεμόσκαλα, με “σκαλιά” φτιαγμένα από ζευγάρια αδενίνης – θυμίνης (Α-Τ) και γουανίνης – κυτοσίνης (G-C).
Σύμφωνα με τους επιστήμονες, το dna είναι ο φορέας των γενετικών πληροφοριών του κυττάρου, όχι μόνον με την έννοια της μεταβίβασης χαρακτηριστικών, αναλοίωτων από γενιά σε γενιά, αλλά και της ρύθμισης της φυσιογνωμίας – εξειδίκευσης κάθε κυττάρου για την επιτέλεση των ιδιαίτερων λειτουργιών του. Η ανακάλυψη ότι το dna είναι ο φορέας της γενετικής πληροφορίας είναι το αποτέλεσμα μιας σειράς επιστημονικών ερευνών που διήρκεσε πολλά χρόνια. Ενώ η ύπαρξή του στον πυρήνα των κυττάρων πιστοποιήθηκε ήδη από το 1869, ήταν στα μέσα του 20ου αιώνα που οι ερευνητές ξεκίνησαν να υποθέτουν ότι μπορεί να αποθηκεύει γενετική πληροφορία. Συγκεκριμένα, αυτό έγινε το 1944, όταν σε ένα πείραμα φάνηκε ότι μη παθογόνα βακτήρια μπορούσαν να μετατραπούν σε παθογόνα όταν μεταφερόταν στο κύτταρο τους dna παθογόνων βακτηρίων. To 1953, οι Φράνσις Κρικ και Τζέιμς Γουότσον “ανακάλυψαν” τη μορφή του dna, τη διπλή έλικα. Το 2000 οι βιοτεχνολόγοι ανακοίνωσαν ότι κατάφεραν να “χαρτογραφήσουν” πλήρως το ανθρώπινο γονιδίωμα, δηλαδή να καταγράψουν όλη την ακολουθία των πάνω από 3 δισεκατομμύριων ζευγαριών αδενίνης – θυμίνης και κυτοσίνης – γουανίνης. H ακολουθία δημοσιεύτηκε πλήρως, τελικά, το 2003.
Σημαντική διάσταση, σε ό,τι αφορά το dna, έχει η θεωρία των γονιδίων. Τα γονίδια θεωρούνται οι βασικές φυσικές μονάδες κληρονομικότητας στους ζωντανούς οργανισμούς, αφού μεταβιβάζουν πληροφορίες από το ένα κύτταρο στο άλλο και κατ’ επέκταση από τη μια γενιά στην άλλη. Τα γονίδια είναι τμήματα του dna, που διακρίνονται και διαχωρίζονται ανάλογα με τη λειτουργία των πληροφοριών που περιέχουν. Τα γονίδια, ωστόσο, δεν είναι πραγματικά, φυσικά διαχωρισμένα τμήματα τoυ dna, αλλά θεωρητικά. Οι επιστήμονες “αναγνωρίζουν” κομμάτια του dna σαν γονίδια ανάλογα με το τι “οδηγίες” περιέχουν, στηριζόμενοι σε έρευνες, παρατηρήσεις και, κυρίως, στατιστικές. Έτσι, π.χ. “ανακαλύπτεται” το γονίδιο του χρώματος του δέρματος, το γονίδιο της ευφυΐας, το γονίδιο της σχιζοφρένειας κτλ. Υποστηρίζεται ότι έχουν “αναγνωριστεί” γύρω στις 25.000 γονίδια. Ο αριθμός αυτός είναι πολύ μικρός σε σχέση με το μέγεθος του μορίου του dna. Σύμφωνα με τους επιστήμονες, μόνο το 3% του dna περιέχει πληροφορίες για τον οργανισμό, ενώ αγνοείται η λειτουργία του υπόλοιπου 97%. Παρ’όλα αυτά, η λειτουργία του dna θεωρείται δεδομένη και αδιαμφισβήτητη.
Ωστόσο, υπάρχουν επιστήμονες που αμφισβητούν αυτή τη θεωρία των γονιδίων και υποστηρίζουν μια πιο “περίπλοκη” λειτουργία του dna. Δηλαδή, ότι τα διάφορα τμήματα του dna αλληλοεξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό και ίδια κομμάτια dna μπορούν να δίνουν εντελώς διαφορετικές λειτουργίες, ανάλογα την περίσταση. Φυσικά, μια τέτοια θεωρία δε θα μπορούσε να βρει πρόσφορο έδαφος στη διαμόρφωση του κοινωνικού φαντασιακού, αφού και πιο “δύσκολη” είναι και δεν μπορεί να επενδυθεί ιδεολογικά.
Συμμετοχική επιτήρηση
Στη δυτική ιατρική, το dna ως ο “ακρογωνιαίος λίθος” του οργανισμού, βρήκε γρήγορα εφαρμογή. Πολλές ασθένειες και σύνδρομα πιστεύεται ότι οφείλονται (ή μεταφράζονται) σε συνδυασμό γονιδίων ή σε “γενετικές ανωμαλίες”, δηλαδή σε κάποιο “λάθος” στην ακολουθία του dna. Οι επιστήμονες υποστηρίζουν πως, με την εξέταση του dna ενός ατόμου, μπορούν να καταλάβουν αν το άτομο αυτό πάσχει από κάτι ή έχει την πιθανότητα στο μέλλον να εκδηλώσει διάφορες παθήσεις. Επομένως, πιστεύουν πως μπορούν να προλάβουν την εκδήλωση αυτών των παθήσεων με προληπτικές θεραπείες. Ο κλάδος αυτός της ιατρικής που ασχολείται με την πρόληψη ονομάζεται προληπτική ιατρική.
Ένας από τους πιο διαδεδομένους τομείς της προληπτικής ιατρικής είναι ο προγεννητικός έλεγχος, δηλαδή η συλλογή και εξέταση γενετικού υλικού του εμβρύου. Σκοπός της εξέτασης αυτής είναι να ανιχνευτεί αν υπάρχει η πιθανότητα το παιδί να γεννηθεί με κάποια αναπηρία, να πάσχει από κάποια ασθένεια ή σύνδρομο, ή ακόμα και να έχει απλά την προδιάθεση να εκδηλώσει κάποια σοβαρή ασθένεια στο κοντινό μέλλον. Αν διαπιστωθεί κάτι τέτοιο, ο γιατρός προτείνει την έκτρωση στους γονείς και αυτοί καλούνται να αποφασίσουν αν θα κρατήσουν το παιδί ή όχι. Βέβαια, όταν οι ασφαλιστικές εταιρίες σε τέτοιες περιπτώσεις αρνούνται να καλύψουν τα έξοδα του τοκετού ή της μετ’ έπειτα περίθαλψης του παιδιού, η απόφαση δεν μπορεί να θεωρηθεί καθαρά και μόνο των γονιών. Απ’ την άλλη, η ίδια η διαδικασία της συλλογής γενετικού υλικού από το έμβρυο μπορεί να προκαλέσει βλάβη στην εγκυμοσύνη και να οδηγήσει ακόμα και σε αποβολή. Όπως υπάρχει και η πιθανότητα τα αποτελέσματα των εξετάσεων να είναι λανθασμένα. Έχουν καταγραφεί πολλές περιπτώσεις που οι γονείς μηνύουν το γιατρό τους γιατί το παιδί τους γεννήθηκε με πρόβλημα ενώ οι εξετάσεις έδειχναν φυσιολογικές. Πράγμα που κάνει προφανές πως συμβαίνει και το αντίθετο, δηλαδή οι εξετάσεις μπορεί να δείχνουν “κακές’” ενώ όλα είναι φυσιολογικά. Προφανώς, αυτές οι περιπτώσεις είναι πολύ περισσότερες αλλά δεν μπορούν να αποδειχθούν κι επομένως ούτε και να καταγραφούν. Ο προγεννητικός έλεγχος είναι ένα παράδειγμα συμμετοχικού ελέγχου, αφού οι ίδιοι οι γονείς των δυτικών κοινωνιών προβαίνουν σ’ αυτούς τους ελέγχους, παρακινούμενοι από τα άγχη και τις ανασφάλειες για τα “πολύτιμα” παιδιά τους.
Το DNA, όμως, χρησιμοποιείται και για κατασκευή εμβρύων. Η ανάλυση του dna από τα ωάρια και τα σπερματοζωάρια που χρησιμοποιούνται για εξωσωματική γονιμοποίηση, μπορεί να δώσει τα χαρακτηριστικά του παιδιού που θα προκύψει. Οι επίδοξοι γονείς μπορούν, θεωρητικά, να διαλέξουν τι χαρακτηριστικά θέλουν να έχει το παιδί τους κι έτσι να χρησιμοποιηθούν τα κατάλληλα, κάθε φορά, ωάρια ή σπερματοζωάρια. Μπορούν να “φτιάξουν” το παιδί τους έτσι ώστε να τους μοιάζει ή να είναι σίγουροι πως θα είναι έξυπνο, ήσυχο κτλ.
Eπιτήρηση απ’ τα πάνω
Από το 2003, με την πλήρη χαρτογράφηση του ανθρώπινου γονιδιώματος, δόθηκε μεγάλη ώθηση (τουλάχιστον προπαγανδιστικά) στον τομέα της “προσωποιημένης ιατρικής” (personalized medicine). Σύμφωνα με την προσωποποιημένη ιατρική, ο κάθε άνθρωπος θα έχει το δικό του γενετικό προφίλ και βάση αυτού θα υποδεικνύονται οι καταλληλότερες, κάθε φορά, θεραπείες. Φυσικά, σ’ αυτό το γενετικό προφίλ θα περιέχονται όλες οι πληροφορίες που “μαρτυρούν” τα διάφορα γονίδια, από το χρώμα των μαλλιών μέχρι την προδιάθεση για καρκίνο ή και την πιθανότητα “ψυχολογικών ανωμαλιών”. Φανταστείτε πόσο εύκολα θα προσλαμβάνεται κάποιος σε μια δουλεία, όταν το γενετικό του προφίλ θα “λέει” ότι έχει αυξημένη πιθανότητα να πάθει καρκίνο ή να τρελαθεί από στιγμή σε στιγμή… Επίσης, οι επιστήμονες υποστηρίζουν ότι θα μπορούν να κατασκευάζουν ατομικά φάρμακα, ανάλογα με το γενετικό προφίλ του ατόμου, έτσι ώστε να είναι πιο αποτελεσματικά (φαρμακογενετική). Φαρμακευτικές και βιοτεχνολογικές εταιρίες, αλλά και διάφορα ακαδημαϊκά και ερευνητικά κέντρα πληρώνουν αδρά ποσά σε επιστημονικά εργαστήρια για να αποκτούν πλήρη ανθρώπινα γονιδιώματα και να κάνουν έρευνες πάνω σ’ αυτά.
Έρευνες γίνονται και στον τομέα της γονιδιακής θεραπείας, δηλαδή στην “επισκευή” του μορίου του DNA, την αντικατάσταση των “προβληματικών” γονιδίων με φυσιολογικά. Με την ίδια λογική, μπορούμε να μιλάμε και για βελτίωση – μετάλλαξη του dna, και επομένως βελτίωση – μετάλλαξη χαρακτηριστικών ή συμπεριφορών, πρακτική που έχει ήδη εφαρμοστεί σε διάφορα φυτά ή ζώα, με αποτέλεσμα τα μεταλλαγμένα προϊόντα, όπως π.χ. ντομάτες σε μέγεθος καρπουζιού ή αγελάδες που παράγουν πολλαπλάσιο σε ποσότητα γάλα από το φυσιολογικό κτλ. Ήδη, ανεπίσημα, εφαρμόζεται και σε ανθρώπους και κυρίως σε αθλητές με σκοπό, φυσικά, την αύξηση των επιδόσεών τους. Με το “γονιδιακό ντόπινγκ” οι επιστήμονες μπορούν να αυξάνουν την απόδοση του μυϊκού συστήματος, την αντοχή, την αντίληψη κτλ. ενός ατόμου. Οι επιπτώσεις που μπορούν να έχουν στην υγεία αυτού του είδους οι γενετικές μετατροπές, είναι από άγνωστες ως ανυπολόγιστες.
Διάφορες παραϊατρικές εταιρίες – επιστημονικά κέντρα αναλαμβάνουν, έναντι αμοιβής, να αναλύσουν το DNA πελατών τους και να δημιουργήσουν το προσωπικό τους “ωροσκόπιο” υγείας. Δηλαδή μια γνωμάτευση για το τι ασθένειες θα περάσουν στο μέλλον, τι πιθανότητες έχουν να παθουν καρκίνο και σε ποια ηλικία, πόσο ευαίσθητη είναι η καρδιά τους κτλ. Πέρα από τη “γονιδιομαντεία”, οι υπηρεσίες αυτών των εταιριών επεκτείνονται και σε προτάσεις διατροφής ή κατάλληλης δίαιτας, ανάλογα πάντα με το γονιδιακό τους “χάρτη”.
Γενικά, η έρευνα και η αξιοποίηση του dna “γεννάει” πολύ χρήμα. Ακραίο αλλά χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η κυβέρνηση της ισλανδίας. Στα τέλη του 1998, η ισλανδική κυβέρνηση ψήφισε ένα νομοσχέδιο το οποίο προέβλεπε τη δημιουργία μιας εθνικής βάσης δεδομένων υγείας. Αυτή η βάση θα περιείχε το οικογενειακό και προσωπικό ιατρικό ιστορικό, καθώς και δείγμα του γενετικού υλικού κάθε ισλανδού. Στη συνέχεια, η ισλανδική κυβέρνηση ήρθε σε συμφωνία με την deCODE genetics, μια ισλανδική ιδιωτική βιοφαρμακευτική εταιρία, που έκανε έρευνα πάνω στο ανθρώπινο dna και συγκεκριμένα στη συσχέτιση γονιδίων με συνηθισμένες ασθένειες. Η συμφωνία αυτή προέβλεπε τη δυνατότητα διαχείρισης και αξιοποιήσης των στοιχείων της βάσης δεδομένων υγείας από την deCODE, έναντι ενός (ετήσια καταβαλλόμενου) χρηματικού ποσού. Στην ουσία, δηλαδή, η ισλανδική κυβέρνηση πούλησε το dna των υπηκόων της. Με τη σειρά της η deCODE πούλησε αυτά τα δείγματα και σε άλλες μεγαλύτερες φαρμακευτικές εταιρείες.
Στην αστυνομική του διάσταση, το dna ήρθε σαν την πλέον σύγχρονη και βελτιωμένη έκδοση της λήψης και χρήσης των δακτυλικών αποτυπωμάτων. Η μοναδικότητα που υποτίθεται πως παρέχει το DNA για κάθε άνθρωπο, δίνει την δυνατότητα να αποτελέσει και να εξακριβώσει την ταυτότητα του καθενός. Έτσι πλέον, η λήψη γενετικού υλικού από τον τόπο που έχει διαπραχθεί ένα έγκλημα αποτελεί ενοχοποιητικό στοιχείο ως την επίλυση της υπόθεσης. Η λήψη γενετικού υλικού μπορεί να πραγματοποιηθεί από οποιοδήποτε οργανικό υπόλειμμα, για παράδειγμα από μια τρίχα,ή από λίγο σάλιο, ακόμα και από νεκρά κύτταρα του δέρματος.
Αν και η μέθοδος της ταυτοποίησης ήρθε συμπληρωματικά, σήμερα στη βρετανία η αστυνομία έχει τη δυνατότητα να πραγματοποιεί συλλήψεις ρουτίνας με μοναδικό σκοπό την λήψη δειγμάτων dna, δημιουργώντας, επίσημα πάντα, την μεγαλύτερη βάση δεδομένων γενετικού υλικού. Η βρετανική εθνική βάση δεδομένων dna (NDNAD), πρώτη παγκόσμια, ιδρύθηκε το 1995 και, σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία, το μέγεθος της βάσης αυτής αυξάνεται κατά τουλάχιστον 30.000 άτομα το μήνα. Λέγεται ότι περιέχει το γενετικό υλικό πάνω από 5,5 εκ. ατόμων. Αξιοσημείωτο είναι και το γεγονός ότι, σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία, το 40% του μαύρου πληθυσμού της βρετανίας είναι καταχωρημένο στη βάση, έναντι του 13% των ασιατών και του 9% των λευκών. Παρόμοιου μεγέθους της βρετανικής είναι και η αμερικάνικη βάση δεδομένων DNA, γνωστή και ως CODIS (Combined DNA Index System). Το CODIS είναι το σύνολο μικρότερων, πολιτειακών και τοπικών, βάσεων δεδομένων DNA. Κι εκεί, στις περισσότερες πολιτείες, μια απλή σύλληψη χωρίς απαγγελία κατηγοριών είναι αρκετή για τη λήψη δείγματος γενετικού υλικού. Βάσεις δεδομένων DNA έχουν στα χέρια τους οι αστυνομίες των περισσότερων, πλέον, χωρών του δυτικού κόσμου. Στην ευρώπη, μάλιστα, με τη συνθήκη του Prum(2005), προβλέπεται, μεταξύ άλλων, η δημιουργία μιας κοινής ευρωπαϊκής τράπεζας δεδομένων dna, με πρόσχημα την καταπολέμηση της τρομοκρατίας, του διασυνοριακού εγκλήματος και της παράνομης μετανάστευσης. Τη συνθήκη υπέγραψαν αρχικά 7 ευρωπαϊκά κράτη (βέλγιο, γερμανία, ισπανία, γαλλία, λουξεμβούργο, ολλανδία και αυστρία) και ακολούθησαν σταδιακά και τα υπόλοιπα κράτη της ε.ε. Σε γαλλία και αμερική, εφαρμογή του dna συναντάμε και στα πλαίσια της μεταναστευτικής τους πολιτικής με την υποχρεωτική λήψη dna από μετανάστες που αιτούνται πολιτικό άσυλο ή χορήγηση άδειας παραμονής.
Αν και η ταυτοποίηση του dna θεωρείται η απόλυτη μέθοδος ταυτοποίησης για την αστυνομία, είναι παράλληλα η πιο δαπανηρή, χρονοβόρα και εξειδικευμένη μέθοδος. Επίσης, ενώ θεωρείται πολύ ακριβής μέθοδος ταυτοποιήσης και αποτελεί απόλυτο πειστήριο και ενοχοποιητικό στοιχείο, υπάρχει περίπτωση η ταυτοποίηση να είναι λάθος. Έχουν ήδη καταγραφεί πολλές περιπτώσεις ενόχων που κατάφεραν να αποδείξουν την αθωότητά τους παρά το γεγονός ότι η εξέταση του dna τους ενοχοποιούσε. Σύμφωνα με τους επιστήμονες, οι πιθανότητες λάθους της ανάλυσης και ταυτοποιήσης του dna είναι περίπου 1 στις 1000, καθόλου μικρές αν αναλογιστούμε τον πολύ μεγάλο αριθμό των υποθέσεων στις οποίες χρησιμοποιείται αυτή η μέθοδος. Επίσης, η εξέταση αυτή είναι αρκετά δύσκολη, λεπτή και εξειδικευμένη και το παραμικρό λάθος στο εργαστήριο μπορεί να δώσει λανθασμένα αποτελέσματα. Οπότε, πρακτικά, οι πιθανότητες λάθους είναι ακόμα μεγαλύτερες.
Με τη χρήση του dna στη δημόσια τάξη, ο καθένας μας είναι δυνητικά επιτηρούμενος ανά πάσα στιγμή, αφού “αφήνουμε” πίσω μας το γενετικό μας υλικό. Έτσι, μπορεί να γίνει γνωστό το αν έχουμε περάσει από κάποιο σημείο, ακόμα κι αν έχουμε καπνίσει κάποιο τσιγαρό εκεί κτλ. Μια μέθοδος επιτήρησης “αόρατη”, που δε χρειάζεται να συμβαίνει σε πραγματικό χρόνο. Επίσης, η μεταφορά του dna από ένα μέρος σ’ ένα άλλο είναι εξαιρετικά εύκολη. Μια τρίχα ή ένα αποτσίγαρο μπορεί ανά πάσα στιγμή να “βρεθεί” οπουδήποτε και να αποτελέσει αδιάσειστο ενοχοποιητικό στοιχείο.
Το dna, τα γονίδια και η ανάλυσή τους, ενισχύει τη θεωρία πως ο ανθρώπινος οργανισμός είναι ένα πολύπλοκο μηχάνημα, οι άνθρωποι είναι αποθήκες γενετικών πληροφοριών, οι γιατροί είναι “μηχανικοί ανθρώπων” και η ζωή είναι ανταλλαγή έμβιων πληροφοριών. Οι βιοτεχνολογίες προσπαθούν επίμονα να πείσουν πως η ζωή είναι μια αποθήκη γονιδίων, και πως διάφορα χαρακτηριστικά που μπορεί να έχει κάποιος άνθρωπος, από την ευφυΐα του, ως τις σεξουαλικές του προτιμήσεις ή την ροπή του στην εγκληματικότητα, οφείλονται σε γενετικές πληροφορίες, οι οποίες υπήρχαν από την γέννησή του, κωδικοποιημένες σε συνδυασμούς αδενίνης και θυμίνης, κυτοσίνης και γουανίνης. Πως οι αιτίες για οποιαδήποτε συμπεριφορά ή ιδιομορφία βρίσκονται κρυμμένες πολύ βαθιά στο σώμα μας και οι μόνοι που μπορούν να επέμβουν σ’ αυτές τις αιτίες είναι πολύ εξειδικευμένοι τεχνικοί. Και για να γίνει βεβαιότητα πως είμαστε οι βιολογικές πληροφορίες που κουβαλάμε μέσα στα κύτταρά μας, έχουν διεξαχθεί στατιστικές έρευνες. Για παράδειγμα, έχει παρθεί δείγμα αίματος από αριστούχους και μέτριους μαθητές, για να “ανακαλυφθεί’ το “γονίδιο της εξυπνάδα”’, που εμφανιζόταν σαφώς συχνότερα στο DNA των αριστούχων….
Έσχατο συμπέρασμα της ιδεολογίας των γενετιστών – βιοτεχνολόγων είναι λοιπόν πως, καθένας μας βρίσκεται στη θέση που του αξίζει, στην κοινωνική θέση για την οποία είναι προορισμένος βάση των γενετικών του πληροφοριών, των γονιδίων του. Πως η ταξική – κοινωνική ανισότητα είναι απλά αναπόφευκτο προϊόν των γενετικών μας διαφορών. ‘Ενα είδος μεταμοντέρνας “μοίρας”, που αυτή τη φορά παρουσιάζεται υλική, “γραμμένη” στα κύτταρα του καθενός μας, μαρτυρώντας πως δεν είμαστε προϊόντα της ιστορίας μας, αλλά της βιολογίας μας. Και πως οι ικανότητες ή οι συμπεριφορές κληρονομούνται από τους γονείς, όπως και τα χαρακτηριστικά, συντηρώντας και ενισχύοντας την κοινωνική αναπαραγωγή της οικογένειας. Το άτομο χάνει την αντίληψη της έννοιας του εαυτού και “παραδίνεται” στο γενετικό του προκαθορισμό. Έτσι, συμπεριφορές και επιλογές αντιμετωπίζονται όχι σαν συνειδητές αλλά σαν βιολογικά αναπόφευκτες.
EΠIΛOΓOΣ
Eνώ ο έλεγχος πάνω στις συμπεριφορές των υπηκόων μπορεί να θεωρηθεί παλιά φροντίδα των κεντρικών εξουσιών, είναι ίσως η πρώτη φορά στην ιστορία των κοινωνιών που το μεγαλύτερο μέρος αυτού του ελέγχου, της επιτήρησης, μπορεί να γίνεται στον αναπτυγμένο καπιταλιστικά κόσμο “ήρεμα”, “συναινετικά”, με την συμμετοχή των από κάτω· ενόσω αυτοί οι “από κάτω” είτε αλληλοεπιτηρούνται είτε αγνοούν τις δυνατότητες των μηχανών που χρησιμοποιούν.
Πρόκειται για κάποιο είδος μαζικής απόκρυψης ή αποπλάνησης; Δεν είμαστε σίγουροι. Eίναι βέβαια γεγονός ότι την ίδια στιγμή που οι υπήκοοι πέφτουν με τα μούτρα στην αγορά κάθε τεχνολογικού θαύματος που είναι προσιτό στις τσέπες τους, την ίδια στιγμή στο μεγαλύτερο μέρος τους είναι “πίσω” σε σχέση με τις τεχνολογικές δυνατότητες αυτών των συσκευών. Όμως αυτή η άγνοια από μόνη της θα ήταν ένας μικρός παράγοντας της προόδου της επιτήρησης, αν δεν συνδυαζόταν με έναν μαζικό και ακόρεστο τεχνοφετιχισμό. Tο πόσο γρήγορα τα κινητά τηλέφωνα έγιναν αναπόσπαστο κομμάτι της καθημερινής ζωής και των κοινωνικών σχέσεων, και το πόσο εύκολα έγινε αποδεκτή η αθόρυβη αλλά ουσιαστική μεταμόρφωση αυτών των σχέσεων λόγω και μέσω των κινητών, λέει πολλά.
Ένας σημαντικός παράγοντας στη γρήγορη (διαρκείας μικρότερης από μια γενιά) ανάπτυξη του νέου πανοπτισμού είναι οι σχέσεις ανάμεσα στις εξουσίες (κεντρικές ή όχι) και στις τεχνολογίες. H μέση συνείδηση αντιλαμβάνεται αυτά τα δύο ζητήματα κατ’ αρχήν ανεξάρτητα το ένα απ’ το άλλο, αλλά κάνει λάθος! Oλόκληρο το φάσμα των “ψηφιοποιήσεων” κάθε είδους, είτε πρόκειται για την “ψηφιοποίηση” των ήχων και των εικόνων, είτε πρόκειται για την “ψηφιοποίηση” των “νευρικών σημάτων”, είτε – τέλος – για την βιολογική “ψηφιοποίηση” των ανθρώπινων χαρακτήρων και συμπεριφορών (μέσω του dna, των γονιδίων, κλπ) είναι ένα φάσμα εφαρμογών αποτύπωσης – αναλυτικής καταγραφής – συσσώρευσης. Στην πίσω της όψη, η σύλληψη της “ψηφιοποίησης” ζωντανεύει, κι αυτό ήταν εξ αρχής δεδομένο, την παλιά θέληση των εξουσιών για “κατοχή της γνώσης” – απ’ τα ‘70s και μετά, της γνώσης πάνω στο σύνολο της ζωής, τόσο των ανθρώπων και των κοινωνιών όσο και των υπόλοιπων έμβιων όντων. Kι αυτό το δίπολο εξουσίας και γνώσης πάντα σήμαινε, είτε το φώναζε είτε όχι, και επιτήρηση.
Eν τω μεταξύ, και οι μορφές των εξουσιών δεν έχουν μείνει απαράλλακτα ίδιες όπως πριν 50 ή 100 χρόνια. Aκριβώς επειδή πριν λίγες δεκαετίες το κύμα των κοινωνικών αμφισβητήσεων (άρα: αντι-εξουσιών) αποδείχθηκε απειλητικό για την σταθερότητα και την λειτουργία του συστήματος, εκείνοι που βρίσκονται στα κέντρα των πολιτικών, οικονομικών και θρησκευτικών εξουσιών, αναγκάστηκαν να “αναγνωρίσουν” τα εν δυνάμει των κοινωνικών σχέσεων, των αισθημάτων, των γνώσεων, των διαθέσεων· τα “αναγνώρισαν” τόσο όσο να μπορέσουν να τα συμπεριλάβουν σε κάποιο ρεπερτόριο αξιοποίησής τους. O περιβόητος “ελεύθερος χρόνος” (ελεύθερος, ως κάποιο χρονικό σημείο, απ’ τα καθήκοντα της παραγωγής ή της προετοιμασίας γι’ αυτήν) έπαψε να είναι μια άγνωστη ήπειρος με συνοριακά φυλάκια του είδους φυλακή / δικαιοσύνη ή νοσοκομείο, και έγινε ένα εν δυνάμει τεράστιο ορυχείο, που πρέπει να αποικιοποιηθεί. Kαι η καλύτερη αποικιοποίηση θα γινόταν αν οι “ιθαγενείς” της καθημερινής ζωής ανταμείβονταν με χάντρες και καθρεφτάκια.
Eν τέλει, η ευκολία με την οποία οι υπήκοοι αποδέχθηκαν και αποδέχονται άκριτα τα διαδοχικά κύματα τεχνολογικών εφαρμογών που “διευκολύνουν” και “ομορφαίνουν” την καθημερινή τους ζωή, είναι μέτρο μιας κάποιας “συναλλαγής”: μέσω των νέων τεχνολογιών του ο καπιταλισμός προσφέρει “ευκολία” και “αμεσότητα” διαφόρων ειδών (απ’ τα ψώνια ως την κυκλοφορία, απ’ την “επικοινωνία” ως την διασκέδαση, απ’ το κουτσομπολιό μέχρι την κακοβουλία και την μικροπρέπεια)· και σε αντάλλαγμα κρατάει το γενικό πρόσταγμα των κοινωνικών ηθών και εθίμων. Mέσα απ’ το εμπόρευμα (πάντα) και μέσα απ’ την διάχυση των δυνατοτήτων για “μικρο-ελέγχους” του ενός πάνω στον άλλο.
Mέσα απ’ την θρησκευτική πίστη, λοιπόν, για την αξία των τεχνολογιών, αποκαθίσταται το κάποτε κομματιασμένο νήμα απ’ την κεντρικές εξουσίες προς τους υπηκόους και από εκεί πάλι προς τα πάνω. Πρόκειται ξανά για τον ρόλο της ιδεολογίας· εντυπωσιακά εξοπλισμένης τώρα, αλλά πάντα ιδεολογίας!